Piaggio Francesco - 70 χρόνια Ιστορίας

Μια οικογένεια ταυτισμένη με τον όμιλο Piaggio στην Ελλάδα
Piaggio Francesco Family
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

20/12/2022

Από το 1952 η οικογένεια του Σταύρου Μαντζουράνη αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του ομίλου Piaggio στην Ελλάδα, με την Piaggio Francesco να συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση ως πρότυπη ολοκληρωμένη μονάδα Piaggio MOTOPLEX στην καρδιά της Αθήνας

Piaggio Francesco

Με τη Vespa να είναι ήδη 76 χρόνια στην παραγωγή και τη Moto Guzzi να συμπληρώνει έναν ολόκληρο αιώνα ασταμάτητης λειτουργίας, λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να ισχυριστούν πως η δική τους ιστορία ταυτίζεται με εκείνη των δύο θρύλων της ιταλικής βιομηχανίας. Σε αυτή τη μικρή ελίτ ανθρώπων που έγιναν μέρος της ιστορίας του ομίλου της Piaggio στην Ελλάδα και συνεχίζουν ενεργά έως σήμερα να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της, είναι σίγουρα η οικογένεια του Σταύρου Μαντζουράνη.

Grandpa

Από το 1952 ο Σταύρος Μαντζουράνης γίνεται ο πρώτος μηχανικός της αντιπροσωπείας των Vespa στην Ελλάδα και έως το 1967 εργάζεται ως διευθυντής του κεντρικού καταστήματος της αντιπροσωπείας της Vespa στην Αθήνα. Το 1968 μπαίνουν τα θεμέλια της γένεσης της Piaggio Francesco με τη δημιουργία της ολοκληρωμένης μονάδας πώλησης Vespa, ανταλλακτικών και αξεσουάρ στο Κουκάκι επί της οδού Φαλήρου, όπου παρέμεινε ως κεντρική έδρα της εταιρείας έως και το 2014. Από το 1980 η Piaggio Francesco αναλαμβάνει και την επίσημη τεχνική υποστήριξη των Vespa με το συνεργείο να βρίσκεται αρχικά στην οδό Μπακνανά, ενώ τρία χρόνια αργότερα αποκτά τον δικό του χώρο πίσω από το κατάστημα πωλήσεων.

Piaggio Francesco 2014 62 anniversary

Ταυτόχρονα με τις Vespa, το 1980 αναλαμβάνει την επίσημη τεχνική υποστήριξη και για την ελληνική αντιπροσωπεία της Moto Guzzi, η οποία έως τότε δεν αποτελούσε εταιρεία του ομίλου της Piaggio. Το 2005 η Moto Guzzi έχει πλέον περάσει στον όμιλο της Piaggio και ως φυσική συνέχεια η Piaggio Francesco επεκτείνεται και στις πωλήσεις μοτοσυκλετών, ανταλλακτικών και αξεσουάρ της Moto Guzzi ως μέλος του επίσημου δικτύου της Piaggio Hellas.

Piaggio Francesco LOGO

Το 1993 είναι άλλη μια χρονιά σταθμός για την Piaggio Francesco καθώς εγκαινιάζει το πρώτο Piaggio Center στην Ελλάδα, αποτελώντας το πρότυπο της κάθετης μονάδας πωλήσεων και τεχνικής υποστήριξης της ελληνικής αντιπροσωπείας του ομίλου της Piaggio.

Έχοντας πάντα ως στόχο την διαρκή αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών της προς τους πελάτες, το 2014 η Piaggio Francesco δημιουργεί στον αριθμό 29 της οδού Καλλιρρόης, στην εμπορική καρδιά της Αθήνας, ένα ολοκαίνουριο κατάστημα πωλήσεων και ανταλλακτικών.

Piaggio Francesco Parts

Επί 30 χρόνια η αποθήκη γνήσιων ανταλλακτικών και αξεσουάρ της Piaggio Francesco εμπλουτίζεται και εκσυγχρονίζεται, αποτελώντας τη μεγαλύτερη της Ελλάδας, αλλά και μια από τις πληρέστερες ολόκληρης της Ευρώπης, με μεγάλη ποικιλία ετοιμοπαράδοτων ανταλλακτικών και αξεσουάρ για όλα τα μοντέλα των scooter και επαγγελματικών οχημάτων της Piaggio, αλλά και των Aprilia, Vespa, Moto Guzzi, Gilera, Derbi.

Piaggio Francesco Showroom

Η σύγχρονη μηχανογράφηση εξασφαλίζει την άμεση ενημέρωση του στοκ των ανταλλακτικών και των αξεσουάρ της αποθήκης σε πραγματικό χρόνο, καθώς και την ταχύτερη δυνατή διάθεσή τους στους πελάτες λιανικής και χονδρικής. Ταυτόχρονα, μέσω του ηλεκτρονικού καταστήματος (e-shop) που φιλοξενείται στο www.Francesco.gr, υπάρχει η δυνατότητα αγοράς, παραγγελίας και αποστολής σε Ελλάδα και Κύπρο μέσω courier ή πρακτορείων, οποιουδήποτε ανταλλακτικού και αξεσουάρ των εταιρειών του ομίλου της Piaggio σε ιδιώτες, συνεργεία και επιχειρήσεις. 

Piaggio Francesco Showroom

Το 2016 η Piaggio Francesco προσθέτει στις δραστηριότητές της τις πωλήσεις και την πλήρη τεχνική υποστήριξη των μοτοσυκλετών της Aprilia, εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο τις επιλογές και τις υπηρεσίες προς τους πελάτες της.

Piaggio Francesco Aprilia

Ως φυσική συνέχεια της ανάπτυξης των δραστηριοτήτων με την ταυτόχρονη διατήρηση του υψηλού επιπέδου υπηρεσιών, η Piaggio Francesco εγκαινιάζει το ολοκαίνουριο συνεργείο PIAGGIO PRIME SERVICE στον αριθμό 18 της οδού Καλλιρρόης. Διαθέτοντας σε κάθε θέση εργασίας τα πιο σύγχρονα, εξειδικευμένα εργοστασιακά εργαλεία και ηλεκτρονικό εξοπλισμό, σε συνδυασμό με την πολυετή εμπειρία και άρτια εκπαίδευση του προσωπικού, το PRIME SERVICE της PIaggio Francesco έχει τη δυνατότητα να προσφέρει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες τακτικής συντήρησης και επισκευής στα εργοστασιακά πρότυπα για όλες τις μοτοσυκλέτες και scooter των Piaggio, Vespa, Aprilia, Moto Guzzi, Gilera και Derbi.

Piaggio Francesco Service

Πέρα από τη φιλόξενη αίθουσα αναμονής με άμεση οπτική πρόσβαση του πελάτη στον χώρο του συνεργείου και τη χρήση ποιοτικών γνήσιων ανταλλακτικών στις χαμηλότερες τιμές της αγοράς, το PRIME SERVICE της Piaggio Francesco προσφέρει τη δυνατότητα οχήματος αντικατάστασης για όσο διαρκούν οι προγραμματισμένες εργασίες.

Piaggio Sevice

Με διαρκείς επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού και την εκπαίδευση του προσωπικού, από τον Ιούνιο του 2022 η Piaggio Francesco ανήκει στην ανώτατη βαθμίδα Piaggio MOTOPLEX των επίσημων συνεργατών του ομίλου της Piaggio Hellas.

Piaggio Francesco Service

Από τις πρώτες Vespa που εισήγαγε στην Ελλάδα η τότε αντιπροσωπεία πίσω στο μακρινό 1952 και συντηρούσε ως μηχανικός o παππούς Σταύρος Μαντζουράκης, μερικές εκ των οποίων ακόμα και σήμερα κάνει service ο γιος τού Φραντσέσκο, στο PRIME SERVICE, έως τα τελευταία μοντέλα μοτοσυκλετών και scooter των εταιρειών του ομίλου της Piaggio που πουλάει ο εγγονός τού Σταύρος Μαντζουράνης, από το κατάστημα της Καλλιρρόης 29, η Piaggio Francesco συνεχίζει με το ίδιο πάθος την οικογενειακή παράδοση επτά δεκαετιών στην παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών. 

YouTube

Instagram

Facebook

e-shop

Piaggio Vespa ClassicPiaggio Francesco Piaggio FrancescoPiaggio AccessoriesPiaggio ShowroomPiaggio Showroom

 

Ετικέτες

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!