Editorial 552 - Ο άγραφος νόμος

Από το

motomag

1/11/2015

Δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα αγώνας όπου προπορευόμενος αναβάτης να μην ανοίξει την γραμμή του έτσι ώστε αυτός που τον ακολουθεί να επιβραδύνει, και να μην τον προσπεράσει. Ακόμα και στον αγώνα της Sepang ο Marquez το είχε κάνει στον Rossi, κι όχι μια φορά. Κι όλα καλά. Όταν όμως ήδη ο Rossi από την συνέντευξη τύπου της Πέμπτης είχε επισημάνει πως ο Marquez εσκεμμένα τον καθυστερεί, ήρθε ο αγώνας της Κυριακής για να επιβεβαιωθεί. Όταν ο Lorenzo έφτασε τον Marquez, εκείνος του άφησε την πόρτα ορθάνοιχτη, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να τον κυνηγήσει. Μόλις του έκανε το ίδιο ο Rossi, λύσσαξε! Αρκετές φορές μέσα στους επόμενους γύρους τα πράγματα ήταν οριακά, με τον Marquez να σηκώνει πολύ νωρίς το μηχανάκι του προσπερνώντας τον Rossi, γνωρίζοντας πως στην επαφή πίσω τροχού με μπροστινό νικάει ο πίσω – κι ο άλλος πέφτει. Η προειδοποίηση του Rossi την Πέμπτη δεν είχε πιάσει τόπο. Ο Marquez, που καθυστερούσε σκόπιμα τον Rossi στην Αυστραλία, έκανε τα ίδια και χειρότερα – κι η δικαιολογία του, πως τάχα έκοβε για να κρυώσει το μπροστινό του λάστιχο, δεν στέκει, αφού στο τέλος του αγώνα, μετά από αρκετούς γρήγορους γύρους και με φαγωμένο το μπροστινό, έκανε χρόνο ρεκόρ...

Και πάμε στην επίμαχη στροφή, αυτή που θα στοιχειώσει τον Rossi, τον Marquez αλλά κυρίως το πρωτάθλημα που όπως όλα δείχνουν, σερβιρίστηκε στο πιάτο του LorenzoO Rossi κόβει, ανοίγει την γραμμή του, αλλά ούτε αλλάζει πορεία ούτε επιβραδύνει ή επιταχύνει ξαφνικά. Κοιτάζει τον Marquez, αφού ήδη του έχει κάνει μια χειρονομία του στυλ "Μα τι θέλεις πια; Παράτα με!". Δίπλα του, ο Marquez κάνει μια πρώτη απόπειρα να πλαγιάσει, τεντώνει το σώμα του προς το εσωτερικό της στροφής, αλλά με δίπλα του τον Rossi, ξαναμαζεύεται. Στα slow motion των βίντεο, φαίνεται ξεκάθαρα πως αμέσως μετά ο Marquez επιταχύνει, σκύβει το κεφάλι και το σώμα του και χτυπάει με το δεξί του χέρι τον μηρό του Rossi, που πιέζεται προς το ρεζερβουάρ. Αν προσέξετε, θα δείτε πως το σώμα του Rossi κάνει μια κίνηση για να ισορροπήσει, κι αμέσως μετά το γόνατό του ανοίγει προς τα έξω. Η μοίρα του Marquez όμως, είχε προδιαγραφεί πριν ανοίξει το γόνατο του Rossi προς τα έξω: O ίδιος ο Marquez είπε πως o Rossi με το πόδι του του πάτησε το φρένο, χωρίς να μας εξηγήσει πως έγινε αυτό αφού υπάρχει προστατευτικό στην άκρη των κλιπόν. Και μια μοτοσυκλέτα, πάνω από 210 κιλά μαζί με τον αναβάτη της, και ήδη πλαγιασμένη, και με ανοιχτό το γκάζι, ΔΕΝ πέφτει αν την ακουμπήσει ένα γόνατο. Τι συμβαίνει όμως αν μια μοτοσυκλέτα που επιταχύνει, οδηγηθεί από τον αναβάτη της έτσι ώστε να χτυπήσει με το χέρι του τον μηρό του προπορευόμενου; Στρίβει το τιμόνι της δεξιά, το μπροστινό διπλώνει, και πέφτει από low siding, όπως ακριβώς ο Marquez. Επιπλέον, ούτε εκνευρισμένος φάνηκε, ούτε κάποια χειρονομία έκανε, ενώ όταν είχε πέσει στην Aragon ήταν έξαλλος. Φάνηκε σαν να ήξερε πως οι εντυπώσεις ήταν ήδη με το μέρος του, πως θα κέρδιζε περισσότερα με μια πτώση...

Αυτό όμως που γεννάει τα περισσότερα ερωτηματικά είναι η απόφαση της διεύθυνσης του αγώνα σχετικά με το συμβάν, και η τιμωρία τoυ Rossi. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Mike Webb, race director των MotoGP, δήλωσε πως όντως ο Marquez σκόπιμα έκοβε το ρυθμό του Rossi, αλλά πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό γιατί δεν το προβλέπει ο κανονισμός! Επιπλέον, τιμωρείται ο Rossi γιατί "επίτηδες ανοίχτηκε στην στροφή 14 ώστε να αναγκάσει άλλον αναβάτη να βγει εκτός αγωνιστικής γραμμής, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα επαφή που έκανε τον άλλον αναβάτη να πέσει. Αυτό θεωρείται ανεύθυνη οδήγηση που δημιουργεί κινδύνους για άλλους αγωνιζόμενους". Η άποψή μου είναι πως η απόφαση αυτή είναι άκρως συναισθηματική, και λήφθηκε μόνο από τις εντυπώσεις της πρώτης στιγμής, κι όχι από την μελέτη των στοιχείων και τις συνομιλίες με τους αναβάτες, που κράτησαν μία ώρα. Φυσικά και οι αγωνιζόμενοι επίτηδες ανοίγονται έτσι ώστε αυτός που τους ακολουθεί να μην έχει πια που να πάει, και να κόψει. Το κάνουν συνέχεια, όλοι, από τότε που υπάρχουν αγώνες, γίνεται συνέχεια και στα MotoGP χωρίς συνέπειες για τους εμπλεκόμενους αναβάτες. Αν απαγορευόταν η άμυνα, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε αγώνες. Φυσικά και ο Rossi παραδέχθηκε πως επίτηδες επιβράδυνε, αλλά ούτε αυτό το απαγορεύουν οι κανονισμοί. Όπως δεν απαγορεύουν και να κοιτάς τον αντίπαλό σου, είτε αυτός βρίσκεται πίσω σου, δίπλα σου, ή μπροστά σου. Η ευθύνη όμως για την πτώση του Marquez βαρύνει τον ίδιο: Εκείνος επιτάχυνε και έγειρε την μοτοσυκλέτα του ενώ βρισκόταν πιο πίσω και δίπλα από τον Rossi. Kι αυτό, το προβλέπουν οι κανονισμοί: Όποιος βρίσκεται μπροστά, μπορεί να επιλέξει την ταχύτητά του και την πορεία του. Όποιος έρχεται από πίσω, οφείλει να προσαρμοστεί ανάλογα. Σ’ αυτή την περίπτωση γιατί δεν ίσχυσε ο κανονισμός;

Πέρα όμως από τους γραπτούς νόμους, που όπως όλοι ξέρουμε οι άνθρωποι τους εφαρμόζουν όποτε και αν τους βολεύει, υπάρχουν και οι πολύ πιο ισχυροί, οι άγραφοι νόμοι. Κι αυτοί λένε πως ΔΕΝ εμποδίζεις επίτηδες αναβάτη που προηγείται στην βαθμολογία και πάει για πρωτάθλημα, ειδικά όταν εσύ το έχεις χαμένο από χέρι. Κι ο Marquez το έκανε συνειδητά σε δύο αγώνες. Κι οι αγώνες ποτέ δεν ήταν περίπατος σε ανθισμένο λιβάδι, κι οι αγωνιζόμενοι ποτέ δεν ήταν οι παρθένες που κάνουν τον περίπατό τους. Είτε θέλει να το παραδεχτεί κάποιος είτε όχι, οι αγώνες είναι άγριοι, βίαιοι και επικίνδυνοι. Και δεν καταλαβαίνω καθόλου όλους όσους βγήκαν σαν θεούσες με κότσο φωνάζοντας "ουουου σιξ σιξ σιξ, μα τι αντιαθλητική συμπεριφορά ήταν αυτή, εμείς εδώ στους αγώνες ήμασταν πάντα κυρίες". Ούτε με πείθει το "δεν το προβλέπει ο κανονισμός", γιατί είναι σαν να νομιμοποιεί τακτικές σαν του Marquez. Και πιο πολύ απ’ όλα, θέλω τα πρωταθλήματα να κρίνονται στην πίστα, κι όχι στα γραφεία. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο θεωρώ την τιμωρία του Rossi άδικη.

ΥΓ: Φαντάζεστε να γινόταν αυτό στο Mugello, στην Ιταλία; Δεν θα είχε μείνει τίποτα όρθιο.

ΥΓ2: Στην απονομή ο Lorenzo γιουχαρίστηκε έντονα κι έφυγε χωρίς να πάρει το κύπελλό του... Οι άγραφοι νόμοι που λέγαμε, κι ένα πρωτάθλημα που δεν θα έχει την ικανοποίηση να λέι πως πήρε μόνο χάρη στις δικές του προσπάθειες.

ΥΓ3: Κι αν, λέω αν, στην εκκίνηση του τελευταίου αγώνα οι περισσότεροι αναβάτες ξεκινήσουν πολύ χλιαρά κάνοντας στην άκρη για να περάσει ο Rossi, θα τιμωρηθούν; Ο κανονισμός δεν το απαγορεύει!

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.