Editorial 558 - Καθένας με τις επιλογές του.

Από το

motomag

1/5/2016

Όταν βρίσκομαι με ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με τον χώρο της μοτοσυκλέτας, και με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, σχεδόν ντρέπομαι να πω δημοσιογράφος. Γιατί θα αρχίσουν οι ερωτήσεις, σε ποια εφημερίδα, σε ποιο κανάλι, μαζί με την πάντα παρούσα υπόνοια πως δημοσιογράφος = διαπλοκή. Ειδικός τύπος λέω, περιοδικό ΜΟΤΟ, καμία σχέση, εμείς με μοτοσυκλέτες ασχολούμαστε. Κι είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Είμαστε περήφανοι εδώ στο ΜΟΤΟ γιατί στα 30 χρόνια της ιστορίας μας κάνουμε την δουλειά μας με το κεφάλι ψηλά. Και δουλειά μας είναι να ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας αμερόληπτα και χωρίς επιρροή από τις αντιπροσωπείες, άσχετα με το αν μας βάζουν διαφήμιση ή όχι. Η κάθε αντιπροσωπεία κάνει την δουλειά της όπως νομίζει, βάζει διαφήμιση ή δεν βάζει, δίνει μοτοσυκλέτες για τεστ ή δεν δίνει. Το ΜΟΤΟ έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια πως έχει ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες του, άσχετα με την πολιτική της κάθε αντιπροσωπείας. Και τις μοτοσυκλέτες θα βρει να παρουσιάσει και να δοκιμάσει, και τα δελτία τύπου τους θα βάλει, χωρίς ποτέ να έχει εκβιάσει καταστάσεις με απειλές του τύπου "Δεν πρόκειται να δεις τις μοτοσυκλέτες σου αν δεν μας βάλεις διαφήμιση" ή, επειδή έχει ακουστεί κι αυτό από "δημοσιογράφους" του χώρου "Θα σας το θάψω το μηχανάκι". Το απίστευτο είναι πως κάποιοι... μασάνε μ’ αυτά. Και δίνουν χρήματα έναντι της σίγουρα ευνοϊκής κριτικής προς τις μοτοσυκλέτες τους. Αυτό κάπως λέγεται, έ; Φυσικά και δεν λειτουργούν όλοι με αυτόν τον τρόπο, ευτυχώς. 

Ας σημειωθεί πως είτε πρόκειται για στατική παρουσίαση μιας μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, είτε για οδηγική, είτε για αποστολή στο εξωτερικό, η κάθε αντιπροσωπεία επιλέγει ποιους θα καλέσει. Πολλές φορές έχει συμβεί να μην προσκληθεί το ΜΟΤΟ, κι αυτό το αναφέρω για να μην υπάρχει η εντύπωση πως το ΜΟΤΟ μονοπωλεί τις παρουσιάσεις. Η διαφορά ήθους και χαρακτήρα είναι στο μετά, στο πως θα καταφέρεις να πας στην επόμενη. Η δική μας μέθοδος πάντως, τα δικά μας επιχειρήματα, έχουν σχέση με την αξία της δουλειάς μας και μόνο, κι όχι με έμμεσους ή άμεσους εκβιασμούς ή απειλές. Και μην νομίζετε πως οι σχέσεις του ΜΟΤΟ με τις αντιπροσωπείες είναι πάντα μέλι – γάλα. Και τα γραφόμενά μας έχουν προσπαθήσει να επηρεάσουν, και να επιλέξουν ποιος συντάκτης θα γράψει για την μοτοσυκλέτα τους ή ποιος θα πάει στην αποστολή, και την διαφήμιση μας έχουν κόψει γιατί θεώρησαν πως δεν έπρεπε να γράψουμε τα αρνητικά της μοτοσυκλέτας τους, και τόσα άλλα. Όπως για παράδειγμα, να μας καλούν να πάρουμε μια μοτοσυκλέτα για τεστ, κι όταν φτάνουμε εκεί, να μας λένε "Τώρα δεν σας την δίνουμε!". Ή να ακούμε το απίστευτο "Σας χρειάζεται ένα καλό μάθημα!", επειδή επισημάναμε ατέλειες της μοτοσυκλέτας τους. Τα λύνουμε όμως αυτά τα θέματα, κάποια στιγμή.

 

Στην σημερινή εποχή που είναι και ψηφιακή και έντυπη, έχει εμφανιστεί και το εξής φαινόμενο: Οι δελτιοτυπάδες - αναμεταδότες. Είναι αυτοί που "γράφουν" σε site, χωρίς να κάνουν πρωτογενή δουλειά, χωρίς να ρισκάρουν τη ζωή τους, χωρίς να κοπιάζουν δοκιμάζοντας μοτοσυκλέτες, χωρίς να μετρούν, να δυναμομετρούν, να ξοδεύουν χρήματα. Η "δουλειά" τους περιορίζεται στην αναδημοσίευση δελτίων τύπου των εταιριών, στην συγγραφή "οδηγικών εντυπώσεων – δοκιμών γραφείου" ή στην υποκλοπή της δουλειάς άλλων. Ίσως να υπάρχουν και κοντόφθαλμες εταιρείες που θεωρούν πως αυτό είναι δημοσιογραφία, και πως με τους "δελτιοτυπάδες" κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους. Τους δίνουν και μοτοσυκλέτες να οδηγήσουν, τους καλούν και σε παρουσιάσεις, τα κείμενά τους είναι πάντα του στυλ "Κορυφαίο το νέο φανταστικό μηχανάκι", κι όλα καλά. Είναι όμως έτσι; Τι αξιοπιστία μπορεί να έχει κάποιος που τα βρίσκει όλα τέλεια κι εξαρτά την επιβίωσή του μόνο από την διαφήμιση της αντιπροσωπείας; Το ΜΟΤΟ έχει το μεγάλο πλεονέκτημα πως οι αναγνώστες του πληρώνουν για να το αγοράσουν, δεν το βλέπουν τζάμπα στην οθόνη τους. Τα χρήματα των αναγνωστών του δίνουν την ανεξαρτησία που απαιτείται για να μπορεί να γράψει την αλήθεια. Και ναι, είναι γεγονός πως ούτε και το ΜΟΤΟ θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς διαφήμιση, αλλά δεν εξαρτάται μόνο από αυτή. Το γεγονός πως ο αναγνώστης του ΜΟΤΟ πληρώνει για να το διαβάζει, πολλαπλασιάζει την αξία του αναγνώστη: Είναι εκείνος που συνειδητά αξιολογεί και κρίνει πως η δουλειά μας αξίζει να αμειφθεί. Αυτό αντανακλάται και στην αξιοπιστία του περιοδικού, κλείνοντας τον κύκλο μιας υγιούς σχέσης. Οι αναγνώστες μας εμπιστεύονται και μας τιμούν με τα 5,9 ευρώ τους, εμείς τους το ανταποδίδουμε με γνώση, άποψη και εγκυρότητα. Άλλωστε, δεν μιλάμε για συνταγές μαγειρικής, μιλάμε για επιλογές που κοστίζουν τόσο σε χρήμα όσο και – μακριά από μας – σε αίμα. Η μοτοσυκλέτα δεν είναι αστεία υπόθεση.

 

Υπάρχει πρόσφατο ιντερνετικό παράδειγμα όπου όταν αντιπροσωπεία επεσήμανε την ανακρίβεια του δημοσιεύματος, ο αναμεταδότης του δελτίου τύπου δεν επανόρθωσε, αλλά απάντησε με κριτική για τις επιλογές της αντιπροσωπείας. Μέχρι εδώ μας ενδιαφέρει μόνο όσον αφορά τη δουλειά μας εδώ στο ΜΟΤΟ, γιατί το ΜΟΤΟ ήταν που η Kawasaki εμπιστεύθηκε για να δοκιμάσει το H2R, και δεν μπορούμε να δεχτούμε απαξίωση της δουλειάς μας. Τα εξηγώ εκτενέστερα σε κείμενό μου στο motomag.gr. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως η επισήμανση της αντιπροσωπείας θεωρήθηκε από άλλους "επίθεση κατά δημοσιογράφου!" . Μόνο και μόνο η αντίληψη πως υπάρχει κάποιος, οποιοσδήποτε πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη, που είναι υπεράνω κριτικής, είναι κάτι πέρα από την αντίληψή μου. Ίσως εμείς έχουμε συνηθίσει διαφορετικά, γιατί οι αναγνώστες μας είναι οι απόλυτοι κριτές και οι καλύτεροι βελτιωτές μας! Μας επισημαίνουν άμεσα τα όποια λάθη ή παραλείψεις μας, και στο κάτω – κάτω, αν θεωρήσει κανείς πως δεν αξίζουμε, δεν μας αγοράζει.

 

Την ανεξαρτησία μας και την αξιοπιστία μας την έχουμε διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια χάρη στους αναγνώστες μας. Και ξέρετε κάτι; Είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζουμε, και ο μόνος που θέλουμε να κάνουμε την δουλειά μας.

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.