Editorial 549 - 30, 20, 550!

30, 20, 550!
Από το

motomag

1/8/2015

Τριάντα χρόνια κλείνει φέτος το ΜΟΤΟ. Είκοσι το MEGA TEST. Έχουμε φτάσει ένα τεύχος πριν τα 550. Τις βαριέμαι τις επετείους. Από μόνες τους δεν λένε τίποτα. Το θέμα είναι αν κάναμε κάτι αξιόλογο όλα αυτά τα χρόνια, γιατί οι επέτειοι δεν είναι τίποτα άλλο από αφορμή για απολογισμό κι αφετηρία για την συνέχεια. Τους βαριέμαι τους απολογισμούς. Είναι εξίσου εύκολο ή να βλογήσεις τα γένια σου ή να υποτιμήσεις την δουλειά σου. Όλο παγίδες. Κι ό,τι χρειαζόταν να ειπωθεί για το ΜΟΤΟ, το είπε ο φίλος μας ο Mac MacDiarmid το 1995, όταν τον είχα καλέσει στο πρώτο MEGA TEST. Για όσους δεν τον γνωρίζουν, ο Mac είναι ένας από τους καλύτερους φωτογράφους, συγγραφείς και δημοσιογράφους που είχε ποτέ ο ειδικός τύπος παγκόσμια, κι έχει συνεργαστεί με τα σημαντικότερα περιοδικά. Προέρχεται δε από μια χώρα με τον αρχαιότερο ειδικό τύπο, κι είναι εκ φύσεως πικρόχολος, κυνικός και μπλαζέ, με χιούμορ που σκοτώνει. Ένα μειδίαμα επιδοκιμασίας είναι τεράστιος έπαινος, όταν προέρχεται από τον Μac. Μετά το τέλος του πρώτου MEGA TEST, του ζήτησα να μου γράψει κάτι γι’ αυτό. Ο άθλιος, αντί για ένα κείμενο για τοπία και μηχανάκια, έγραψε για το ίδιο το ΜΟΤΟ απευθυνόμενος σε σας, τους αναγνώστες του, και συγκρίνοντάς το με τα μεγαλύτερα περιοδικά μοτοσυκλέτας παγκοσμίως: "...Κανένα άλλο περιοδικό στον κόσμο δεν είναι σαν κι αυτό. Κανένα άλλο περιοδικό δεν έχει αναλάβει τέτοια βαριά αποστολή πληροφόρησης και διέγερσης των αναγνωστών του. Το να βρίσκεσαι μπροστά από τα γεγονότα είναι δύσκολο ακόμα και για χώρες πιο κοντά στο κέντρο του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος. Για ένα μικρό περιοδικό σε μια μικρή χώρα σε μια γωνιά της Ευρώπης, είναι διαβολεμένα δύσκολο. Κι όμως το ΜΟΤΟ τα καταφέρνει με ένα πάθος, έναν ενθουσιασμό και έναν επαγγελματισμό, αξεπέραστο απ’ οποιονδήποτε. [...] Όσο η αγορά της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα θα μεγαλώνει, ο τύπος της δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε καλύτερα χέρια. Αυτό σας δίνει, ελπίζω, την ευχαρίστηση να μεγαλώνετε μαζί με το ΜΟΤΟ, κι ακόμα, σας επιφορτίζει με ένα καθήκον, γιατί τίποτα δεν διαρκεί αν το παρατήσεις: Κρατήστε τους στην τσίτα!".

 

Όταν είχα πρωτοδιαβάσει το κείμενό του, είχα μείνει. Πω, πω, πρέπει να είναι πολύ σπουδαία αυτά που κάνουμε! Χρόνια αργότερα, όποτε τύχαινε να το δω, έπεφτε συγκίνηση κι έκανε λίγο νοσταλγία. Τώρα πια, αν και θεωρώ πως πρόκειται για τον μεγαλύτερο έπαινο που έχουμε λάβει ποτέ, διαφωνώ μαζί του. Η "αποστολή πληροφόρησης και διέγερσης των αναγνωστών" δεν μου φάνηκε ποτέ βαριά. Τονίζοντας εξ αρχής πως αν και οποιαδήποτε εργασία, ακόμα και η δική μας, έχει και κακές, ψυχρές κι ανάποδες στιγμές και περιόδους, δεν θα μπορούσα να σκεφτώ έναν καλύτερο τρόπο για να περάσω τα τελευταία 30 σχεδόν χρόνια. Για όσους έχουν αποτελέσει τον σκληρό πυρήνα του ΜΟΤΟ, η αναζήτηση της γνώσης και της εμπειρίας ήταν πάντα χαρά και απόλαυση. Για να μπορείς να προσφέρεις κάτι αξιόλογο στους αναγνώστες σου, πρέπει πρώτα να έχεις εσύ ο ίδιος την τρέλα, την αγωνία, την ανάγκη να μάθεις, ικανοποιώντας πρώτα απ’ όλα την δική σου περιέργεια και μετά δημιουργώντας κάτι – ένα άρθρο για το περιοδικό, ένα event ας πούμε – που θα μοιραστείς με τους αναγνώστες. Άρα, κάθε φορά, με κάθε άρθρο, με κάθε τεύχος, ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει κάτι καινούργιο να πει, να έχει εξελιχθεί πρώτα ο ίδιος, να έχει προχωρήσει ένα τουλάχιστον βήμα πιο μπροστά, για να μπορέσει να προσφέρει κάτι καλύτερο στους αναγνώστες του.  Αυτό είναι πάντα η μεγαλύτερη ικανοποίηση. Και γι΄αυτό ποτέ δεν ένιωσα πως ήταν "βαριά αποστολή". Ούτε κάτι "διαβολεμένα δύσκολο". Δύσκολο είναι αν δεν μπορείς να σκεφτείς να το κάνεις, ή αν έχεις μεν την ιδέα, αλλά δεν βρίσκεις τον τρόπο να την εφαρμόσεις. Προφανώς και δεν ισχυρίζομαι πως τριάντα χρόνια τώρα μας ήρθαν όλα εύκολα, το αντίθετο μάλιστα. Η ίδια όμως η δυσκολία είναι που δίνει και την ικανοποίηση, όπως ακριβώς η αξία του αντιπάλου δίνει αξία στην νίκη.

 

Όπως το είχε πει ο Mac, η αγορά της μοτοσυκλέτας μεγάλωσε, μαζί της και το ΜΟΤΟ, μαζί και οι αναγνώστες μας που τους ευχαριστούμε που μας κράτησαν στην τσίτα. Αποτέλεσμα αυτής της... τσίτας, είναι πως το ΜΟΤΟ μετά από 20 χρόνια ΜΕGA TEST είναι ακόμα εδώ, πως σε πείσμα της κατάρρευσης της αγοράς μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα κάναμε ακόμα ένα MEGA TEST με επτά μοτοσυκλέτες επί 2.500 χιλιόμετρα, ενώ λίγο πριν, είχαμε διοργανώσει το ΜΟΤΟ test ride event, όπου έγιναν 7.410 test rides, και δεν ξέρουμε να έχει γίνει κάτι καλύτερο στο είδος του, οπουδήποτε. Το μόνο δύσκολο το έχουμε μπροστά μας: Τα έχουμε καταφέρει τόσο καλά ως χώρα, που αυτή τη στιγμή ούτε μοτοσυκλέτες εισάγονται, ούτε χρήματα έχουμε για να τις αγοράσουμε. Το μόνο που μας σώζει προς το παρόν είναι πως η υπόθεση μοτοσυκλέτα για τον καθένα από μας δεν αρχίζει και τελειώνει στο "αγοράζω καινούργια μοτοσυκλέτα". Το πάθος και η δίψα για γνώση, εμπειρίες και μοτοσυκλετιστική ζωή είναι πάντα εδώ, κινητήρια δύναμη και για το ΜΟΤΟ και στους αναγνώστες του. Τα όνειρα είναι ζωντανά, δωρεάν, κι οι δρόμοι ανοιχτοί. Ονειρευτείτε μαζί μας.       

 

 

--------------------------------

Οι σελίδες του τεύχους: Οι παρατηρητικοί θα πρόσεξαν πως είναι λιγότερες. Πόσες λείπουν; 16, και είναι (θα ήταν, αν υπήρχαν), όλες διαφημίσεις. Οι σελίδες των άρθρων είναι όσες και στα προηγούμενα τεύχη, οπότε και η αξία του τεύχους για τον αναγνώστη δεν έχει μειωθεί.

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;