MRCG: Δύο μέρες γεμάτες μοτοσυκλέτα!

Ζωντανεύουν τα παραμύθια;
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

22/8/2017

Οι μοτοσυκλετιστικές ιστορίες που ακούς σε καφετέριες και πλέον σε ιντερνετικές συζητήσεις, έχουν πάντα μία δόση υπερβολής, ή φαντάζουν πως έχουν καθώς ορισμένες φορές αδυνατείς να πιστέψεις πως όλα όσα ακούς έχουν συμβεί στην πράξη. Μπορεί να γίνει χειρότερο. Μπορεί μέσα σε δύο μέρες να μαζέψεις κι εσύ ο ίδιος μία σειρά από υπερβολικές ιστορίες και να σκέφτεσαι πώς θα τα εξιστορήσεις, χωρίς να αρχίσεις να κινείς υποψίες ότι ξεκίνησες την πρακτική να… φουσκώνεις μπαλόνια! Μοναδική συνθήκη για να βρεθείς σε μία τέτοια θέση, είναι να γίνεις μέρος μίας ιδιότυπης παρέας.

Αυτός είναι ο κόσμος του MRCG – Motorcycle Restoring and Customizing Greece ένα μικρό Γαλατικό χωριό που αντί για Ρωμαίους παλεύουν με μοτοσυκλέτες, μερικές φορές με σκούτερ (εκτός από εκείνα που τους περνάνε στους χωματόδρομους) και για μαγικό ζωμό έχουν το… Harpic! Υπάρχει λοιπόν μία εύκολη λύση αν το ακροατήριο είναι ευαισθητοποιημένο με τα μοτοσυκλετιστικά θέματα, βάζεις την λέξη MRCG μπροστά κι αμέσως ο άλλος είναι έτοιμος να πάρει ως δεδομένο κάθε τι που θα ακούσει και διαφορετικά θα φάνταζε υπερβολικό!

Για όσους δεν ξέρουν –ακόμα- τι είναι το MRCG, ας πούμε πως πρόκειται για μία από τις ελάχιστες ομάδες που όλα τα ήδη μοτοσυκλέτας συνυπάρχουν, και αποβάλλει σιγά-σιγά όποιους έχουν μονομερείς απόψεις. Από καινούρια KTM, καμία σχέση με restoring και customizing, μέχρι μοτοσυκλέτες που έχουν όνομα και επώνυμο αντί για μάρκα, καθώς είναι δημιούργημα του αναβάτη τους, στο MRCG συναντάς τα πάντα και δεν έχει σημασία τι καβαλάς, αλλά ο τρόπος που σκέφτεσαι! Ως ένα από τα πρώτα μέλη του MRCG - όταν ξεκίνησε βάφοντας ρεζερβουάρ πριν αποκτήσει την δύναμη να συγκεντρώνει πάνω από χίλιες μοτοσυκλέτες σε ένα απόγευμα ή να ανακαινίζει Ιδρύματα με το φιλανθρωπικό του έργο - δεν χάνω καμία του εκδήλωση και φέτος έπρεπε να είμαι και στα «Γαϊδουράγκαθα: Ζαβοί Τρακάρ».

Μάλιστα - αυτός είναι ο γενικός τίτλος μίας μοτοσυκλετιστικής εκδήλωσης που οι χαρακτήρες, δηλαδή οι συμμετέχοντες, είναι εκείνοι που παρουσιάζουν θέμα κι όχι η ίδια η διαδρομή, ή το που έγινε στάση για φαγητό και το καλά οργανωμένο (όχι;), σφιχτό πρόγραμμα. Οι τύποι του MRCG μέσα σε δέκα λεπτά οδήγησης έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ισάριθμες ιστορίες καθώς τις παράγουν με ρυθμό πυροβόλου, και το να ταξιδεύεις μαζί τους είναι μία απόλαυση. Τι κι αν σημειώθηκαν 38 πτώσεις, από σύνολο 105 μοτοσυκλετών, αν δηλαδή το ένα τρίτο των συμμετεχόντων είχε κάποιας μορφής έμπρακτης επικοινωνίας με το έδαφος; Μερικοί μάλιστα είχαν τόσο συχνή επαφή που πλέον θεωρούνται μεγαλογαιοκτήμονες του Νομού Ηρακλείου, ωστόσο καμία φορά δεν μπορούσες να πεις ότι συνέτρεχαν λόγοι ανησυχίας! Ελάχιστες φορές έχω παρευρεθεί σε πορεία ενός ετερόκλητου γκρουπ μοτοσυκλετιστών χωρίς να έχουμε παρεξηγήσεις, εντάσεις, προσπάθεια να αποδείξεις πως είσαι καλύτερους από τους υπόλοιπους. Όλα αυτά δεν υπάρχουν σε μία καλή παρέα μοτοσυκλετιστών, και μπορεί να είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά τελικά αποδεικνύεται πως είναι δυνατόν να συνυπάρξουν 105 μοτοσυκλέτες που να λειτουργούν μεταξύ τους με κανόνες παρέας!

Η πλήρως ανοργάνωτα οργανωμένη εκδήλωση, ξεκίνησε με ραντεβού στο Ηράκλειο από όπου η εκκίνηση σημαδεύτηκε με τα παραξενευμένα βλέμματα των περαστικών. Κι αν ο κόσμος της πόλης αναρωτιόταν τι συμβαίνει, η πραγματικότητα των κατοίκων στα χωριά ήταν που θα αποκτούσε ένα νέο νόημα, καθώς το ετερόκλητο κομβόι θα διέσχιζε τον κεντρικό τους δρόμο.

Πριν γίνει αυτό όμως, είμασταν έτοιμοι για μία ακόμη αναπαράσταση διάσημων εμαρσιτζίδικων ιστοριών. Για να είμαι μέσα στο πνεύμα της ομάδας, θέλησα να έχω ένα αντιπροσωπευτικό μηχανάκι, παρόλο που ήταν βέβαιο πως θα υπήρχε ανεκτικότητα ακόμα και στην περίπτωση που έφτανα με σκούτερ (τυχαίο παράδειγμα). Τι πιο αντιπροσωπευτικό λοιπόν, από το XT550 του Λάζαρου Αλεξάκη, του συνεργάτη του MOTO και ιδρυτή της ομάδας! Είναι αυτό ακριβώς το XT για το οποίο έχετε διαβάσει στο περιοδικό πως προσπάθησαν τόσοι πολλοί να το οικειοποιηθούν, που πλέον αμφισβητείτε η κυριότητα του… Ρίχνω την μία μανιβελιά πίσω από την άλλη, όταν έτερος φίλος έρχεται με νόημα και κατεβάζει το kill switch, με τον κινητήρα να παίρνει αμέσως μπροστά, εν μέσω πειραγμάτων! Εξαιρετικά παιδιά όλοι τους: Θα μπορούσαν να με αφήσουν να ρίχνω μανιβελιές μέχρι να έρθει η νύκτα, αλλά προτίμησαν να μην με κάνουν να παιδεύομαι, όπως στην διάσημη ιστορία που ανακυκλώνεται στο MRCG με τον ιδρώτα να στάζει πάνω στην μανιβέλα, μετά από άπειρες επαναλήψεις. Ωστόσο η υπόθεση με την μανιβέλα του XT, μόλις ξεκινούσε… Σ’ ένα χωριό πιο κάτω θα έριχνα καμιά 30αριά μανιβελιές πριν παραδώσω την σκυτάλη σε άλλον, κι ευτυχώς δεν τα κατάφερε με την πρώτη γιατί η καζούρα θα ήταν μεγαλύτερη…

Διασχίσαμε αμέσως μετά την πεδιάδα της Μεσσαράς προς Καπετανιανά στις παρυφές των Αστερούσιων, και ήδη μετρήσαμε τις πρώτες πτώσεις στις φουρκέτες που σκαρφαλώνουν απότομα την Οροσειρά που χωρίζει την πεδιάδα από το Λιβυκό πέλαγος. Όμως πριν από αυτό θα βάζαμε βενζίνη τρομοκρατώντας τον ιδιοκτήτη του βενζινάδικου που έπινε αμέριμνος τον καφέ του και αμέσως επιστράτευσε και τον άτυχο φίλο του να τον βοηθήσει! Εισπράττω τα πειράγματα μόλις στην τρίτη μανιβελιά που σημαίνει ότι ο κλοιός σφίγγει, ιδιαίτερα από τους ιδιοκτήτες XT 550, που δηλώνουν ευθαρσώς ότι «εγώ το βάζω με το χέρι – ένα χάδι θέλει μην το κλωτσάς – σφύρα του μην του μιλάς» και άλλα τέτοια όμορφα και ωραία…

Λίγο πριν τα Καπετανιανά, θα στρίψουμε δεξιά στον χωματόδρομο που κατεβαίνει στο φαράγγι της Τρυπητής, με την αρχή του δρόμου να κατηφορίζει ανάμεσα σε βράχια και γκρεμούς προσφέροντας μία μαγευτική θέα. Εδώ είναι που ο νεότερος της παρέας θα εισπράξει το μάθημα, πως δεν οδηγούμε χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό, όταν διανθίζει μία ήπια πτώση με ματωμένα χέρια και πόδια… με τα πολλά θα φτάσουμε στην ταβέρνα στην μέση του πουθενά, περιγραφή κυριολεκτική για εκεί που βρίσκεται, στα μισά του χωματόδρομου μέσα στο φαράγγι. Κουτρουβαλώντας ταχύτερα από αυτό που θα περίμενε κανείς, το πρόβλημα είναι πως φτάσαμε δύο ώρες πριν από την αυτό που του είχαμε πει. Και φυσικά τα πενήντα (!) κιλά κρέατος δεν ήταν ακόμα έτοιμα. Χορταίνοντας με ορεκτικά και παραδοσιακά πιάτα, έχει αρχίσει να εξαπλώνεται μία διάχυτη ανησυχία για να φύγουμε λες και η παραλία θα εξαφανιστεί ή θα κατεβάσει μπαριέρες. Γινόμαστε τρεις ομάδες, εκείνοι που έφυγαν πριν έρθουν τα ταψιά, εκείνοι που ετοιμάστηκαν να φύγουν και όσοι θα έμεναν να γευτούν το εξαιρετικό κρέας! Κάποιος θεός της Yamaha κάνει σωστά την δουλειά του κι εξαιτίας μίας καμένης ασφάλειας σε ένα XT, η αναχώρηση της δεύτερης ομάδας αναβάλλεται τόσο όσο χρειάζεται για να ολοκληρωθεί το τσιμπούσι. Μαλακό κρέας που δεν βαραίνει στο στομάχι, μας αφήνει να οδηγήσουμε κατηφορίζοντας προς την θάλασσα και να παίξουμε στον χωματόδρομο. Κάπου εκεί με δυο-τρεις μικρές αναπηδήσεις που θέλουν να μου τις χρεώσουν για άλματα, χάνω ένα-δυο ανταλλακτικά από το XT και ευτυχώς και την μανιβέλα. Τεράστια ανακούφιση, πλέον δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την εκκίνηση του σε κατηφόρα, κανείς δεν θα μετρά πόσες μανιβελιές έπεσαν! Επίσης οτιδήποτε ήταν να φύγει από το XT, με το ιδιότυπο καθεστώς ιδιοκτησίας, έχει ήδη φύγει και μπορώ να οδηγήσω ανενόχλητα. Δεν έχει σημασία που το XT550 ανήκει στο «Στόμα του Λύκου», τον Αλεξάκη, εκείνος που θα πληγωθεί αν πάθει κάτι είναι άλλος!

Φτάνουμε στον Λέντα αλλά μέχρι εκεί η παρέα που κυκλοφορεί σε δόσεις σκονίζοντας τα βουνά, έχει μαζέψει μερικές πολύ καλές ιστορίες. Υπάρχουν άνθρωποι που χάθηκαν, ασφάλειες που κάηκαν, εξαρτήματα που ξεβιδώθηκαν και μερικές ακόμη μικρο-πτώσεις. Στους Καλούς Λιμένες θα γίνει ο απολογισμός. Δύο θα επιστρατεύσουν την οδική βοήθεια και θα επιστρέψουν, κι ένας θα καταλήξει στο Κέντρο Υγείας για ράμματα στο πόδι. Η παρέα είχε φροντίσει να αναλάβει κάποιος τον ρόλο της «σκούπας» με αυτοκίνητο, όπως ακριβώς είχε και πλοηγούς, όλοι τους εθελοντές, όλοι τους αποφασισμένοι πως θα περνούσαν λιγότερο ευχάριστα για να ευχαριστηθούν οι υπόλοιποι. Για αυτό τους αξίζουν συγχαρητήρια. Πραγματοποίησαν έξοδα και θυσίασαν μέρες για να βοηθήσουν την παρέα, κι έτσι αποκτά νόημα το εσωτερικό αστείο που είναι ο «ΝΟΜΙΚΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ»! Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σε μία παρέα που πηγαίνει βόλτα, και όταν κάποιος τον ζητήσει, όπως έγινε την δεύτερη μέρα, είναι όλοι έτοιμοι να δείξουν τον εαυτό τους…

Όπως ακριβώς είχε γίνει στην πρώτη ταβέρνα, που ο ευγενής ιδιοκτήτης είχε επιστρατεύσει όλο το σόι από 12 ετών και πάνω, έτσι και το βράδυ την εξυπηρέτηση θα αναλάβει ένα άλλο ολοκληρωμένο σόι… Υπήρξαν χέρια που πήγαν να αρπάξουν ξένα σουβλάκια και τιμωρήθηκαν με δαγκωματιές, ένας κύριος έτρωγε μόνος του σ’ ένα τραπέζι γρυλίζοντας μόλις κάποιος πλησίαζε, κι ανάμεσα σε βουτιές στην παραλία και ανθρώπινα γαυγίσματα ήρθε η νύχτα να δώσει το σύνθημα. Ο ουρανός γεμίζει αστέρια, αφού ο πολιτισμός βρίσκεται μακριά για να τον μολύνει με φως, και ούτε οι προβολείς από το απέναντι νησάκι που αποτελεί βενζινάδικο ανάγκης για την ποντοπόρο ναυτιλία, μπορούν να τα βάλουν με την ξαστεριά. Η μεγάλη παρέα απλώνεται στην παραλία και δημιουργεί πηγαδάκια και το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι το λεγόμενο «πηγαδάκι-hopping» πηγαίνοντας από τον έναν στον άλλο. Όλοι τους ευπρόσδεκτοι, όλοι τους με πειράγματα για την εκπληκτική οδήγηση -των άλλων- εκείνη την πρώτη μέρα! Τα μάτια δεν γίνεται παρά να κλείσουν συνοδευόμενα με χαμόγελα!

Η μέρα ξεκινά νωρίς με αναχώρηση για μία ήπια χωμάτινη διαδρομή που σκαρφαλώνει με την θάλασσα πίσω μας. Το ήπια δεν σημαίνει ότι οι “JOE BAR” τύποι, δεν θα έχουν ευκαιρία να δημιουργήσουν ιστορίες, πέφτοντας ή κοντεύοντας να πέσουν πράγμα εξίσου αστείο, για τους ίδιους πρώτα. Όπως αστείο είναι που σε κάθε φωτογραφία με κάποιον να πηγαίνει γρήγορα, υπάρχει πάντα μία πάπια πίσω του που πηγαίνει στον ίδιο ρυθμό! Ενίοτε και κάποια Vespa. Μέχρι και τις Vespa δεν υπάρχει θέμα για το MRCG, αν τους περνούσε και κάποιο σκούτερ θα είχαμε αυτοπυρπόληση, την στιγμή που υπάρχουν μαρτυρίες για το Runner που φορτωμένο πήγαινε παντού και έκανε προσπεράσεις…

Μερικές καμένες ασφάλειες ακόμα και μπόλικο γέλιο μετά, θα φτάσουμε στην λίμνη, ψηλά στον Ζαρό κι αυτή την φορά εντός ωραρίου. Από εκεί μας περιμένει το Αστεροσκοπείο για χώνεψη, μετά από λίγα χιλιόμετρα χωματόδρομου κι εδώ αρχίζουν οι παρανοήσεις. Η μεγάλη παρέα του MRCG έχει από όλα, supermotard που σουζάρουν σε κάθε ευκαιρία, σύγχρονα enduro, enduro βγαλμένα από μουσείο που το λέει όμως η καρδιά τους, άλλα που δεν θα έπρεπε να βγουν από το μουσείο, street / naked, παλιά και νέα, ότι χωρά το μυαλό σου! Η άποψη λοιπόν για την βατότητα του χωματόδρομου δεν γίνεται να είναι μία, και όσο λιγότερο άβατο τον βλέπεις, τόσο μεγαλώνει και σε απόσταση!

Μετά από μερικές εντυπωσιακές τούμπες, όλες τους ακίνδυνες, άλλες που έγιναν για λόγους συμπαράστασης – να πέφτει ο διπλανός σου και να σε βλέπει όρθιο είναι σκληρό – φτάνουμε στο Αστεροσκοπείο και ανταμειβόμαστε με την θέα και τον δροσερό αέρα. Θα κατηφορίσουμε για Ανώγεια που έχει γίνει παραγγελία για ταψιά με γαλακτομπούρεκο και σαν κανονική παρέα ο πρώτος απαιτεί να γίνει συνδυασμός από ότι έχει το μαγαζί με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι… Μέχρι να φτάσουμε όμως σε αυτό το βραβείο, είχαμε μία επεισοδιακή κατάβαση που είχε σταγόνες βροχής αφήνοντας λασπερά στίγματα όπου σε πετύχαιναν, από τα πολλαπλά στρώματα σκόνης που είχε επάνω του ο καθένας μας, και μερικά αιμοβόρικα ζωντανά, από εκείνα που κανονικά θα έπρεπε να καταναλώνεις σε παϊδάκια ή να τρέφεσαι με το γάλα τους. Μόλις άκουγαν μηχανάκι, έβαζαν το κεφάλι κάτω και έκαναν επίθεση, αλλά στο MRCG είχαν όλοι τους πλέον συνηθίσει τα ζιγκ-ζαγκ και δεν βρήκαν ούτε ένα στόχο, όσο κι αν προσπαθούσαν!

Κύλισαν έτσι δύο μέρες με μπόλικη οδήγηση και άφθονο γέλιο, χωρίς κανένα σοβαρό ευτράπελο, αφού οι πτώσεις τέτοιου είδους είναι μέσα στο πρόγραμμα. Αυτό που δεν είναι στο πρόγραμμα καμίας εκδήλωσης του MRCG, είναι η προκλητική οδήγηση για λόγους εντυπωσιασμού, συμπεριφορές που βλέπεις σε Πανελλήνια Συγκέντρωση, ή αντίστοιχες μοτοβόλτες, που υπάρχουν δυστυχήματα ακόμα και με την παρουσία της αστυνομίας. Κάθε σούζα και κάθε προσπέραση, σε όλα αυτά τα χιλιόμετρα των δύο ημερών έγινε με ασφάλεια. Η μόνη πρόκληση, ήταν πως μπορεί να συνοδευόταν από την φράση «φάε την σκόνη μου»!

Δύσκολο να βρεις μία ομάδα που να συνυπάρχουν κάθε είδους δίτροχο, και κάθε είδους αναβάτης. Στο MRCG δεν είναι το μοντέλο μοτοσυκλέτας που ενώνει τον κόσμο, αλλά μία κοινή ιδεολογία, και για αυτό τον λόγο μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα με «πυρήνες διοίκησης», και να πραγματοποιήσει οργανωμένα, ανοργάνωτες βόλτες με τέτοια επιτυχία! Για τους ίδιους, αν τους ρωτήσεις, η επιτυχία του «Ζαβοί Τρακάρ» ήταν καθολική από την στιγμή που η ονομασία επαληθεύτηκε στο έπακρο!

φωτό: MRCG

Ετικέτες

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!