Yamaha & MOTO - Βίοι παράλληλοι: Η σχέση μας μέσα από την ιστορία του περιοδικού

Διαμορφώνοντας μοτοσυκλετιστική κουλτούρα
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

19/9/2019

Φέτος είναι η χρονιά που η Yamaha γιορτάζει τη "Χρυσή Επέτειο" (Golden Jubilee που λένε και οι Αγγλοσάξονες…) παρουσίας της στην Ελλάδα. Μισός αιώνας Ιστορίας που συνέβαλε το μέγιστο στην διαμόρφωση της μοτοσυκλετιστικής κουλτούρας στην χώρα μας. Από αυτά τα 50 χρόνια, τα 34 διανύθηκαν σε βίους παράλληλους με το ΜΟΤΟ, μια κοινή πορεία που σηματοδοτήθηκε από σημαντικές συνεργασίες και ορόσημα που διαμόρφωσαν το μοτοσυκλετιστικό σκηνικό στην Ελλάδα. Ενίοτε είχαμε και προστριβές αλλά και έντονες διαφωνείες. Περάσαμε χρονιές που τσακωθήκαμε με την Yamaha μετά από δοκιμή μας, αλλά -το πιο σημαντικό- τσακωθήκαμε και ΓΙΑ την Yamaha. Ας τα θυμηθούμε.

Τα τέλη της δεκαετίας του '60 και οι απαρχές της δεκαετίας '70 δεν ήταν και η ιδανικότερη εποχή στο ταραγμένο περιβάλλον της Ελλάδας, για επιχειρηματικές δραστηριότητες. Πόσο δε μάλλον για την αγορά μοτοσυκλέτας, σε μια χώρα που ο μοτοσυκλετιστικός πολιτισμός ήταν… έτη φωτός πίσω από την υπόλοιπη Ευρώπη. Κι όμως, αυτό το εχθρικό περιβάλλον και οι αντιξοότητες δεν πτόησαν την εταιρεία των αδερφών Ηλιόπουλοι, που ανήκε στον όμιλο επιχειρήσεων της οικογένειας Κυριακοπούλου, από το να πάρουν την αντιπροσώπευση των μοτοσυκλετών της Yamaha για την Ελλάδα. Ήταν μια απόφαση βασισμένη περισσότερο στο συναίσθημα και το ένστικτο, παρά στα στεγνά επιχειρηματικά κριτήρια και την αποτρεπτική αλήθεια των αριθμών. Η ευτυχής συγκυρία όμως, ήταν ότι πέρα από τους ανθρώπους που είχαν στα χέρια τους το "τιμόνι" της εταιρείας, συγκεντρώθηκαν στελέχη και εργαζόμενοι που τους διακατείχε το ίδιο πνεύμα, η ίδια "τρέλα" για τα προϊόντα του Iwata. Άνθρωποι που ακόμη και μετά από 50 χρόνια, λένε ότι η Yamaha είναι συνώνυμο της ίδιας τους της ζωής.


Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν στα πρώτα τους βήματα, αλλά και στην μετέπειτα πορεία, ήταν πολλές και δυσανάλογες με το μέγεθος της εταιρείας. Το χείλος της καταστροφής ήταν ορατό ουκ ολίγες φορές, αλλά σε κάθε περίσταση το πείσμα, η θέληση και το πάθος αποδείχτηκαν αποτελεσματικότερα από τις συνθήκες και τους παράγοντες της αγοράς. Βλέπετε, οι εταιρείες δεν είναι τα μηχανήματα και οι εγκαταστάσεις, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι, και στην συγκεκριμένη περίπτωση η αντιπροσωπεία της Yamaha είχε "τραβήξει λαχείο". Πέρα όμως από την αντιμετώπιση των δυσκολιών, σε κάθε βήμα και επιχειρηματική κίνηση της εταιρείας, ήταν εμφανές ότι το ανθρώπινο δυναμικό είχε ανοιχτούς ορίζοντες, δεν φοβόταν το ρίσκο αλλά ούτε και το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτούνταν. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο, η ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε. σήμερα και οι… πρόγονοί της στο παρελθόν, ξεχώριζαν και ξεχωρίζουν για την έφεση στην πρωτοπορία και τις καινοτομίες, για την πλούσια δραστηριότητα έξω από τις συμβατικές μεθόδους και την διαρκή αναζήτηση νέων δρόμων, κάτι που όπως επιβεβαιώθηκε και κατά την διάρκεια του εορτασμού στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια της Yamaha στην Ελλάδα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αναγνωρίστηκε και χειροκροτήθηκε σχεδόν από όλους τους ανταγωνιστές της.

Οι εταιρείες δεν είναι τα μηχανήματα και οι εγκαταστάσεις, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι

Κοινή πορεία
Αυτά τα στοιχεία της διαρκούς αναζήτησης, της άρνησης για συμβιβασμό με κάτι λιγότερο από το καλύτερο και το πάθος για τις μοτοσυκλέτες, ήταν τα κοινά στοιχεία με την φιλοσοφία του περιοδικού, το οποίο άρχισε την δική του "περιπέτεια" λίγα χρόνια αργότερα στην ελληνική αγορά μοτοσυκλέτας. Όπως ακριβώς συνέβη και στο ξεκίνημα της Yamaha στην Ελλάδα, έτσι ακριβώς και το ΜΟΤΟ έπεσε κατευθείαν σε βαθιά και αχαρτογράφητα νερά. Στο επίπεδο με το οποίο θέλαμε να εργαστούμε, δεν υπήρχε τίποτε αντίστοιχο στο παρελθόν που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ως πεπατημένη κι έπρεπε να ανακαλύψουμε –ή ακόμη και να δημιουργήσουμε- διαδικασίες από την αρχή, δίχως την πολυτέλεια της αποτυχίας. Κοινός παρονομαστής η μεγάλη προσπάθεια και ο τρόπος σκέψης "έξω από το κουτί". Λογικό και επόμενο λοιπόν οι πορείες της Yamaha και του ΜΟΤΟ να κινηθούν σε παράλληλες τροχιές με συνεργασίες που αποτέλεσαν ορόσημα στην Ιστορία της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, μέσα από μια σχέση που βασίστηκε στην ειλικρίνεια και την εντιμότητα, με επιτυχίες αλλά και… συγκρούσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε υγιή σχέση.


Η Yamaha ήταν η πρώτη –και από τις λίγες για αρκετό διάστημα- αντιπροσωπείες που οργάνωναν δημοσιογραφικές αποστολές στο εξωτερικό για την παρουσίαση νέων μοντέλων. Φυσικό επόμενο λοιπόν, η πρώτη αποστολή του ΜΟΤΟ να είναι η παρουσίαση των Yamaha του 1987, στην πίστα Paul Ricard τον Δεκέμβριο του '86. Τα FZR1000, FZ750, FZX750 και TZR250 ήταν οι πρώτες μοτοσυκλέτες που οδηγήσαμε στο εξωτερικό, και προς επίρρωση όσων γράφουμε παραπάνω, αυτό έγινε την εποχή που άρχισε να επιβάλλεται ο Φ.Π.Α. και που όλες οι αντιπροσωπείες ανέμεναν περικοπή εσόδων με αντίστοιχη περικοπή δαπανών! Σ' αυτή την πρώτη κιόλας συμμετοχή  μας σε παρουσίαση μοτοσυκλετών στο εξωτερικό, έγραφε –τότε- ο Χρίστος Χατζάρας και πώς το αμοιβαίο όφελος και των δύο πλευρών -ύλη και ενημέρωση του κοινού για το περιοδικό, συγκέντρωση πολύτιμων πληροφοριών και δημοσιότητα για την εταιρεία- είναι ουσιαστικά εχέγγυο και για την αντικειμενικότητα της δημοσιογραφικής άποψης, κάτι που μόνο κακό δεν κάνει να το υπενθυμίζουμε όποτε υπάρχει ευκαιρία…

 
Η πρωτοπορία της Yamaha όμως δεν περιοριζόταν στις αποστολές, αλλά και στην ουσιαστική προσφορά στους αναβάτες που εμπιστεύτηκαν τα προϊόντα της. Από την άλλη, το ΜΟΤΟ ήταν από τα μέσα του ειδικού τύπου με την πιο έντονη και συστηματική προσέγγιση σε θέματα εκπαίδευσης και οδικής ασφάλειας, οπότε η συμμετοχή μας στο Yamaha Advance Riding Course στο Nürburgring ήταν δεδομένη. Η Yamaha πρόσφερε την μοναδική ευκαιρία για εκπαίδευση υψηλού επιπέδου σε λίγους και τυχερούς ιδιοκτήτες της σειράς "R" από όλη την Ευρώπη και η μεγάλη επιτυχία της αντιπροσωπείας ήταν ότι κατάφερε να εξασφαλίσει θέσεις και για αναβάτες από την Ελλάδα, έστω και αν τα νούμερα της ελληνικής αγοράς μπορεί να μην δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο. Πάνω στη σέλα του πρώτου supersport long term test που είχε δοθεί σε περιοδικό (ένα Yamaha R6 το οποίο είχε ήδη ταξιδέψει για πρώτη φορά στο Nürburgring την προηγούμενη χρονιά) ακολουθήσαμε την ελληνική αποστολή, περάσαμε το τριήμερο σχολείο και κάναμε όλους τους αναγνώστες μας… συνεπιβάτες στην "Πράσινη Κόλαση".

Με το άρθρο του Nurburgring κάναμε τους αναγνώστες μας... συνεπιβάτες στην "Πράσινη Κόλαση"!

Ορόσημα και… φουρτούνες!
Μέσα σε αυτή την παράλληλη πορεία των 34 ετών, πέρα από τις συμμετοχές σε αποστολές και την ζωντανή σχέση που έχει κάθε περιοδικό με τις αντιπροσωπείες μοτοσυκλετών, δεν ήταν λίγες οι φορές που κάναμε και τις λεγόμενες ειδικές ενέργειες (άρθρα ή άλλου τύπου projects δηλαδή), με στόχο να προσφέρουμε κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό στους αναγνώστες μας. Σε αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονταν και οι φάκελοι των εργοστασίων. Πρόκειται για μια σειρά ειδικών άρθρων μέσα από τα οποία γινόταν ολοκληρωμένη παρουσίαση μιας εταιρείας, από την ιστορία της στην παραγωγή και τους αγώνες, μέχρι τα ορόσημά της και συνεντεύξεις από τους ανθρώπους της, με επισκέψεις στα εργοστάσια και τις εγκαταστάσεις τους.

Ο "Φάκελος Yamaha" ήταν από τους πιο ενδιαφέροντες και πιο άρτιους συγγραφικά, χάρη στην συνεργασία της ελληνικής αντιπροσωπείας που εξασφάλισε τις επαφές για να επισκεφθούμε το εργοστάσιο και τα κεντρικά γραφεία στο Iwata της Ιαπωνίας. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, με πρόσβαση σε θεωρούμενα άβατα μέχρι εκείνη την εποχή, που αποκάλυψε τον πυρήνα της Yamaha στο ελληνικό μοτοσυκλετιστικό κοινό και όχι μόνο. Η επίσκεψη μάλιστα τότε, το μακρινό 1995, συνέπεσε και με την επέτειο των 40 χρόνων από την ίδρυση της εταιρείας, με αποτέλεσμα την δημοσίευση ενός πολύτιμου αρχειακά υλικού, το οποίο αποτελεί μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς για αντίστοιχα άρθρα.


Μία ακόμη από τις σημαντικότερες συνδέσεις του ΜΟΤΟ με τα ορόσημα της Yamaha –που στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν και ορόσημο για το ελληνικό μοτοσυκλετιστικό γίγνεσθαι- έγινε με αφορμή την αλλαγή γενιάς των θρυλικών ΧΤ το 2004. O "Φάκελος ΧΤ" ήταν αποτέλεσμα μιας τιτάνιας προσπάθειας, τόσο από πλευράς της συντακτικής ομάδας του περιοδικού, όσο και των ανθρώπων της ελληνικής αντιπροσωπείας, όπου με κεντρικό άξονα το πρώτο ΧΤ660 γράφτηκε ένα μεγάλο αφιέρωμα για την μοτοσυκλέτα που έγινε σήμα κατατεθέν για πολλές γενιές. Εκτός από την Ιστορία, την δοκιμή (και συγκριτικό) και συνεντεύξεις ιδιοκτητών ΧΤ, καταφέραμε να εξασφαλίσουμε πρόσβαση στις γραμμές παραγωγής του εργοστασίου της MBK (ιδιοκτησίας Yamaha) στη Γαλλία και να λάβουμε μέρος στην παραγωγική διαδικασία ενός ΧΤ660, ενώ δημοσιεύσαμε και μία άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα γύρω από την εξέλιξη του ΧΤ, μέρος της οποία είχε γίνει και στην Ελλάδα.

Στο συγκεκριμένο τεύχος μάλιστα, είχαμε ως επιπλέον ύλη για τους αναγνώστες μας, ΟΛΟ το press kit του ΧΤ660 μεταφρασμένο στα ελληνικά, καλύπτοντας ολοκληρωτικά το κεφάλαιο "ΧΤ". Να σημειώσουμε εδώ, ότι μιλάμε για μια εποχή που το internet δεν ήταν τόσο διαδεδομένο ούτε είχαν όλοι εύκολη πρόσβαση, οπότε μια τέτοια παροχή (ειδικά σε ένα κοινό τόσο μεγάλο όσο αυτών των ιδιοκτητών ΧΤ) ήταν σημαντική σε όσους ήθελαν πληροφορίες που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν.
Και επειδή πλέον έχουν περάσει και 15 χρόνια από τότε, μπορούμε να αποκαλύψουμε και αρκετό από το παρασκήνιο του project, όπως το FBI και η CIA αποχαρακτηρίζουν απόρρητα έγγραφα μετά το πέρασμα συγκεκριμένου διαστήματος… Τότε λοιπόν –κι ενώ ήταν ξεκάθαρο ότι το press kit ήταν εξτρά ύλη από αυτή του περιοδικού -προσθέσαμε δηλαδή σελίδες στα πλαίσια της διαφημιστικής προώθησης που είχε επιλέξει η Yamaha- υπήρξε ωστόσο έντονη αντίδραση από τις ανταγωνιστικές αντιπροσωπείες.

Το θέμα δεν ήταν ότι δεν ήμασταν αντικειμενικοί, καθώς τόσο η δοκιμή όσο και το συγκριτικό έγιναν με τις ίδιες αξίες και στα πρότυπα που πάντοτε χαρακτηρίζουν το ΜΟΤΟ (άλλωστε δεν υπήρχαν ενστάσεις επ' αυτού), αλλά οι υπόλοιπες εταιρείες θεώρησαν ότι με αυτόν τον τρόπο "βαφτήκαμε" ως οπαδοί της Yamaha με μια ενέργεια που ήταν προκλητική. Βέβαια, κανείς από τους "κατήγορους" του τότε δεν ανέφερε ότι παρόμοιες προτάσεις για άρθρα και φακέλους είχαν γίνει σε όλες τις αντιπροσωπείες –που για τους δικούς τους λόγους δεν προχώρησαν- και φυσικά εκ του αποτελέσματος και της ανταπόκρισης που είχε στο αναγνωστικό κοινό αντιλήφθηκαν την ευκαιρία που έχασαν, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν το λάθος με κατηγορίες που έπεσαν τελικά στο κενό.

Υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις που σταμάτησαν –μονόπλευρα- την μεταξύ μας συνεργασία για ένα διάστημα, κόβοντας τις διαφημίσεις και την παραχώρηση μοτοσυκλετών για τεστ, θεωρώντας ότι έτσι θα μας "τιμωρούσαν" για τις επιλογές μας. Περιττό να πούμε ότι οι συγκεκριμένες τακτικές τιμωρίας και εκβιασμού δεν μας πτόησαν και έφεραν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, όπως απέδειξε η Ιστορία… Ακόμη και πωλητές σε καταστήματα άλλων εταιρειών προσπαθούσαν να εμφανίσουν την συγκεκριμένη ενέργεια ως μεροληπτική αντιμετώπιση από πλευράς μας, καθώς ορισμένοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν (αυτό συνέβη και σε μικρή μερίδα των αναγνωστών μας), ότι το press kit ήταν κάτι έξτρα και όχι ύλη του περιοδικού. Στον απόηχο αυτής της διαμάχης υπάρχει ακόμη και τώρα κάποιος που μπορεί να πει "τότε το ΜΟΤΟ με το ΧΤ και τις πολλές σελίδες..." αναβιώνοντας ουσιαστικά την προπαγάνδα του τότε ανταγωνισμού.


Επειδή όμως, όπως αναφέραμε και παραπάνω, η σχέση μας με την Yamaha ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίχθηκε μέσα από πολλές φάσεις, οι προστριβές και οι διαφωνίες δεν αφορούσαν μόνο τους ανταγωνιστές τους, αλλά και εμάς τους ίδιους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που προέκυψαν σημαντικά ζητήματα διαφωνίας, όπως το περίφημο ABS του Fazer 1000, που όπως πάντα, πρώτοι αναδείξαμε και αναφέραμε δημόσια μέσα από άρθρα στο περιοδικό, με απόλυτα εμπεριστατωμένα στοιχεία. Υπήρξε μάλιστα και μια δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του περιοδικού και του τεχνικού Τμήματος της Yamaha, πάντα όμως μέσα σε κόσμια και επαγγελματικά πλαίσια, με απόλυτη δικαίωση την βελτίωση της μονάδας του ABS στα Fazer της επόμενης γενιάς.
Υπήρξαν κι άλλα πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η συνεργασία μεταξύ του περιοδικού και της Yamaha δεν ήταν πάντα με… κερασάκια, αλλά είχε και πικραμύγδαλα, όπως η περίπτωση του μπροστινού της πρώτης γενιάς των Tracer 900, που το αναδείξαμε ξανά πρώτοι ως θέμα και που επιβεβαιωθήκαμε απόλυτα από την αλλαγή των γεωμετρικών χαρακτηριστικών στο Tracer του 2018. Το παράξενο θα ήταν βέβαια να μην συνέβαινε αυτό… Έτσι συμβαίνει στις σχέσεις που εξελίσσονται και εδραιώνονται με το πέρασμα του χρόνου, με τους βίους να συνεχίζουν να κινούνται σε παράλληλες πορείες.

Για του λόγου το αληθές, η τωρινή περίοδος είναι μια περίοδος "ταραγμένη", μιας και η ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ αποφάσισε να μην στείλει το ΜΟΤΟ στην παρουσίαση του νέου Yamaha YZF-R1, με αποτέλεσμα να μπαίνουμε για άλλη μια φορά σε μια διαδικασία διαμαρτυρίας... Όπως προαναφέραμε όμως, τέτοιες καταστάσεις είναι αναμενόμενες και εποικοδομητικές για το μέλλον της συνεργασίας μας, ενώ αποτελούν λεπτομέρειες μπροστά στα πραγματικά δύσκολα προβλήματα που κλήθηκε η Yamaha να αντιμετωπίσει. Επιγραμματικά να αναφέρουμε την περίπτωση που την έφτασε στα όρια της οικονομικής καταστροφής, με την οικογένεια Κυριακόπουλου να επενδύει ακόμη περισσότερα χρήματα προκειμένου να ξεπεραστεί ο σκόπελος, ενώ υπήρχαν και παράγοντες που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και που προκάλεσαν σοβαρά πλήγματα στην εταιρεία. Τέτοιες ήταν οι επιπτώσεις από τον καταστροφικό σεισμό της Αθήνας το 1999, όπου το κτίριο που στεγαζόταν τότε η ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ στο 12ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας υπέστη τρομακτικές ζημιές, ευτυχώς χωρίς ανθρώπινα θύματα. Τότε, με μια γενναία απόφαση της κυρίας Κυριακοπούλου που είχε τα ηνία στα χέρια της, επενδύθηκαν κάτι λιγότερο από δύο δισεκατομμύρια δραχμές για να ξαναχτιστεί από την αρχή ουσιαστικά το κτίριο και να γίνει μια ακόμη επανεκκίνηση στην Ιστορία της αντιπροσωπείας, όταν λίγα χρόνια πιο πριν είχαν καταστραφεί εξαιτίας μιας πυρκαγιάς οι αποθήκες της επί της οδού Αγίας Άννης. Κι όμως, μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες που ενδεχομένως να σήμαιναν το τέλος για άλλα επιχειρηματικά σχήματα, η ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ παραμένει ένας από τους ισχυρότερους "παίκτες" στην ελληνική αγορά, με δικές της ιδιόκτητες εγκαταστάσεις πλέον στον Ασπρόπυργο, με τον κ. Πάρη Κυριακόπουλο στο τιμόνι της εταιρείας να σηματοδοτεί τη νέα γενιά, και με τα μάτια σε ένα μέλλον με ορθάνοιχτους ορίζοντες.

Αφιέρωμα Giuseppe Mori: Ο "πρεσβευτής" των αφανών ηρώων!

Ο σπουδαίος ρόλος των μικρών μοτοσυκλετιστικών βιοτεχνιών
12/11/2020

Ο Δημόκριτος είχε πει πως υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η γνήσια (σαφής) και η σκοτεινή (ασαφής). Με την έλευση του κορωνοϊού διανύουμε μια πρωτοφανή περίοδο ανασφάλειας και παραφιλολογίας. Ο καθένας βέβαια είναι ελεύθερος να πιστεύει ότι θέλει. Το σημείο όμως που ενοχλεί, είναι άτομα που με την απουσία γνώσης προσπαθούν να διαδώσουν/επιβάλλουν λανθασμένες και επικίνδυνες απόψεις. Όντας, αν μη τι άλλο, ένας ορκισμένος μοτοσυκλετιστής και φίλος της δίκυκλης ιστορίας, θα αναγάγω το παραπάνω παράδειγμα στον κόσμο της μοτοσυκλέτας που η παραφιλολογία πολλές φορές δίνει και παίρνει και συχνά θίγει επαγγελματίες και εταιρείες.

"Μην πάτε στον "Χ" μηχανικό, μου χάλασε τη μοτοσυκλέτα μου", παράκουσα από την στεντόρεια φωνή ενός θαμώνα καφετέριας και ευθύς έστρεψα τα ώτα μου προς το τραπέζι του. Το γεγονός ότι υποστήριζε, με στόμφο, την αναξιοπιστία των Ducati, κρατούσε το ενδιαφέρον των ακροατών του (που φαίνονταν λιγότερο "τριμμένοι" στο θέμα μοτοσυκλέτας), αλλά και το δικό μου αμείωτο. Ήταν φανερό πως είχε μετανιώσει πικρά για την αγορά ενός μεταχειρισμένου 749. Απ’τον πομπώδη μονόλογό του, προέκυψε ότι το συγκεκριμένο 749 των 2.500 ευρώ, πήρε ζωή μετά από τέσσερα χρόνια ακινησίας. Η επισκευή είχε γίνει σ’ έναν συνοικιακό μηχανικό –διότι, όπως υποστήριξε, τα επίσημα δίκτυα υπερχρεώνουν- και από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι το γερασμένο ιταλικό supersport "ψηνόταν" στην κίνηση του αθηναϊκού κέντρου καθημερινά. Σε συνέχεια της συζήτησης με τους φίλους του ακούστηκε και το cliché πλέον KTM = Κάθε Τρίτη Μάστορα. Και ενώ φαινόταν τα επιχειρήματα του να κερδίζουν έδαφος με τους φίλους του, κάπου δεν άντεξα και ενήργησα ως ελατήριο: "Κανείς δεν σου φταίει φίλε μου, ούτε ο μηχανικός, ούτε η Ducati. Απλά έχεις άγνοια."

Άκομψη απάντηση από κάποιον άγνωστο που δεν του απηύθυναν ποτέ το λόγο, αλλά με ώθησε το ακράδαντο πιστεύω μου για την αξία της έρευνας. Μόνο έτσι μπορούμε να εξετάσουμε και να προσεγγίσουμε υπο το σωστό πρίσμα τις όποιες μοτοσυκλετιστικές θεωρίες, για να διευρυνθεί η οπτική μας. Και σήμερα, σαν παράδειγμα, θα φέρω τις παρεξηγημένες μικρές εταιρείες όπως την Ηοrex, Fantic, Bimota κλπ. πoυ δέχονται τα πυρά για τα μικρά δίκτυα πώλησης, την αναξιοπιστία, τη μη χρηστικότητα, τη δυσκολία εύρεσης ανταλλακτικών και άλλα τόσα, που ναι μεν δεν είναι πάντα ανυπόστατα, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που κάποια πράματα είναι απλά μύθοι – τροφή για μηρυκαστικά.

Θα πρέπει πάντως να δεχτούμε, ότι τέτοιου είδους εταιρείες παράγουν μοτοσυκλέτες που στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένες αγορές (niche markets αγγλιστί), απαιτούν πολύ συνειδητοποιημένο πελατολόγιο, και λόγω του μικρού τους μεγέθους, έχουν την τάση να γίνονται προσωποκεντρικές: εννοώντας ότι, οι πιστοί ακόλουθοι τους εκτιμούν πέρα από το προϊόν, το όραμα, το θάρρος και την επιμονή των ανθρώπων που εργάζονται γι αυτές και που μάχονται καθημερινά με τους λογιστές για να καταφέρουν να φτάσουν αυτές οι ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες στην αγορά.

Ο Massimo Tamburini (αριστερά) με τον Giuseppe Morri (δεξιά) ήταν οι πραγματικοί ιδρυτές της Bimota Meccanica

 

Για να γίνω κατανοητός, θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Giuseppe Morri, συνιδρυτή της Bimota, μιας εταιρείας που με δύο πτωχεύσεις (2003 και 2015) και την περιορισμένη, σε βεληνεκές, επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει πέσει θύμα λοιδορίας ουκ ολίγες φορές. Αλλά, επιτρέψτε μου, να εμβαθύνω λίγο και θα καταλάβετε γιατί ο φανταστικός και αξιέπαινος κύριος Morri, έκανε την πολύ μικρή Bimota ξακουστή σε όλον τον κόσμο και γιατί πρέπει να εκτιμούμε την ύπαρξη εταιρειών σαν και αυτήν.

Η Bimota ξεκίνησε ως μια τοπική εταιρεία στο Rimini της Ιταλίας που δεν είχε καμία σχέση με την παραγωγή μοτοσυκλετών, αλλά εξειδικευόταν στην κατασκευή συστημάτων κλιματισμού. H Idrotermica Bimota ιδρύθηκε στις 15 Μαίου του 1966 από τους Valerio Bianchi, Giuseppe Morri και Massimo Tamburini. To Bimota προέκυψε από τα αρχικά των επωνύμων των ιδρυτών της (BIanchi, MOrri, ΤAmburini) με τον τελευταίο να εξελίσσεται μελλοντικά στον superstar σχεδιαστή του Cagiva Group (αργότερα MV Agusta Group) -υπεύθυνο για σημαντικές δημιουργίες όπως το Cagiva Mito, το Cagiva C589, το Ducati 916 και τα MV Αgusta F4/Brutale.

Στην περίοδο της Idrotermica Bimota, ο Tamburini έχει ήδη επιδείξει το ταλέντο και την ικανότητά του στο να δίνει λύσεις ακόμα και στις πιο δύσκολες αναθέσεις, καθώς και την τρομακτική προσήλωση και τελειομανία στη δουλειά του. Οι ικανότητές του, σε συνδυασμό με την έντονη prima donna προσωπικότητα, αλλά και τις "σκαστές" που έκανε από την δουλειά για να ασχοληθεί με τις μοτοσυκλέτες του, θα ωθήσει τον Ιούνιο του 1972 έναν εκνευρισμένο Bianchi (που ήταν εξάδελφος του Morri) εκτός εταιρείας, πρωτού καν η Bimota αρχίσει να δραστηριοποιείται στον κόσμο της μοτοσυκλέτας.

Αυτό θα αφήσει τον Morri μόνο (που μέχρι τότε είχε μια Vespa 150 και αραιά και που παρακολουθούσε αγώνες μοτοσυκλέτας στην περιοχή της Αδριατικής) στο έλεος του βαθύτατα φανατικού μοτοσυκλετιστή Tamburini, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα στο Misano με ένα Honda CB750, τον Σεπτέμβριο του 1972, έπεισε τον συνέταιρό του ότι μπορούσε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει ένα καλύτερο πλαίσιο, που θα λειτουργούσε και σαν διαφήμιση για την εταιρεία τους.

To εργοστάσιο της Bimota το 1979

 

Έτσι φτάνουμε στην ίδρυση της Bimota Meccanica το 1973. Με τoν Tamburini αποκλειστικά στα ηνία του τεχνικού σχεδιασμού (o Μorri είχε αναλάβει την διοίκηση της εταιρείας), μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα διατίθενται προς πώληση κιτ, αλλά και ολόκληρες μοτοσυκλέτες με επαναστατικές τεχνολογικές λύσεις (βλέπε μοντέλα όπως το YB1, KB2, HDB1 κ.λ.π).

Από το 1977, πεπεισμένοι πλέον για τις προοπτικές της Bimota Meccanica, oι Morri και Τamburini σταματούν την ενασχόληση με τους κλιματισμούς και εστιάζουν αποκλειστικά στην παραγωγή μοτοσυκλετών, παρά τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Τι είδους δυσκολίες; Παραδείγματος χάριν, εκείνη την χρονιά, εξαιτίας ενός νομικού πλαισίου που τροποποίησε η ιταλική κυβέρνηση, 200 κινητήρες της Suzuki που προορίζονταν για το νέο SB2 "κόλλησαν" στο λιμάνι του Livorno και εστάλησαν πίσω στην Iαπωνία, με κίνδυνο η Bimota να χάσει 50% τoυ ετήσιου τζίρου της και να ακυρώσει όλη την παραγωγή των SB2 (που είχε παραγγείλει η Saiad –o Iταλός αντιπρόσωπος της Suzuki). Προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα νιώθατε αν κλείνατε μια υγιή και "σίγουρη" επιχείρηση, όπως η Bimota Idrotermica, για να κρατήσετε τη Δαμόκλειο σπάθη εν ονόματι Bimota Meccanica και έπειτα να λαμβάνατε τα σοκαριστικά νέα του Livorno...

O Virginio Ferrari κατέκτησε το πρωτάθλημα TT F1 το 1987 πάνω σε ένα Bimota YB4

 

Ο Μοrri με τον καιρό κατάλαβε ότι με την επιλογή του να κρατήσει την Bimota Meccanica, τα ανοικτά μέτωπα θα υπήρχαν παντού και πάντα. Tο 1979 με την ένταξη του Αμερικάνου Randy Mamola στην αγωνιστική ομάδα της Bimota, ο δύσμοιρος Μorri ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν ταλαντούχο, αλλά δύστροπο και ανώριμο νεαρό, o οποίος δημιουργούσε μόνιμα προβλήματα. Πέρα από τις συνεχόμενες κλήσεις που λάμβανε η εταιρεία από την τροχαία του Rimini (είχαν παραχωρήσει στον Mamola ένα Fiat 128), o Αμερικάνος αρνιόταν πεισματικά να φορέσει κράνη-σπόνσορες της Bimota, με την δικαιολογία ότι είχαν μόνο ευρωπαϊκή έγκριση τύπου και όχι των ΗΠΑ. Αργότερα, είχε δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα να παραστεί σε δοκιμές, με την δικαιολογία ότι δεν του είχαν ακόμα φέρει την Mustang του. Ακόμα χειρότερα, μετείχε σε αγώνα με εξοπλισμό στα χρώματα παλιότερων χορηγών και όχι της Bimota, γιατί απλά "τον βόλευαν καλύτερα". Και αυτό όχι σ’ έναν οποιονδήποτε τοπικό αγώνα, αλλά στα 200 μίλια της Daytona! Τα αμέτρητα καμώματα του Μamola έμειναν γνωστά στους κύκλους της Bimota ως "mamolata".

H Bimota, παρ' όλα αυτά, επέζησε τη δεκαετία του '70, αύξησε σταδιακά τον αριθμό των διαθέσιμων μοντέλων της και τις νίκες στις πίστες, με αποκορύφωμα το 1980, όπου ο Νοτιοαφρικανός John Ekerold κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα Grand Prix στην κατηγορία των 350 cc. Και αυτό, επτά μόλις χρόνια από την ίδρυση της Bimota Meccanica.

Συνεπώς, η δεκαετία του 1980 φάνταζε πως θα ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, ωστόσο ένα χρόνο μετά στην πίστα της Rieja (πρώην Γιουγκοσλαβία, νυν Κροατία), o Morri γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού δυστυχήματος με τον βίαιο θάνατο του Γάλλου αναβάτη Michel Rougerie που θα τον στιγματίσει για πάντα.

Με την έλευση της νέας δεκαετίας, οι Μorri και Tamburini έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι είναι σημαντικό να διατηρούν την ορμή τους και να εξελίσσουν, μόνιμα, νέα μοντέλα με καινούριες τεχνολογίες, για να μπορούν να βρίσκονται πάντα μπροστά στις εξελίξεις, καθώς ο ιαπωνικός ανταγωνισμός άρχισε να "ξυπνάει" και στο κομμάτι της εξέλιξης πλαισίων.

Το 1983 όμως συνέβη το αδιανόητο: Ο Τamburini αποχωρεί από την Bimota, ενώ προηγουμένως είχαν προηγηθεί κάποια συμβάντα με "περίεργες" συμπεριφορές από μέρους του. Στην πραγματικότητα, ο Tamburini είχε σπάσει κάτω από την πίεση των χρεών, την ανάγκη για αναδιάρθρωση της εταιρείας και την ανάγκη για γρήγορη εξέλιξη νέων μοντέλων. Με το τελευταίο να είναι ευθύνη που βάραινε αποκλειστικά εκείνον.

Ο Morri μένει ξαφνικά "ξεκρέμαστος" από τον άνθρωπο που ουσιαστικά "του είχε φάει τα αυτιά" να δραστηριοποιηθούν στο τομέα των μοτοσυκλετών. Ο ταλαντούχος άνθρωπος και πηγή των πρωτοποριακών ιδεών της Bimota είχε κάνει φτερά για την αγωνιστική ομάδα Gallina του Franco Uncini και λίγο αργότερα (1985), για την ατρωσία και την ευρωστία που του προσέφεραν -μέχρι το τέλος της καριέρας του- οι γαλαντόμοι αδερφοί Castiglioni του Cagiva/MV Agusta Group. Επιπλέον, η έξοδος του από την Bimota κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. O Μοrri είχε να αντιμετωπίσει έναν Tamburini που εκείνη την περίοδο λειτουργούσε αλλοπρόσαλλα.

Το ιδιοφυές Bimota Tesi 1D (1991)

 

Επιπροσθέτως, ο προδομένος Μοrri έπρεπε να βρει άμεσα έναν ικανό αντικαταστάτη, επειδή όλο το image της Bimota βασιζόταν πάνω στην καινοτομία. Aυτό προαπαιτούσε εξαιρετική διαίσθηση για να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος που θα οδηγούσε την Bimota γρήγορα στη μετά Τamburini εποχή. Από την άλλη μεριά, ο Morri έπρεπε να παλέψει για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των προμηθευτών, των αντιπροσώπων, των πελατών και του προσωπικού που μάθαιναν ότι ο "Μίδας" της Bimota αποχωρούσε. Και όλα αυτά, σε μια Bimota που βάδιζε γοργά προς την χρεοκοπία και με έναν Tamburini που ένα χρόνο μετά την αποχώρηση του, εξακολουθούσε να δημιουργεί προβλήματα, νομικής φύσεως και μη. Επιπλέον, ο Morri ήταν ένας τυπικός αφοσιωμένος οικογενειάρχης, πατέρας και σύζυγος, με τις αντίστοιχες βαρύνουσες υποχρεώσεις. Ανακαλώντας εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ο Morri είχε δηλώσει:

"Φτάνοντας στα μέσα Ιουλίου (του 1984) και έχοντας στα χέρια τις οικονομικές καταστάσεις του πρώτου εξαμήνου, μου είχε καταστεί σαφές ότι τα επισφαλή χρέη, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, θα μπορούσαν να κατακλύσουν όλες τις εταιρικές δραστηριότητες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Συμπεριλαμβάνοντας και τους μετόχους! Πέρασα το επόμενο Σαββατοκύριακο στην εταιρεία, εντελώς μόνος, εξέτασα όλες τις πιθανές ευκαιρίες που μπορούσε να σκαρφιστεί ο νους μου. Εκείνες τις ώρες σκέφτηκα επίσης ότι είχα την δυνατότητα να τα παρατήσω όλα, αλλά δεν έχασα ποτέ την πίστη μου στο ότι η Bimota μπορούσε να τα καταφέρει."

Αυτό σκέφτηκε και αυτό έκανε. O Μοrri αντικατέστησε τον Tamburini με τον επίσης ταλαντούχο Federico Martini, προχώρησε με την προτεινόμενη πτυχιακή δύο φοιτητών του Πανεπιστημίου της Bologna (Pierluigi Marconi και Roberto Ugolini) και παρουσίασε το επαναστατικό πρωτότυπο Tesi 400 (που σημαίνει κυριολεκτικά πτυχιακή στα ιταλικά) με το ιδιοφυές εναλλακτικό μπροστινό σύστημα, πετυχαίνοντας να διατηρήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να αποδείξει ότι η Bimota θα επιζούσε και χωρίς τον Tamburini. Παρ' όλα αυτά δεν καταφέρνει να γλιτώσει ολοκληρωτικά την εταιρεία από τον οικονομική κατρακύλα και για τα επόμενα δύο χρόνια η επιχείρησή του μπαίνει σε ελεγχόμενη διαχείριση από το δικαστήριο του Rimini. Εν τούτοις, οι παγωμένες οφειλές, δίνουν χρόνο και ανάσα στο Morri να αναδιαρθρώσει την εταιρεία του.

Το 1985 παρουσιάζει το Bimota DB1, το πρώτο με κινητήρα Ducati, που κάνει θραύση κυρίως στην Ιαπωνική αγορά. Την ίδια χρονιά όμως, και ενώ βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι στο Τόκιο της Ιαπωνίας, ο Morri παθαίνει έμφραγμα. Το βάρος των υποχρεώσεων και η υπεράνθρωπη προσπάθεια τον είχαν καταβάλλει. Αντιθέτως, δεν πτοείται και συνεχίζει ακάθεκτος με έναν χαρακτηριστικό ζήλο.

Το Bimota Tesi 400 κράτησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αμείωτο κατά την έξοδο του Massimo Tamburini από την Bimota

 

Στις 6 Νοεμβρίου του 1986, η Bimota απαλλάσσεται από την ελεγχόμενη διαχείριση και το 1987 ο Virginio Ferrari κατακτά το πρωτάθλημα ΤΤ F1 πάνω σε ένα Bimota YB4 R. Σημαντικές νίκες σημειώνονται και σε άλλα πρωταθλήματα όπως αυτές των Malcolm Tunstall (πρωταθλητής στην κατηγορία Formula 2 στις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα DB1 SR) και του γνωστού δημοσιογράφου Αlan Cathcart στα Pro Twins της Daytona. Με το ΥΒ4, η Bimota εισάγει πρώτη τον ηλεκτρονικό ψεκασμό και τα αλουμινένια twin-spar πλαίσια σε μοτοσυκλέτα παραγωγής, ενώ η εξέλιξη του επαναστατικού Tesi συνεχίζεται.

Το 1989 ο Federico Martini ανακοινώνει στον Morri ότι η Gilera εκδήλωσε ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Ο Morri τον ενημερώνει ότι αν το αποφάσιζε να φύγει, θα ήθελε να το ξέρει νωρίς για βρεθεί αντικαταστάτης. Ο Martini δεν τήρησε την συμφωνία και εντελώς αναπάντεχα μετά την παρθενική νίκη του νεοεισαχθέντα Giancalro Falappa στο Misano, ανακοινώνει την αποχώρηση του. Ο Morri για άλλη μια φορά μένει μόνος ν’ αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αγαπημένη του Bimota, με όλη την πίεση που δέχεται από ένα νεοσύστατο διοικητικό συμβούλιο επενδυτών, που παρακολουθεί κάθε του κίνηση απαιτώντας την απόδοση των επενδύσεών τους. Tελικά τoν Μartini θα τον αντικαταστήσει ο Pierlugi Marconi (ο ένας εκ των δύο φοιτητών που ήταν υπεύθυνοι για το Tesi).

Η ανατολή της δεκαετίας του '90, βρίσκει την Bimota με θετικά πρόσημα στα λογιστικά βιβλία της. Το 1991 και μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια εξέλιξης, η εταιρεία θα παρουσιάσει στην Κολωνία το Tesi 1D παραγωγής, αφήνοντας εμβρόντητο όλον τον μοτοσυκλετιστικό κόσμο, με το καινοτόμο μπροστινό σύστημα που θα μείνει στην ιστορία. Γι' αυτόν το λόγο, το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στις ΗΠΑ είχε στείλει επίσημη πρόσκληση στον Morri για να του απονήμει, τιμής ένεκεν, πτυχίο στη Μηχανολογία, κάτι που σαν πραγματικός gentleman το αρνήθηκε, διότι πίστευε ότι το Τesi ήταν ξεκάθαρα παιδί του Pierluigi Marconi και του Roberto Ugolini. Ένα χρόνο αργότερα θα παρουσιαστεί το "ψεκαστό" YB8 Furano που με τα 164 άλογα ήταν η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα παραγωγής της εποχής της.

Δυστυχώς, τo 1992 μετά από συνεχείς διαφωνίες με το διοικητικό συμβούλιο θα ανακοινώσει την παραίτηση του και θα πουλήσει τις μετοχές του. Ο λόγος; Το συμβούλιο ήθελε να "νερώσει το κρασί" παρουσιάζοντας πιο προσιτά μοντέλα, μεταξύ των οποίων scooter και enduro (το ένα δε συνέβη ποτέ, για το άλλο βλέπε τα πρώτα Vertemati), κάτι που τον έβρισκε απόλυτα αντίθετο, καθώς πίστευε ότι αυτό θα μόλυνε τις πραγματικές αξίες της Bimota.

To SB2 παραλίγο να μην γίνει ποτέ πραγματικότητα λόγω το προβλημάτων στο λιμάνι του Livorno...

 

Ο Walter Martini θα αντικαταστήσει τον Morri στην θέση του CEO της Bimota και το διοικητικό συμβούλιο θα τον αναγκάσει σε μια ήπια αποχώρηση για να μην ταραχτεί η αγορά με την ξαφνική απουσία του. Σε μια ντροπιαστική χειρονομία από μεριάς του διοικητικού συμβουλίου, για όσο o Morri χρειάστηκε να παραμείνει, δεν του διέθεσαν χώρο για δικό του γραφείο. Το 1993, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στην Bimota είχε πλέον αποχωρήσει.

Φυσικά όλα αυτά δεν είναι παρά μια ακραία περίληψη της ιστορίας και όσων έχει πράξει και καταφέρει ο κύριος Morri. Aλλά όσοι δεν συγκινείστε με τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε ένα Bimota, προσπαθήστε να θυμηθείτε ότι πολλές φορές κάποια πράγματα θέλουν μια δεύτερη ή και μια τρίτη ματιά για να τα εκτιμήσουμε όπως τους αξίζει. Μην ξεχνάμε ότι κολοσσοί, όπως η Ducati και η ΚΤΜ, υπήρξαν και αυτοί κάποτε πληβείοι της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά χάρη στους αφανείς ήρωες, σαν τον κύριο Morri της Βimota που δίνουν ψυχή τε και σώματι στα εταιρικά οράματά τους, επέζησαν δύο άκρως σημαντικά brands που ευτυχώς παγιώθηκαν στις αγορές και στη συνείδηση του αγοραστικού κοινού. Και τώρα που η Bimota ξανάνοιξε τις πόρτες της με την βοήθεια της Kawasaki, αναμένουμε με ανυπομονησία τα αποτελέσματα.

Ο Roberto Ugolini (αριστερά) και o Pierluigi Marconi (στη μέση)  ήταν οι δύο φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Bologna, υπεύθυνοι για το Bimota Tesi 400. Eδώ, μαζί με τον Giuseppe Morri έξω από στο εργοστάσιο της Bimota το 1984

Του Αλέξη Στεφανίδη