Editorial 566 - 2stroke 4ever!

Από το

motomag

1/1/2017

4ever, λέμε εμείς οι ρομαντικοί, αλλά πολύ δύσκολα θα επιστρέψουν τα δίχρονα στους δρόμους. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι σαν τον Eskil Suter, που όχι μόνο κατασκευάζει ένα δίχρονο V4 καλύτερο από τα GP500 που τόσο αναπολούμε, αλλά σχεδιάζει να βγάλει και έκδοση δρόμου! Εντάξει, αυτό αφορά μόνο τους λίγους εκείνους που μπορούν να δώσουν εξαψήφιο αριθμό ευρώ για μια μοτοσυκλέτα, κι από αυτούς ακόμα πιο λίγοι θα μπορούν να το οδηγήσουν όπως του αξίζει. Είχαν ρωτήσει τότε τον Mick Doohan πόσα άλογα βγάζει το NSR500 του, κι ο άπαιχτος Αυστραλός απάντησε: "Δεν μπορώ να σας πω! Αν όμως ήταν 1.000 κυβικά, θα έβγαζε πάνω από 400 άλογα..." Το Suter έχει 195 στην βασική του έκδοση, πριν ο πελάτης ζητήσει κάτι παραπάνω. Έτσι, ο αναβάτης που δεν θα θέλει απλά να γυρίζει σε μια πίστα τρομάζοντας τον εαυτό του, αλλά να βάλει το κεφάλι κάτω και να κάνει χρόνους, πρέπει να το κάνει με τον πατροπαράδοτο τρόπο: Να βγαίνει με πολλά από τις στροφές, για να κουβαλάει αυτά τα χιλιόμετρα στην ευθεία, και για να το κάνει αυτό, σε μια μοτοσυκλέτα με κορυφαίο πλαίσιο κι ελάχιστο βάρος, ο μόνος τρόπος είναι να μπαίνει και γρήγορα στις στροφές, διατηρώντας υψηλή ταχύτητα μέσα στην στροφή. Το έχουμε πει άλλωστε, ο γρήγορος αναβάτης στην ευθεία φαίνεται! (Γιατί στην ευθεία όλοι μπορούν να ανοίξουν το γκάζι, αυτός όμως που θα έχει πάρει την στροφή με περισσότερα κι ανοίξει νωρίτερα το γκάζι, θα κουβαλάει αυτά τα παραπάνω χιλιόμετρα σε όλη την ευθεία... Και πάει λέγοντας σε όλο το γύρο.) Απλό να το λες, δύσκολο να το κάνεις, και σίγουρα όχι όταν οδηγείς μια μοτοσυκλέτα που κάνει πάνω από 110.000 ευρώ και ΔΕΝ είναι δική σου. Θα διαβάσετε για το Suter που οδηγήσαμε στα Μέγαρα, όπως θα διαβάσετε και για την έλευση των ψεκαστών δίχρονων στο χώρο του enduro τουλάχιστον, για το 2018. Βλέπετε, τα enduro που πρέπει να βγάζουν πινακίδα πρέπει να είναι σύμφωνα με τις προδιαγραφές, ενώ τα motocross δεν έχουν τέτοιους περιορισμούς. Μένει να δούμε αν οι κατασκευαστές θα τα κάνουν όλα ψεκαστά από του χρόνου, ή θα αφήσουν τα motocross για αργότερα.

Κι όμως, και το Suter και τα μελλοντικά χωματερά δίχρονα, είναι έμμεσου ψεκασμού, κι όχι άμεσου. Το καύσιμο δηλαδή δεν ψεκάζεται κατ’ ευθείαν στον θάλαμο καύσης, αλλά στην εισαγωγή, απ’ όπου παραδοσιακά μέσω των θυρίδων πηγαίνει στον κύλινδρο, για να συμπιεστεί, να αναφλεγεί και να κάνει την δουλειά του. Η ακρίβεια στην τροφοδοσία θα φέρει σημαντική μεν μείωση στους ρύπους και την κατανάλωση, ακριβώς τόση όμως όση χρειάζεται για να περάσουν τις προδιαγραφές Euro4, κι όχι όση θα μπορούσαν να πετύχουν με άμεσο ψεκασμό, που έχει το πλεονέκτημα πως καθόλου βενζίνη δεν χάνεται, καθώς το μπεκ ψεκάζει αφού έχει κλείσει η θυρίδα εξαγωγής. Αυτό είναι και το κλασικό πρόβλημα της μεγαλύτερης από των τετράχρονων κατανάλωσης των δίχρονων: Ένα μέρος του μίγματος που μπαίνει από τις θυρίδες εισαγωγής, φεύγει όπως έρχεται, πριν καεί, από την θυρίδα εξαγωγής, αφού την προλαβαίνει έστω και για λίγο ανοιχτή.

Η τεχνολογία των δίχρονων δεν έχει σταματήσει ποτέ να εξελίσσεται όμως. Όλες οι αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν τέτοια project, και ξεκινώ από τις αυτοκινητοβιομηχανίες γιατί καθορίζουν στο μεγαλύτερο ποσοστό την κατεύθυνση που θα πάρει η έρευνα και η εξέλιξη της τεχνολογίας των κινητήρων, που περνά μετά και στην μοτοβιομηχανία. Προμηθευτές υποσυστημάτων όπως η Bosch και η Continental για παράδειγμα, παράγουν μονάδες ABS για όλους, κάνοντας ασύμφορη την εξέλιξη για κάθε κατασκευαστή ξεχωριστά. Ακόμα και η Honda που είχε εξελίξει το δικό της συνδυασμένο σύστημα ABS για τα CBR, υπέκυψε στα κοστολόγια και αγοράζει πια από την Bosch για το νέο CBR. Όποια τεχνολογία δηλαδή χρησιμοποιείται σε ευρεία κλίμακα, με την διαδικασία της χιονοστιβάδας αποκτά μάζα και φόρα και επικρατεί στην αγορά. Πως μετά να συνεχίσει ένας κατασκευαστής μόνος του να επιμένει δίχρονα, επωμιζόμενος όλο το κόστος της εξέλιξης; Το έριξαν στα τετράχρονα λοιπόν, όσον αφορά στις μοτοσυκλέτες, γιατί σε άλλες εφαρμογές οι δίχρονοι καλά κρατούν, όπως στα snowmobile και τα personal watercraft (αυτά που τα αποκαλούμε συνήθως με την ονομασία που τους είχε δώσει η Kawasaki, τα jet ski), και αρκετές εξωλέμβιες, με άμεσο ψεκασμό παρακαλώ. Οι συνθήκες λειτουργίας βέβαια είναι διαφορετικές, και οι άμεσος ψεκασμός στις μοτοσυκλέτες έχει να αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες εφαρμογής.

Μα καλά, ακούω τόσα χρόνια, αφού ένας δίχρονος είναι δυνατότερος, απλούστερος και φθηνότερος στην κατασκευή σε σχέση με έναν τετράχρονο, γιατί δεν τους εξέλιξαν; Μπροστά στις περιβαλλοντικές νομοθεσίες σε όλο τον κόσμο που με τα χρόνια γίνονταν όλο και αυστηρότερες, οι κατασκευαστές προτίμησαν να βασιστούν στην ήδη πατημένη τεχνολογία των τετράχρονων, όπου κι εκεί είχαν να κάνουν δουλειά βέβαια, να περάσουν στον ψεκασμό, να μειώσουν τις τριβές κι άλλα τέτοια βελτιωτικά, αλλά αυτά ήταν ήδη κοινός τόπος, δεν χρειάστηκε να ανακαλύψουν ξανά τον τροχό. Money talks, bullshit stops. Το αν ένας δίχρονος είναι πιο απλός, επισκευάζεται πιο εύκολα, κι έχει μικρότερα έξοδα συντήρησης και πολύ μικρότερα έξοδα επισκευής σε σχέση με έναν τετράχρονο, αυτό είναι κάτι που ωφελεί όσους από εμάς τα χρησιμοποιούμε, κι όχι τα έσοδα των εταιριών. Απλά πράγματα. Από την στιγμή που δεν μπορούν να κερδίσουν περισσότερα πουλώντας δίχρονα, σε όλο τον κύκλο ζωής τους, από την αρχική πώληση, την συντήρηση, τα ανταλλακτικά και τις επισκευές, πουλάνε τετράχρονα (που έχουν και την επικάλυψη των "περιβαλλοντικά ωφέλιμων", χωρίς αυτό να είναι αλήθεια αν συγκριθούν με δίχρονα άμεσου ψεκασμού σε όλο τον κύκλο ζωής τους) και τελειώνει η υπόθεση.

Τι θα μπορούσε να ανατρέψει αυτή την κατάσταση, και να κάνει τους κατασκευαστές να βγάλουν από τα συρτάρια τους τον φάκελο "Δίχρονα project", να τον ξεσκονίσουν και να προγραμματίσουν την παραγωγή της επόμενης γενιάς δίχρονων; Οι πωλήσεις στις μεγάλες αγορές των "αναπτυσσόμενων" χωρών. Εκεί που τα μηχανάκια κατασκευάζονται και πωλούνται κατά εκατομμύρια. Αν κάποιος από τα μεγάλα κεφάλια ξύπναγε ένα πρωί και αναρωτιόταν, "Ρε συ, μήπως γίνεται να βγάλουμε παπιά και σκουτεράκια και μικρά μηχανάκια δίχρονα, που θα μας στοιχίζουν λιγότερο για να τα παράγουμε απ’ ότι τα τετράχρονα που βγάζουμε ως τώρα, τόσο λιγότερο μάλιστα ώστε να πατσίζουμε κι όσα θα χάσουμε από ανταλλακτικά και service; Και να τα πουλάμε μάλιστα και λίγο ακριβότερα ως νέα και πολύ οικολογική και καταπράσινη τεχνολογία, ώστε τελικά να κερδίζουμε και περισσότερα χρήματα;", τότε θα είχαμε κάποια ελπίδα να δούμε αργότερα τους απογόνους των NSR και των ΤΖR να ξανακυκλοφορούν στους δρόμους. Εδώ και χρόνια, είναι απόλυτα εφικτό να παραχθούν μοτοσυκλέτες 500 κυβικών και 100 ίππων ή 750 και 150 ίππων με άμεσο ψεκασμό, ελαφριές και οικονομικές και γρήγορες και σύμφωνες με τις προδιαγραφές. Η τεχνολογία υπάρχει, με οποιοδήποτε από τα συστήματα άμεσου ψεκασμού έχουν εξελιχθεί, είτε Orbital, είτε Fichtel, είτε το AR "ATAC" της Honda, είτε με οποιοδήποτε άλλο. Η τεχνολογία υπάρχει, "πολιτική βούληση" από τις εταιρίες δεν υπάρχει, γιατί τίποτα δεν τις αναγκάζει αυτή τη στιγμή να το ξανασκεφτούν. Κι ένας από τους πιο αρνητικούς παράγοντες είναι το διαβόητο "πολιτικό κόστος", αφού τόσα χρόνια έχουν πείσει όλο τον πλανήτη για τα πλεονεκτήματα των τετράχρονων, κι αν ξεστομίσουν την λέξη "δίχρονο" θα πέσουν όλοι να τους φάνε. Αλλά δεν θα έχουν δίκιο! Τώρα ξέρετε λοιπόν γιατί χαντακώθηκαν τα δίχρονα: Για τους ίδιους λόγους που πάει κατά διαόλου η Ελλάδα! Ενώ τεχνογνωσία υπάρχει, δεν αλλάζει κάτι γιατί δεν υπάρχει πολιτική βούληση λόγω "πολιτικού κόστους"...

 

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;