Δοκιμή μακράς διάρκειας: Με το CFMOTO NK 250 στην πίστα των Σερρών

Σοβαρή διασκέδαση!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

29/12/2020

Μετά την πλήρως αποτυχημένη προσπάθειά μας να διαλύσουμε στους χωματόδρομους της Ρουμανίας το CFMOTO 650 MT, ήρθε η σειρά του “μικρού” ΝΚ 250 να κάνει στα χέρια μας πράγματα που κανείς από τους σχεδιαστές του δεν είχε φανταστεί, αλλά και να αποδείξει πως η CFMΟΤΟ διαφέρει από τις υπόλοιπες κινέζικες εταιρείες. Το πρώτο από αυτά ήταν να το βάλουμε στην πίστα των Σερρών και να το… χρονομετρήσουμε! Λέμε το πρώτο, διότι το NK 250 θα μείνει για αρκετό καιρό μαζί μας και το περιμένουν αρκετές "κακουχίες" ακόμα.

Όσοι δεν έχουν τρέξει σε αγώνες με μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτες θα δυσκολευτούν να καταλάβουν πόση πλάκα έχει να οδηγείς σε μεγάλες πίστες. Όταν δεν έχεις τη βοήθεια των μεγάλων ιπποδυνάμεων να διορθώνουν τα οδηγικά σου λάθη, ακόμα και οι ευθείες έχουν τεράστιο ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα αυτές, αφού πρέπει να “συμμαζέψεις” όσο καλύτερα γίνεται το σώμα σου, μειώνοντας στο ελάχιστο την αεροδυναμική αντίσταση.

Ακόμα κι αν έχεις λίγο πιο ανοιχτούς τους αγκώνες των χεριών σου στο τιμόνι, θα χάσεις πολύτιμα χιλιομετράκια έως το τέλος της ευθείας. Σε αντίθεση με τις μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες που απαιτούν σωματική δύναμη, αντοχή και ταχύτητα αντιδράσεων μέσα στην πίστα, στις μοτοσυκλέτες σαν το NK 250 τα πάντα εξαρτούνται από την ταχύτητα σκέψης. Αν νομίζεις πως οι μικρότερες ταχύτητες που πιάνει το NK 250 θα σου δώσουν άφθονο χρόνο να σκεφτείς, θα την πατήσεις. Κάθε εκατοστό της πίστας είναι σημαντικό με αυτές τις μοτοσυκλέτες και συνεχώς θα πρέπει να κάνεις τη σωστή επιλογή ανάμεσα στην απλωτή γραμμή με την υψηλότερη ταχύτητα ή την πιο κλειστή γραμμή με τα λιγότερα μέτρα. Δέκα πόντους πιο δεξιά ή δέκα πόντους πιο αριστερά στην είσοδο της στροφής σου κοστίζουν ολόκληρα δευτερόλεπτα.

Στόχος να σπάσουμε το φράγμα του 1:50

Όσο οδηγείς το NK 250 χωρίς να κοιτάς τον χρόνο, τα πράγματα είναι όντως πολύ βαρετά μέσα στην πίστα των Σερρών. Η ευθεία μοιάζει ατελείωτη και στις εξόδους των στροφών δεν υπάρχει η ροπή και η ιπποδύναμη για να ενθουσιαστείς με κάτι. Όμως αν μπεις στο τριπάκι του χρονόμετρου, τότε τα πράγματα αλλάζουν πάρα πολύ. Με το εντελώς normal Yamaha R3 και ποιοτικά ελαστικά δρόμου της Michelin, είχαμε γυρολόγιο μεταξύ 1:42 και 1:43 (τα R3 με το αγωνιστικό κιτ σε κινητήρα και αναρτήσεις και semi-slick λάστιχα κάνουν απίστευτους χρόνους, πολύ κάτω από το 1:30), οπότε για το μονοκύλινδρο NK 250 θεωρήσαμε ως δίκαιο στόχο να σπάσουμε το φράγμα του 1:50.

Από εκείνη τη στιγμή, η οδήγηση μιας μικρής μοτοσυκλέτας σαν το NK 250 στην πίστα των Σερρών αρχίζει και γίνεται σοβαρή διασκέδαση. Ο χαρακτηρισμός “σοβαρή” δεν αφορά μόνο τις οδηγικές γνώσεις που πρέπει να επιστρατεύσεις για να μην του κόψεις τη φόρα, αλλά και το θάρρος που απαιτείται στις εισόδους των στροφών. Έτσι, από εκεί που κάνοντας απλώς μια γρήγορη βόλτα κατέβαζες σε 5η ή ακόμα και 4η στις πιο κλειστές στροφές για να βγεις με αξιοπρέπεια στις εξόδους, όταν κυνηγάς τον χρόνο δεν έχεις την πολυτέλεια να διαλέξεις ποια σχέση βολεύει εσένα, αλλά αντιθέτως πρέπει να στρίψεις με όση φόρα βολεύει τον κινητήρα για να βγει γρήγορα από τη στροφή με 6η... Με άλλα λόγια, αν δεις πως η 6η ρίχνει υπερβολικά χαμηλά τις στροφές του κινητήρα σε κάποια στροφή, τότε στον επόμενο γύρο ΔΕΝ κατεβάζεις σε 5η αλλά μπαίνεις με ακόμα περισσότερη φόρα ώστε να μην πέσουν τόσο χαμηλά οι στροφές του κινητήρα.

Σε αυτές τις μοτοσυκλέτες δεν υπάρχει η φράση “δεν μπορεί να στρίψει με 6η”, υπάρχει μόνο η φράση “εγώ δεν μπορώ να το στρίψω με 6η”. Γι΄αυτό και σε ορισμένες στροφές, όπως η K5 και το τριπλό εσάκι που ακολουθεί, χρειάζεται πιο πολύ θάρρος και εμπειρία για να περάσεις γρήγορα με το ελαφρύ και ευέλικτο NK 250, παρά με τις μεγάλες supersport μοτοσυκλέτες που τα άλογα περισσεύουν για να μην χάσεις την φόρα σου. Κι όταν βγεις στην ευθεία, πρέπει να κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να δείξει πάνω από 140km/h το κοντέρ.

Τα φρένα φυσικά δεν κουράζονται, αφού βασικός στόχος είναι… να μην τα πατάς! Τουλάχιστον όχι πριν φτάσεις λίγα μέτρα από το σημείο εισόδου της στροφής. Γι΄αυτό και δεν ενοχλεί σε αυτή την πίστα η σπογγώδης αίσθηση της μανέτας του εμπρός φρένου. Εκείνο που ενοχλεί είναι η ευκολία με την οποία βρίσκουν κάτω τα μαρσπιέ. Ευτυχώς όμως δεν υπάρχει κάποιο σταθερό εξάρτημα που να εξέχει, οπότε δεν υπάρχει και ο κίνδυνος να ακουμπήσει στην άσφαλτο και να σηκώσει τη μοτοσυκλέτα στο κέντρο της στροφής απροειδοποίητα.

Τα ελαστικά της CST δεν είχαν πρόβλημα με την δροσερή άσφαλτο της πίστας, οπότε μετά από 10 συνεχόμενους γύρους, το χρονόμετρο στο κινητό τηλέφωνο του – One and Only – Κυριάκου, έδειξε 1:48. Θα κατέβαινε κι άλλο ο χρόνος (ήθελε να ψαχτούμε περισσότερο με τις γραμμές στα ανοιχτά κομμάτια της πίστας) αλλά ο ήλιος έφευγε και η πίστα έπρεπε να κλείσει κάποια στιγμή. Δεν πειράζει, την επόμενη φορά θα βάλουμε στόχο το 1:45…   

Οδηγούμε Royal Enfield HNTR 350: Πρώτη γεύση επί ελληνικού εδάφους

Το νεανικό πρόσωπο της Enfield
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/12/2022

Στις μέρες μας δεν ισχύει πλέον ο γενικός διαχωρισμός μεταξύ “καλών” και “κακών” μοτοσυκλετών. Αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των μοτοσυκλετών που κάνουν όσα υπόσχονται και των μοτοσυκλετών που δεν καταφέρνουν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους.

Με το ολοκαίνουριο HNTR 350 η Enfield υπόσχεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες του νεανικού ευρωπαϊκού κοινού, κάτι που μέχρι σήμερα δεν ήταν στις προτεραιότητες των υπόλοιπων μοντέλων της.

Μετά από αυτή την πρώτη σύντομη επαφή που είχαμε με το HNTR 350 στους ελληνικούς δρόμους, μπορούμε να πούμε χωρίς δεύτερη σκέψη πως η νέα μοτοσυκλέτα της Enfield εκπληρώνει με απόλυτη επιτυχία τις υποσχέσεις της.

Το HNTR 350 βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μηχανικά μέρη του cruiser Meteor 350 και του vintage 350 Classic. Αυτό σημαίνει πως έχει τον νέο και καταπληκτικό σε ποιότητα λειτουργίας αερόψυκτο μονοκύλινδρο των 349 κυβικών, που σε κάνει να απολαμβάνεις κάθε μέτρο της διαδρομής.

Μόνο που σε αυτή την περίπτωση η Enfield δεν πήρε έναν κουβά μαύρη ματ μπογιά και έβαψε τα χρώμια του Classic 350, για να το βαφτίσει μετά “νεανικό” και “μοντέρνο”.

Ο κινητήρας έχει αλλαγές στην διαχείριση της τροφοδοσίας και την εξάτμιση, με στόχο να δώσουν περισσότερη “τσαχπινιά” στην απόκριση του γκαζιού και πιο “παιχνιδιάρικο” ήχο.

Το πλαίσιο έχει πιο γρήγορη γεωμετρία για πιο άμεσες αντιδράσεις στις εντολές του αναβάτη και φυσικά για ευελιξία.

Οι τροχοί είναι ελαφρύτεροι και μικρότεροι σε διάμετρο, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερου τους ελιγμούς και την αμεσότητα αντιδράσεων.

Αντίστοιχες αλλαγές υπάρχουν και στην εργονομία τις θέσης οδήγησης, όπως και στις αναρτήσεις, με στόχο φυσικά να τονίζουν ακόμα περισσότερο την πιο παιχνιδιάρικη προσωπικότητα του HNTR 350 σε σχέση με τα υπόλοιπα αδέρφια του.

Βλέπουμε δηλαδή πως η Enfield έχει κάνει σοβαρή δουλειά σε όλα τα σημαντικά μηχανικά μέρη του HNTR 350 και δεν άλλαξε απλώς κραγιόν, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Πώς μεταφράζονται όλα αυτά στην πράξη; Με λεπτομέρειες θα τα πούμε σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, όταν θα έχουμε ολοκληρώσει την πολυήμερη δοκιμή με πλήρεις μετρήσεις, ενώ στο τρέχον τεύχος θα βρείτε την αναλυτική παρουσίασή του από την διεθνή δημοσιογραφική παρουσίασή του που έγινε στην Ινδία.

Όμως εδώ μπορούμε να πούμε τώρα δυο λόγια για την συνολική αίσθηση αυτής της μοτοσυκλέτας. Το πρώτο και βασικό είναι η ποιότητα λειτουργίας όλων των μηχανικών μερών και η αίσθηση που δίνουν στον αναβάτη πως καβαλάει μια μοτοσυκλέτα πολλαπλάσιας τιμής. Αν έχεις οδηγήσεις τα Meteor 350 και Classic 350 δεν θα εκπλαγείς, όμως αν δεν είχες οδηγήσει αυτή την οικογένεια μοτοσυκλετών έως σήμερα, θα πάθεις πλάκα με τη συνολική αίσθηση ποιότητας σε ό,τι αγγίζεις και ό,τι βλέπεις.

Αν τώρα έχεις οδηγήσει τα Meteor 350 και 350 Classic θα αντιληφθείς αμέσως τις αλλαγές στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του πλαισίου, των τροχών και τις διαφορετικές ρυθμίσεις των αναρτήσεων, καθώς το HNTR 350 είναι σαφώς πιο ελαφρύ σε αίσθηση –ειδικά στις χαμηλές ταχύτητες, πιο σφιχτό και σπορ στις αποσβέσεις των αναρτήσεων και στις μεταφορές του βάρος στα φρεναρίσματα και φυσικά πιο ζωηρό και άμεσο στις στροφές.

Ο κινητήρας επίσης ακούγεται και είναι πιο πρόθυμος στο άνοιγμα του γκαζιού, αν και οι συνολικές επιδόσεις δεν έχουν κάποια αξιοσημείωτη διαφορά.

Το σίγουρο είναι πως η Enfield, όχι μόνο κατάφερε με απόλυτη επιτυχία να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της για τη δημιουργία μιας “νεανικής” και φτηνότερης μοτοσυκλέτας, αλλά επιπλέον το κατάφερε χωρίς επιπτώσεις στην ποιότητα. Εύγε!