Γιατί το BMW R1200GS Adventure είναι Best Seller

Αυτοί είναι οι λόγοι που δεν έχει αντίπαλο στις πωλήσεις
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

16/1/2018

Χθες παραλάβαμε για τεστ την τελευταία αναβαθμισμένη έκδοση του R 1200 GS Adventure με το σύστημα Connected που (φυσικά… ) είναι έξτρα εξοπλισμός. Από τις σελίδες του περιοδικού σας έχουμε πει δεκάδες φορές ότι το απλό R1200GS είναι πολύ καλύτερη μοτοσυκλέτα από την έκδοση Adventure, διότι η μόνη τους ουσιαστική διαφορά είναι τα 20 κιλά βάρους και η πιο κοντή σχέση τελικής μετάδοσης. Δηλαδή το Adventure είναι πολύ πιο βαρύ (και το βάρος είναι κακό πράγματα για μια μοτοσυκλέτα) και πιο κοντό σε μετάδοση, με αποτέλεσμα να καίει περισσότερο. Η μεγαλύτερη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ βενζίνης δεν έχει κανένα πρακτικό πλεονέκτημα, από τη στιγμή που και το απλό R1200GS έχει πολύ μεγάλη αυτονομία. Οπότε το ερώτημα είναι γιατί η έκδοση Adventure πούλησε περισσότερο από την βασική έκδοση του R1200GS; Επίσης, γιατί τα R1200GS πουλάνε περισσότερο από όλους τους ανταγωνιστές τους μαζί; Όποιος απαντήσει ότι η επιτυχία οφείλεται στο κύρος του ονόματος της BMW και στον τεράστιο όγκο του Adventure, απλά δεν έχει ζήσει μία ημέρα με ένα από τα δύο R1200GS. Δεν διαφωνούμε ότι για πολλούς το όνομα BMW έχει περισσότερο κύρος, ούτε λέμε ότι ο επιβλητικός όγκος του Adventure δεν προσελκύει ανθρώπους που θέλουν να επιδεικνύουν ότι η δική τους (μοτοσυκλέτα…) είναι μεγαλύτερη από των υπόλοιπων. Αυτό που θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε εδώ, είναι γιατί αν αγοράσεις και ζήσεις με ένα R1200GS ή Adventure, δεν ξανακοιτάς άλλο mega On-Off.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, ότι υπερβολικό όγκο, υπερβολικό βάρος, κάγκελα, προβολάκια και έγχρωμες οθόνες TFT έχουν όλες οι μοτοσυκλέτες αυτής της κατηγορίας.

Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι τα R1200GS δεν είναι ούτε τα δυνατότερα, ούτε φυσικά τα γρηγορότερα στην κατηγορία.  Τότε τι στο διάολο έχουν και πουλάνε σαν τρελά;

 

Έχεις τη θέση οδήγησης που σου ταιριάζει

 

Στα R1200GS δεν ρυθμίζεις απλώς το ύψος της σέλας, αλλά μπορείς να τα αγοράζεις με την σέλα που εσύ θέλεις. Ακόμα και η έκδοση Adventure είναι διαθέσιμη με ύψος σέλας από μόλις 790mm! Πιο χαμηλό κι από το V-Strom 250 που είναι το χαμηλότερο στην κατηγορία του. Αναβάτες με ύψος 1,65-1,70μ μπορούν να πατάνε γερά με τα δύο πόδια σε ένα Adventure, κάτι που είναι απαγορευμένο στις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες της κατηγορίας.

Φυσικά μπορείς να το αγοράσεις με την βασική σέλα που είναι κατάλληλη για αναβάτες 175-180μ και την ίσια/μονοκόμματη που πρέπει να είσαι πάνω από 1,85μ για να πατάς (με το ένα πόδι…) στο έδαφος.

Έχεις εξοπλισμό άνεσης που… δουλεύει!

 

 Όλοι οι ανταγωνιστές των R1200GS προσφέρουν πλούσιο εξοπλισμό άνεσης, αλλά κανένας τους δεν έχει τόσο ολοκληρωμένο σχεδιασμό και απόδοση. Τα θερμαινόμενα γκριπ και οι θερμαινόμενες σέλες των GS, έχουν ρυθμιζόμενη ένταση, ξεχωριστή ρύθμιση για αναβάτη και συνεπιβάτη και δικό τους κουμπί ενσωματωμένο στους διακόπτες. Το αποτέλεσμα είναι να μην σου καίνε τα χέρια όταν δεν κάνει πολύ κρύο και να μην ψάχνεις δέκα ώρες μέσα σε μενού και υπομενού για να τα ενεργοποιήσεις.

Τα φώτα έχουν αισθητήρα και ανάβουν και σβήνουν μόνα τους. Επίσης έχουν χρονοκαθυστέρηση για να σου φωτίζουν το δρόμο ή το γκαράζ μέχρι να πας στην πόρτα του σπιτιού σου.

Οι σχάρες για φόρτωμα είναι μεγάλες και γεμάτες γατζάκια για να δένεις οτιδήποτε πάνω τους, ακόμα και με ένα κορδόνι παπουτσιού. Καμία σχέση δηλαδή με μικροσκοπικά, γυαλιστερά κομματάκια πλαστικού, που αποκαλούν σχάρα οι υπόλοιποι. Αν έχουν κι αυτό δηλαδή…

 

Τα όργανα έχουν χρήσιμες ενδείξεις για το ταξίδι σου και δεν είναι ένα συνονθύλευμα από χιλιάδες άχρηστες πληροφορίες.  Ξέρεις πάντα πόσα χιλιόμετρα μπορείς να κάνεις με την βενζίνη που έχει εκείνη τη στιγμή το ρεζερβουάρ σου, τη θερμοκρασία περιβάλλοντος και ποιες ρυθμίσεις έχεις κάνει στις αναρτήσεις και στα θερμαινόμενα γκριπ/σέλα. Αυτά που χρειάζεσαι είναι μόνιμα πάνω στην οθόνη.

Έχει ένα ξεχωριστό κουμπί για κάθε δουλειά. Εδώ η BMW έχει το μεγαλύτερο πλεονέκτημα και οι διακόπτες στο τιμόνι αποτελούν από μόνοι τους σοβαρή αιτία για να την αγοράσεις. Μέχρι το 2010 η BMW είχε τους πιο ηλίθιους, αντιεργονομικούς και παρανοϊκούς διακόπτες. Τεράστιοι, με μεγάλες αποστάσεις που έπρεπε να αφήσεις το τιμόνι για να τους πατήσεις και φυσικά οι μισοί από αυτούς δεν χρειάζονταν… θυμίζουμε ότι είχαν… Τρία ξεχωριστά κουμπιά για τα φλας! Τρία! Όχι ένα, όχι δύο, αλλά ΤΡΙΑ!

Επέμεναν μάλιστα ότι ήταν καλύτερα από το μόνο μοχλοδιακόπτη που είχαν όλοι οι υπόλοιποι κατασκευαστές (πλην της Harley βέβαια που εξακολουθεί να έχει δύο).

Όμως το 2010 παραδέχτηκαν ότι οι διακόπτες τους ήταν για τα πανηγύρια και έκατσαν και σχεδίασαν νέους. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχουν τους καλύτερους διακόπτες για να ελέγχεις άμεσα και χωρίς να ψάχνεις όλα τα αυτά τα σύγχρονα παιχνίδια, όπως τα riding modes του κινητήρα, των αναρτήσεων, το cruise control, το traction contol, το trip master, τα θερμαινόμενα γκριπ/σέλα, το cornering ABS, το Navi και πλέον το σύστημα Connected.

Για να ρυθμίσεις όλα αυτά στους ανταγωνιστές της, θα πρέπει να έχεις βγάλει το MIT ή να σταματήσεις για δύο-τρεις ώρες στην άκρη του δρόμου ψάχνοντας μέσα στα menu.

 

Έχει Quick Shifter Up/Down που δουλεύει μέσα στην κίνηση της πόλης και μετατρέπει ουσιαστικά το κιβώτιο σε αυτόματο και κάνει φανταστικά σκασίματα από την εξάτμιση σε κάθε αλλαγή ταχύτητας. Δεν είναι σοβαρός λόγος για να αγοράσεις BMW, αλλά σου λείπει όταν καβαλάς άλλες μοτοσυκλέτες!

Έχει ιδιαίτερο ήχο ο boxer κινητήρας και το Telelever κάνει πιο γρήγορους τους αργούς αναβάτες. Το θέμα του ήχου είναι σαφώς υποκειμενικό, αλλά μια μοτοσυκλέτα που ακούγεται σαν βομβαρδιστικό του Β’ παγκοσμίου πολέμου έχει γοητεία. Όμως η περίπτωση του Telelever δεν είναι καθόλου υποκειμενική υπόθεση. Αυτή η μπροστινή ανάρτηση είναι εντελώς ακατάλληλη για οδήγηση στην πίστα και το βασικό της χαρακτηριστικό είναι ότι δεν μεταφέρει καμία πληροφορία για την πρόσφυση του εμπρός τροχού στο τιμόνι και τα χέρια του αναβάτη. Δηλαδή έχει ακριβώς τα αντίθετα χαρακτηριστικά από αυτά που χρειάζεσαι για να πας γρήγορα. Σωστά, μόνο που εδώ υπάρχει ένα μεγάλο ΑΛΛΑ.

Οι πληροφορίες είναι καλές όταν ξέρεις τι να τις κάνεις και κυρίως όταν έρχονται στο μέγεθος και την ποσότητα που μπορείς να τις διαχειριστείς. Όταν νοιώθεις κάθε γλίστρημα, κάθε λακκούβα, κάθε εξόγκωμα του δρόμου, αρχίζεις και μειώνεις τον ρυθμό σου. Το Telelever σου αφαιρεί το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πληροφοριών, με αποτέλεσμα να οδηγάς με σημείο αναφοράς μόνο την ταχύτητα που κινείσαι και όχι τις συνθήκες του δρόμου. Σημασία δεν έχει αν είναι σωστό ή λάθος να μην νοιώθεις ακριβώς τι κάνουν οι τροχοί, αλλά το γεγονός ότι ο μέσης εμπειρίας αναβάτης οδηγάει σε υψηλότερο ρυθμό ένα GS στους Ελληνικούς δρόμους.

Όλα αυτά δεν τα γράψαμε για να πάτε να αγοράσετε R1200GS. Το Ducati Multistrada 1200 είναι αντίστοιχα εξοπλισμένο, το Triumph Tiger 1200 εξίσου εντυπωσιακό, το Honda Crosstourer 1200 θα αντέξει 100 χρόνια παραπάνω, το Suzuki V-Strom 1000 αξίζει κάθε ευρώ και με το KTM 1290 σε κυνηγάνε τα Hayabusa στην εθνική και δεν μπορούν να σε φτάσουν.  Είναι όλες τους φανταστικές μοτοσυκλέτες, χωρίς καμία αμφιβολία.

Το άρθρο αυτό το γράψαμε για να εξηγήσουμε στους καλοπροαίρετους τους λόγους που τα GS πουλάνε. Κυρίως όμως για να καταλάβουν οι κακοπροαίρετοι ότι όσο κι αν πιπιλάνε την καραμέλα του “καλού μάρκετινγκ”, όσο κι αν σκούζουν σαν την Λουκά “Ποτέ γερμανικά, είναι του Σατανά, 666”, τόσο περισσότερος κόσμος θα τα αγοράζει, γιατί η BMW έχει καταλάβει καλύτερα από τους υπόλοιπους τι θέλει ο πελάτης αυτής της κατηγορίας. Όγκο, βάρος, λαμπάκια και κάγκελα έχουν όλοι…

Επίσης, ως συντάκτες του ΜΟΤΟ και κυρίως ως μοτοσυκλετιστές, ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ όλες οι μοτοσυκλέτες να έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά και σε καμία περίπτωση ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ όλοι οι μοτοσυκλετιστές να αγοράζουν την ίδια μοτοσυκλέτα. Για εμάς είναι κακό για τον κόσμο της μοτοσυκλέτας που κυριαρχούν μόνο τα GS αυτή τη στιγμή, όπως ήταν κακό που κυριαρχούσαν τα V-Strom τα προηγούμενα χρόνια. Η ποικιλομορφία και ο διαφορετικός χαρακτήρας κάθε εταιρείας και κάθε μοτοσυκλέτας είναι το πιο όμορφο πράγμα. Αν χαθεί το Ready to Race των KTM, η ομοιογένεια των Honda, το γκάζι των Kawasaki, ο νεοτερισμός της Yamaha, το Value for Money της Suzuki, ο ήχος των V2 της Ducati και το κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικών των εταιρειών, τότε θα χαθεί μαζί τους και η μαγεία του μοτοσυκλετισμού.

 

 

 

 

 

 

Ο Erik Buell και το σύνδρομο καταδίωξης

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

29/8/2014

Μερικές φορές οι μεγαλύτεροι εχθροί για την εξέλιξή μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Μια πρόσφατη ιστορία αποδεικνύει πως και για τον ονειροπόλο Buell, ο εαυτός του και μόνο είναι ένα μεγάλο βάρος δεμένο στα πόδια, που τον εμποδίζει στα μεγάλα βήματα.

Πρωταγωνιστής σε αυτή την ιστορία είναι δημοσιογράφος του Cycle World, ο κ.Buell και τρίτος εξωτερικός μάρτυρας που επιβεβαιώνει τα παρακάτω, αμερικανός ντίλερ ελαστικών. Πριν από λίγους μήνες το αμερικάνικο περιοδικό ζήτησε για δοκιμή την EBR 1190RX και η απάντηση που πήραν τους ξάφνιασε πάρα πολύ. «Θα σας δώσω τη μοτοσυκλέτα, αν μου αποδείξετε ότι η ιπποδύναμη που ανακοινώνετε για τη δυναμομέτρηση της Panigale είναι πραγματική».

Παρένθεση εδώ, καθώς σε αυτό το σημείο ξαφνιάστηκα κι εγώ με τη σειρά μου τόσο, που άρχισα να στριφογυρίζω στην καρέκλα, κάνοντας ερωτήσεις απλά και μόνο για να σταματήσει η αφήγηση ώστε να μπορέσω να χωνέψω αυτό που άκουγα. Γιατί προσωπικά πίστευα ότι αυτά τα πράγματα μπορούν να ακουστούν μονάχα σε ελληνική συζήτηση κάπου στο internet, σε καφετέριες κ.ο.κ.. Δεν περιμένεις να τα ακούσεις από κάποιον σοβαρό άνθρωπο, πόσο μάλλον όλα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν.

Μετά από ένα σωρό εξηγήσεις για το πώς γίνεται η δουλειά του ειδικού τύπου και για το απλό γεγονός ότι δεν έχουν καμία σκοπιμότητα να ευνοήσουν ή να αδικήσουν τον οποιονδήποτε, χώρια που ακόμα κι αν το έκαναν δεν θα αργούσε καθόλου να γυρίσει μπούμερανκ, ο Erik κατέληξε ότι δεν είναι το περιοδικό που δεν εμπιστεύεται αλλά την ίδια την Ducati, ολοκληρώνοντας απότομα την κουβέντα με το εξής:

«Αν μου αποδείξετε ότι η Panigale που δίνει η αντιπροσωπία στους δημοσιογράφους, έχει την ίδια ιπποδύναμη με αυτές που πουλά στους πελάτες, τότε θα σας δώσω τη μοτοσυκλέτα μου για δοκιμή».

Ξεκινά λοιπόν ένας μαραθώνιος του περιοδικού, να βρουν μια Panigale έξω από τα τυπικά κανάλια επικοινωνίας που έχουν, για να είναι σίγουρος ο Erik ότι δεν την πείραξαν. Πράγμα καθόλου απλό καθώς πρέπει να πείσουν τον ιδιοκτήτη της να την φέρει στο ίδιο δυναμόμετρο για να συγκρίνουν τις αποδόσεις. Και εκεί οι αποστάσεις δεν είναι αμελητέες. Η μέτρηση της ιπποδύναμης είναι ένα λεπτομερές θέμα. Η ίδια μοτοσυκλέτα μπορεί να έχει μικρή διαφορά από δυναμόμετρο σε δυναμόμετρο, ενώ το ίδιο το δυναμόμετρο αν το μεταφέρεις σε διαφορετικό υψόμετρο θα σου δείξει άλλα νούμερα. Ο καιρός επίσης επηρεάζει την μέτρηση. Η ίδια μοτοσυκλέτα, στο ίδιο δυναμόμετρο, θα δείξει άλλα νούμερα με βροχερό καιρό, κι άλλα με ηλιόλουστη και ξερή ατμόσφαιρα. Δεν θα είναι η μέρα με τη νύχτα, αλλά θα υπάρχει μια μικρή διαφορά. Αυτά όμως τα ξέρει ακόμα και ο Erik, οπότε όταν τελικά βρήκαν μια καινούρια Panigale που απέδωσε σχεδόν δύο ίππους λιγότερους, πείσθηκε ότι η Ducati δεν μαγειρεύει τα νούμερα και τους έδωσε την EBR 1190RX για δοκιμή. Από έναν έως τέσσερις ίππους, είναι μια φυσιολογική απόκλιση από μοτοσυκλέτα σε μοτοσυκλέτα, ακόμα και ανάμεσα σε αυτές που βγαίνουν διαδοχικά από τη γραμμή παραγωγής!

Λάδι στη φωτιά όμως, με τον τρόπο της, έριξε και η αντιπροσωπία της Ducati, όταν πληροφορήθηκε το λόγο που κάποιος έψαχνε σε όλη την Αμερική μια Panigale για δοκιμή, αλλά όχι από τα μοντέλα test-ride που στέλνει στους ντίλερ η ίδια . «Εμείς είμαστε ένα πολύ μικρό εργοστάσιο, και να θέλαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, δεν έχουμε τους πόρους!», ήταν η δήλωσή τους.

Πράγμα που ως δήλωση, είναι εξίσου ανόητη με την ίδια την απαίτηση του Erik Buell. Δεν χρειάζεσαι "πόρους" για να πειράξεις μια χαρτογράφηση. Απλά θέλεις λίγο χρόνο! Στο τέλος θα έχεις βέβαια χαλάσει την απόδοση στις χαμηλές στροφές και θα έχεις αλλοιώσει προς το χειρότερο την συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας. Όμως θα έχεις ένα μεγαλύτερο απόλυτο νούμερο ιπποδύναμης, αφού αυτό ήταν το μόνο που πραγματικά θέλεις σε αυτή την περίπτωση. Επίσης από την απάντηση της εκεί αντιπροσωπίας της Ducati, είναι σαν να υπονοείται πως αν είχαν μεγαλύτερο κύκλο εργασιών, τότε αυτή θα ήταν μια πρακτική που θα ακολουθούσαν. Όλα αυτά σε κάνουν καταρχήν να αναρωτιέσαι σε ποια χρονολογία ζεις. Γιατί παλιότερα ίσως πράγματι οι εταιρίες να έκαναν τόσα κι άλλα τόσα, όμως ο κόσμος της μοτοσυκλέτας έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Άλλαξε τόσο που έγινε αγνώριστος.

Ο Erik Buell λοιπόν δήλωσε εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι κανένας δεν "κλέβει" και παραδέχτηκε ότι ο δικύλινδρος της Ducati είναι πιο αποδοτικός από αυτό που πίστευε. Το θέμα μας όμως είναι ότι αυτή η συμπεριφορά δεν οδηγεί πουθενά. Κλέβει ενέργεια και χρόνο, όταν σε αυτό το επίπεδο επιχειρηματικότητας, που τα πάντα περνούν από το χέρι ενός ανθρώπου, αυτά τα δύο είναι ότι πιο σημαντικό έχει. Ο Erik Buell είναι απίστευτα αισιόδοξος, και όταν δεν του βγαίνουν τα σχέδια (συχνό φαινόμενο στους υπεραισιόδοξους) ρίχνει το φταίξιμο αλλού, αντί να οπισθοχωρήσει λίγα βήματα, αναλύοντας τα λάθη του για να συνεχίσει εκ νέου. Αυτό μας διδάσκει η πιο πάνω ιστορία, και γενικότερα η δημιουργία και το τέλος της Buell.

Όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στην κατασκευή μοτοσυκλετών, εμπιστεύτηκε έναν εκπληκτικό στη μηχανολογία Άγγλο, αλλά τρομερά τσαπατσούλη που αποδεδειγμένα δεν κατασκεύαζε αξιόπιστους κινητήρες. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τον Erik να αγοράσει όλο το στοκ, καθώς και τα δικαιώματα παραγωγής, όταν η Αγγλική αυτή εταιρία αναγκάστηκε να κλείσει. Ήταν αισιόδοξος ότι θα καταφέρει να φτιάξει σωστά όλους τους στοκ κινητήρες, και μετά να βγάλει στην παραγωγή την επόμενη γενιά αυτού του δίχρονου, χωρίς να παρουσιάζει τα ίδια προβλήματα. Δεν τα κατάφερε ποτέ. Στο τέλος επέστρεψε στην H-D που ανέλαβε να γίνει μέτοχος στην Buell και μετά από μια σειρά "αναποδιών" του Erik, να την εξαγοράσει πλήρως το 2003. Το 2009, ένα χρόνο μετά από την οικονομική κρίση που χτύπησε την Αμερική, η H-D έκλεισε την Buell ρευστοποιώντας το στοκ. Ο Erik πήρε 13 υπαλλήλους και ξεκίνησε την κατασκευή μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας βγάζοντας αρχικά εκατό κομμάτια στην παραγωγή, για να μπορεί να αγωνιστεί με αυτή, και τώρα προχωρά στο επόμενο βήμα. Κάνει ουσιαστικά τον τρίτο, ολόιδιο, ομόκεντρο κύκλο, σε ότι αφορά το δικό του κομμάτι στην ιστορία της μοτοσυκλέτας. Ακολουθεί τα ίδια πάντα βήματα με το πείσμα του Wile E.Coyote που κυνηγά τον Road Runner, αλλά ο μόνος τρόπος να επιτύχει, είναι να σταματήσει να πιστεύει ότι όλοι τον υπονομεύουν και να επικεντρωθεί σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα, ειδικά τώρα που ετοιμάζεται για νέο ξεκίνημα στο WSBK!

Η παραπάνω ιστορία έχει ωστόσο τεράστια βαρύτητα για εμάς εδώ στην Ελλάδα. Γιατί απλούστατα δεν διαφέρει από τον κυρίαρχο τρόπος σκέψης των εγχώριων επιχειρηματιών! Μακάρι να αποτελέσει παράδειγμα αποφυγής. Γιατί κι εδώ, με την πρώτη αναποδιά εκτοξεύει κανείς κάθε είδους δικαιολογίες, απειλές και κατηγορίες προς κάθε κατεύθυνση. Σπάνια ακούς: "έκανα εκείνο και εκείνο το λάθος". Απεναντίας ακούς: "Αν δεν ήταν αυτός έτσι, αν ο άλλος δεν με τάιζε γιουβέτσι, και αν ο καιρός δεν είχε βρέξει, θα ήμουν τώρα πλούσιος". Με την ίδια επίσης ευκολία ακούμε κατά καιρούς να εκτοξεύονται κατηγορίες και σε πρόσωπα μεμονωμένα: "Διάβασα μια πρόταση από μία δήλωση του τάδε, και κατάλαβα από εκεί ότι υποστηρίζει τον δείνα!" Ας μην γινόμαστε Erik Buell, και μέγιστοι αναλυτές των πάντων, ας παραδεχτούμε ότι δεν μπορούμε να τα ξέρουμε όλα, και ας επικεντρωθούμε σε αυτό που κάνει ο καθένας μας καλύτερα. Θα εξελιχθούμε πολύ πιο γρήγορα…

Ετικέτες