Δοκιμή Triumph Rocket3 R: Κτηνώδες αριστούργημα!

Όταν η τέχνη αψηφά τους νόμους της φυσικής
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/3/2020

Με το νέο Rocket3 των 2500 κυβικών εκατοστών, η Triumph τσαλαπατά κάθε έννοια μέτρου και λογικής. Για αυτούς που βιάζονται να βάλουν τα πάντα μέσα σε κουτάκια, η Rocket 3 R είναι μια μοτοσυκλέτα της κατηγορίας των power cruisers, που γεννήθηκε στις αρχές των 80ies από το Yamaha V-Max. Έκτοτε έχουμε δει πολλούς κατασκευαστές να καταπιάνονται με την ιδέα ενός μυώδους cruiser που θυμίζει αγωνιστικές μοτοσυκλέτες dragster. Από το Harley Davidson V-Rod έως το Honda X-4 και το Ducati Diavel, η βασική ιδέα ήταν πάντα ένας μεγάλου κυβισμού κινητήρας με άφθονη ροπή, ένα πολύ φαρδύ πίσω ελαστικό και μια μακριά-χαμηλή σιλουέτα που αποτρέπει τις σούζες στις άγριες επιταχύνσεις από τα φανάρια της πόλης. Το πόσο επιτυχημένα υλοποίησαν την ιδέα ενός dragster για τον δρόμο είναι συζητήσιμο, καθώς μόνο το V-Max και το Diavel κατάφεραν να επιβιώσουν εμπορικά στο πέρασμα των χρόνων. Πιθανότατα αυτό έγινε γιατί το V-Max είχε πάντα έναν μοναδικό V4 κινητήρα και το Diavel είχε συμπεριφορά “κανονικής” μοτοσυκλέτας, που της έδινε μεγαλύτερο εύρος χρήσης.

Όμως όσο υπερβολικά κι αν είναι τα 1.679 κυβικά του V4 κινητήρα της Yamaha και οι 159 ίπποι της Ducati, δεν συγκρίνονται με τίποτα σε υπερβολή δίπλα στα 2.500 κυβικά του τρικύλινδρου κινητήρα της Triumph. Κι αν η Rocket3 σου προκαλεί δέος διαβάζοντας τους γιγαντιαίους αριθμούς των τεχνικών χαρακτηριστικών της, όταν την δεις από κοντά θα σου πέσουν τα σαγόνια στο δρόμο. Κι όταν λέμε από κοντά, εννοούμε να έχεις στο χέρι μεγεθυντικό φακό και φιλεράκια, για να κρίνεις όσο πιο αυστηρά γίνεται την ποιότητα υλικών, φινιρίσματος, βαφής και συνολικά την ποιότητα κατασκευής. Είναι μακράν η πιο ποιοτική power cruiser που έχει κατασκευαστεί τα τελευταία 30 χρόνια. Τελεία! Το πρώτο Honda Varkyrie 1600 και το Yamaha V-Max 1700 είχαν αυτόν τον τίτλο έως σήμερα, όμως τον έχασαν (και με μεγάλη διαφορά…) από μια εγγλέζικη εταιρεία που κατασκευάζει μοτοσυκλέτες στην Ταϋλάνδη. Κι ο λόγος που το Rocket3 R πήρε τον τίτλο από τους Ιάπωνες, είναι πως το κορυφαίο φινίρισμα και τα ποιοτικά υλικά συνεχίζονται ακόμα και σε σημεία που δεν βλέπει το γυμνό μάτι, σε αντίθεση με την Honda και την Yamaha που ακολουθούν την λογική: ”Όσα βλέπει η Πεθερά”. Στο Rocket3 R δεν υπάρχει βίδα που να μην είναι ανοδοιωμένη ή να μην την έχουν κρύψει με κάποιο ειδικά σχεδιασμένο καπάκι. Ό,τι φαίνεται μεταλλικό, ΕΙΝΑΙ μεταλλικό και όχι βαμμένο πλαστικό. Ακόμα και οι αρμοί στα τρία διαφορετικά καπάκια του τελικού τις εξάτμισης έχουν ΑΚΡΙΒΩΣ την ίδια απόσταση μισού χιλιοστού σε όλα τα σημεία! Το αποκορύφωμα της τελειομανίας το ανακαλύπτεις όταν ξεκλειδώσεις τη σέλα και κοιτάξεις από κάτω της, όπου το ατσάλινο διακοσμητικό φιλέτο είναι φινιρισμένο έως μέσα και οι βίδες που το συγκρατούν είναι και αυτές ανοδοιωμένες… Μα φυσικά, τί άλλο θα μπορούσαν να βάλουν εκεί που δεν θα κοιτάξει σχεδόν ποτέ κανείς! Όπως φυσικά όλα τα καλώδια είναι κρυμμένα και το κάλυμμα της σέλας έχει όψη και υφή μαλακού δέρματος nappa. Όσο για τα μαρσπιέ του συνεπιβάτη, τί μπορείς να πεις; Μιλάμε για το απόλυτο over-kill κατασκευαστικής και σχεδιαστικής αρτιότητας.

Βέβαια όλα αυτά θα εντυπωσιάσουν περισσότερο τους μεγαλύτερης ηλικίας μοτοσυκλετιστές, που έχουν ζήσει τις εποχές όπου η λέξη “πολυτέλεια” ήταν συνυφασμένη με την μεταλλουργία και την ποιότητα υλικών και όχι με τα κουμπάκια, τα λαμπάκια και τα πάσης φύσεων “μπλιμπλίκια”. Όχι πως η Rocket3 R δεν έχει πάνω της τα πάντα από τον κατάλογο των σύγχρονων ηλεκτρονικών. Έγχρωμη οθόνη TFT με επιλογή riding mode, traction control, cruise control, Bluetooth και keyless σύστημα εκκίνησης με την καλύτερη ηλεκτρική κλειδαριά τιμονιού της αγοράς αυτή τη στιγμή. Φυσικά όλα τα φώτα είναι LED, με τους διπλούς εμπρός προβολείς να την ξεχωρίζουν από κάθε άλλη μοτοσυκλέτα στο δρόμο και ταυτόχρονα να την εντάσσουν μέσα στην οικογενειακή ταυτότητα της Triumph.

Η έκδοση R έχει τα μαρσπιέ κοντά στο σώμα του αναβάτη και πιο ψηλή σέλα, ενώ η έκδοση GT έχει τα μαρσπιέ πολύ πιο μπροστά και χαμηλότερο ύψος σέλας, διαφοροποιώντας αισθητά την εργονομία των δύο εκδόσεων. Η έκδοση R που οδηγήσαμε εμείς έχει σαφώς την πιο “επιθετική” θέση οδήγησης και σε προδιαθέτει να οδηγάς με διάθεση “race mode”.

Η Rocket3 R δείχνει στο μάτι (και είναι!) ένα μεγάλο κομμάτι μασίφ μετάλλου, αδιαπέραστο από το φως. Η οδήγησή της όμως είναι αναπάντεχα εύκολη μέσα στην πόλη και κρύβει πολύ εύκολα τα κιλά της. Σαφώς πιο εύκολη από τα Harley V-Rod και Yamaha V-Max και αρκετά κοντά στα πιο σπορ μοντέλα της κατηγορίας, όπως το Harley Fat Bob και Ducati Diavel. Όλα αυτά βέβαια, με την βασική προϋπόθεση πως δεν έχεις απενεργοποιήσει το traction control και δεν έχεις κάποιον δίπλα σου στο φανάρι να μαρσάρει. Διότι μόλις τα ηλεκτρονικά βοηθήματα πάνε για ύπνο, τότε καταλαβαίνεις γιατί η ροπή από 2.500 κυβικά μοιάζει σαν το χέρι του Θεού να σε σπρώχνει μπροστά και δεν έχει σχέση με καμία άλλη αντίστοιχων ή καλύτερων επιδόσεων μοτοσυκλέτα.

Το Rocket3 R  είναι ξεκάθαρα μια μοτοσυκλέτα που βιάζει την κοινή λογική σε όλες τις πτυχές της. Αυτός είναι ο σκοπός της και αυτή είναι η εμπειρία οδήγησης που προσφέρει. Πρόκειται για ένα έργο μοντέρνας τέχνης του Salvador Dali που προκαλεί τη φαντασία του θεατή και όχι για έναν φωτορεαλιστικό πίνακα της Αναγέννησης που καθοδηγεί τη σκέψη του θεατή.   

 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                Triumph Rocket 3 R (GT)
Αντιπρόσωπος:
Ηλιοφίλ Α.Ε.
Τιμή:
24.290€
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
-
Ύψος (mm):
1.065 (χωρίς καθρέπτες)
Μεταξόνιο (mm):
1.677
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
773 (750)
Ίχνος (mm):
134,9
Γωνία κάστερ (˚):
27,9
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο
Πλάτος (mm):
889
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/291 (-/294)
Ρεζερβουάρ (l):
18
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τρικύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
110,2 x 85,9
Χωρητικότητα (cc):
2.458
Σχέση συμπίεσης:
-
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
165/6.000
Ροπή (kg.m/rpm):
22,5/4.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
67,1
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικά ελεγχόμενος ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
3 σε 1 σε 3
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υδραυλικός και μονόδρομος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / -
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με άξονα / -
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
1,76 (1,78)
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ της Showa με piggyback
Διαδρομή (mm):
107
Ρυθμίσεις:
Πλήρως ρυθμιζόμενο με
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16 x 7,5
Ελαστικό:
240/50-16
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 300mm με της monobloc δαγκάνα της Brembo M4.30 με τέσσερα έμβολα και cornering ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
TFT οθόνη με όλες τις ενδείξεις και δυνατότητα σύνδεσης με Smartphone. Πέντε Riding modes (Rain/Road/Sport/Rider), cornering ABS, LED φώτα και DRL
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο πιρούνι της Showa
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/47
Ρυθμίσεις:
Απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
17 x 3,5
Ελαστικό:
150/80-17
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 320mm με τις ακτινικά τοποθετημένες monobloc Stylema της Brembo τεσσάρων εμβόλων και cornering ABS
 
 
 
 
 

 

       

            

Οδηγούμε Royal Enfield HNTR 350: Πρώτη γεύση επί ελληνικού εδάφους

Το νεανικό πρόσωπο της Enfield
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/12/2022

Στις μέρες μας δεν ισχύει πλέον ο γενικός διαχωρισμός μεταξύ “καλών” και “κακών” μοτοσυκλετών. Αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των μοτοσυκλετών που κάνουν όσα υπόσχονται και των μοτοσυκλετών που δεν καταφέρνουν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους.

Με το ολοκαίνουριο HNTR 350 η Enfield υπόσχεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες του νεανικού ευρωπαϊκού κοινού, κάτι που μέχρι σήμερα δεν ήταν στις προτεραιότητες των υπόλοιπων μοντέλων της.

Μετά από αυτή την πρώτη σύντομη επαφή που είχαμε με το HNTR 350 στους ελληνικούς δρόμους, μπορούμε να πούμε χωρίς δεύτερη σκέψη πως η νέα μοτοσυκλέτα της Enfield εκπληρώνει με απόλυτη επιτυχία τις υποσχέσεις της.

Το HNTR 350 βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μηχανικά μέρη του cruiser Meteor 350 και του vintage 350 Classic. Αυτό σημαίνει πως έχει τον νέο και καταπληκτικό σε ποιότητα λειτουργίας αερόψυκτο μονοκύλινδρο των 349 κυβικών, που σε κάνει να απολαμβάνεις κάθε μέτρο της διαδρομής.

Μόνο που σε αυτή την περίπτωση η Enfield δεν πήρε έναν κουβά μαύρη ματ μπογιά και έβαψε τα χρώμια του Classic 350, για να το βαφτίσει μετά “νεανικό” και “μοντέρνο”.

Ο κινητήρας έχει αλλαγές στην διαχείριση της τροφοδοσίας και την εξάτμιση, με στόχο να δώσουν περισσότερη “τσαχπινιά” στην απόκριση του γκαζιού και πιο “παιχνιδιάρικο” ήχο.

Το πλαίσιο έχει πιο γρήγορη γεωμετρία για πιο άμεσες αντιδράσεις στις εντολές του αναβάτη και φυσικά για ευελιξία.

Οι τροχοί είναι ελαφρύτεροι και μικρότεροι σε διάμετρο, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερου τους ελιγμούς και την αμεσότητα αντιδράσεων.

Αντίστοιχες αλλαγές υπάρχουν και στην εργονομία τις θέσης οδήγησης, όπως και στις αναρτήσεις, με στόχο φυσικά να τονίζουν ακόμα περισσότερο την πιο παιχνιδιάρικη προσωπικότητα του HNTR 350 σε σχέση με τα υπόλοιπα αδέρφια του.

Βλέπουμε δηλαδή πως η Enfield έχει κάνει σοβαρή δουλειά σε όλα τα σημαντικά μηχανικά μέρη του HNTR 350 και δεν άλλαξε απλώς κραγιόν, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Πώς μεταφράζονται όλα αυτά στην πράξη; Με λεπτομέρειες θα τα πούμε σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, όταν θα έχουμε ολοκληρώσει την πολυήμερη δοκιμή με πλήρεις μετρήσεις, ενώ στο τρέχον τεύχος θα βρείτε την αναλυτική παρουσίασή του από την διεθνή δημοσιογραφική παρουσίασή του που έγινε στην Ινδία.

Όμως εδώ μπορούμε να πούμε τώρα δυο λόγια για την συνολική αίσθηση αυτής της μοτοσυκλέτας. Το πρώτο και βασικό είναι η ποιότητα λειτουργίας όλων των μηχανικών μερών και η αίσθηση που δίνουν στον αναβάτη πως καβαλάει μια μοτοσυκλέτα πολλαπλάσιας τιμής. Αν έχεις οδηγήσεις τα Meteor 350 και Classic 350 δεν θα εκπλαγείς, όμως αν δεν είχες οδηγήσει αυτή την οικογένεια μοτοσυκλετών έως σήμερα, θα πάθεις πλάκα με τη συνολική αίσθηση ποιότητας σε ό,τι αγγίζεις και ό,τι βλέπεις.

Αν τώρα έχεις οδηγήσει τα Meteor 350 και 350 Classic θα αντιληφθείς αμέσως τις αλλαγές στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του πλαισίου, των τροχών και τις διαφορετικές ρυθμίσεις των αναρτήσεων, καθώς το HNTR 350 είναι σαφώς πιο ελαφρύ σε αίσθηση –ειδικά στις χαμηλές ταχύτητες, πιο σφιχτό και σπορ στις αποσβέσεις των αναρτήσεων και στις μεταφορές του βάρος στα φρεναρίσματα και φυσικά πιο ζωηρό και άμεσο στις στροφές.

Ο κινητήρας επίσης ακούγεται και είναι πιο πρόθυμος στο άνοιγμα του γκαζιού, αν και οι συνολικές επιδόσεις δεν έχουν κάποια αξιοσημείωτη διαφορά.

Το σίγουρο είναι πως η Enfield, όχι μόνο κατάφερε με απόλυτη επιτυχία να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της για τη δημιουργία μιας “νεανικής” και φτηνότερης μοτοσυκλέτας, αλλά επιπλέον το κατάφερε χωρίς επιπτώσεις στην ποιότητα. Εύγε!