Editorial 547 - Πόσα άλογα είναι αρκετά;

Στο τεύχος Ιουλίου: Τέζα στο Τατόι με την Kawasaki Ninja H2R
Από το

motomag

1/6/2015

Μόλις οδηγήθηκε η πρώτη μοτοσυκλέτα που κατασκευάστηκε ποτέ, έβγαζε δεν έβγαζε έναν ίππο, οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: Σ’ αυτούς που παρακάλαγαν για περισσότερο γκάζι, και σ’ αυτούς που έκριναν πως ακόμα κι ο ένας ίππος είναι υπερβολή. Η ζωή όμως έχει τον τρόπο της να σε πηγαίνει σε μονοπάτια που ούτε καν φανταζόσουν. Μόλις συναρμολογήθηκε η δεύτερη μοτοσυκλέτα και βγήκε στο δρόμο, έγινε και η πρώτη κόντρα. Ο πόλεμος του γκαζιού είχε ξεκινήσει, και συνεχίζεται ακόμα, 120 και βάλε χρόνια μετά.

 

Πριν τον δεύτερο παγκόσμιο, στις πίστες έτρεχαν μοτοσυκλέτες με κομπρέσορα (από την ΒΜW) και οι κατασκευαστές δοκίμαζαν ό,τι τους κατέβαινε στο μυαλό για να βγάλουν άλογα. Κι αν δεν είχαν αλλάξει οι κανονισμοί μεταπολεμικά, με την απαγόρευση της υπερτροφοδότησης πάσης μορφής, υποψιάζομαι πως η εξέλιξη σε πλαίσια, αναρτήσεις φρένα και ελαστικά θα είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο, πολύ νωρίτερα.

 

Το σίγουρο είναι πως κάθε μοτοσυκλέτα και οι επιδόσεις της πρέπει να κρίνονται κυρίως στα πλαίσια της εποχής τους. Επίσης σίγουρο είναι πως μέχρι να ασχοληθούν οι Ιάπωνες με το θέμα, υπήρχαν μεν γρήγορες μοτοσυκλέτες, αλλά δεν έμεναν γρήγορες για πολύ. Αιμορραγούσαν λάδια, αυτοκαταστρέφονταν γενικώς και αυτοβούλως, ήταν ειδικής χρήσης, εφήμερα παιχνίδια πλουσίων. Το "δώστε γκάζια στο λαό" ξεκίνησε από τους Ιάπωνες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και πριν από αυτούς γρήγορες μοτοσυκλέτες, πολύ πιο γρήγορες από τα πλαίσιά τους. Είχαν όμως άδειους δρόμους.

 

Η πιο σωστή απάντηση στο "πόσα άλογα είναι αρκετά;" είναι «όσα έχει». Μπορείς να κάνεις το γύρο το κόσμου με πενηντάρι παπί, μπορείς να πηγαίνεις ταχύτατα σε μια πίστα με λιγότερα από 50, μπορείς και να οδηγήσεις Ninja H2R και να μην σου φτάνουν. Μου φαίνεται όμως πως αυτό που πραγματικά θέλει να ρωτήσει ο ποιητής, είναι το πάνω όριο, μην είναι 100, μην είναι 200 ή 300; Θυμάστε πως όταν Γάλλοι και Γερμανοί πήγαν να επιβάλλουν όριο 100 ίππων, έπεσαν όλοι να τους φάνε, και δικαίως. Ευτυχώς, το γλιτώσαμε αυτό. Πάμε παρακάτω. Μην είν’ τα 200; Μα τόσα και παραπάνω ανακοινώνουν ήδη ένα σωρό κατασκευαστές για τα superbike τους, και στην πίστα με τα ηλεκτρονικά τους μια χαρά είναι. Πάμε όμως πίσω, όταν πρωτοακούστηκε ο όρος "superbike", με την Honda CB750, το 1968. Παραμίλαγε ο κόσμος όλος όταν το είδε, παραμίλαγαν και όσοι το οδήγησαν, τρελαμένοι από αδρεναλίνη. Και πόσα άλογα είχε στον τροχό; 53. Τι θα λέγαμε σήμερα; Ε, εντάξει μωρέ, κινείται. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πετάει η Kawasaki στη μάχη το Z900. Οι έμπειροι μοτοσυκλετιστές της εποχής το καβαλούσαν και χεζόντουσαν πάνω τους, δεν το πίστευαν πως μπορεί μοτοσυκλέτα να έχει τόσο γκάζι. Πόσο είχε; 72 στον τροχό. Αστεία άλογα για σήμερα. Προσθέστε άλλα εκατό και βάλε για να φτάσετε στα επίπεδα των σημερινών superbike. Προσθέστε βεβαίως και μην ξεχνάτε, πως τα πολλά σημερινά άλογα έχουν και ηλεκτρονικά χαλινάρια. Χωρίς αυτά, ούτε βήμα, τα άλογά τους δεν αξιοποιούνται ούτε στην πίστα. Γι’ αυτό βλέπουμε και καθημερινές, τουριστικές μοτοσυκλέτες για όλους να έχουν 160 ίππους. Χρειάζονται; Φυσικά. Εννοείται πως δεν τους χρησιμοποιείς όλους, συνέχεια, όταν όμως χρειαστείς το "κάτι τι" σου, το έχεις, προσπερνάς, φχαριστιέσαι επιτάχυνση, νιώθεις το μοτέρ να γουργουρίζει στα 200, που τα πρώτα superbike δεν τα έφταναν καλά καλά. Κι υπάρχει ένα επιπλέον πλεονέκτημα: Μια μοτοσυκλέτα σχεδιασμένη για 160-200 ίππους, με τα ηλεκτρονικούλια της, την πλαισιούκλα της, τις αναρτησάρες της και τις φρενούκλες της, σε σχέση με μια παλιότερη και πιο αδύναμη, είναι τόσο πολύ καλύτερη σε συνήθεις ταχύτητες κίνησης, που δεν υπάρχει καμία σύγκριση. Άρα, μοτοσυκλέτα επαρκής για 270 +, είναι πολύ ασφαλέστερη στα 170 από μια που τελικιάζει στα 200.

 

Όσο λίγα άλογα και να έχεις είναι αρκετά, και για να κάνεις την πλάκα σου, και για να τρομάξεις, και για να ταξιδέψεις και για να ευχαριστηθείς μοτοσυκλέτα. Η αύξηση όμως των ιπποδυνάμεων, με τα χρόνια έχει φέρει και τόση πρόοδο στην τεχνογνωσία, την τεχνολογία, την συμπεριφορά και την ασφάλεια, που καλά κάνουν και αυξάνονται. Κι αυτές οι "συμφωνίες κυρίων" για περιορισμό της τελικής στα 299 καλές είναι για να κάνουν πως καθησυχάζονται κάπως οι γραφειοκράτες, αλλά επί της ουσίας είναι στρουθοκαμηλισμός και υποκρισία, να δείξουμε πως κάνουμε κάτι για να μην προκαλούμε. Ό,τι κόφτη και να έχει το μηχανάκι, πάντα θα βρεθεί ο βλάκας που θα ανέβει χωρίς κράνος, και τότε ποιός κόφτης τον σώζει;  

Στην πορεία της ιστορίας της μοτοσυκλέτας υπήρξαν πολλές που έβγαλαν φήμη "σκοτώστρας", μόνο που αν το ψάξεις, γι’ αυτή τη φήμη έφταιγε ότι η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα δεν στεκόταν στο ύψος της απόδοσης του κινητήρα της, και κυρίως, ότι αυτοί που τις καβαλούσαν είχαν τα μυαλά στα κάγκελα. Ευτυχώς, για όσους νοσταλγούν τέτοιες ανατριχιαστικές εμπειρίες, υπάρχουν ακόμα μοτοσυκλέτες του τότε, που τώρα τις λένε classics ή modern classics, και μπορούν να κάνουν ένα replay για να καταλάβουν από τι γλίτωσαν που δεν γεννήθηκαν νωρίτερα.

Για μας τους υπόλοιπους, που δεν κολλάνε στο θέμα "πόσα είναι αρκετά" και απαντάνε "και τα λίγα και τα πολλά", μια βόλτα με το Ninja H2R δώρο...

 

ΥΓ: Σας είχα υποσχεθεί πως σ’ αυτό το τεύχος θα διαβάζατε για τις εμπειρίες μας με την Kawasaki Ninja H2R, κι αντί γι’ αυτό διαβάζετε αμπελοφιλοσοφίες για το πόσα άλογα είναι αρκετά. Ζητώ συγνώμη, αλλά ήταν για καλό σκοπό! Γιατί όχι μόνο την δυναμομετρήσαμε, αλλά πείστηκε και η Kawasaki να μας την δώσει για να την οδηγήσουμε, κι αυτό κάναμε, στο ιστορικό για την μοτοσυκλέτα Τατόι. Τότε, ήταν πια αργά για να προλάβουμε το τεύχος. Στο τεύχος του Ιουλίου όμως, τα άλογα θα είναι πολλά, τα περισσότερα που έχουμε καβαλήσει ποτέ!

 

 

Στο τεύχος Ιουλίου: Τέζα στο Τατόι με την Kawasaki Ninja H2R

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...