Ποινικός Κώδικας: Τρία χρόνια φυλακή για σούζες – Αυστηρότερα αλλά όχι σκληρά για τους κλέφτες!

Βγαίνεις την επόμενη ημέρα της σύλληψης αν κλέψεις μοτοσυκλέτα
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/11/2019

Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Τεύχος Α’ 180/2019 ο Νόμος 4637/2019 - Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις στον οποίο αν δεν ρίξεις προσεκτική ματιά, θα βγάλεις λάθος συμπέρασμα.

Καταρχήν όλες αυτές τις ημέρες στην γενική ειδησεογραφία συζητούνται οι αλλαγές του Ποινικού Κώδικα, κυρίως για το γεγονός πως αλλάζουν τα πράγματα για εκείνους που πετούν μολότοφ και εκείνους που έχουν καταχραστεί τεράστιες ποσότητες δημοσίου χρήματος. Απέχουμε και από τις δύο αυτές διασκεδαστικές ενασχολήσεις με τα κοινά για να δώσουμε αξία από το συγκεκριμένο βήμα σε τελεσίγραφα που ανταλλάσσονται τις τελευταίες ώρες και άλλα ωραία και ελληνικά, οπότε θα εστιάσουμε στις αλλαγές των άρθρων 4 και 5 - μιας και αρκετός κόσμος έχει μπερδευτεί και δεν ξέρει τι ακριβώς ισχύει με διάφορα δημοσιεύματα που κυκλοφορούν.

Ξεκινώντας από τις κλοπές, που μέσα σε αυτές είναι και οι κλοπές οχημάτων και μοτοσυκλετών που μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση, το πρόβλημα είναι πως ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ το όριο των 120.000 Ευρώ για να τιμωρηθεί η κλοπή με κάθειρξη έως δέκα έτη ΚΑΙ χρηματική ποινή.

Κι αυτό παρά την εναντίωση του κ. Μιχάλη Χρυσοχοΐδη σε συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής, επίμαχο μέρος της οποίας θα βρείτε παρακάτω. Αυτό σημαίνει πως αν κάποιος κλέψει μία μοτοσυκλέτα, και εκτός αν αυτή είναι κάποια σαν την HONDA RC213V-S, τότε δεν αντιμετωπίζει κάθειρξη έως δέκα έτη. Αυτό θα συμβεί αν είναι δύο ή περισσότεροι και αποδειχτεί πως είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών. Σε αυτή την περίπτωση δεν ισχύει όριο για τα κλοπιμαία. Την στιγμή της κλοπής όμως αν φαίνεται πως κάποιος έχει δράσει μόνος του χωρίς συνεργό, τότε δεν αντιμετωπίζει βαριές ποινές.

Η αναστολή φυλάκισης για κλοπή ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ να υφίσταται κανονικά. Όπως δηλαδή πρόσφατα άλλαξε από 1η Ιουλίου 2019 με κυριότερη αλλαγή την διάταξη του άρθρου 99 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο που αντικαθίσταται ως εξής: «Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που χορηγεί την αναστολή, εάν ο καταδικασθείς είναι παρών.

Να τονίσουμε εδώ και κάτι σημαντικό, είναι άλλο πράγμα οι λέξεις φυλάκιση και κάθειρξη, μιας και μπορεί κανείς εύκολα να μπερδέψει τους όρους.

Το καλό είναι πως πλέον -δηλαδή από τον Ιούλιο του 2019- ο νόμος επιτρέπει στο δικαστήριο να κρίνει αν η τέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία. Επί κυβέρνησης Σύριζα το δικαστήριο δεν είχε αυτή την επιλογή και αναγκαστικά άφηνε κάποιον ελεύθερο, παρόλο που η εκτέλεση της ποινής ήταν απολύτως αναγκαία για να τον αποτρέψει από νέες αξιόποινες πράξεις. Παράδειγμα: Αλγερινός που έχει περάσει τα σύνορα της χώρας παράνομα, προσπαθεί να ληστέψει σκούτερ που ανήκει σε αστυνομικό εκτός υπηρεσίας, τον οποίο και απειλεί με μαχαίρι. Ο αστυνομικός αντιδρά και μετά από καταδίωξη τον συλλαμβάνει. Οι αξιόποινες πράξεις στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν περισσότερες από μία, παρόλο αυτά το δικαστήριο αναγκαστικά του έδινε αναστολή. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο πλέον.

Και πάλι όμως ένας κλέφτης που πιάνεται να προσπαθεί να αφαιρέσει μοτοσυκλέτα θα είναι έξω με αναστολή, εκτός κι αν το δικαστήριο φέρει επιχειρήματα πως πρέπει η ποινή να εκτελεσθεί. Το γεγονός πως πλέον έχει επιλογή είναι θετικό. Το γεγονός επίσης πως αν δεν έχει συνεργό θα πρέπει να κλέψει πολλές μοτοσυκλέτες για να πάει στην φυλακή, είναι ανησυχητικό.

Υπάρχει επίσης -από τον Ιουλίου του 2019 όχι τώρα- η πρόβλεψη για μερική έκτιση της ποινής φυλάκισης και μερική αναστολή της υπόλοιπης για ποινές έως 3 ετών, που δεν μπορεί να έχει διάρκεια -η μερική έκτιση- κατώτερη των 10 ημερών και ανώτερη των 3 μηνών.

Παραθέτουμε την τροποποιήση στo άρθρo 374 του Ποινικού Κώδικα παράγραφος 1 που αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή αν: α) ο υπαίτιος αφαιρεί από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία, πράγμα αφιερωμένο σε αυτή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας, β) ο υπαίτιος αφαιρεί πράγμα επιστημονικής ή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρίσκεται σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο, γ) η συνολική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ή δ) τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών.»

Προφανώς μας ενδιαφέρουν τα (γ) και (δ) στην συγκεκριμένη περίπτωση που αναλύονται πιο πάνω. Αν κλέψεις μία μοτοσυκλέτα πέφτεις στα μαλακά και δύο και τρείς και μέχρι να φτάσεις τα 120.000 – αν όμως το κάνεις με παρέα, τότε και με ένα παπάκι να σε πιάσουν πας φυλακή. Πάλι καλά δηλαδή...

Το πιο σημαντικό είναι αυτό, μιας και οι σπείρες είχαν ρημάξει τις μοτοσυκλέτες. Φτάνει τώρα να μην οργανωθούν διαφορετικά, και να φαίνεται ένας κάθε φορά…

Από εκεί και πέρα δεν έχει εστιάσει κανείς στην αυστηρή, αυστηρότατη ποινή που υπάρχει για όσους οδηγούν γρήγορα, επικίνδυνα, κάνουν σούζες και κόντρες! Κι αυτό γιατί αλλάζει και το άρθρο 4 το οποίο και μας βρίσκει σύμφωνους σε όλα, απλά υπάρχει κίνδυνος ακόμη και για τις σούζες σε άδειους δρόμους. Το άρθρο 4 προβλέπει έως τρία χρόνια φυλάκιση ή χρηματική ποινή σε όποιον κάνει επικίνδυνους ελιγμούς και προκύπτει κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Όχι φθορά, αλλά κίνδυνος. Άρα, σούζα σε άδειο δημόσιο δρόμο με παρκαρισμένα αυτοκίνητα = τρία χρόνια φυλάκιση. Με αναστολή φυσικά, εκτός κι αν το δικαστήριο φέρει αποδείξεις πως πρέπει να μείνει κανείς μέσα. Δεν θέλουμε όμως να αλλάξει το άρθρο 4, κι αυτό γιατί προβλέπει αυστηρότερα πράγματα και κάθειρξη (μεγάλη η διαφορά) αν προξενήσει κανείς τραυματισμό ή θάνατο κι ακόμα και ισόβια για όποιον επιφέρει τον θάνατο σε πολλαπλά θύματα. Το άρθρο 4 συμπεριλαμβάνει και την μέθη με τις ίδιες ποινές, την είσοδο σε αυτοκινητόδρομο με ανάποδη φορά, αλλά και την οδήγηση σε πλατείες και πεζόδρομους. Πράγματα που πρέπει και έπρεπε να είναι έτσι, χρόνια τώρα.

Όλες αυτές είναι αρμοδιότητες του Υπουργού Δικαιοσύνης και έπρεπε να γίνουν καιρό τώρα, καθώς αποδεδειγμένα οι κλοπές είχαν γιγαντωθεί στην χώρα μας εξαιτίας της χαλαρότητας του νόμου. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, και ο κ. Χρυσοχοΐδης εισηγήθηκαν πολλά από τα παραπάνω. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής, ο κ. Χρυσοχοΐδης αναφέρθηκε και στις κλοπές. Η συνέντευξη αυτή είναι προγενέστερη της ανάρτησης του νέου Ποινικού Κώδικα στην Εφημερίδα Κυβέρνησης

Πηγή

 

Την περασμένη εβδομάδα ψηφίστηκε στη Βουλή ο νέος Ποινικός Κώδικας. Πολλά θέματα αφορούν δικές σας αρμοδιότητες. Πριν από τις εκλογές είχατε ασκήσει αυστηρή κριτική σε συγκεκριμένες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι έκρυβαν πολιτική σκοπιμότητα και δεν στόχευαν στην αποσυμφόρηση των φυλακών. Τώρα είστε ικανοποιημένος με τις αλλαγές που έγιναν;

κ. Χρυσοχοΐδης: «Δεν κρίνω τις προθέσεις των συντακτών του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ. Διαπιστώνω όμως τις συνέπειες, τα αποτελέσματά του. Αφήνω στην άκρη ότι άδειασαν οι φυλακές από τους τρομοκράτες, τους οποίους τώρα με μεγάλο κόπο συλλαμβάνουμε. Έτοιμους να μας κάνουν να θρηνήσουμε νέα θύματα, πολλά θύματα απ’ ό,τι φαίνεται. Ποιος το θέλει αυτό; Κανένας πολίτης και κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Εγινε όμως η αποφυλάκιση με τον νόμο Παρασκευόπουλου. Δεν ήταν αφροσύνη;».

Τι εννοείτε ότι αφήνετε στην άκρη την αποφυλάκιση τρομοκρατών;

«Εννοώ ότι ήταν παράλογες, εκτός πραγματικότητας οι αλλαγές του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, ξέρετε, δεν πρόκειται μόνο για την τρομοκρατία, τις άδειες και την ατελείωτη επιείκεια. Σας λέω κάτι πολύ πιο απλό: είχαν καταργηθεί τα πταίσματα. Η ηχορύπανση μεταξύ αυτών. Ρωτώ, ποιος ασυλλόγιστος σοφός το έκανε;

κ. Χρυσοχοΐδης «Κάηκαν» τα τηλέφωνα της Αστυνομίας, του Λιμενικού όλο το καλοκαίρι από έξαλλους πολίτες που δεν μπορούσαν να ησυχάσουν το βράδυ από τα μπαρ και δεν υπήρχε νόμος να τους προστατέψει. Παρόμοια ισχύουν για κλοπές χωρίς διάρρηξη που έγινε πλημμέλημα και άνθησαν οι πορτοφολάδες και οι απατεώνες εις βάρος ηλικιωμένων. Ποιος σκέφθηκε να βάλει όριο στην αξία κλαπέντων τα 120.000 ευρώ; Στην Ελλάδα της κρίσης, παντού πλην Εκάλης δεν υπάρχει τέτοια περιουσία, για ποιους είχε νομοθετήσει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ; Γέμισαν ατιμώρητες σπείρες η Αθήνα και τα αστικά κέντρα».

Αυτά πιστεύετε ότι έγιναν σκόπιμα ή πρόκειται για λάθη;

«Δεν μου αρέσει ποτέ να ψάχνω στην πολιτική τις προθέσεις, είναι έδαφος πόλωσης, καθόλου γόνιμο. Φαίνεται ότι κάποιοι σκέφθηκαν πως θα έπρεπε να είναι μια ιδανική κοινωνία αγγέλων και νομοθέτησαν στον κόσμο των ιδεών τους. Την πραγματικότητα, τους ανθρώπους, τους πολίτες δεν τους σκέφθηκαν· αν διατάραξαν την καθημερινότητα, την ασφάλεια, αν δυσκόλεψαν τη ζωή τους. Είπαν ότι ήθελαν να αποσυμφορήσουμε τις φυλακές. Μα ο τρόπος να αποσυμφορήσουμε τις φυλακές δεν είναι να βγάλουμε έξω αμετανόητους.

Η αποσυμφόρηση έχει ευθεία σχέση με την πρόληψη του εγκλήματος, με τον περιορισμό της ανομίας, αλλά και με την καταστολή, τη νόμιμη βία που, σύμφωνα με το Σύνταγμα και υπό τις προϋποθέσεις που αυτό θέτει, οφείλει να ασκεί η Αστυνομία».

Συνδέετε όσα περιγράφετε με τη σημερινή στάση της αντιπολίτευσης;

κ. Χρυσοχοΐδης: «Δυστυχώς ναι. Κοιτάξτε, είναι παράλογο αυτό που συνέβη επί ΣΥΡΙΖΑ. Είναι έξω από κάθε λογική, κοινωνική ανάγκη, πέρα από τα βασικά δικαιώματα και ανάγκες των πολιτών.

Δεν θα με ενδιέφερε ιδιαίτερα αν αυτή η λογική πεισματικά δεν επέμενε σήμερα να επανέρχεται και να διεκδικεί παράλογα τη συνέχεια αυτής της συνταγής αποτυχίας. Μιλώ για τα πρόσφατα, την ΑΣΟΕΕ, τα Εξάρχεια, τη ρηχή προπαγάνδα κάποιων υπερδικαιωματιστών».

Ναι, αλλά ποια είναι τα όρια της καταστολής; Ο Αλέξης Τσίπρας σάς καταγγέλλει ότι στήνετε επικοινωνιακό σόου στα Εξάρχεια.

κ. Χρυσοχοΐδης: «Το Σύνταγμα και οι νόμοι θέτουν τα όρια. Η πολιτεία και τα δικαστήρια. Έχουμε κράτος δικαίου. Άλλο «βιαιόμετρο» δεν υπάρχει και σίγουρα δεν κρατά ο καθένας από ένα. Ας τελειώνουμε με αυτά. Δεν είμαι εδώ για προπαγάνδα. Ότι δηλαδή από τις καταλήψεις κτιρίων στα Εξάρχεια βγάζουμε ανάλγητα μάνες με παιδιά. Είναι ρεζιλίκι να μιλάει πρώην πρωθυπουργός για μωρομάνες κραδαίνοντας μια φωτογραφία, όταν 10 κτίρια στα Εξάρχεια – 12 στην Αθήνα – αποδόθηκαν στην πόλη και στους ιδιοκτήτες, όταν οι πρόσφυγες απελευθερώθηκαν από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης εκεί μέσα. Και όταν αφαιρέσαμε τη δυνατότητα σε άλλους, που είχαν σαν προπέτασμα τους πρόσφυγες, να συνεδριάζουν, να παρανομούν και να σχεδιάζουν. Τώρα που άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της τρομοκρατίας ξεκαθαρίζει και το ποιους ξεβολεύουμε στα Εξάρχεια. Μη γίνονται λοιπόν κάποιοι θεσμικοί παράγοντες αθέλητοι ομολογητές της βαριάς παρανομίας».

 

Ο νέος Ποινικός Κώδικας κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα για τις σπείρες, δεν αναιρεί όμως το όριο των 120.000 Ευρώ που ο ίδιος ο κ. Χρυσοχοΐδης έκρινε ιδιαίτερα αυστηρό, όπως χαρακτηριστικά είπε…

Αφιέρωμα Giuseppe Mori: Ο "πρεσβευτής" των αφανών ηρώων!

Ο σπουδαίος ρόλος των μικρών μοτοσυκλετιστικών βιοτεχνιών
12/11/2020

Ο Δημόκριτος είχε πει πως υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η γνήσια (σαφής) και η σκοτεινή (ασαφής). Με την έλευση του κορωνοϊού διανύουμε μια πρωτοφανή περίοδο ανασφάλειας και παραφιλολογίας. Ο καθένας βέβαια είναι ελεύθερος να πιστεύει ότι θέλει. Το σημείο όμως που ενοχλεί, είναι άτομα που με την απουσία γνώσης προσπαθούν να διαδώσουν/επιβάλλουν λανθασμένες και επικίνδυνες απόψεις. Όντας, αν μη τι άλλο, ένας ορκισμένος μοτοσυκλετιστής και φίλος της δίκυκλης ιστορίας, θα αναγάγω το παραπάνω παράδειγμα στον κόσμο της μοτοσυκλέτας που η παραφιλολογία πολλές φορές δίνει και παίρνει και συχνά θίγει επαγγελματίες και εταιρείες.

"Μην πάτε στον "Χ" μηχανικό, μου χάλασε τη μοτοσυκλέτα μου", παράκουσα από την στεντόρεια φωνή ενός θαμώνα καφετέριας και ευθύς έστρεψα τα ώτα μου προς το τραπέζι του. Το γεγονός ότι υποστήριζε, με στόμφο, την αναξιοπιστία των Ducati, κρατούσε το ενδιαφέρον των ακροατών του (που φαίνονταν λιγότερο "τριμμένοι" στο θέμα μοτοσυκλέτας), αλλά και το δικό μου αμείωτο. Ήταν φανερό πως είχε μετανιώσει πικρά για την αγορά ενός μεταχειρισμένου 749. Απ’τον πομπώδη μονόλογό του, προέκυψε ότι το συγκεκριμένο 749 των 2.500 ευρώ, πήρε ζωή μετά από τέσσερα χρόνια ακινησίας. Η επισκευή είχε γίνει σ’ έναν συνοικιακό μηχανικό –διότι, όπως υποστήριξε, τα επίσημα δίκτυα υπερχρεώνουν- και από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι το γερασμένο ιταλικό supersport "ψηνόταν" στην κίνηση του αθηναϊκού κέντρου καθημερινά. Σε συνέχεια της συζήτησης με τους φίλους του ακούστηκε και το cliché πλέον KTM = Κάθε Τρίτη Μάστορα. Και ενώ φαινόταν τα επιχειρήματα του να κερδίζουν έδαφος με τους φίλους του, κάπου δεν άντεξα και ενήργησα ως ελατήριο: "Κανείς δεν σου φταίει φίλε μου, ούτε ο μηχανικός, ούτε η Ducati. Απλά έχεις άγνοια."

Άκομψη απάντηση από κάποιον άγνωστο που δεν του απηύθυναν ποτέ το λόγο, αλλά με ώθησε το ακράδαντο πιστεύω μου για την αξία της έρευνας. Μόνο έτσι μπορούμε να εξετάσουμε και να προσεγγίσουμε υπο το σωστό πρίσμα τις όποιες μοτοσυκλετιστικές θεωρίες, για να διευρυνθεί η οπτική μας. Και σήμερα, σαν παράδειγμα, θα φέρω τις παρεξηγημένες μικρές εταιρείες όπως την Ηοrex, Fantic, Bimota κλπ. πoυ δέχονται τα πυρά για τα μικρά δίκτυα πώλησης, την αναξιοπιστία, τη μη χρηστικότητα, τη δυσκολία εύρεσης ανταλλακτικών και άλλα τόσα, που ναι μεν δεν είναι πάντα ανυπόστατα, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που κάποια πράματα είναι απλά μύθοι – τροφή για μηρυκαστικά.

Θα πρέπει πάντως να δεχτούμε, ότι τέτοιου είδους εταιρείες παράγουν μοτοσυκλέτες που στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένες αγορές (niche markets αγγλιστί), απαιτούν πολύ συνειδητοποιημένο πελατολόγιο, και λόγω του μικρού τους μεγέθους, έχουν την τάση να γίνονται προσωποκεντρικές: εννοώντας ότι, οι πιστοί ακόλουθοι τους εκτιμούν πέρα από το προϊόν, το όραμα, το θάρρος και την επιμονή των ανθρώπων που εργάζονται γι αυτές και που μάχονται καθημερινά με τους λογιστές για να καταφέρουν να φτάσουν αυτές οι ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες στην αγορά.

Ο Massimo Tamburini (αριστερά) με τον Giuseppe Morri (δεξιά) ήταν οι πραγματικοί ιδρυτές της Bimota Meccanica

 

Για να γίνω κατανοητός, θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Giuseppe Morri, συνιδρυτή της Bimota, μιας εταιρείας που με δύο πτωχεύσεις (2003 και 2015) και την περιορισμένη, σε βεληνεκές, επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει πέσει θύμα λοιδορίας ουκ ολίγες φορές. Αλλά, επιτρέψτε μου, να εμβαθύνω λίγο και θα καταλάβετε γιατί ο φανταστικός και αξιέπαινος κύριος Morri, έκανε την πολύ μικρή Bimota ξακουστή σε όλον τον κόσμο και γιατί πρέπει να εκτιμούμε την ύπαρξη εταιρειών σαν και αυτήν.

Η Bimota ξεκίνησε ως μια τοπική εταιρεία στο Rimini της Ιταλίας που δεν είχε καμία σχέση με την παραγωγή μοτοσυκλετών, αλλά εξειδικευόταν στην κατασκευή συστημάτων κλιματισμού. H Idrotermica Bimota ιδρύθηκε στις 15 Μαίου του 1966 από τους Valerio Bianchi, Giuseppe Morri και Massimo Tamburini. To Bimota προέκυψε από τα αρχικά των επωνύμων των ιδρυτών της (BIanchi, MOrri, ΤAmburini) με τον τελευταίο να εξελίσσεται μελλοντικά στον superstar σχεδιαστή του Cagiva Group (αργότερα MV Agusta Group) -υπεύθυνο για σημαντικές δημιουργίες όπως το Cagiva Mito, το Cagiva C589, το Ducati 916 και τα MV Αgusta F4/Brutale.

Στην περίοδο της Idrotermica Bimota, ο Tamburini έχει ήδη επιδείξει το ταλέντο και την ικανότητά του στο να δίνει λύσεις ακόμα και στις πιο δύσκολες αναθέσεις, καθώς και την τρομακτική προσήλωση και τελειομανία στη δουλειά του. Οι ικανότητές του, σε συνδυασμό με την έντονη prima donna προσωπικότητα, αλλά και τις "σκαστές" που έκανε από την δουλειά για να ασχοληθεί με τις μοτοσυκλέτες του, θα ωθήσει τον Ιούνιο του 1972 έναν εκνευρισμένο Bianchi (που ήταν εξάδελφος του Morri) εκτός εταιρείας, πρωτού καν η Bimota αρχίσει να δραστηριοποιείται στον κόσμο της μοτοσυκλέτας.

Αυτό θα αφήσει τον Morri μόνο (που μέχρι τότε είχε μια Vespa 150 και αραιά και που παρακολουθούσε αγώνες μοτοσυκλέτας στην περιοχή της Αδριατικής) στο έλεος του βαθύτατα φανατικού μοτοσυκλετιστή Tamburini, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα στο Misano με ένα Honda CB750, τον Σεπτέμβριο του 1972, έπεισε τον συνέταιρό του ότι μπορούσε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει ένα καλύτερο πλαίσιο, που θα λειτουργούσε και σαν διαφήμιση για την εταιρεία τους.

To εργοστάσιο της Bimota το 1979

 

Έτσι φτάνουμε στην ίδρυση της Bimota Meccanica το 1973. Με τoν Tamburini αποκλειστικά στα ηνία του τεχνικού σχεδιασμού (o Μorri είχε αναλάβει την διοίκηση της εταιρείας), μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα διατίθενται προς πώληση κιτ, αλλά και ολόκληρες μοτοσυκλέτες με επαναστατικές τεχνολογικές λύσεις (βλέπε μοντέλα όπως το YB1, KB2, HDB1 κ.λ.π).

Από το 1977, πεπεισμένοι πλέον για τις προοπτικές της Bimota Meccanica, oι Morri και Τamburini σταματούν την ενασχόληση με τους κλιματισμούς και εστιάζουν αποκλειστικά στην παραγωγή μοτοσυκλετών, παρά τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Τι είδους δυσκολίες; Παραδείγματος χάριν, εκείνη την χρονιά, εξαιτίας ενός νομικού πλαισίου που τροποποίησε η ιταλική κυβέρνηση, 200 κινητήρες της Suzuki που προορίζονταν για το νέο SB2 "κόλλησαν" στο λιμάνι του Livorno και εστάλησαν πίσω στην Iαπωνία, με κίνδυνο η Bimota να χάσει 50% τoυ ετήσιου τζίρου της και να ακυρώσει όλη την παραγωγή των SB2 (που είχε παραγγείλει η Saiad –o Iταλός αντιπρόσωπος της Suzuki). Προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα νιώθατε αν κλείνατε μια υγιή και "σίγουρη" επιχείρηση, όπως η Bimota Idrotermica, για να κρατήσετε τη Δαμόκλειο σπάθη εν ονόματι Bimota Meccanica και έπειτα να λαμβάνατε τα σοκαριστικά νέα του Livorno...

O Virginio Ferrari κατέκτησε το πρωτάθλημα TT F1 το 1987 πάνω σε ένα Bimota YB4

 

Ο Μοrri με τον καιρό κατάλαβε ότι με την επιλογή του να κρατήσει την Bimota Meccanica, τα ανοικτά μέτωπα θα υπήρχαν παντού και πάντα. Tο 1979 με την ένταξη του Αμερικάνου Randy Mamola στην αγωνιστική ομάδα της Bimota, ο δύσμοιρος Μorri ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν ταλαντούχο, αλλά δύστροπο και ανώριμο νεαρό, o οποίος δημιουργούσε μόνιμα προβλήματα. Πέρα από τις συνεχόμενες κλήσεις που λάμβανε η εταιρεία από την τροχαία του Rimini (είχαν παραχωρήσει στον Mamola ένα Fiat 128), o Αμερικάνος αρνιόταν πεισματικά να φορέσει κράνη-σπόνσορες της Bimota, με την δικαιολογία ότι είχαν μόνο ευρωπαϊκή έγκριση τύπου και όχι των ΗΠΑ. Αργότερα, είχε δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα να παραστεί σε δοκιμές, με την δικαιολογία ότι δεν του είχαν ακόμα φέρει την Mustang του. Ακόμα χειρότερα, μετείχε σε αγώνα με εξοπλισμό στα χρώματα παλιότερων χορηγών και όχι της Bimota, γιατί απλά "τον βόλευαν καλύτερα". Και αυτό όχι σ’ έναν οποιονδήποτε τοπικό αγώνα, αλλά στα 200 μίλια της Daytona! Τα αμέτρητα καμώματα του Μamola έμειναν γνωστά στους κύκλους της Bimota ως "mamolata".

H Bimota, παρ' όλα αυτά, επέζησε τη δεκαετία του '70, αύξησε σταδιακά τον αριθμό των διαθέσιμων μοντέλων της και τις νίκες στις πίστες, με αποκορύφωμα το 1980, όπου ο Νοτιοαφρικανός John Ekerold κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα Grand Prix στην κατηγορία των 350 cc. Και αυτό, επτά μόλις χρόνια από την ίδρυση της Bimota Meccanica.

Συνεπώς, η δεκαετία του 1980 φάνταζε πως θα ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, ωστόσο ένα χρόνο μετά στην πίστα της Rieja (πρώην Γιουγκοσλαβία, νυν Κροατία), o Morri γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού δυστυχήματος με τον βίαιο θάνατο του Γάλλου αναβάτη Michel Rougerie που θα τον στιγματίσει για πάντα.

Με την έλευση της νέας δεκαετίας, οι Μorri και Tamburini έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι είναι σημαντικό να διατηρούν την ορμή τους και να εξελίσσουν, μόνιμα, νέα μοντέλα με καινούριες τεχνολογίες, για να μπορούν να βρίσκονται πάντα μπροστά στις εξελίξεις, καθώς ο ιαπωνικός ανταγωνισμός άρχισε να "ξυπνάει" και στο κομμάτι της εξέλιξης πλαισίων.

Το 1983 όμως συνέβη το αδιανόητο: Ο Τamburini αποχωρεί από την Bimota, ενώ προηγουμένως είχαν προηγηθεί κάποια συμβάντα με "περίεργες" συμπεριφορές από μέρους του. Στην πραγματικότητα, ο Tamburini είχε σπάσει κάτω από την πίεση των χρεών, την ανάγκη για αναδιάρθρωση της εταιρείας και την ανάγκη για γρήγορη εξέλιξη νέων μοντέλων. Με το τελευταίο να είναι ευθύνη που βάραινε αποκλειστικά εκείνον.

Ο Morri μένει ξαφνικά "ξεκρέμαστος" από τον άνθρωπο που ουσιαστικά "του είχε φάει τα αυτιά" να δραστηριοποιηθούν στο τομέα των μοτοσυκλετών. Ο ταλαντούχος άνθρωπος και πηγή των πρωτοποριακών ιδεών της Bimota είχε κάνει φτερά για την αγωνιστική ομάδα Gallina του Franco Uncini και λίγο αργότερα (1985), για την ατρωσία και την ευρωστία που του προσέφεραν -μέχρι το τέλος της καριέρας του- οι γαλαντόμοι αδερφοί Castiglioni του Cagiva/MV Agusta Group. Επιπλέον, η έξοδος του από την Bimota κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. O Μοrri είχε να αντιμετωπίσει έναν Tamburini που εκείνη την περίοδο λειτουργούσε αλλοπρόσαλλα.

Το ιδιοφυές Bimota Tesi 1D (1991)

 

Επιπροσθέτως, ο προδομένος Μοrri έπρεπε να βρει άμεσα έναν ικανό αντικαταστάτη, επειδή όλο το image της Bimota βασιζόταν πάνω στην καινοτομία. Aυτό προαπαιτούσε εξαιρετική διαίσθηση για να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος που θα οδηγούσε την Bimota γρήγορα στη μετά Τamburini εποχή. Από την άλλη μεριά, ο Morri έπρεπε να παλέψει για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των προμηθευτών, των αντιπροσώπων, των πελατών και του προσωπικού που μάθαιναν ότι ο "Μίδας" της Bimota αποχωρούσε. Και όλα αυτά, σε μια Bimota που βάδιζε γοργά προς την χρεοκοπία και με έναν Tamburini που ένα χρόνο μετά την αποχώρηση του, εξακολουθούσε να δημιουργεί προβλήματα, νομικής φύσεως και μη. Επιπλέον, ο Morri ήταν ένας τυπικός αφοσιωμένος οικογενειάρχης, πατέρας και σύζυγος, με τις αντίστοιχες βαρύνουσες υποχρεώσεις. Ανακαλώντας εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ο Morri είχε δηλώσει:

"Φτάνοντας στα μέσα Ιουλίου (του 1984) και έχοντας στα χέρια τις οικονομικές καταστάσεις του πρώτου εξαμήνου, μου είχε καταστεί σαφές ότι τα επισφαλή χρέη, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, θα μπορούσαν να κατακλύσουν όλες τις εταιρικές δραστηριότητες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Συμπεριλαμβάνοντας και τους μετόχους! Πέρασα το επόμενο Σαββατοκύριακο στην εταιρεία, εντελώς μόνος, εξέτασα όλες τις πιθανές ευκαιρίες που μπορούσε να σκαρφιστεί ο νους μου. Εκείνες τις ώρες σκέφτηκα επίσης ότι είχα την δυνατότητα να τα παρατήσω όλα, αλλά δεν έχασα ποτέ την πίστη μου στο ότι η Bimota μπορούσε να τα καταφέρει."

Αυτό σκέφτηκε και αυτό έκανε. O Μοrri αντικατέστησε τον Tamburini με τον επίσης ταλαντούχο Federico Martini, προχώρησε με την προτεινόμενη πτυχιακή δύο φοιτητών του Πανεπιστημίου της Bologna (Pierluigi Marconi και Roberto Ugolini) και παρουσίασε το επαναστατικό πρωτότυπο Tesi 400 (που σημαίνει κυριολεκτικά πτυχιακή στα ιταλικά) με το ιδιοφυές εναλλακτικό μπροστινό σύστημα, πετυχαίνοντας να διατηρήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να αποδείξει ότι η Bimota θα επιζούσε και χωρίς τον Tamburini. Παρ' όλα αυτά δεν καταφέρνει να γλιτώσει ολοκληρωτικά την εταιρεία από τον οικονομική κατρακύλα και για τα επόμενα δύο χρόνια η επιχείρησή του μπαίνει σε ελεγχόμενη διαχείριση από το δικαστήριο του Rimini. Εν τούτοις, οι παγωμένες οφειλές, δίνουν χρόνο και ανάσα στο Morri να αναδιαρθρώσει την εταιρεία του.

Το 1985 παρουσιάζει το Bimota DB1, το πρώτο με κινητήρα Ducati, που κάνει θραύση κυρίως στην Ιαπωνική αγορά. Την ίδια χρονιά όμως, και ενώ βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι στο Τόκιο της Ιαπωνίας, ο Morri παθαίνει έμφραγμα. Το βάρος των υποχρεώσεων και η υπεράνθρωπη προσπάθεια τον είχαν καταβάλλει. Αντιθέτως, δεν πτοείται και συνεχίζει ακάθεκτος με έναν χαρακτηριστικό ζήλο.

Το Bimota Tesi 400 κράτησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αμείωτο κατά την έξοδο του Massimo Tamburini από την Bimota

 

Στις 6 Νοεμβρίου του 1986, η Bimota απαλλάσσεται από την ελεγχόμενη διαχείριση και το 1987 ο Virginio Ferrari κατακτά το πρωτάθλημα ΤΤ F1 πάνω σε ένα Bimota YB4 R. Σημαντικές νίκες σημειώνονται και σε άλλα πρωταθλήματα όπως αυτές των Malcolm Tunstall (πρωταθλητής στην κατηγορία Formula 2 στις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα DB1 SR) και του γνωστού δημοσιογράφου Αlan Cathcart στα Pro Twins της Daytona. Με το ΥΒ4, η Bimota εισάγει πρώτη τον ηλεκτρονικό ψεκασμό και τα αλουμινένια twin-spar πλαίσια σε μοτοσυκλέτα παραγωγής, ενώ η εξέλιξη του επαναστατικού Tesi συνεχίζεται.

Το 1989 ο Federico Martini ανακοινώνει στον Morri ότι η Gilera εκδήλωσε ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Ο Morri τον ενημερώνει ότι αν το αποφάσιζε να φύγει, θα ήθελε να το ξέρει νωρίς για βρεθεί αντικαταστάτης. Ο Martini δεν τήρησε την συμφωνία και εντελώς αναπάντεχα μετά την παρθενική νίκη του νεοεισαχθέντα Giancalro Falappa στο Misano, ανακοινώνει την αποχώρηση του. Ο Morri για άλλη μια φορά μένει μόνος ν’ αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αγαπημένη του Bimota, με όλη την πίεση που δέχεται από ένα νεοσύστατο διοικητικό συμβούλιο επενδυτών, που παρακολουθεί κάθε του κίνηση απαιτώντας την απόδοση των επενδύσεών τους. Tελικά τoν Μartini θα τον αντικαταστήσει ο Pierlugi Marconi (ο ένας εκ των δύο φοιτητών που ήταν υπεύθυνοι για το Tesi).

Η ανατολή της δεκαετίας του '90, βρίσκει την Bimota με θετικά πρόσημα στα λογιστικά βιβλία της. Το 1991 και μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια εξέλιξης, η εταιρεία θα παρουσιάσει στην Κολωνία το Tesi 1D παραγωγής, αφήνοντας εμβρόντητο όλον τον μοτοσυκλετιστικό κόσμο, με το καινοτόμο μπροστινό σύστημα που θα μείνει στην ιστορία. Γι' αυτόν το λόγο, το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στις ΗΠΑ είχε στείλει επίσημη πρόσκληση στον Morri για να του απονήμει, τιμής ένεκεν, πτυχίο στη Μηχανολογία, κάτι που σαν πραγματικός gentleman το αρνήθηκε, διότι πίστευε ότι το Τesi ήταν ξεκάθαρα παιδί του Pierluigi Marconi και του Roberto Ugolini. Ένα χρόνο αργότερα θα παρουσιαστεί το "ψεκαστό" YB8 Furano που με τα 164 άλογα ήταν η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα παραγωγής της εποχής της.

Δυστυχώς, τo 1992 μετά από συνεχείς διαφωνίες με το διοικητικό συμβούλιο θα ανακοινώσει την παραίτηση του και θα πουλήσει τις μετοχές του. Ο λόγος; Το συμβούλιο ήθελε να "νερώσει το κρασί" παρουσιάζοντας πιο προσιτά μοντέλα, μεταξύ των οποίων scooter και enduro (το ένα δε συνέβη ποτέ, για το άλλο βλέπε τα πρώτα Vertemati), κάτι που τον έβρισκε απόλυτα αντίθετο, καθώς πίστευε ότι αυτό θα μόλυνε τις πραγματικές αξίες της Bimota.

To SB2 παραλίγο να μην γίνει ποτέ πραγματικότητα λόγω το προβλημάτων στο λιμάνι του Livorno...

 

Ο Walter Martini θα αντικαταστήσει τον Morri στην θέση του CEO της Bimota και το διοικητικό συμβούλιο θα τον αναγκάσει σε μια ήπια αποχώρηση για να μην ταραχτεί η αγορά με την ξαφνική απουσία του. Σε μια ντροπιαστική χειρονομία από μεριάς του διοικητικού συμβουλίου, για όσο o Morri χρειάστηκε να παραμείνει, δεν του διέθεσαν χώρο για δικό του γραφείο. Το 1993, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στην Bimota είχε πλέον αποχωρήσει.

Φυσικά όλα αυτά δεν είναι παρά μια ακραία περίληψη της ιστορίας και όσων έχει πράξει και καταφέρει ο κύριος Morri. Aλλά όσοι δεν συγκινείστε με τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε ένα Bimota, προσπαθήστε να θυμηθείτε ότι πολλές φορές κάποια πράγματα θέλουν μια δεύτερη ή και μια τρίτη ματιά για να τα εκτιμήσουμε όπως τους αξίζει. Μην ξεχνάμε ότι κολοσσοί, όπως η Ducati και η ΚΤΜ, υπήρξαν και αυτοί κάποτε πληβείοι της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά χάρη στους αφανείς ήρωες, σαν τον κύριο Morri της Βimota που δίνουν ψυχή τε και σώματι στα εταιρικά οράματά τους, επέζησαν δύο άκρως σημαντικά brands που ευτυχώς παγιώθηκαν στις αγορές και στη συνείδηση του αγοραστικού κοινού. Και τώρα που η Bimota ξανάνοιξε τις πόρτες της με την βοήθεια της Kawasaki, αναμένουμε με ανυπομονησία τα αποτελέσματα.

Ο Roberto Ugolini (αριστερά) και o Pierluigi Marconi (στη μέση)  ήταν οι δύο φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Bologna, υπεύθυνοι για το Bimota Tesi 400. Eδώ, μαζί με τον Giuseppe Morri έξω από στο εργοστάσιο της Bimota το 1984

Του Αλέξη Στεφανίδη