Editorial 547 - Πόσα άλογα είναι αρκετά;

Στο τεύχος Ιουλίου: Τέζα στο Τατόι με την Kawasaki Ninja H2R
Από το

motomag

1/6/2015

Μόλις οδηγήθηκε η πρώτη μοτοσυκλέτα που κατασκευάστηκε ποτέ, έβγαζε δεν έβγαζε έναν ίππο, οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: Σ’ αυτούς που παρακάλαγαν για περισσότερο γκάζι, και σ’ αυτούς που έκριναν πως ακόμα κι ο ένας ίππος είναι υπερβολή. Η ζωή όμως έχει τον τρόπο της να σε πηγαίνει σε μονοπάτια που ούτε καν φανταζόσουν. Μόλις συναρμολογήθηκε η δεύτερη μοτοσυκλέτα και βγήκε στο δρόμο, έγινε και η πρώτη κόντρα. Ο πόλεμος του γκαζιού είχε ξεκινήσει, και συνεχίζεται ακόμα, 120 και βάλε χρόνια μετά.

 

Πριν τον δεύτερο παγκόσμιο, στις πίστες έτρεχαν μοτοσυκλέτες με κομπρέσορα (από την ΒΜW) και οι κατασκευαστές δοκίμαζαν ό,τι τους κατέβαινε στο μυαλό για να βγάλουν άλογα. Κι αν δεν είχαν αλλάξει οι κανονισμοί μεταπολεμικά, με την απαγόρευση της υπερτροφοδότησης πάσης μορφής, υποψιάζομαι πως η εξέλιξη σε πλαίσια, αναρτήσεις φρένα και ελαστικά θα είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο, πολύ νωρίτερα.

 

Το σίγουρο είναι πως κάθε μοτοσυκλέτα και οι επιδόσεις της πρέπει να κρίνονται κυρίως στα πλαίσια της εποχής τους. Επίσης σίγουρο είναι πως μέχρι να ασχοληθούν οι Ιάπωνες με το θέμα, υπήρχαν μεν γρήγορες μοτοσυκλέτες, αλλά δεν έμεναν γρήγορες για πολύ. Αιμορραγούσαν λάδια, αυτοκαταστρέφονταν γενικώς και αυτοβούλως, ήταν ειδικής χρήσης, εφήμερα παιχνίδια πλουσίων. Το "δώστε γκάζια στο λαό" ξεκίνησε από τους Ιάπωνες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και πριν από αυτούς γρήγορες μοτοσυκλέτες, πολύ πιο γρήγορες από τα πλαίσιά τους. Είχαν όμως άδειους δρόμους.

 

Η πιο σωστή απάντηση στο "πόσα άλογα είναι αρκετά;" είναι «όσα έχει». Μπορείς να κάνεις το γύρο το κόσμου με πενηντάρι παπί, μπορείς να πηγαίνεις ταχύτατα σε μια πίστα με λιγότερα από 50, μπορείς και να οδηγήσεις Ninja H2R και να μην σου φτάνουν. Μου φαίνεται όμως πως αυτό που πραγματικά θέλει να ρωτήσει ο ποιητής, είναι το πάνω όριο, μην είναι 100, μην είναι 200 ή 300; Θυμάστε πως όταν Γάλλοι και Γερμανοί πήγαν να επιβάλλουν όριο 100 ίππων, έπεσαν όλοι να τους φάνε, και δικαίως. Ευτυχώς, το γλιτώσαμε αυτό. Πάμε παρακάτω. Μην είν’ τα 200; Μα τόσα και παραπάνω ανακοινώνουν ήδη ένα σωρό κατασκευαστές για τα superbike τους, και στην πίστα με τα ηλεκτρονικά τους μια χαρά είναι. Πάμε όμως πίσω, όταν πρωτοακούστηκε ο όρος "superbike", με την Honda CB750, το 1968. Παραμίλαγε ο κόσμος όλος όταν το είδε, παραμίλαγαν και όσοι το οδήγησαν, τρελαμένοι από αδρεναλίνη. Και πόσα άλογα είχε στον τροχό; 53. Τι θα λέγαμε σήμερα; Ε, εντάξει μωρέ, κινείται. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πετάει η Kawasaki στη μάχη το Z900. Οι έμπειροι μοτοσυκλετιστές της εποχής το καβαλούσαν και χεζόντουσαν πάνω τους, δεν το πίστευαν πως μπορεί μοτοσυκλέτα να έχει τόσο γκάζι. Πόσο είχε; 72 στον τροχό. Αστεία άλογα για σήμερα. Προσθέστε άλλα εκατό και βάλε για να φτάσετε στα επίπεδα των σημερινών superbike. Προσθέστε βεβαίως και μην ξεχνάτε, πως τα πολλά σημερινά άλογα έχουν και ηλεκτρονικά χαλινάρια. Χωρίς αυτά, ούτε βήμα, τα άλογά τους δεν αξιοποιούνται ούτε στην πίστα. Γι’ αυτό βλέπουμε και καθημερινές, τουριστικές μοτοσυκλέτες για όλους να έχουν 160 ίππους. Χρειάζονται; Φυσικά. Εννοείται πως δεν τους χρησιμοποιείς όλους, συνέχεια, όταν όμως χρειαστείς το "κάτι τι" σου, το έχεις, προσπερνάς, φχαριστιέσαι επιτάχυνση, νιώθεις το μοτέρ να γουργουρίζει στα 200, που τα πρώτα superbike δεν τα έφταναν καλά καλά. Κι υπάρχει ένα επιπλέον πλεονέκτημα: Μια μοτοσυκλέτα σχεδιασμένη για 160-200 ίππους, με τα ηλεκτρονικούλια της, την πλαισιούκλα της, τις αναρτησάρες της και τις φρενούκλες της, σε σχέση με μια παλιότερη και πιο αδύναμη, είναι τόσο πολύ καλύτερη σε συνήθεις ταχύτητες κίνησης, που δεν υπάρχει καμία σύγκριση. Άρα, μοτοσυκλέτα επαρκής για 270 +, είναι πολύ ασφαλέστερη στα 170 από μια που τελικιάζει στα 200.

 

Όσο λίγα άλογα και να έχεις είναι αρκετά, και για να κάνεις την πλάκα σου, και για να τρομάξεις, και για να ταξιδέψεις και για να ευχαριστηθείς μοτοσυκλέτα. Η αύξηση όμως των ιπποδυνάμεων, με τα χρόνια έχει φέρει και τόση πρόοδο στην τεχνογνωσία, την τεχνολογία, την συμπεριφορά και την ασφάλεια, που καλά κάνουν και αυξάνονται. Κι αυτές οι "συμφωνίες κυρίων" για περιορισμό της τελικής στα 299 καλές είναι για να κάνουν πως καθησυχάζονται κάπως οι γραφειοκράτες, αλλά επί της ουσίας είναι στρουθοκαμηλισμός και υποκρισία, να δείξουμε πως κάνουμε κάτι για να μην προκαλούμε. Ό,τι κόφτη και να έχει το μηχανάκι, πάντα θα βρεθεί ο βλάκας που θα ανέβει χωρίς κράνος, και τότε ποιός κόφτης τον σώζει;  

Στην πορεία της ιστορίας της μοτοσυκλέτας υπήρξαν πολλές που έβγαλαν φήμη "σκοτώστρας", μόνο που αν το ψάξεις, γι’ αυτή τη φήμη έφταιγε ότι η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα δεν στεκόταν στο ύψος της απόδοσης του κινητήρα της, και κυρίως, ότι αυτοί που τις καβαλούσαν είχαν τα μυαλά στα κάγκελα. Ευτυχώς, για όσους νοσταλγούν τέτοιες ανατριχιαστικές εμπειρίες, υπάρχουν ακόμα μοτοσυκλέτες του τότε, που τώρα τις λένε classics ή modern classics, και μπορούν να κάνουν ένα replay για να καταλάβουν από τι γλίτωσαν που δεν γεννήθηκαν νωρίτερα.

Για μας τους υπόλοιπους, που δεν κολλάνε στο θέμα "πόσα είναι αρκετά" και απαντάνε "και τα λίγα και τα πολλά", μια βόλτα με το Ninja H2R δώρο...

 

ΥΓ: Σας είχα υποσχεθεί πως σ’ αυτό το τεύχος θα διαβάζατε για τις εμπειρίες μας με την Kawasaki Ninja H2R, κι αντί γι’ αυτό διαβάζετε αμπελοφιλοσοφίες για το πόσα άλογα είναι αρκετά. Ζητώ συγνώμη, αλλά ήταν για καλό σκοπό! Γιατί όχι μόνο την δυναμομετρήσαμε, αλλά πείστηκε και η Kawasaki να μας την δώσει για να την οδηγήσουμε, κι αυτό κάναμε, στο ιστορικό για την μοτοσυκλέτα Τατόι. Τότε, ήταν πια αργά για να προλάβουμε το τεύχος. Στο τεύχος του Ιουλίου όμως, τα άλογα θα είναι πολλά, τα περισσότερα που έχουμε καβαλήσει ποτέ!

 

 

Στο τεύχος Ιουλίου: Τέζα στο Τατόι με την Kawasaki Ninja H2R

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;