Ducati Multistrada 950 S 2019: Πρώτες εντυπώσεις

Κάναμε 320 χιλιόμετρα με το νέο Multi
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

28/2/2019

Προφανώς δεν πρόκειται για κάποιο μυστικό που θα σας αποκαλύψουμε τώρα. Η Ducati Multistrada 950 ήταν για εμάς η καλύτερη Multi που είχε φτιάξει ποτέ η Ducati. Σε αντίθεση με την μεγάλη της αδερφή των 1200 και από φέτος των 1260 κυβικών, που ξεκάθαρα ήταν και είναι η πιο σπορ πρόταση στην κατηγορία των mega On-off, η “μικρή” Multi των 937 κυβικών είχε τον πιο ισορροπημένο χαρακτήρα.

Όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις, αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά τη χρηστική πλευρά. Ξεκινώντας από την λογική τιμή πώλησης που δεν ξέφευγε μακριά από τον ιαπωνικό ανταγωνισμό, η Multistrada 950 μπορούσε να μπει στη λίστα ανθρώπων που δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους καράβια, βιομηχανίες ή πεντάστερα ξενοδοχεία. Όμως το σημαντικότερο πλεονέκτημα της “μικρής” Multistrada 950 ήταν σαφώς η αληθινή on-off προσωπικότητά της. Έβγαλε με εντυπωσιακή άνεση το mega test του ΜΟΤΟ, περνώντας τα πάνδεινα στους κακοτράχαλους ελληνικούς χωματώδρομους και όσοι την οδήγησαν είχαν να πουν τα καλύτερα λόγια για την ευκολία οδήγησής της. Κέρδισε την πρώτη θέση για την προστασία από τον αέρα στο ταξίδι. Κέρδισε την πρώτη θέση για την εμπιστοσύνη που σου δίνει όταν την οδηγείς καθιστός στο χωματόδρομο και όπως είχαμε γράψει τότε: ”…για την εθνική οδό και τους ανοιχτούς επαρχιακούς δρόμους είναι με διαφορά το καλύτερο απ’ όλα”. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ήταν τέλεια παντού. Είχε έναν προβληματικό συμπλέκτη που σου έσπαγε τα νεύρα στις εκκινήσεις και το επίπεδο εξοπλισμού άνεσης και ηλεκτρονικών βοηθημάτων δεν ήταν στο επίπεδο του μεγάλου Multistrada 1260.

Αν ήθελες Led προβολείς, αυτορυθμιζόμενες ημι-ενεργητικές αναρτήσεις, cornering ABS, cruise control, key-less κ.τ.λ. θα έπρεπε αναγκαστικά να χώσεις βαθιά το χέρι στην τσέπη και να πάρεις το 1260. Όχι πια!

Στο νέο Multistrada 950 η Ducati έλυσε το πρόβλημα του μηχανικού συμπλέκτη, πατεντάροντας έναν καινούριο υδραυλικό. Δυστυχώς στην παρουσίαση που πήγαμε στην Valencia της Ισπανίας δεν οδηγήσαμε την βασική έκδοση. Κρίμα, διότι με τιμή 14.900€ και χωρίς το πρόβλημα του συμπλέκτη, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.

Οδηγήσαμε όμως την έκδοση S (17.200€ σε κόκκινο χρώμα, 17.300€ σε Ασπρο-γκρι μεταλλικό και 18.000€ ή 18.200€ με ακτινωτές ζάντες σε κόκκινο ή άσπρο-γκρι μεταλλικό) όπου η Ducati έκανε ακριβώς αυτό πού ονειρεύονται οι υποψήφιοι πελάτες της κατηγορίας.

Τι έκανε; Μα φυσικά έβαλε ΟΛΟ τον εξοπλισμό άνεσης και τεχνολογίας που έχει η πιο πλούσια εξοπλισμένη Multistrada 1260 S!

Μέχρι και quick-shifter Up/Down έχει στο βασικό εξοπλισμό της η έκδοση S.

Μέσω της τεράστιας έγχρωμης οθόνης TFT μπορείς να ελέγξεις όλες τις παραμέτρους των ηλεκτρονικών, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων της ημί-ενεργητικής ανάρτησης (από την Sachs-ZF όπως και στο 1260 και στα BMW). Όλες οι ρυθμίσεις είναι πλήρως ανοιχτές στα γούστα του αναβάτη και σύμφωνα με την Ducati μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα σε 400 (!!!!!) διαφορετικούς συνδυασμούς…  Ευτυχώς έχουν φροντίσει να υπάρχουν default ρυθμίσεις, τόσο για τις αναρτήσεις, όσο και για τα καινούρια ηλεκτρονικά της Bosch σε περίπτωση που χαθείς μέσα σε όλες αυτές τις επιλογές.

Στον κινητήρα δεν έχουν γίνει αλλαγές εσωτερικά πέραν του συμπλέκτη. Να πούμε την αλήθεια θα θέλαμε να δούμε τα νέα έμβολα υψηλής συμπίεσης, το νέο εκκεντροφόρο εξαγωγής και τον εξελιγμένο ψεκασμό της Keihin που έχει το καινούριο Hypermotard 950.

Όμως η Ducati αποφάσισε να μην πειράξει κάτι και πιθανόν να έχει δίκιο, διότι ως τουριστική μοτοσυκλέτα ίσως είναι καλύτερο που παρέμεινε η συμπίεση στο 12,6:1 και δεν ανέβηκε στο 13,3:1, διότι δεν βρίσκεις σε όλα τα σημεία του κόσμου υψηλής ποιότητας βενζίνη…

Οπότε στον τομέα των επιδόσεων δεν υπάρχουν αλλαγές, αν και η εξάτμιση έχει διαφορετικό σχεδιασμό. Η Ducati αναθέρμανε τις εμπορικές σχέσης της με την Termiglioni και έτσι στα αξεσουάρ, υπάρχει slip-on εξάτμιση τιτανίου της ιταλικής εταιρείας.

Τα πακέτα προαιρετικού εξοπλισμού είναι τρία (Touring/Enduro/Performance) και περιλαμβάνουν τα θερμαινόμενα γκριπ, το κεντρικό σταντ, αξεσουάρ της Rizoma, κάγκελα και προστατευτικά ψυγείου, της πλαϊνές πλαστικές βαλίτσες στο χρώμα της μοτοσυκλέτας κ.τ.λ.

Η μεγάλη διαφορά πάντως είναι στην επιλογή του τύπου για τις ζάντες της έκδοσης S.

 Όπως και στο προηγούμενο μοντέλο, έτσι και τώρα, μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα σε χυτές ζάντες (νέου σχεδιασμού και 1 ολόκληρο κιλό ελαφρύτερες από πριν) ή με ακτινωτές tubeless και επιπλέον κόστος 800€ για το κόκκινο και 900€ για το άσπρο-γκρι μεταλλικό χρώμα.  Για τη βασική έκδοση υπάρχει μόνο η επιλογή των ελαφρύτερων χυτών ζαντών που κρατάνε το συνολικό βάρος της μοτοσυκλέτας με γεμάτο το ρεζερβουάρ στα 230 κιλά, σε αντίθεση με τις ακτινωτές ζάντες που το ανεβάζουν στα 235 κιλά.

Όπως είχαμε γράψει στο άρθρο για τις καλύτερες on-off για κοντούς, η Multistrada 1260 είναι πολύ φιλική για τους μικρόσωμους, όμως η 950 έχει μεγαλύτερη απόσταση από το έδαφος και η σέλα της είναι στα 840mm. Μπορείς πάντως να επιλέξεις την έξτρα χαμηλότερη σέλα στα 820mm ή αν είσαι πάνω από 1,90μ την έξτρα ψηλή στα 860mm.

Τα 320 χιλιόμετρα που κάναμε στους ορεινούς δρόμους της Valencia, ήταν επαρκέστατα για να δούμε σε πιο βαθμό άλλαξε η προσωπικότητα και συμπεριφορά της Multistrada 950 με όλον αυτό τον ατελείωτο κατάλογο ηλεκτρονικών. Το μόνο που μας έλλειψε ήταν η οδήγηση στο χώμα, κάτι που σκοπεύουμε να κάνουμε όταν την οδηγήσουμε στην Ελλάδα και φυσικά την έχουμε βάλει ήδη στη λίστα με τις μοτοσυκλέτες του φωτεινού Mega Test…

Οπότε η κριτική μας προς το παρόν περιορίζεται στην άσφαλτο. Καθώς όμως η οδήγηση στην άσφαλτο είναι το πεδίο δράσης που η προηγούμενη Multistrada 950 διέπρεπε έναντι του ανταγωνισμού, οι πρώτες εντυπώσεις μας είναι φυσικά άκρως θετικές.

Βέβαια όλες  αυτές οι δυνατότητες ρυθμίσεων των αναρτήσεων και των ηλεκτρονικών, έχουν αρκετά μεγάλο αντίκτυπο στη συμπεριφορά της και χρειάζονται βαθύτερη ανάλυση. Ήδη ψάχνουμε τρόπο να βρούμε παραπάνω σελίδες στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ για να χωρέσουν όλα όσα έχουμε να πούμε για την καλύτερη Multistrada  που έχουμε οδηγήσει μέχρι σήμερα…

Μέχρι τότε, δείτε ένα χορταστικό photo gallery που ετοιμάσαμε για εσάς

 

Δοκιμή ελαστικών Dunlop Meridian: Εξειδικευμένα για Ελλάδα

Ξεκλειδώνουν τον σπορ χαρακτήρα των On-Off
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/12/2022

Καμία μεγάλη εταιρεία ελαστικών δεν σχεδιάζει ένα καινούριο λάστιχο έχοντας στο μυαλό της τους ελληνικούς δρόμους ή τον τρόπο που οι Έλληνες χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες μας.

Ούτε φυσικά η Dunlop έχασε τον χρόνο της για να δει τί στο καλό γίνεται στο μικρό γαλατικό χωρίο που αποκαλούμε Ελλάδα κατά την εξέλιξη των νέων Meridian. Όμως στην πράξη τα Meridian είναι κομμένα και ραμμένα για την πάρτη μας!

 

Στο μυαλό των μοτοσυκλετιστών, οι κατηγορίες των ελαστικών έχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Τα σπορ ελαστικά κρατάνε αλλά είναι μαλακά και τρώγονται, τα τουριστικά ελαστικά αντέχουν αλλά είναι σκληρά και γλιστράνε, τα “τρακτερωτά” είναι για χώμα κ.τ.λ.

Δυστυχώς, ή μάλλον ευτυχώς, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Ειδικά αν μιλάμε για την ελληνική μοτοσυκλετιστική πραγματικότητα, τότε οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κατά την επιλογή ενός νέου ζευγαριού ελαστικών για τη μοτοσυκλέτα μας, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με εκείνους που αφορούν έναν Ιταλό, έναν Ισπανό ή ακόμα χειρότερα έναν κεντροευρωπαίο μοτοσυκλετιστή.

Ζούμε σε μια – εντελώς - παράξενη χώρα και αντίστοιχα παράξενες είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις μας. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία των ελαστικών έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια και το ίδιο συμβαίνει με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών, όπου τα ηλεκτρονικά βοηθήματα έχουν αναλάβει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο και οι ιπποδυνάμεις έχουν εκτοξευτεί στα ουράνια. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, που το θέμα μας είναι ελαστικά για “On-Off” μοτοσυκλέτες, οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλού επιπέδου, τόσο από την μεριά του αναβάτη, όσο και από τη μεριά των ίδιων των μοτοσυκλετών.

 

Το νέο Meridian της Dunlop το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για τις σύγχρονες on-off μοτοσυκλέτες, όπου οι ιπποδυνάμεις ξεκινούν στη μεσαία κατηγορία από τους 60 ίππους στον τροχό και φτάνουν ή ακόμα και ξεπερνούν τους 140 στα θηρία των 1200+ κυβικών. Αντίστοιχα μεγάλο εύρος έχει και το πραγματικό βάρος τους, όπου τα 200 κιλά είναι η αφετηρία για τους μικρότερους κυβισμούς, ενώ η ζυγαριά μπορεί να δείξει πάνω από 400 κιλά αν βάλεις πάνω της ένα θηρίο με γεμάτο το ρεζερβουάρ των 25-30 λίτρων και δύο άτομα στη σέλα.

Γι' αυτό σκεφτήκαμε πολύ ποια μοτοσυκλέτα θα χρησιμοποιήσουμε για τη δοκιμή των Meridian, ώστε να έχουμε την καλύτερη δυνατή εικόνα για την συμπεριφορά τους.

Το νέο V-Strom 1050 XT ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή, όχι μόνο γιατί φοράει την πιο κοινή διάσταση ελαστικών στην κατηγορία των οn-οff (110/80-19 εμπρός και 150/70-17 πίσω) αλλά και γιατί έχει συμβατικές και πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις, που επιτρέπουν στον δοκιμαστή να διαχωρίσει τις πληροφορίες που παίρνει από τα ελαστικά στις χαμηλές ταχύτητες.

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (π.χ. KTM 1290, Triumph Tiger 1200) και τα συστήματα ανάρτησης με αρθρώσεις (BMW R1250GS) θολώνουν την εικόνα στις χαμηλές και πολύ χαμηλές ταχύτητες, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να κολακεύουν ένα μέτριο ή κακό ελαστικό ή να υπονομεύουν τα πλεονεκτήματα κάποιου καλού ελαστικού (π.χ. άνεση ευελιξία κ.τ.λ.). Με το V-Strom 1050 τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει, γιατί δεν έχεις “παρεμβολές” ηλεκτρονικών ή μηχανικών συστημάτων.

Επίσης έχει ουδέτερο στήσιμο πλαισίου, οπότε μπορείς να δεις ξεκάθαρα πόσο επηρεάζεται η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του σκελετού των ελαστικών.

 

Πριν όμως πούμε εμείς τι κάνουν τα Meridian, καλό θα ήταν να δούμε τι λέει η Dunlop για αυτά τα ελαστικά. Όπως φαίνεται και με το μάτι κοιτώντας τη χάραξη, τα Meridian ανήκουν στη νέα γενιά ελαστικών για mega on-off όπου η βασική χρήση τους είναι η οδήγηση στην άσφαλτο. Σαφώς η κατασκευαστική δομή τους περιλαμβάνει και την οδήγηση στο χώμα, αλλά μόνο στον τομέα της αντοχής και όχι στον τομέα της πρόσφυσης.

Για να το πούμε πιο απλά, θα αντέξουν τις κροκάλες και τις φυτευτές πέτρες αν θέλεις να διανύσεις κάποια χιλιόμετρα χωματόδρομου στις διακοπές σου, αλλά δεν είναι για να πάρεις φόρα και να βουτήξεις στις λάσπες ή να διασχίσεις τη Σαχάρα. Η αντοχή, η χιλιομετρική απόδοση και η συνολικά ασφαλή συμπεριφορά σε μεταβλητές συνθήκες (καιρού ή πρόσφυσης) είναι οι βασικοί πυλώνες αυτού του τύπου ελαστικών ανεξαρτήτως εταιρείας. Η Dunlop από τη μεριά της μας υπόσχεται πως τα Meridian καλύπτουν όλες τις παραπάνω απαιτήσεις.

Σε επίπεδο τεχνολογίας είναι απόλυτα πειστική, καθώς έχουν όλες τις πατέντες και τις καινοτομίες που συναντάμε στα κορυφαία ελαστικά των superbike. Ο σκελετός αποτελείται από τρεις διαφορετικές ζώνες, ειδικά σχεδιασμένες για να ελέγχουν την παραμόρφωση του ελαστικού απ’ άκρη σε άκρη, διατηρώντας σταθερό το αποτύπωμα του ελαστικού πάνω στο δρόμο.

Η γόμα έχει διαφορετική χημική και μοριακή σύνθεση για το εμπρός ελαστικό και εντελώς διαφορετική για το πίσω. Εμπρός είναι ενιαίας σύνθεσης με πυρίτιο και black-carbon. Όπως ξέρουμε, το πυρίτιο προφέρει πολύ καλό και άμεσο κράτημα στο κρύο και τη βροχή, ενώ το black-carbon προφέρει σταθερό επίπεδο κρατήματος όταν η θερμοκρασία του ελαστικού ανέβει. Η αναλογία στη μείξη των δύο συστατικών και το επίπεδο ακαμψίας του σκελετού, καθορίζουν την ταχύτητα και το φάσμα της θερμοκρασίας λειτουργίας του ελαστικού.

Τα slick και τα ελαστικά για track day δεν έχουν καθόλου πυρίτιο, αλλά θέλουν κουβέρτες και καλό ζέσταμα για να φτάσουν στην ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας, ενώ τα ελαστικά πόλης και τα τουριστικά έχουν μεγάλη περιεκτικότητα πυριτίου για να δουλεύουν κρύα και να μην τρώγονται στα μακρινά ταξίδια, αλλά πέφτει απότομα η απόδοσή τους αν υπερθερμανθούν οδηγώντας μέσα σε πίστα με χαμηλές πιέσεις. Άρα η αναλογία που αναμειγνύονται αυτά τα δύο βασικά συστατικά της γόμμας, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος λειτουργίας του ελαστικού, αλλά δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας καθώς οι κατασκευαστές έχουν βρει και άλλες λύσεις για να διευρύνουν το φάσμα των δυνατοτήτων ενός ελαστικού.

Όπως για παράδειγμα το πίσω ελαστικό του Meridian, όπου η Dunlop χρησιμοποιεί δύο διαφορετικής σύνθεσης γόμες, με την κεντρική να εκτείνεται κάτω από την “μαλακότερη” πλαϊνή, έχοντας στόχο την ομοιόμορφη κατανομή των δυνάμεων που δέχεται ο σκελετός, αλλά και την αντίστοιχα ομοιόμορφη μεταφορά της θερμοκρασίας.

 

Ευελιξία και σπορ γονίδια

Εκείνο που αντιλαμβάνεσαι αμέσως κάνοντας τα πρώτα μέτρα, είναι η ελαφριά αίσθηση στο τιμόνι στους επιτόπιους ελιγμούς και στις χαμηλές ταχύτητες. Το V-Strom 1050 XT είναι ήδη ένα από τα πιο ελαφριά και εύκολα στους χειρισμούς mega on-off μέσα στην πόλη, οπότε ήταν ευχάριστη έκπληξη που τα Meridian βελτίωσαν ακόμα περισσότερο αυτόν τον τομέα. Η “σπορ” γεωμετρία του σκελετού και κυρίως η στιβαρότητά του, είναι η βασική αιτία. Το πέλμα δεν παραμορφώνεται υπερβολικά και το αποτύπωμά του πάνω στην άσφαλτο παραμένει σταθερό, οπότε σταθερή είναι και η αντίσταση από την στατική τριβή του πάνω στην άσφαλτο ή όταν η μοτοσυκλέτα κάνει ελιγμούς με πολύ χαμηλές ταχύτητες.

Το τιμόνι του V-Strom 1050 ήθελε ελάχιστη δύναμη από τα χέρια και ήταν πρόθυμο να αλλάξει αμέσως κατεύθυνση, δίνοντάς σου την αίσθηση πως έφυγαν 10 κιλά πάνω από τη μοτοσυκλέτα. Παρά την εμφανώς στιβαρή κατασκευή του σκελετού, η άνεση δεν επηρεάστηκε αρνητικά – τουλάχιστον όχι σε σημείο που να γίνεται ενοχλητική. Αναμενόμενα μεταφέρει περισσότερους κραδασμούς στα χέρια σε σύγκριση με τα κοινά on-off ελαστικά όταν περνάς με μικρές ταχύτητες πάνω από κοφτές ανωμαλίες και μπαλώματα. Όμως αυτό είναι ένα λογικό αντίτιμο που δίνεις για να πάρεις πίσω ως αντάλλαγμα περισσότερη αίσθηση και πληροφόρηση στα χέρια σου στη γρήγορη οδήγηση.

Πιέζοντας τη μοτοσυκλέτα στις εισόδους των στροφών, είτε μπαίνοντας με φόρα, είτε με trail-braking, έχεις καθαρή εικόνα για το επίπεδο πρόσφυσης και την κατάσταση του οδοστρώματος. Ο σκελετός δεν παρουσιάζει παραμορφώσεις, οπότε δεν “θολώνει” τις πληροφορίες που φτάνουν στα χέρια σου. Η αυξημένη ακαμψία του σκελετού έχει θετικό αντίκτυπο και στην αμεσότητα μεταφοράς των εντολών σου στο τιμόνι. Το V-Strom 1050 XT πλάγιαζε χωρίς αντίσταση και άλλαζε εμφανώς ταχύτερα πορεία από την μια μεριά στην άλλη στα στροφιλίκια. Η ακαμψία του σκελετού έδωσε το πλεονέκτημα στην Dunlop να επιτύχει πολύ καλή ευελιξία χωρίς να καταφύγει σε έναν ακραίο σχεδιασμό της γεωμετρίας της κορώνας του ελαστικού. Μετά την αρχική προθυμία να πλαγιάσει η μοτοσυκλέτα, ακολουθεί μια προοδευτική συμπεριφορά, όσο περισσότερο πλαγιάζεις προσεγγίζοντας την κορυφή της στροφής και δεν εμφανίζει “σκαλοπάτια”.

Άλλο ένα πλεονέκτημα του στιβαρού σκελετού των Meridian φαίνεται στα δυνατά φρεναρίσματα, όπου η μοτοσυκλέτα μένει στην πορεία της και δεν τραβάει το τιμόνι δεξιά-αριστερά. Εδώ όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως το cornering ABS του V-Strom 1050 XT επεμβαίνει αρκετά νωρίς και αφήνει τα φρένα να πιέσουν στο όριο το εμπρός ελαστικό όταν γραπώνεις απότομα και με όλη σου τη δύναμη τη μανέτα του φρένου. Φυσικά δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου σε αυτή τη ζωή. Αναμενόμενα η επιπλέον ευελιξία και αμεσότητα στις χαμηλές και μεσαίες ταχύτητες (120-150km/h) που έδωσαν τα Meridian στο V-Strom 1050 XT, έκαναν πιο ελαφρύ το τιμόνι στις υψηλές ταχύτητες (πάνω από 160km/h).

Οι κινήσεις των χεριών σου έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις ευθείες της εθνικής και θέλει να αντιμετωπίζεις με πιο ήρεμο τρόπο τις σφαλιάρες από τους πλάγιους ανέμους ή τις διαμήκεις ανωμαλίες του δρόμου.

 

Σημαντικός τομέας άνεσης στα ταξίδια είναι θόρυβος. Η κουβέντα περιορίζεται στους αεροδυναμικούς θορύβους από τη ζελατίνα και το κράνος ή τον κινητήρα και την εξάτμιση. Όμως αντίστοιχα σημαντική πηγή θορύβου είναι τα ίδια τα ελαστικά, ιδιαίτερα στην κατηγορία των on-off όπου συνηθίζεται η αραιή και βαθιά χάραξη του πέλματος. Στην περίπτωση του Meridian ο θόρυβος κύλισης σε όλες τις ταχύτητες ήταν ιδιαίτερα χαμηλός και η χροιά του δεν σου σπάει τα νεύρα.

Βέβαια όλα τα ελαστικά είναι πιο ήσυχα όταν είναι φρέσκα και αφράτα, αυξάνοντας τα επίπεδα θορύβου που παράγουν μετά τα 2.000-3.000 χιλιόμετρα, όταν η γόμμα αρχίζει να σκληραίνει σιγά-σιγά από τους θερμικούς κύκλους και να “τετραγωνίζει” ο σκελετός και η γόμμα στο κέντρο από το βάρος της μοτοσυκλέτας και την φθορά, αυξάνοντας το εμβαδόν του αποτυπώματος πάνω στην άσφαλτο.


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΕΜΠΡΟΣ

100/90-19 57V

110/80-19 59V

120/70-17 60W

90/90-21 54W

 

ΠΙΣΩ

 

150/70-17 69V

170/60-17 72W

150/70-18 70W