Editorial 566 - 2stroke 4ever!

Από το

motomag

1/1/2017

4ever, λέμε εμείς οι ρομαντικοί, αλλά πολύ δύσκολα θα επιστρέψουν τα δίχρονα στους δρόμους. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι σαν τον Eskil Suter, που όχι μόνο κατασκευάζει ένα δίχρονο V4 καλύτερο από τα GP500 που τόσο αναπολούμε, αλλά σχεδιάζει να βγάλει και έκδοση δρόμου! Εντάξει, αυτό αφορά μόνο τους λίγους εκείνους που μπορούν να δώσουν εξαψήφιο αριθμό ευρώ για μια μοτοσυκλέτα, κι από αυτούς ακόμα πιο λίγοι θα μπορούν να το οδηγήσουν όπως του αξίζει. Είχαν ρωτήσει τότε τον Mick Doohan πόσα άλογα βγάζει το NSR500 του, κι ο άπαιχτος Αυστραλός απάντησε: "Δεν μπορώ να σας πω! Αν όμως ήταν 1.000 κυβικά, θα έβγαζε πάνω από 400 άλογα..." Το Suter έχει 195 στην βασική του έκδοση, πριν ο πελάτης ζητήσει κάτι παραπάνω. Έτσι, ο αναβάτης που δεν θα θέλει απλά να γυρίζει σε μια πίστα τρομάζοντας τον εαυτό του, αλλά να βάλει το κεφάλι κάτω και να κάνει χρόνους, πρέπει να το κάνει με τον πατροπαράδοτο τρόπο: Να βγαίνει με πολλά από τις στροφές, για να κουβαλάει αυτά τα χιλιόμετρα στην ευθεία, και για να το κάνει αυτό, σε μια μοτοσυκλέτα με κορυφαίο πλαίσιο κι ελάχιστο βάρος, ο μόνος τρόπος είναι να μπαίνει και γρήγορα στις στροφές, διατηρώντας υψηλή ταχύτητα μέσα στην στροφή. Το έχουμε πει άλλωστε, ο γρήγορος αναβάτης στην ευθεία φαίνεται! (Γιατί στην ευθεία όλοι μπορούν να ανοίξουν το γκάζι, αυτός όμως που θα έχει πάρει την στροφή με περισσότερα κι ανοίξει νωρίτερα το γκάζι, θα κουβαλάει αυτά τα παραπάνω χιλιόμετρα σε όλη την ευθεία... Και πάει λέγοντας σε όλο το γύρο.) Απλό να το λες, δύσκολο να το κάνεις, και σίγουρα όχι όταν οδηγείς μια μοτοσυκλέτα που κάνει πάνω από 110.000 ευρώ και ΔΕΝ είναι δική σου. Θα διαβάσετε για το Suter που οδηγήσαμε στα Μέγαρα, όπως θα διαβάσετε και για την έλευση των ψεκαστών δίχρονων στο χώρο του enduro τουλάχιστον, για το 2018. Βλέπετε, τα enduro που πρέπει να βγάζουν πινακίδα πρέπει να είναι σύμφωνα με τις προδιαγραφές, ενώ τα motocross δεν έχουν τέτοιους περιορισμούς. Μένει να δούμε αν οι κατασκευαστές θα τα κάνουν όλα ψεκαστά από του χρόνου, ή θα αφήσουν τα motocross για αργότερα.

Κι όμως, και το Suter και τα μελλοντικά χωματερά δίχρονα, είναι έμμεσου ψεκασμού, κι όχι άμεσου. Το καύσιμο δηλαδή δεν ψεκάζεται κατ’ ευθείαν στον θάλαμο καύσης, αλλά στην εισαγωγή, απ’ όπου παραδοσιακά μέσω των θυρίδων πηγαίνει στον κύλινδρο, για να συμπιεστεί, να αναφλεγεί και να κάνει την δουλειά του. Η ακρίβεια στην τροφοδοσία θα φέρει σημαντική μεν μείωση στους ρύπους και την κατανάλωση, ακριβώς τόση όμως όση χρειάζεται για να περάσουν τις προδιαγραφές Euro4, κι όχι όση θα μπορούσαν να πετύχουν με άμεσο ψεκασμό, που έχει το πλεονέκτημα πως καθόλου βενζίνη δεν χάνεται, καθώς το μπεκ ψεκάζει αφού έχει κλείσει η θυρίδα εξαγωγής. Αυτό είναι και το κλασικό πρόβλημα της μεγαλύτερης από των τετράχρονων κατανάλωσης των δίχρονων: Ένα μέρος του μίγματος που μπαίνει από τις θυρίδες εισαγωγής, φεύγει όπως έρχεται, πριν καεί, από την θυρίδα εξαγωγής, αφού την προλαβαίνει έστω και για λίγο ανοιχτή.

Η τεχνολογία των δίχρονων δεν έχει σταματήσει ποτέ να εξελίσσεται όμως. Όλες οι αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν τέτοια project, και ξεκινώ από τις αυτοκινητοβιομηχανίες γιατί καθορίζουν στο μεγαλύτερο ποσοστό την κατεύθυνση που θα πάρει η έρευνα και η εξέλιξη της τεχνολογίας των κινητήρων, που περνά μετά και στην μοτοβιομηχανία. Προμηθευτές υποσυστημάτων όπως η Bosch και η Continental για παράδειγμα, παράγουν μονάδες ABS για όλους, κάνοντας ασύμφορη την εξέλιξη για κάθε κατασκευαστή ξεχωριστά. Ακόμα και η Honda που είχε εξελίξει το δικό της συνδυασμένο σύστημα ABS για τα CBR, υπέκυψε στα κοστολόγια και αγοράζει πια από την Bosch για το νέο CBR. Όποια τεχνολογία δηλαδή χρησιμοποιείται σε ευρεία κλίμακα, με την διαδικασία της χιονοστιβάδας αποκτά μάζα και φόρα και επικρατεί στην αγορά. Πως μετά να συνεχίσει ένας κατασκευαστής μόνος του να επιμένει δίχρονα, επωμιζόμενος όλο το κόστος της εξέλιξης; Το έριξαν στα τετράχρονα λοιπόν, όσον αφορά στις μοτοσυκλέτες, γιατί σε άλλες εφαρμογές οι δίχρονοι καλά κρατούν, όπως στα snowmobile και τα personal watercraft (αυτά που τα αποκαλούμε συνήθως με την ονομασία που τους είχε δώσει η Kawasaki, τα jet ski), και αρκετές εξωλέμβιες, με άμεσο ψεκασμό παρακαλώ. Οι συνθήκες λειτουργίας βέβαια είναι διαφορετικές, και οι άμεσος ψεκασμός στις μοτοσυκλέτες έχει να αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες εφαρμογής.

Μα καλά, ακούω τόσα χρόνια, αφού ένας δίχρονος είναι δυνατότερος, απλούστερος και φθηνότερος στην κατασκευή σε σχέση με έναν τετράχρονο, γιατί δεν τους εξέλιξαν; Μπροστά στις περιβαλλοντικές νομοθεσίες σε όλο τον κόσμο που με τα χρόνια γίνονταν όλο και αυστηρότερες, οι κατασκευαστές προτίμησαν να βασιστούν στην ήδη πατημένη τεχνολογία των τετράχρονων, όπου κι εκεί είχαν να κάνουν δουλειά βέβαια, να περάσουν στον ψεκασμό, να μειώσουν τις τριβές κι άλλα τέτοια βελτιωτικά, αλλά αυτά ήταν ήδη κοινός τόπος, δεν χρειάστηκε να ανακαλύψουν ξανά τον τροχό. Money talks, bullshit stops. Το αν ένας δίχρονος είναι πιο απλός, επισκευάζεται πιο εύκολα, κι έχει μικρότερα έξοδα συντήρησης και πολύ μικρότερα έξοδα επισκευής σε σχέση με έναν τετράχρονο, αυτό είναι κάτι που ωφελεί όσους από εμάς τα χρησιμοποιούμε, κι όχι τα έσοδα των εταιριών. Απλά πράγματα. Από την στιγμή που δεν μπορούν να κερδίσουν περισσότερα πουλώντας δίχρονα, σε όλο τον κύκλο ζωής τους, από την αρχική πώληση, την συντήρηση, τα ανταλλακτικά και τις επισκευές, πουλάνε τετράχρονα (που έχουν και την επικάλυψη των "περιβαλλοντικά ωφέλιμων", χωρίς αυτό να είναι αλήθεια αν συγκριθούν με δίχρονα άμεσου ψεκασμού σε όλο τον κύκλο ζωής τους) και τελειώνει η υπόθεση.

Τι θα μπορούσε να ανατρέψει αυτή την κατάσταση, και να κάνει τους κατασκευαστές να βγάλουν από τα συρτάρια τους τον φάκελο "Δίχρονα project", να τον ξεσκονίσουν και να προγραμματίσουν την παραγωγή της επόμενης γενιάς δίχρονων; Οι πωλήσεις στις μεγάλες αγορές των "αναπτυσσόμενων" χωρών. Εκεί που τα μηχανάκια κατασκευάζονται και πωλούνται κατά εκατομμύρια. Αν κάποιος από τα μεγάλα κεφάλια ξύπναγε ένα πρωί και αναρωτιόταν, "Ρε συ, μήπως γίνεται να βγάλουμε παπιά και σκουτεράκια και μικρά μηχανάκια δίχρονα, που θα μας στοιχίζουν λιγότερο για να τα παράγουμε απ’ ότι τα τετράχρονα που βγάζουμε ως τώρα, τόσο λιγότερο μάλιστα ώστε να πατσίζουμε κι όσα θα χάσουμε από ανταλλακτικά και service; Και να τα πουλάμε μάλιστα και λίγο ακριβότερα ως νέα και πολύ οικολογική και καταπράσινη τεχνολογία, ώστε τελικά να κερδίζουμε και περισσότερα χρήματα;", τότε θα είχαμε κάποια ελπίδα να δούμε αργότερα τους απογόνους των NSR και των ΤΖR να ξανακυκλοφορούν στους δρόμους. Εδώ και χρόνια, είναι απόλυτα εφικτό να παραχθούν μοτοσυκλέτες 500 κυβικών και 100 ίππων ή 750 και 150 ίππων με άμεσο ψεκασμό, ελαφριές και οικονομικές και γρήγορες και σύμφωνες με τις προδιαγραφές. Η τεχνολογία υπάρχει, με οποιοδήποτε από τα συστήματα άμεσου ψεκασμού έχουν εξελιχθεί, είτε Orbital, είτε Fichtel, είτε το AR "ATAC" της Honda, είτε με οποιοδήποτε άλλο. Η τεχνολογία υπάρχει, "πολιτική βούληση" από τις εταιρίες δεν υπάρχει, γιατί τίποτα δεν τις αναγκάζει αυτή τη στιγμή να το ξανασκεφτούν. Κι ένας από τους πιο αρνητικούς παράγοντες είναι το διαβόητο "πολιτικό κόστος", αφού τόσα χρόνια έχουν πείσει όλο τον πλανήτη για τα πλεονεκτήματα των τετράχρονων, κι αν ξεστομίσουν την λέξη "δίχρονο" θα πέσουν όλοι να τους φάνε. Αλλά δεν θα έχουν δίκιο! Τώρα ξέρετε λοιπόν γιατί χαντακώθηκαν τα δίχρονα: Για τους ίδιους λόγους που πάει κατά διαόλου η Ελλάδα! Ενώ τεχνογνωσία υπάρχει, δεν αλλάζει κάτι γιατί δεν υπάρχει πολιτική βούληση λόγω "πολιτικού κόστους"...

 

editorial 525 - Ο μύθος ζει

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/7/2013

Κι όμως, ο μύθος της μοτοσυκλέτας δημιουργήθηκε από αυτούς που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, την κοινή ησυχία και τους φιλήσυχους πολίτες. Κάτι Άγριοι Μάρλον Μπράντοι, κάτι Ήσυχοι Καβαλάρηδες με τα πιρούνια σαπέρα, κάτι μπυροκοιλιάδες με πολλά ραφτά στα γιλέκα τους, κάτι αλάνια με τέσσερις σε καμία και κουρελούδες για να έρθουμε και στα δικά μας. Μπορεί από την απόσταση των τριάντα ή σαράντα χρόνων όλα αυτά να μας φαίνονται από αφελή έως ρομαντικά, για την εποχή τους όμως ήταν πολύ σοβαρά, απασχολούσαν την κοινή γνώμη, οι γριές σταυροκοπιόντουσαν, οι νοικοκυραίοι έβριζαν τα ξεκράνωτα αληταριά. Παράλληλα, υπήρχαν βέβαια και οι καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστές, με τα κράνη τους και τα δερμάτινά τους τα Λιούις Λέδερς που είχαν φέρει "απέξω", καβάλα στα ακριβά τους μηχανάκια. Πολύ χοντρικά, υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε παράνομους και νόμιμους.

Όταν οι "νόμιμοι" έγιναν πολλοί, κι έγιναν πολλοί χάρη στο μύθο που είχαν δημιουργήσει οι "παράνομοι", χρειάστηκαν δεκαετίες προσπαθειών για να καθαρίσουν από πάνω τους τη ρετσινιά του αλήτη. Εδώ μέσα υπάρχει μια σχιζοφρένεια, αν το σκεφθεί κανείς ψύχραιμα. Δηλαδή κάποιοι προσελκύονται από την αίγλη της αντίστασης στα κατεστημένα ήθη μέσω της μοτοσυκλέτας, κι αμέσως μετά προσπαθούν να αποκηρύξουν αυτή την εικόνα. Δεν χάνουν έτσι τον λόγο που τους έφερε στην μοτοσυκλέτα, μαζί με την αίγλη της; Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, που "γέμισε ο τόπος μοτοσυκλέτες", όταν άλλοι προσπαθούν να οριοθετήσουν τους "αληθινούς" σε σχέση με τους "ψεύτικους" μοτοσυκλετιστές. Μπορούν όμως στ' αλήθεια να μπουν κριτήρια μοτοσυκλετιστικής αυθεντικότητας; Να φτιάξουμε κι ένα ειδικό ΚΤΕΟ αναβατών που θα δίνει πιστοποιητικά γνησιότητας; Και τι κριτήρια θα μπορούσαν να είναι αυτά; Διανυθέντα χιλιόμετρα; Μηχανολογικές γνώσεις; Χρονομετρήσεις στην πίστα; Δεν πιστεύω πως έχει καν νόημα να το σκέφτεται κανείς.

Αν επιλέξει κανείς μοτοσυκλέτα, είναι μοτοσυκλετιστής. Για όποιον λόγο κι αν το κάνει. Ας μην ξέρει κατά που πέφτει το μπουζί κι ας πιστεύει πως η μπιέλα είναι είδος παγωτού ή τραγουδίστρια. Ας μην έχει ταξιδέψει ποτέ έξω από τα όρια του δήμου του. Ακόμα κι αν πλαγιάζει μόνο όταν κοιμάται, κι όχι στις στροφές. Τι σε κόφτει εσένα και γκρινιάζεις; Μήπως κι εσύ, αντίστοιχα, δεν χάλασες την πιάτσα σ' ό,τι σου αναλογεί; Αν ζήταγες την γνώμη των παλιών αλανιών για σένα, αλλά και των σύγχρονων, μπορεί κι εκείνοι να σκέφτονται κάτι αντίστοιχα μειωτικό για σένα.

Για σκέψου. Αγόρασες μοτοσυκλέτα γιατί; Όποια απάντηση κι αν δώσει ο καθένας μας σ' αυτό το ερώτημα, δεν θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο μοτοσυκλετιστής. Ναι κύριε, αγόρασα από μίμηση. Ναι, εγώ για φιγούρα. Ναι, για να δείχνω πως είμαι ωραίος τύπος, για να τρομάζω τον εαυτό μου, για να ανήκω κάπου, για να αποκτήσω μια ταυτότητα, δώστε όποια απάντηση θέλετε, κι από αυτές που θεωρούνται θετικές, ή από αυτές που άλλοι θεωρούν κατακριτέες. Μην δίνετε καμία σημασία, τελικά, δεν έχει σημασία το γιατί.

Αν θεωρήσει κανείς πως μπορεί να υπάρχουν "κριτήρια μοτοσυκλετιστού", είναι σαν να δέχεται πως υπάρχουν μοτοσυκλετιστές – πρότυπα που σαν κι αυτούς θα έπρεπε να είναι και όλοι οι άλλοι. Αυτό όμως θυμίζει πολύ επικίνδυνα κάτι άλλους τύπους που λένε πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ανήκουν στην Άρεια φυλή και τους υπόλοιπους να τους κάνουμε σαπούνια. Αν αρχίσουμε με τα κριτήρια και τις προδιαγραφές, τότε ξεκινάμε μια διαδικασία χωρίς νόημα και χωρίς τέλος, θα καταντήσουμε σαν τους πολιτικούς και τα κόμματά τους.

Φυσικά, υπάρχουν και οι ακραίοι. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη απολύτως νομοταγής μοτοσυκλετιστής, που δεν παραβαίνει ποτέ τον ΚΟΚ και είναι πλήρως συμμορφωμένος με κάποια ιδανικά πρότυπα μοτοσυκλετιστή. Έτσι ως υπόθεση εργασίας, ας πούμε πως υπάρχει. Στο άλλο άκρο, έζησα πρόσφατα μια βραδιά στην Καστοριά, όπου οι συνήθεις προσκολλούμενοι της Πανελλήνιας κάγκουρες έκαναν τα δικά τους, burn out, μοτέρ στους κόφτες κι άλλα τέτοια ψυχαγωγικά, παρέα με μερικούς ντόπιους.

Το σκηνικό εύκολα θα μπορούσε να είχε ξεφύγει εντελώς. Το πλήθος που είχε μαζευτεί στον παραλιακό δρόμο μπροστά στα μπαράκια απολάμβανε την μηχανολογική αναισθησία και το άρωμα του καμένου λάστιχου. Μα πόση ώρα μπορεί να δουλεύει ένα V-Strom 650 στον κόφτη; Πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι να κάψεις ένα λάστιχο σταματημένος; Κάποια στιγμή, η αστυνομία που ήταν απούσα από το συγκεκριμένο σημείο, αλλά ειδοποιημένη εκ των προτέρων από τους οργανωτές της Πανελλήνιας περίμενε τέτοιου είδους γεγονότα, έκλεισε την κυκλοφορία στον δρόμο αυτό και περίμενε μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, στα φανάρια. Άφησε δηλαδή να ξεφύγει πρώτα το πράγμα, αντί να έχει μια διακριτική παρουσία που θα απέτρεπε να ξεφύγει. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσο το πλήθος που άλλες αγαπημένες γυμναστικές επιδείξεις όπως σούζες και κόντρες, δεν ήταν δυνατόν να γίνουν. Μια μοτοσυκλέτα όμως που σβουρίζει επιτόπου, ξυστά στα πόδια εκατοντάδων θεατών, ή πιο δίπλα η άλλη που έκαιγε λάστιχο με το μοτέρ στον κόφτη, δεν θέλει πολύ για να εκτοξευτεί μέσα στο πλήθος, από απόσταση επαφής. Τα θύματα θα ήταν σίγουρα, ευτυχώς όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ανέβαινε και το "κέφι". Κι όταν στο αποκορύφωμά του έφτασαν τρία περιπολικά και συνέλαβαν ένα άτομο, ήταν σαφώς αργά: Το πλήθος με μια βοή έκλεισε γύρω από τα περιπολικά, επιτέθηκε στους αστυνομικούς και απέσπασε τελικά τον κρατούμενο από τα χέρια τους, εμφανώς χτυπημένο και με τα ρούχα σκισμένα. Το πλήθος πέταγε μπουκάλια, φώναζε περί μπάτσων γουρουνιών και δολοφόνων, έσπασε κι ένα παρμπρίζ περιπολικού. Αν ήμουν αστυνομικός, μάλλον θα φοβόμουν για την ζωή μου εκείνη την ώρα, ως θεατής, είχα το νου μου μην αρχίσουν να πέφτουν τίποτα αδέσποτες, από μάπες έως σφαίρες. Δεν ήθελε και πολύ. Οι αστυνομικοί, ψύχραιμοι, αποφασίζουν να φύγουν. Μόλις μπήκαν στα περιπολικά, κάποιος που είχε τη μηχανή του παρκαρισμένη με την ανοιχτή της εξάτμιση μισό μέτρο από το παράθυρο του οδηγού του περιπολικού, ανέβηκε πάνω της, έβαλε μπρος, κι άφησε το μοτέρ να κακαρίζει στον κόφτη. Οι αστυνομικοί ξανακατεβαίνουν από τα περιπολικά, μιλάνε με τον τύπο, αλλά δεν τον συλλαμβάνουν. Απ' ό,τι κατάλαβα ακούγοντάς τους να μιλάνε, ήταν ντόπιος, τον ήξεραν. Τα μάζεψαν κι έφυγαν από κει, αλλά την έστησαν στα φανάρια όπου υπήρχε και κλούβα των ΜΑΤ, κι έγραφαν όποιον έφευγε από κει. Αυτά έγιναν το Σάββατο, τα ίδια και χειρότερα επαναλήφθηκαν την Κυριακή, χωρίς όμως έφοδο περιπολικών. Απλά κάθησαν και έγραφαν ως τα ξημερώματα όσους έφευγαν από κει, για ό,τι μπορούσαν να τους γράψουν.

Το ζήτημα για το αν ήταν σωστές οι ενέργειες της αστυνομίας είναι άλλο, γιατί ακούγεται λίγο περίεργο να επιτρέπεις να γίνεται η κόλαση και μετά να γράφεις όποιον φεύγει από κει γιατί δεν φόραγε κράνος. Είναι σαφές πως θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί πιο αποτελεσματικά την κατάσταση. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως δεν μπορεί να δηλώνει κάποιος "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές", και να ελπίζει έτσι πως δεν θα του κολλήσει κι αυτού η ρετσινιά του κάγκουρα (ή ο τιμητικός τίτλος, ανάλογα από ποια μεριά το βλέπεις). Είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι εμείς που χρησιμοποιούμε μοτοσυκλέτα είμαστε μοτοσυκλετιστές, χωρίς εξαιρέσεις. Και πρώτα απ' όλα βέβαια, είμαστε άνθρωποι, το "μοτοσυκλετιστής" είναι απλά μια ακόμα ιδιότητα που μπορεί να έχει κανείς. Δεν έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα, δεν συμπεριφερόμαστε το ίδιο. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία, κι έχουμε συμφωνήσει να τηρούμε κάποιους κανόνες. Υπάρχει νομοθεσία για το τι επιτρέπεται και τι όχι. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος και υπόλογος για τις πράξεις του. Όπως δεν έχει κανένα νόημα να βγαίνουν οι πολίτες και να δηλώνουν "εμείς δεν είμαστε κλέφτες", όταν κάποιοι άλλοι ληστέψουν μια τράπεζα, έτσι δεν έχει και νόημα να φωνάζουμε "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές, εμείς δεν είμαστε έτσι". Το τι είναι ο καθένας το δείχνει με τις πράξεις του, κι όσοι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν πως οι πράξεις μερικών δεκάδων ατόμων χαρακτηρίζουν εκατοντάδες χιλιάδες άλλους, δικό τους πρόβλημα (ευφυΐας). Αν υπάρχουν δέκα δολοφόνοι μέσα σε δέκα εκατομμύρια Έλληνες, τότε όλοι οι Έλληνες είναι δολοφόνοι;

Αν υπάρχουν μοτοσυκλετιστές με παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι υπόθεση των υπόλοιπων μοτοσυκλετιστών να τους "συνετίσουν", ούτε χρειάζεται να διαχωρίσουν την θέση τους. Δεν μιλάμε για αυτοδικία εδώ. Ούτε η αποκήρυξή τους από τους υπόλοιπους έχει κάποιο νόημα ή αποτέλεσμα. Το μόνο που έχει νόημα, είναι να κάνει ο καθένας τη δουλειά του. Οι οργανωτές της Πανελλήνιας την δική τους, η αστυνομία την δική της. Καλά έκαναν οι πρώτοι και προειδοποίησαν τις αρχές, αφού ήξεραν το φορτίο που κουβαλάει τόσα χρόνια η Πανελλήνια, πολύ άσχημα έκαναν οι δεύτεροι την δική τους, αφού απουσίαζε η έννοια πρόληψη, και δεν έκαναν τίποτα μέχρι να ξεφύγει τελείως η κατάσταση.

Μερικοί ίσως σκεφτούν πως είναι λυπηρό ότι οι καγκουριές στην Καστοριά συγκέντρωναν κάθε βράδυ πολύ περισσότερο κόσμο απ' ότι συνολικά η Πανελλήνια στο Νεστόριο. Από αυτό μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως πολύ περισσότεροι γουστάρουν έκνομο χαβαλέ απ' ότι μια συγκέντρωση καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστών. Και που είναι το πρόβλημα δηλαδή, και γιατί πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό; Ίσα ίσα, που είναι φυσικό και αναμενόμενο και κανένα πρόβλημα. Το αντίθετο θα ήταν σαν να υποστηρίζουμε πόσο την βρίσκουμε να ταξιδεύουμε στην εθνική οδό τηρώντας τα όρια ταχύτητας. Ξαναγυρίζουμε έτσι στην αρχή του κειμένου μας, και στις αρχές του μύθου της μοτοσυκλέτας. Μήπως είναι αυτοί ακριβώς οι κάγκουρες που τον συντηρούν σήμερα, άσχετα αν οι καθωσπρέπει τους γουστάρουν ή όχι; Φυσικά και δεν επικροτώ ή δεν ενθαρρύνω συμπεριφορές που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Σκέφτομαι όμως, πως αν οι πολιτικώς ορθοί μοτοσυκλετιστές είχαν αντίστοιχη ενέργεια και προσήλωση στον στόχο τους, θα είχαν πετύχει πολύ περισσότερα. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν αλλάζουν εύκολα. Ακριβώς όπως και οι γυναίκες προτιμούν τα κακά παιδιά από τα μαμόθρεφτα, έτσι και οι κάγκουρες έχουν το δικό τους κοινό. Μήπως υπάρχει και λίγη ζήλεια σ' αυτή την αντιπαράθεση; Αντίστοιχη με την αρχέγονη έχθρα μεταξύ νομάδων και μονίμως εγκατεστημένων;

Είμαστε όλοι μοτοσυκλετιστές. Δεν μπορεί να είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι εφικτό, άσε που θα ήταν και πολύ βαρετό. Ούτε χρειάζεται να μοιάσουν οι μεν στους δε, ούτε υπάρχουν καν "μεν" και "δε". Σ' ένα βαθμό, όλοι μας γινόμαστε και λίγο κάγκουρες εκεί που νομίζουμε πως μας παίρνει, ή για να διασκεδάσουμε. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω... Όλοι μας είμαστε κομμάτι του κόσμου της μοτοσυκλέτας, ας τον απολαύσουμε ο καθένας όπως γουστάρει.