Παρουσίαση Yamaha Tmax Sport Edition

Αφιερωμένο στους οπαδούς της
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

11/7/2018

Θεωρητικά τα scooter έχουν ως βασικό πλεονέκτημά τους την πρακτικότητα στην καθημερινή χρήση και αν μιλάμε ειδικά για την κατηγορία των mega scooter που ανήκει το Yamaha Tmax, τότε θα πρέπει να προσθέσουμε ως βασικό συστατικό και την άνεση. Μόνο που το Tmax έχει καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να ξεφύγει από τα στενά όρια που καθορίζουν την κατηγορία των mega scooter και έχει δημιουργήσει μια δική του ξεχωριστή κοινωνία. Ακριβώς για αυτή την ιδιαίτερη κοινωνία των Tmax η Yamaha δημιούργησε την έκδοση Sport Edition!

Παραδόξως, η πρώτη φορά που οδηγήσαμε το Tmax Sport Edition δεν ήταν σε κάποια παρουσίαση της Yamaha, αλλά στην διεθνή παρουσίαση των νέων ελαστικών SC2/SC2 Rain της Bridgestone στην Πορτογαλία. Ουσιαστικά κάναμε κατευθείαν συγκριτικό τεστ εκεί, αφού την ίδια ημέρα και στους ίδιους δρόμους οδηγήσαμε και τα περισσότερα mega scooter του άμεσου ανταγωνισμού.

Όμως σε αντίθεση με την βασική έκδοση του Tmax και την πιο πλούσια εξοπλισμένη στον τομέα της άνεσης DX, η Sport Edition δεν έχει φτιαχτεί για να ανταγωνιστεί κάποιο μοντέλο άλλης εταιρείας. Οπότε είναι άδικο να μπεις στη διαδικασία σύγκρισης σε έναν-έναν τομέα ξεχωριστά, αφού δεν έχει φτιαχτεί με αυτό το σκεπτικό. Για παράδειγμα η χαμηλή, σκούρα μαύρη ζελατίνα μειώνει την προστασία από τον αέρα και ως εκ τούτου η άνεση στις υψηλές ταχύτητες είναι περιορισμένη σε σχέση με τις άλλες εκδόσεις του Tmax. Γι΄αυτό, πρέπει πρώτα να μάθεις τα πάντα για την κουλτούρα της κοινωνίας-Tmax πριν αρχίσεις να κρίνεις της έκδοση Sport Edition.    

Όλα ξεκίνησαν από την μεγάλη εμπορική επιτυχία του Tmax, η οποία οφείλεται ξεκάθαρα στα ανώτερης τεχνολογίας μηχανικά του μέρη, αλλά κι επειδή ήταν το πρώτο της κατηγορίας με τον κινητήρα τοποθετημένο στο κέντρο και συμπεριφορά που συγκρινόταν απευθείας με μοτοσυκλέτα. Από την μια μεριά, τα χιλιάδες Tmax που πωλούνται κάθε χρόνο δημιούργησαν την ανάγκη στους ιδιοκτήτες τους να θέλουν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, εισάγοντας σιγά-σιγά το customizing μέσα στην κοινωνία τους. Από την άλλη μεριά, ο σπορ χαρακτήρας του Tmax λόγω ισχυρού πλαισίου και δυνατού δικύλινδρου κινητήρα, ώθησε τους ιδιοκτήτες να εμπνευστούν την “αγωνιστική” παράδοση της Yamaha. Έτσι τα Tmax άρχισαν να αποκτούν ελεύθερες εξατμίσεις, ρυθμιζόμενες μανέτες, χρωματιστές ζάντες, πιρούνια, δαγκάνες και carbon αξεσουάρ.  

Με αυτά τα δεδομένα υπόψη, η ειδική έκδοση Sport Edition είναι ένα Tmax με επιλεγμένα γνήσια αξεσουάρ, που έχουν τοποθετηθεί από το ίδιο το εργοστάσιο και με τιμή στα €13.800 είναι πολύ φτηνότερο από το να αγοράσεις ένα SX και να αγοράσεις ξεχωριστά την εξάτμιση της Akrapovic, την φιμέ ζελατίνα και τα carbon διακοσμητικά. Τα υπόλοιπα μηχανικά μέρη παραμένουν όμοια με της έκδοσης SX, όποτε η συνολική συμπεριφορά στο δρόμο δεν έχει αλλάξει, αν και πιστεύουμε ότι θα μπορούσε η Yamaha να είχε βάλει στην Sport Edition το ρυθμιζόμενο πίσω αμορτισέρ του DX, έστω και αν χρειαζόταν να αυξήσει λίγο παραπάνω την τελική τιμή.  

 

Ετικέτες

Οδηγούμε Royal Enfield HNTR 350: Πρώτη γεύση επί ελληνικού εδάφους

Το νεανικό πρόσωπο της Enfield
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/12/2022

Στις μέρες μας δεν ισχύει πλέον ο γενικός διαχωρισμός μεταξύ “καλών” και “κακών” μοτοσυκλετών. Αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των μοτοσυκλετών που κάνουν όσα υπόσχονται και των μοτοσυκλετών που δεν καταφέρνουν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους.

Με το ολοκαίνουριο HNTR 350 η Enfield υπόσχεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες του νεανικού ευρωπαϊκού κοινού, κάτι που μέχρι σήμερα δεν ήταν στις προτεραιότητες των υπόλοιπων μοντέλων της.

Μετά από αυτή την πρώτη σύντομη επαφή που είχαμε με το HNTR 350 στους ελληνικούς δρόμους, μπορούμε να πούμε χωρίς δεύτερη σκέψη πως η νέα μοτοσυκλέτα της Enfield εκπληρώνει με απόλυτη επιτυχία τις υποσχέσεις της.

Το HNTR 350 βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μηχανικά μέρη του cruiser Meteor 350 και του vintage 350 Classic. Αυτό σημαίνει πως έχει τον νέο και καταπληκτικό σε ποιότητα λειτουργίας αερόψυκτο μονοκύλινδρο των 349 κυβικών, που σε κάνει να απολαμβάνεις κάθε μέτρο της διαδρομής.

Μόνο που σε αυτή την περίπτωση η Enfield δεν πήρε έναν κουβά μαύρη ματ μπογιά και έβαψε τα χρώμια του Classic 350, για να το βαφτίσει μετά “νεανικό” και “μοντέρνο”.

Ο κινητήρας έχει αλλαγές στην διαχείριση της τροφοδοσίας και την εξάτμιση, με στόχο να δώσουν περισσότερη “τσαχπινιά” στην απόκριση του γκαζιού και πιο “παιχνιδιάρικο” ήχο.

Το πλαίσιο έχει πιο γρήγορη γεωμετρία για πιο άμεσες αντιδράσεις στις εντολές του αναβάτη και φυσικά για ευελιξία.

Οι τροχοί είναι ελαφρύτεροι και μικρότεροι σε διάμετρο, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερου τους ελιγμούς και την αμεσότητα αντιδράσεων.

Αντίστοιχες αλλαγές υπάρχουν και στην εργονομία τις θέσης οδήγησης, όπως και στις αναρτήσεις, με στόχο φυσικά να τονίζουν ακόμα περισσότερο την πιο παιχνιδιάρικη προσωπικότητα του HNTR 350 σε σχέση με τα υπόλοιπα αδέρφια του.

Βλέπουμε δηλαδή πως η Enfield έχει κάνει σοβαρή δουλειά σε όλα τα σημαντικά μηχανικά μέρη του HNTR 350 και δεν άλλαξε απλώς κραγιόν, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Πώς μεταφράζονται όλα αυτά στην πράξη; Με λεπτομέρειες θα τα πούμε σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, όταν θα έχουμε ολοκληρώσει την πολυήμερη δοκιμή με πλήρεις μετρήσεις, ενώ στο τρέχον τεύχος θα βρείτε την αναλυτική παρουσίασή του από την διεθνή δημοσιογραφική παρουσίασή του που έγινε στην Ινδία.

Όμως εδώ μπορούμε να πούμε τώρα δυο λόγια για την συνολική αίσθηση αυτής της μοτοσυκλέτας. Το πρώτο και βασικό είναι η ποιότητα λειτουργίας όλων των μηχανικών μερών και η αίσθηση που δίνουν στον αναβάτη πως καβαλάει μια μοτοσυκλέτα πολλαπλάσιας τιμής. Αν έχεις οδηγήσεις τα Meteor 350 και Classic 350 δεν θα εκπλαγείς, όμως αν δεν είχες οδηγήσει αυτή την οικογένεια μοτοσυκλετών έως σήμερα, θα πάθεις πλάκα με τη συνολική αίσθηση ποιότητας σε ό,τι αγγίζεις και ό,τι βλέπεις.

Αν τώρα έχεις οδηγήσει τα Meteor 350 και 350 Classic θα αντιληφθείς αμέσως τις αλλαγές στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του πλαισίου, των τροχών και τις διαφορετικές ρυθμίσεις των αναρτήσεων, καθώς το HNTR 350 είναι σαφώς πιο ελαφρύ σε αίσθηση –ειδικά στις χαμηλές ταχύτητες, πιο σφιχτό και σπορ στις αποσβέσεις των αναρτήσεων και στις μεταφορές του βάρος στα φρεναρίσματα και φυσικά πιο ζωηρό και άμεσο στις στροφές.

Ο κινητήρας επίσης ακούγεται και είναι πιο πρόθυμος στο άνοιγμα του γκαζιού, αν και οι συνολικές επιδόσεις δεν έχουν κάποια αξιοσημείωτη διαφορά.

Το σίγουρο είναι πως η Enfield, όχι μόνο κατάφερε με απόλυτη επιτυχία να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της για τη δημιουργία μιας “νεανικής” και φτηνότερης μοτοσυκλέτας, αλλά επιπλέον το κατάφερε χωρίς επιπτώσεις στην ποιότητα. Εύγε!