Δοκιμή ελαστικών Dunlop Meridian: Εξειδικευμένα για Ελλάδα

Ξεκλειδώνουν τον σπορ χαρακτήρα των On-Off
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/12/2022

Καμία μεγάλη εταιρεία ελαστικών δεν σχεδιάζει ένα καινούριο λάστιχο έχοντας στο μυαλό της τους ελληνικούς δρόμους ή τον τρόπο που οι Έλληνες χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες μας.

Ούτε φυσικά η Dunlop έχασε τον χρόνο της για να δει τί στο καλό γίνεται στο μικρό γαλατικό χωρίο που αποκαλούμε Ελλάδα κατά την εξέλιξη των νέων Meridian. Όμως στην πράξη τα Meridian είναι κομμένα και ραμμένα για την πάρτη μας!

 

Στο μυαλό των μοτοσυκλετιστών, οι κατηγορίες των ελαστικών έχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Τα σπορ ελαστικά κρατάνε αλλά είναι μαλακά και τρώγονται, τα τουριστικά ελαστικά αντέχουν αλλά είναι σκληρά και γλιστράνε, τα “τρακτερωτά” είναι για χώμα κ.τ.λ.

Δυστυχώς, ή μάλλον ευτυχώς, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Ειδικά αν μιλάμε για την ελληνική μοτοσυκλετιστική πραγματικότητα, τότε οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κατά την επιλογή ενός νέου ζευγαριού ελαστικών για τη μοτοσυκλέτα μας, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με εκείνους που αφορούν έναν Ιταλό, έναν Ισπανό ή ακόμα χειρότερα έναν κεντροευρωπαίο μοτοσυκλετιστή.

Ζούμε σε μια – εντελώς - παράξενη χώρα και αντίστοιχα παράξενες είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις μας. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία των ελαστικών έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια και το ίδιο συμβαίνει με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών, όπου τα ηλεκτρονικά βοηθήματα έχουν αναλάβει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο και οι ιπποδυνάμεις έχουν εκτοξευτεί στα ουράνια. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, που το θέμα μας είναι ελαστικά για “On-Off” μοτοσυκλέτες, οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλού επιπέδου, τόσο από την μεριά του αναβάτη, όσο και από τη μεριά των ίδιων των μοτοσυκλετών.

 

Το νέο Meridian της Dunlop το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για τις σύγχρονες on-off μοτοσυκλέτες, όπου οι ιπποδυνάμεις ξεκινούν στη μεσαία κατηγορία από τους 60 ίππους στον τροχό και φτάνουν ή ακόμα και ξεπερνούν τους 140 στα θηρία των 1200+ κυβικών. Αντίστοιχα μεγάλο εύρος έχει και το πραγματικό βάρος τους, όπου τα 200 κιλά είναι η αφετηρία για τους μικρότερους κυβισμούς, ενώ η ζυγαριά μπορεί να δείξει πάνω από 400 κιλά αν βάλεις πάνω της ένα θηρίο με γεμάτο το ρεζερβουάρ των 25-30 λίτρων και δύο άτομα στη σέλα.

Γι' αυτό σκεφτήκαμε πολύ ποια μοτοσυκλέτα θα χρησιμοποιήσουμε για τη δοκιμή των Meridian, ώστε να έχουμε την καλύτερη δυνατή εικόνα για την συμπεριφορά τους.

Το νέο V-Strom 1050 XT ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή, όχι μόνο γιατί φοράει την πιο κοινή διάσταση ελαστικών στην κατηγορία των οn-οff (110/80-19 εμπρός και 150/70-17 πίσω) αλλά και γιατί έχει συμβατικές και πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις, που επιτρέπουν στον δοκιμαστή να διαχωρίσει τις πληροφορίες που παίρνει από τα ελαστικά στις χαμηλές ταχύτητες.

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (π.χ. KTM 1290, Triumph Tiger 1200) και τα συστήματα ανάρτησης με αρθρώσεις (BMW R1250GS) θολώνουν την εικόνα στις χαμηλές και πολύ χαμηλές ταχύτητες, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να κολακεύουν ένα μέτριο ή κακό ελαστικό ή να υπονομεύουν τα πλεονεκτήματα κάποιου καλού ελαστικού (π.χ. άνεση ευελιξία κ.τ.λ.). Με το V-Strom 1050 τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει, γιατί δεν έχεις “παρεμβολές” ηλεκτρονικών ή μηχανικών συστημάτων.

Επίσης έχει ουδέτερο στήσιμο πλαισίου, οπότε μπορείς να δεις ξεκάθαρα πόσο επηρεάζεται η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του σκελετού των ελαστικών.

 

Πριν όμως πούμε εμείς τι κάνουν τα Meridian, καλό θα ήταν να δούμε τι λέει η Dunlop για αυτά τα ελαστικά. Όπως φαίνεται και με το μάτι κοιτώντας τη χάραξη, τα Meridian ανήκουν στη νέα γενιά ελαστικών για mega on-off όπου η βασική χρήση τους είναι η οδήγηση στην άσφαλτο. Σαφώς η κατασκευαστική δομή τους περιλαμβάνει και την οδήγηση στο χώμα, αλλά μόνο στον τομέα της αντοχής και όχι στον τομέα της πρόσφυσης.

Για να το πούμε πιο απλά, θα αντέξουν τις κροκάλες και τις φυτευτές πέτρες αν θέλεις να διανύσεις κάποια χιλιόμετρα χωματόδρομου στις διακοπές σου, αλλά δεν είναι για να πάρεις φόρα και να βουτήξεις στις λάσπες ή να διασχίσεις τη Σαχάρα. Η αντοχή, η χιλιομετρική απόδοση και η συνολικά ασφαλή συμπεριφορά σε μεταβλητές συνθήκες (καιρού ή πρόσφυσης) είναι οι βασικοί πυλώνες αυτού του τύπου ελαστικών ανεξαρτήτως εταιρείας. Η Dunlop από τη μεριά της μας υπόσχεται πως τα Meridian καλύπτουν όλες τις παραπάνω απαιτήσεις.

Σε επίπεδο τεχνολογίας είναι απόλυτα πειστική, καθώς έχουν όλες τις πατέντες και τις καινοτομίες που συναντάμε στα κορυφαία ελαστικά των superbike. Ο σκελετός αποτελείται από τρεις διαφορετικές ζώνες, ειδικά σχεδιασμένες για να ελέγχουν την παραμόρφωση του ελαστικού απ’ άκρη σε άκρη, διατηρώντας σταθερό το αποτύπωμα του ελαστικού πάνω στο δρόμο.

Η γόμα έχει διαφορετική χημική και μοριακή σύνθεση για το εμπρός ελαστικό και εντελώς διαφορετική για το πίσω. Εμπρός είναι ενιαίας σύνθεσης με πυρίτιο και black-carbon. Όπως ξέρουμε, το πυρίτιο προφέρει πολύ καλό και άμεσο κράτημα στο κρύο και τη βροχή, ενώ το black-carbon προφέρει σταθερό επίπεδο κρατήματος όταν η θερμοκρασία του ελαστικού ανέβει. Η αναλογία στη μείξη των δύο συστατικών και το επίπεδο ακαμψίας του σκελετού, καθορίζουν την ταχύτητα και το φάσμα της θερμοκρασίας λειτουργίας του ελαστικού.

Τα slick και τα ελαστικά για track day δεν έχουν καθόλου πυρίτιο, αλλά θέλουν κουβέρτες και καλό ζέσταμα για να φτάσουν στην ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας, ενώ τα ελαστικά πόλης και τα τουριστικά έχουν μεγάλη περιεκτικότητα πυριτίου για να δουλεύουν κρύα και να μην τρώγονται στα μακρινά ταξίδια, αλλά πέφτει απότομα η απόδοσή τους αν υπερθερμανθούν οδηγώντας μέσα σε πίστα με χαμηλές πιέσεις. Άρα η αναλογία που αναμειγνύονται αυτά τα δύο βασικά συστατικά της γόμμας, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος λειτουργίας του ελαστικού, αλλά δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας καθώς οι κατασκευαστές έχουν βρει και άλλες λύσεις για να διευρύνουν το φάσμα των δυνατοτήτων ενός ελαστικού.

Όπως για παράδειγμα το πίσω ελαστικό του Meridian, όπου η Dunlop χρησιμοποιεί δύο διαφορετικής σύνθεσης γόμες, με την κεντρική να εκτείνεται κάτω από την “μαλακότερη” πλαϊνή, έχοντας στόχο την ομοιόμορφη κατανομή των δυνάμεων που δέχεται ο σκελετός, αλλά και την αντίστοιχα ομοιόμορφη μεταφορά της θερμοκρασίας.

 

Ευελιξία και σπορ γονίδια

Εκείνο που αντιλαμβάνεσαι αμέσως κάνοντας τα πρώτα μέτρα, είναι η ελαφριά αίσθηση στο τιμόνι στους επιτόπιους ελιγμούς και στις χαμηλές ταχύτητες. Το V-Strom 1050 XT είναι ήδη ένα από τα πιο ελαφριά και εύκολα στους χειρισμούς mega on-off μέσα στην πόλη, οπότε ήταν ευχάριστη έκπληξη που τα Meridian βελτίωσαν ακόμα περισσότερο αυτόν τον τομέα. Η “σπορ” γεωμετρία του σκελετού και κυρίως η στιβαρότητά του, είναι η βασική αιτία. Το πέλμα δεν παραμορφώνεται υπερβολικά και το αποτύπωμά του πάνω στην άσφαλτο παραμένει σταθερό, οπότε σταθερή είναι και η αντίσταση από την στατική τριβή του πάνω στην άσφαλτο ή όταν η μοτοσυκλέτα κάνει ελιγμούς με πολύ χαμηλές ταχύτητες.

Το τιμόνι του V-Strom 1050 ήθελε ελάχιστη δύναμη από τα χέρια και ήταν πρόθυμο να αλλάξει αμέσως κατεύθυνση, δίνοντάς σου την αίσθηση πως έφυγαν 10 κιλά πάνω από τη μοτοσυκλέτα. Παρά την εμφανώς στιβαρή κατασκευή του σκελετού, η άνεση δεν επηρεάστηκε αρνητικά – τουλάχιστον όχι σε σημείο που να γίνεται ενοχλητική. Αναμενόμενα μεταφέρει περισσότερους κραδασμούς στα χέρια σε σύγκριση με τα κοινά on-off ελαστικά όταν περνάς με μικρές ταχύτητες πάνω από κοφτές ανωμαλίες και μπαλώματα. Όμως αυτό είναι ένα λογικό αντίτιμο που δίνεις για να πάρεις πίσω ως αντάλλαγμα περισσότερη αίσθηση και πληροφόρηση στα χέρια σου στη γρήγορη οδήγηση.

Πιέζοντας τη μοτοσυκλέτα στις εισόδους των στροφών, είτε μπαίνοντας με φόρα, είτε με trail-braking, έχεις καθαρή εικόνα για το επίπεδο πρόσφυσης και την κατάσταση του οδοστρώματος. Ο σκελετός δεν παρουσιάζει παραμορφώσεις, οπότε δεν “θολώνει” τις πληροφορίες που φτάνουν στα χέρια σου. Η αυξημένη ακαμψία του σκελετού έχει θετικό αντίκτυπο και στην αμεσότητα μεταφοράς των εντολών σου στο τιμόνι. Το V-Strom 1050 XT πλάγιαζε χωρίς αντίσταση και άλλαζε εμφανώς ταχύτερα πορεία από την μια μεριά στην άλλη στα στροφιλίκια. Η ακαμψία του σκελετού έδωσε το πλεονέκτημα στην Dunlop να επιτύχει πολύ καλή ευελιξία χωρίς να καταφύγει σε έναν ακραίο σχεδιασμό της γεωμετρίας της κορώνας του ελαστικού. Μετά την αρχική προθυμία να πλαγιάσει η μοτοσυκλέτα, ακολουθεί μια προοδευτική συμπεριφορά, όσο περισσότερο πλαγιάζεις προσεγγίζοντας την κορυφή της στροφής και δεν εμφανίζει “σκαλοπάτια”.

Άλλο ένα πλεονέκτημα του στιβαρού σκελετού των Meridian φαίνεται στα δυνατά φρεναρίσματα, όπου η μοτοσυκλέτα μένει στην πορεία της και δεν τραβάει το τιμόνι δεξιά-αριστερά. Εδώ όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως το cornering ABS του V-Strom 1050 XT επεμβαίνει αρκετά νωρίς και αφήνει τα φρένα να πιέσουν στο όριο το εμπρός ελαστικό όταν γραπώνεις απότομα και με όλη σου τη δύναμη τη μανέτα του φρένου. Φυσικά δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου σε αυτή τη ζωή. Αναμενόμενα η επιπλέον ευελιξία και αμεσότητα στις χαμηλές και μεσαίες ταχύτητες (120-150km/h) που έδωσαν τα Meridian στο V-Strom 1050 XT, έκαναν πιο ελαφρύ το τιμόνι στις υψηλές ταχύτητες (πάνω από 160km/h).

Οι κινήσεις των χεριών σου έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις ευθείες της εθνικής και θέλει να αντιμετωπίζεις με πιο ήρεμο τρόπο τις σφαλιάρες από τους πλάγιους ανέμους ή τις διαμήκεις ανωμαλίες του δρόμου.

 

Σημαντικός τομέας άνεσης στα ταξίδια είναι θόρυβος. Η κουβέντα περιορίζεται στους αεροδυναμικούς θορύβους από τη ζελατίνα και το κράνος ή τον κινητήρα και την εξάτμιση. Όμως αντίστοιχα σημαντική πηγή θορύβου είναι τα ίδια τα ελαστικά, ιδιαίτερα στην κατηγορία των on-off όπου συνηθίζεται η αραιή και βαθιά χάραξη του πέλματος. Στην περίπτωση του Meridian ο θόρυβος κύλισης σε όλες τις ταχύτητες ήταν ιδιαίτερα χαμηλός και η χροιά του δεν σου σπάει τα νεύρα.

Βέβαια όλα τα ελαστικά είναι πιο ήσυχα όταν είναι φρέσκα και αφράτα, αυξάνοντας τα επίπεδα θορύβου που παράγουν μετά τα 2.000-3.000 χιλιόμετρα, όταν η γόμμα αρχίζει να σκληραίνει σιγά-σιγά από τους θερμικούς κύκλους και να “τετραγωνίζει” ο σκελετός και η γόμμα στο κέντρο από το βάρος της μοτοσυκλέτας και την φθορά, αυξάνοντας το εμβαδόν του αποτυπώματος πάνω στην άσφαλτο.


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΕΜΠΡΟΣ

100/90-19 57V

110/80-19 59V

120/70-17 60W

90/90-21 54W

 

ΠΙΣΩ

 

150/70-17 69V

170/60-17 72W

150/70-18 70W

 

 

ΔΟΚΙΜΗ SHOEI Glamster: Ρετρό εμφάνιση και υπερσύγχρονη ασφάλεια

Στιλ εποχής χωρίς παραχωρήσεις
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

8/7/2022

Πρώτα απ’ όλα το κράνος το φοράμε για ασφάλεια και προστατεύει το πιο ευαίσθητο και σημαντικότερο για τη ζωή μας όργανο του σώματός, δηλαδή τον εγκέφαλο. Όμως ασφάλεια για ένα κράνος δεν αποτελεί μόνο η αντοχή του στις δυνάμεις πρόσκρουσης που του ασκούνται σε περίπτωση πτώσης. Το κράνος θα πρέπει να προσφέρει και ενεργητική ασφάλεια, δηλαδή να είναι σταθερό σε όλες τις ταχύτητες, να προσφέρει επαρκές οπτικό πεδίο προς όλες τις κατευθύνσεις, να είναι εργονομικά σωστό για να μην προκαλεί πρόωρη κόπωση του αναβάτη στην πολύωρη οδήγηση και φυσικά να έχει ποιότητα υλικών και κατασκευής ώστε τα χαρακτηριστικά του να μην αλλοιώνονται από τη συχνή χρήση.

Η πρόοδος που έχει γίνει στο σχεδιασμό και στη χρήση υλικών τα τελευταία χρόνια, αλλά και οι αυστηρότερες προδιαγραφές, έχουν ως αποτέλεσμα τα σημερινά κράνη να είναι πολύ πιο ασφαλή και πολύ πιο άνετα και ανθεκτικά σε σχέση με τα κράνη προηγούμενων δεκαετιών.

Την ίδια στιγμή όμως, η αναγέννηση της custom σκηνής και η επιστροφή των retro μοντέλων στο προσκήνιο, έφερε μαζί της και την επιστροφή αντίστοιχης σχεδίασης κρανών.

Το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι πως το στιλ και ο όμορφος εξωτερικός σχεδιασμός που είναι εμπνευσμένος από το παρελθόν δεν ακολουθεί το επίπεδο ασφάλειας που πρέπει να έχει ένα κράνος στη σύγχρονη εποχή.

Εδώ βρίσκεται η διαφορά του νέου Glamster σε σχέση με τα περισσότερα κράνη της “retro” και “neoretro” κατηγορίας.

Το πρώτο σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης είναι φυσικά ο σχεδιασμός του τμήματος που προστατεύσει το σαγόνι και το πρόσωπο του αναβάτη. Η SHOEI έχει διατηρήσει μια αρκετά μεγάλη σε μέγεθος “μπάρα προστασίας” κάτω από τη ζελατίνα, οπότε το Glamster προσφέρει προστασία σύγχρονου Full-Face κράνους.

Ένα ακόμα σημείο διαφοροποίησης από την πλειοψηφία των κρανών αυτής της κατηγορίας είναι η ύπαρξη αεραγωγών στο υποσαγόνιο και το μέτωπο, οι οποίοι διατηρούν δροσερό το κεφάλι του αναβάτη το καλοκαίρι και αποτρέπουν το θόλωμα της ζελατίνας από την ανάσα του αναβάτη τον χειμώνα.

Ακολουθώντας τα υψηλά πρότυπα ασφάλειας της SHOEI, το λουράκι του Glamster δένει με διπλούς κρίκους και έχει σύστημα E.Q.R.S. (Emergency Quick Release System) ώστε οι διασώστε να μπορούν να βγάζουν εύκολα το κράνος από το κεφάλι, χωρίς να καταπονούν τον αυχένα σε περίπτωση ατυχήματος, όπως επιβάλλεται στα αγωνιστικά κράνη.

Άλλη μια ομοιότητα με τα αγωνιστικά κράνη της SHOEI είναι η αφαίρεση όλων των τμημάτων της εσωτερικής επένδυσης για εύκολο και γρήγορο πλύσιμο.   

Το εξωτερικό κέλυφος του Glamster κατασκευάζεται σε τρία διαφορετικά μεγέθη, οπότε τα μικρά, τα μεσαία και τα μεγάλα νούμερα έχουν ίδιο πάχος αφρώδους υλικού εσωτερικά και δεν υπάρχουν κάποια νούμερα που διαθέτουν περισσότερο ή λιγότερο αφρώδες από το ιδανικό, κάτι που παίζει μεγάλο ρόλο στον τομέα της ασφάλειας ενός κράνους.

Επίσης η SHOEI προσφέρει πέντε διαφορετικού πάχους μαξιλαράκια για τα μάγουλα, ώστε το Glamster να εφαρμόζει άψογα σε διαφορετικά σχήματα προσώπου.

Το πρώτο πράγμα που σε εντυπωσιάζει όταν πιάνεις για πρώτη φορά στα χέρια σου το  Glamster είναι το μικρό του βάρος και οι μικρές εξωτερικές διαστάσεις του που έχει το κέλυφος (1165gr-1215gr). Στο περιοδικό έχουμε πάρα πολλά κράνη στο ίδιο νούμερο και το Glamster ήταν βαρύτερο σε αίσθηση μόνο από ένα full-carbon, το οποίο ήταν μάλιστα και open-face!. Πραγματικά πολύ ελαφρύ κράνος όταν το κρατάς στα χέρια και παραμένει ελαφρύ σε αίσθηση όταν το φοράς, χάρη στο σωστό ζύγισμα που έχει και την πολύ καλή εφαρμογή.

Το δοκιμάσαμε οδηγώντας διαφορετικού τύπου μοτοσυκλέτες και scooter με πιο δύσκολη δοκιμασία απ’ όλες την οδήγηση του ηλεκτρικού scooter CE-04 της BMW, το οποίο φυσικά δεν παράγει κανέναν θόρυβο, οπότε ο αναβάτης ακούει μόνο όποιον αεροδυναμικό θόρυβο παράγει το κράνος.

Επίσης η ζελατίνα του είναι χαμηλή, οπότε η αεροδυναμική συμπεριφορά του κράνους στις υψηλές ταχύτητες πρέπει να είναι άψογη για να μην τρέμει και να μην πιέζει το κεφάλι του αναβάτη.

Όπως αναμέναμε από ένα κράνος της SHOEI, το Glamster είναι πολύ ήσυχο στις υψηλές ταχύτητες και δεν υπάρχουν σφυρίγματα ή στροβιλισμοί αέρα γύρω από τη ζελατίνα του. Επίσης δεν έχει την τάση να ανασηκώνεται στις υψηλές ταχύτητες, κάτι που δεν καταφέρνουν να κάνουν ούτε τα κράνη που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για γυμνές μοτοσυκλέτες.   

Συνοψίζοντας την εμπειρία μας από τον πρώτο μήνα συμβίωσης με το Glamster θα λέγαμε πως η SHOEI έντυσε ένα υπερσύγχρονο full-face κράνος με μια ρετρό εμφάνιση και κατάφερε να προσφέρει στο κοινό της custom σκηνής και των neo-retro μοτοσυκλετών πολύ υψηλά επίπεδα ασφάλειας και άνεσης με εξαιρετικό στιλ.