Editorial 558 - Καθένας με τις επιλογές του.

Από το

motomag

1/5/2016

Όταν βρίσκομαι με ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με τον χώρο της μοτοσυκλέτας, και με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, σχεδόν ντρέπομαι να πω δημοσιογράφος. Γιατί θα αρχίσουν οι ερωτήσεις, σε ποια εφημερίδα, σε ποιο κανάλι, μαζί με την πάντα παρούσα υπόνοια πως δημοσιογράφος = διαπλοκή. Ειδικός τύπος λέω, περιοδικό ΜΟΤΟ, καμία σχέση, εμείς με μοτοσυκλέτες ασχολούμαστε. Κι είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Είμαστε περήφανοι εδώ στο ΜΟΤΟ γιατί στα 30 χρόνια της ιστορίας μας κάνουμε την δουλειά μας με το κεφάλι ψηλά. Και δουλειά μας είναι να ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας αμερόληπτα και χωρίς επιρροή από τις αντιπροσωπείες, άσχετα με το αν μας βάζουν διαφήμιση ή όχι. Η κάθε αντιπροσωπεία κάνει την δουλειά της όπως νομίζει, βάζει διαφήμιση ή δεν βάζει, δίνει μοτοσυκλέτες για τεστ ή δεν δίνει. Το ΜΟΤΟ έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια πως έχει ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες του, άσχετα με την πολιτική της κάθε αντιπροσωπείας. Και τις μοτοσυκλέτες θα βρει να παρουσιάσει και να δοκιμάσει, και τα δελτία τύπου τους θα βάλει, χωρίς ποτέ να έχει εκβιάσει καταστάσεις με απειλές του τύπου "Δεν πρόκειται να δεις τις μοτοσυκλέτες σου αν δεν μας βάλεις διαφήμιση" ή, επειδή έχει ακουστεί κι αυτό από "δημοσιογράφους" του χώρου "Θα σας το θάψω το μηχανάκι". Το απίστευτο είναι πως κάποιοι... μασάνε μ’ αυτά. Και δίνουν χρήματα έναντι της σίγουρα ευνοϊκής κριτικής προς τις μοτοσυκλέτες τους. Αυτό κάπως λέγεται, έ; Φυσικά και δεν λειτουργούν όλοι με αυτόν τον τρόπο, ευτυχώς. 

Ας σημειωθεί πως είτε πρόκειται για στατική παρουσίαση μιας μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, είτε για οδηγική, είτε για αποστολή στο εξωτερικό, η κάθε αντιπροσωπεία επιλέγει ποιους θα καλέσει. Πολλές φορές έχει συμβεί να μην προσκληθεί το ΜΟΤΟ, κι αυτό το αναφέρω για να μην υπάρχει η εντύπωση πως το ΜΟΤΟ μονοπωλεί τις παρουσιάσεις. Η διαφορά ήθους και χαρακτήρα είναι στο μετά, στο πως θα καταφέρεις να πας στην επόμενη. Η δική μας μέθοδος πάντως, τα δικά μας επιχειρήματα, έχουν σχέση με την αξία της δουλειάς μας και μόνο, κι όχι με έμμεσους ή άμεσους εκβιασμούς ή απειλές. Και μην νομίζετε πως οι σχέσεις του ΜΟΤΟ με τις αντιπροσωπείες είναι πάντα μέλι – γάλα. Και τα γραφόμενά μας έχουν προσπαθήσει να επηρεάσουν, και να επιλέξουν ποιος συντάκτης θα γράψει για την μοτοσυκλέτα τους ή ποιος θα πάει στην αποστολή, και την διαφήμιση μας έχουν κόψει γιατί θεώρησαν πως δεν έπρεπε να γράψουμε τα αρνητικά της μοτοσυκλέτας τους, και τόσα άλλα. Όπως για παράδειγμα, να μας καλούν να πάρουμε μια μοτοσυκλέτα για τεστ, κι όταν φτάνουμε εκεί, να μας λένε "Τώρα δεν σας την δίνουμε!". Ή να ακούμε το απίστευτο "Σας χρειάζεται ένα καλό μάθημα!", επειδή επισημάναμε ατέλειες της μοτοσυκλέτας τους. Τα λύνουμε όμως αυτά τα θέματα, κάποια στιγμή.

 

Στην σημερινή εποχή που είναι και ψηφιακή και έντυπη, έχει εμφανιστεί και το εξής φαινόμενο: Οι δελτιοτυπάδες - αναμεταδότες. Είναι αυτοί που "γράφουν" σε site, χωρίς να κάνουν πρωτογενή δουλειά, χωρίς να ρισκάρουν τη ζωή τους, χωρίς να κοπιάζουν δοκιμάζοντας μοτοσυκλέτες, χωρίς να μετρούν, να δυναμομετρούν, να ξοδεύουν χρήματα. Η "δουλειά" τους περιορίζεται στην αναδημοσίευση δελτίων τύπου των εταιριών, στην συγγραφή "οδηγικών εντυπώσεων – δοκιμών γραφείου" ή στην υποκλοπή της δουλειάς άλλων. Ίσως να υπάρχουν και κοντόφθαλμες εταιρείες που θεωρούν πως αυτό είναι δημοσιογραφία, και πως με τους "δελτιοτυπάδες" κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους. Τους δίνουν και μοτοσυκλέτες να οδηγήσουν, τους καλούν και σε παρουσιάσεις, τα κείμενά τους είναι πάντα του στυλ "Κορυφαίο το νέο φανταστικό μηχανάκι", κι όλα καλά. Είναι όμως έτσι; Τι αξιοπιστία μπορεί να έχει κάποιος που τα βρίσκει όλα τέλεια κι εξαρτά την επιβίωσή του μόνο από την διαφήμιση της αντιπροσωπείας; Το ΜΟΤΟ έχει το μεγάλο πλεονέκτημα πως οι αναγνώστες του πληρώνουν για να το αγοράσουν, δεν το βλέπουν τζάμπα στην οθόνη τους. Τα χρήματα των αναγνωστών του δίνουν την ανεξαρτησία που απαιτείται για να μπορεί να γράψει την αλήθεια. Και ναι, είναι γεγονός πως ούτε και το ΜΟΤΟ θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς διαφήμιση, αλλά δεν εξαρτάται μόνο από αυτή. Το γεγονός πως ο αναγνώστης του ΜΟΤΟ πληρώνει για να το διαβάζει, πολλαπλασιάζει την αξία του αναγνώστη: Είναι εκείνος που συνειδητά αξιολογεί και κρίνει πως η δουλειά μας αξίζει να αμειφθεί. Αυτό αντανακλάται και στην αξιοπιστία του περιοδικού, κλείνοντας τον κύκλο μιας υγιούς σχέσης. Οι αναγνώστες μας εμπιστεύονται και μας τιμούν με τα 5,9 ευρώ τους, εμείς τους το ανταποδίδουμε με γνώση, άποψη και εγκυρότητα. Άλλωστε, δεν μιλάμε για συνταγές μαγειρικής, μιλάμε για επιλογές που κοστίζουν τόσο σε χρήμα όσο και – μακριά από μας – σε αίμα. Η μοτοσυκλέτα δεν είναι αστεία υπόθεση.

 

Υπάρχει πρόσφατο ιντερνετικό παράδειγμα όπου όταν αντιπροσωπεία επεσήμανε την ανακρίβεια του δημοσιεύματος, ο αναμεταδότης του δελτίου τύπου δεν επανόρθωσε, αλλά απάντησε με κριτική για τις επιλογές της αντιπροσωπείας. Μέχρι εδώ μας ενδιαφέρει μόνο όσον αφορά τη δουλειά μας εδώ στο ΜΟΤΟ, γιατί το ΜΟΤΟ ήταν που η Kawasaki εμπιστεύθηκε για να δοκιμάσει το H2R, και δεν μπορούμε να δεχτούμε απαξίωση της δουλειάς μας. Τα εξηγώ εκτενέστερα σε κείμενό μου στο motomag.gr. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως η επισήμανση της αντιπροσωπείας θεωρήθηκε από άλλους "επίθεση κατά δημοσιογράφου!" . Μόνο και μόνο η αντίληψη πως υπάρχει κάποιος, οποιοσδήποτε πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη, που είναι υπεράνω κριτικής, είναι κάτι πέρα από την αντίληψή μου. Ίσως εμείς έχουμε συνηθίσει διαφορετικά, γιατί οι αναγνώστες μας είναι οι απόλυτοι κριτές και οι καλύτεροι βελτιωτές μας! Μας επισημαίνουν άμεσα τα όποια λάθη ή παραλείψεις μας, και στο κάτω – κάτω, αν θεωρήσει κανείς πως δεν αξίζουμε, δεν μας αγοράζει.

 

Την ανεξαρτησία μας και την αξιοπιστία μας την έχουμε διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια χάρη στους αναγνώστες μας. Και ξέρετε κάτι; Είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζουμε, και ο μόνος που θέλουμε να κάνουμε την δουλειά μας.

 

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.