Editorial 552 - Ο άγραφος νόμος

Από το

motomag

1/11/2015

Δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα αγώνας όπου προπορευόμενος αναβάτης να μην ανοίξει την γραμμή του έτσι ώστε αυτός που τον ακολουθεί να επιβραδύνει, και να μην τον προσπεράσει. Ακόμα και στον αγώνα της Sepang ο Marquez το είχε κάνει στον Rossi, κι όχι μια φορά. Κι όλα καλά. Όταν όμως ήδη ο Rossi από την συνέντευξη τύπου της Πέμπτης είχε επισημάνει πως ο Marquez εσκεμμένα τον καθυστερεί, ήρθε ο αγώνας της Κυριακής για να επιβεβαιωθεί. Όταν ο Lorenzo έφτασε τον Marquez, εκείνος του άφησε την πόρτα ορθάνοιχτη, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να τον κυνηγήσει. Μόλις του έκανε το ίδιο ο Rossi, λύσσαξε! Αρκετές φορές μέσα στους επόμενους γύρους τα πράγματα ήταν οριακά, με τον Marquez να σηκώνει πολύ νωρίς το μηχανάκι του προσπερνώντας τον Rossi, γνωρίζοντας πως στην επαφή πίσω τροχού με μπροστινό νικάει ο πίσω – κι ο άλλος πέφτει. Η προειδοποίηση του Rossi την Πέμπτη δεν είχε πιάσει τόπο. Ο Marquez, που καθυστερούσε σκόπιμα τον Rossi στην Αυστραλία, έκανε τα ίδια και χειρότερα – κι η δικαιολογία του, πως τάχα έκοβε για να κρυώσει το μπροστινό του λάστιχο, δεν στέκει, αφού στο τέλος του αγώνα, μετά από αρκετούς γρήγορους γύρους και με φαγωμένο το μπροστινό, έκανε χρόνο ρεκόρ...

Και πάμε στην επίμαχη στροφή, αυτή που θα στοιχειώσει τον Rossi, τον Marquez αλλά κυρίως το πρωτάθλημα που όπως όλα δείχνουν, σερβιρίστηκε στο πιάτο του LorenzoO Rossi κόβει, ανοίγει την γραμμή του, αλλά ούτε αλλάζει πορεία ούτε επιβραδύνει ή επιταχύνει ξαφνικά. Κοιτάζει τον Marquez, αφού ήδη του έχει κάνει μια χειρονομία του στυλ "Μα τι θέλεις πια; Παράτα με!". Δίπλα του, ο Marquez κάνει μια πρώτη απόπειρα να πλαγιάσει, τεντώνει το σώμα του προς το εσωτερικό της στροφής, αλλά με δίπλα του τον Rossi, ξαναμαζεύεται. Στα slow motion των βίντεο, φαίνεται ξεκάθαρα πως αμέσως μετά ο Marquez επιταχύνει, σκύβει το κεφάλι και το σώμα του και χτυπάει με το δεξί του χέρι τον μηρό του Rossi, που πιέζεται προς το ρεζερβουάρ. Αν προσέξετε, θα δείτε πως το σώμα του Rossi κάνει μια κίνηση για να ισορροπήσει, κι αμέσως μετά το γόνατό του ανοίγει προς τα έξω. Η μοίρα του Marquez όμως, είχε προδιαγραφεί πριν ανοίξει το γόνατο του Rossi προς τα έξω: O ίδιος ο Marquez είπε πως o Rossi με το πόδι του του πάτησε το φρένο, χωρίς να μας εξηγήσει πως έγινε αυτό αφού υπάρχει προστατευτικό στην άκρη των κλιπόν. Και μια μοτοσυκλέτα, πάνω από 210 κιλά μαζί με τον αναβάτη της, και ήδη πλαγιασμένη, και με ανοιχτό το γκάζι, ΔΕΝ πέφτει αν την ακουμπήσει ένα γόνατο. Τι συμβαίνει όμως αν μια μοτοσυκλέτα που επιταχύνει, οδηγηθεί από τον αναβάτη της έτσι ώστε να χτυπήσει με το χέρι του τον μηρό του προπορευόμενου; Στρίβει το τιμόνι της δεξιά, το μπροστινό διπλώνει, και πέφτει από low siding, όπως ακριβώς ο Marquez. Επιπλέον, ούτε εκνευρισμένος φάνηκε, ούτε κάποια χειρονομία έκανε, ενώ όταν είχε πέσει στην Aragon ήταν έξαλλος. Φάνηκε σαν να ήξερε πως οι εντυπώσεις ήταν ήδη με το μέρος του, πως θα κέρδιζε περισσότερα με μια πτώση...

Αυτό όμως που γεννάει τα περισσότερα ερωτηματικά είναι η απόφαση της διεύθυνσης του αγώνα σχετικά με το συμβάν, και η τιμωρία τoυ Rossi. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Mike Webb, race director των MotoGP, δήλωσε πως όντως ο Marquez σκόπιμα έκοβε το ρυθμό του Rossi, αλλά πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό γιατί δεν το προβλέπει ο κανονισμός! Επιπλέον, τιμωρείται ο Rossi γιατί "επίτηδες ανοίχτηκε στην στροφή 14 ώστε να αναγκάσει άλλον αναβάτη να βγει εκτός αγωνιστικής γραμμής, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα επαφή που έκανε τον άλλον αναβάτη να πέσει. Αυτό θεωρείται ανεύθυνη οδήγηση που δημιουργεί κινδύνους για άλλους αγωνιζόμενους". Η άποψή μου είναι πως η απόφαση αυτή είναι άκρως συναισθηματική, και λήφθηκε μόνο από τις εντυπώσεις της πρώτης στιγμής, κι όχι από την μελέτη των στοιχείων και τις συνομιλίες με τους αναβάτες, που κράτησαν μία ώρα. Φυσικά και οι αγωνιζόμενοι επίτηδες ανοίγονται έτσι ώστε αυτός που τους ακολουθεί να μην έχει πια που να πάει, και να κόψει. Το κάνουν συνέχεια, όλοι, από τότε που υπάρχουν αγώνες, γίνεται συνέχεια και στα MotoGP χωρίς συνέπειες για τους εμπλεκόμενους αναβάτες. Αν απαγορευόταν η άμυνα, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε αγώνες. Φυσικά και ο Rossi παραδέχθηκε πως επίτηδες επιβράδυνε, αλλά ούτε αυτό το απαγορεύουν οι κανονισμοί. Όπως δεν απαγορεύουν και να κοιτάς τον αντίπαλό σου, είτε αυτός βρίσκεται πίσω σου, δίπλα σου, ή μπροστά σου. Η ευθύνη όμως για την πτώση του Marquez βαρύνει τον ίδιο: Εκείνος επιτάχυνε και έγειρε την μοτοσυκλέτα του ενώ βρισκόταν πιο πίσω και δίπλα από τον Rossi. Kι αυτό, το προβλέπουν οι κανονισμοί: Όποιος βρίσκεται μπροστά, μπορεί να επιλέξει την ταχύτητά του και την πορεία του. Όποιος έρχεται από πίσω, οφείλει να προσαρμοστεί ανάλογα. Σ’ αυτή την περίπτωση γιατί δεν ίσχυσε ο κανονισμός;

Πέρα όμως από τους γραπτούς νόμους, που όπως όλοι ξέρουμε οι άνθρωποι τους εφαρμόζουν όποτε και αν τους βολεύει, υπάρχουν και οι πολύ πιο ισχυροί, οι άγραφοι νόμοι. Κι αυτοί λένε πως ΔΕΝ εμποδίζεις επίτηδες αναβάτη που προηγείται στην βαθμολογία και πάει για πρωτάθλημα, ειδικά όταν εσύ το έχεις χαμένο από χέρι. Κι ο Marquez το έκανε συνειδητά σε δύο αγώνες. Κι οι αγώνες ποτέ δεν ήταν περίπατος σε ανθισμένο λιβάδι, κι οι αγωνιζόμενοι ποτέ δεν ήταν οι παρθένες που κάνουν τον περίπατό τους. Είτε θέλει να το παραδεχτεί κάποιος είτε όχι, οι αγώνες είναι άγριοι, βίαιοι και επικίνδυνοι. Και δεν καταλαβαίνω καθόλου όλους όσους βγήκαν σαν θεούσες με κότσο φωνάζοντας "ουουου σιξ σιξ σιξ, μα τι αντιαθλητική συμπεριφορά ήταν αυτή, εμείς εδώ στους αγώνες ήμασταν πάντα κυρίες". Ούτε με πείθει το "δεν το προβλέπει ο κανονισμός", γιατί είναι σαν να νομιμοποιεί τακτικές σαν του Marquez. Και πιο πολύ απ’ όλα, θέλω τα πρωταθλήματα να κρίνονται στην πίστα, κι όχι στα γραφεία. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο θεωρώ την τιμωρία του Rossi άδικη.

ΥΓ: Φαντάζεστε να γινόταν αυτό στο Mugello, στην Ιταλία; Δεν θα είχε μείνει τίποτα όρθιο.

ΥΓ2: Στην απονομή ο Lorenzo γιουχαρίστηκε έντονα κι έφυγε χωρίς να πάρει το κύπελλό του... Οι άγραφοι νόμοι που λέγαμε, κι ένα πρωτάθλημα που δεν θα έχει την ικανοποίηση να λέι πως πήρε μόνο χάρη στις δικές του προσπάθειες.

ΥΓ3: Κι αν, λέω αν, στην εκκίνηση του τελευταίου αγώνα οι περισσότεροι αναβάτες ξεκινήσουν πολύ χλιαρά κάνοντας στην άκρη για να περάσει ο Rossi, θα τιμωρηθούν; Ο κανονισμός δεν το απαγορεύει!

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.