MOTO.K. Η επιστήμη της σέλας

Η απόλυτη άνεση και η απόλαυση της μοτοσυκλέτας σου έχουν ελληνική υπογραφή
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

21/7/2022

Όσοι έχουν γράψει πολλά χιλιόμετρα στους δρόμους και πολύ περισσότερο οι τακτικοί αναγνώστες μας, γνωρίζουν πάρα πολύ καλά πως η σέλα μιας μοτοσυκλέτας, ενός scooter ή ενός παπιού παίζει καθοριστικό ρόλο, όχι μόνο στον τομέα της άνεσης αλλά και στην εκμετάλλευση των επιδόσεών της!

Και ο λόγος που συμβαίνει αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως το σώμα μας βρίσκεται σε διαρκή κίνηση όταν οδηγούμε μοτοσυκλέτες και δέχεται δυνάμεις από όλες και προς όλες τις κατευθύνσεις, κάτι που επηρεάζει τα δυναμικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας λόγω διαρκούς μετατόπισης του βάρους και φυσικά επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο χειρισμού της μοτοσυκλέτας από τον αναβάτη, καθώς η σέλα είναι ένα από τα βασικά σημεία στήριξης του σώματος πάνω σε οποιοδήποτε είδους δίκυκλο.

Ο σχεδιασμός και η κατασκευή μιας σέλας είναι πραγματικά μια σύνθετη διαδικασία με πολλαπλές παραμέτρους και γι’ αυτό είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που οι σχεδιαστές των εργοστασίων καταφέρνουν να φτιάξουν από την αρχή μια σέλα που να ταιριάζει και να καλύπτει τις ανάγκες όλων των αναβατών που θα αγοράσουν τη μοτοσυκλέτα, το scooter ή το παπί σε όλα τα σημεία του πλανήτη.

Όπως γίνεται κατανοητό από όλα τα παραπάνω, ο σχεδιασμός και η κατασκευή της σέλας είναι σοβαρή υπόθεση, με πάρα πολλές παραμέτρους και επιπτώσεις για τον αναβάτη. 

Απόλαυσε τη μοτοσυκλέτα σου

Η ΜΟΤΟ.Κ είναι μια 100% ελληνική εταιρεία που ιδρύθηκε από τον Κώστα Τσαλαπατάνη το 2003 με βασικό στόχο να κατασκευάζει εργονομικές σέλες μοτοσυκλετών, scooter και παπιών ώστε οι αναβάτες τους να απολαμβάνουν της οδήγησή τους.

Αυτή τη στιγμή, η MOTO.K συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους κορυφαίους κατασκευαστές εργονομικών και custom σελών σε παγκόσμιο επίπεδο, όχι μόνο λόγω της συσσωρευμένης τεχνογνωσίας και των επενδύσεων σε εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας που διαθέτει, αλλά και χάρη στη δυνατότητα να κατασκευάζει σέλες για τον συγκεκριμένο σωματότυπο  του κάθε αναβάτη. Βρεθήκαμε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας και ξεναγηθήκαμε στους χώρους των εργαστηρίων και πώλησης επί της Καλλιρόης 37, όπου είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από κοντά όλη την διαδικασία κατασκευής μιας tailor-made σέλας της MOTO.K αλλά και να ενημερωθούμε για όλη τη σειρά νέων προϊόντων που διαθέτει στη γκάμα της και κάνουν την ζωή μας πάνω στη μοτοσυκλέτα καλύτερη και ομορφότερη!

Το μεγάλο πλεονέκτημα μιας σέλας MOTO.K ξεκινά από την δυνατότητα κατασκευής του αφρώδους υλικού σε ένα ενιαίο κομμάτι στο επιθυμητό σχήμα και με την επιθυμητή σκληρότητα.

 

Αυτό εγγυάται δύο βασικά χαρακτηριστικά:

Το πρώτο έχει να κάνει με τους τομείς της ποιότητας κατασκευής, δηλαδή την αντοχή στο χρόνο χωρίς να αλλοιωθούν από τη συχνή χρήση το σχήμα και η σκληρότητα της σέλας, αλλά και την σιγουριά που έχει ο μοτοσυκλετιστής ότι η δική του σέλα ΜΟΤΟ.Κ έχει ακριβώς τα ίδια επίπεδα ποιότητας κατασκευής και απόδοσης με όλες τις υπόλοιπες σέλες ΜΟΤΟ.Κ. Οπότε η φράση: ”Εμένα μου έκανε καλή δουλειά, αλλά στη σέλα του φίλου μου όχι” δεν υπάρχει σε κανένα προϊόν της ΜΟΤΟ.Κ αφού τίποτα δεν βασίζεται στα… “κέφια” που είχε εκείνη την ημέρα ο μάστορας.     

Το δεύτερο έχει να κάνει με τη δυνατότητα να κατασκευαστεί το αφρώδες με χαρακτηριστικά που ταιριάζουν ακριβώς στον συγκεκριμένο αναβάτη.

Σε αυτή την περίπτωση, ένα ειδικό όργανο μέτρησης πίεσης τοποθετείται πάνω στην εργοστασιακή σέλα το οποίο μετρά με ακρίβεια σε ποια σημεία της σέλας εμφανίζονται οι μέγιστες και οι ελάχιστες τιμές πίεσης, αλλά και σε πόση επιφάνεια διαχέεται η πίεση.

Με βάση αυτή την λεπτομερή μέτρηση που αφορά τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα με τον συγκεκριμένο αναβάτη πάνω της, η ομάδα σχεδιαστών της ΜΟΤΟ.Κ δημιουργεί ένα νέο σχήμα για το αφρώδες και προσαρμόζει τη σκληρότητά του ώστε οι μέγιστες τιμές πίεσης να μειωθούν σημαντικά και την ίδια στιγμή η επιφάνεια επαφής του σώματος με τη σέλα να μεγαλώσει.

Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο η σέλα γίνεται πιο άνετη στην πολύωρη χρήση, αλλά προσφέρει πολύ καλύτερη στήριξη στο σώμα του αναβάτη, κάτι που είναι πάρα πολύ σημαντικό κατά τη διάρκεια της οδήγησης όπου το σώμα πρέπει να αντισταθεί στις δυνάμεις που δέχεται κατά το φρενάρισμα και την επιτάχυνση.

Γι΄αυτό και έχουμε γράψει πολλές φορές πως οι υπερβολικά μαλακές σέλες είναι άνετες μόνο όταν καβαλάς τη μοτοσυκλέτα σταματημένη. Όταν όμως βρίσκεται σε κίνηση χρειάζεσαι μια σωστά σχεδιασμένη σέλα, όπου το σχήμα και η σκληρότητα του αφρώδους θα πρέπει να συμβάλει θετικά στη συνολική εργονομία της θέσης οδήγησης και να προσφέρει άνεση σε όλους τους μυς του σώματος. Άλλωστε όσοι υποφέρουν από πόνους στη μέση, ξέρουν πολύ καλά πως το πρόβλημα δημιουργήθηκε από τους μυς των ποδιών που δεν στηρίζουν σωστά το σώμα όταν σκύβουμε και σηκώνουμε βάρη.

Οπότε η πραγματικά άνετη σέλα δεν είναι εκείνη που απλώς κρατά χαρούμενα τα… οπίσθιά μας.

Η πραγματικά άνετη σέλα είναι εκείνη που κρατά ξεκούραστο ΟΛΟΚΛΗΡΟ το σώμα μας και με αυτή τη φιλοσοφία είναι κατασκευασμένη κάθε σέλα της ΜΟΤΟ.Κ.

Ιδιαίτερα στα scooter και τα παπιά που δεν υπάρχει ρεζερβουάρ ανάμεσα στα πόδια του αναβάτη, η σέλα είναι το μοναδικό σταθερό σημείο στήριξης του σώματος και από το σωστό ή λάθος σχήμα της εξαρτάται αν σε κάθε φανάρι θα πρέπει να κρατάς αντίσταση με τα χέρια στο τιμόνι όλο το βάρος του σώματός σου. Περιττό να πούμε πως το τιμόνι είναι για να κατευθύνουμε ένα δίκυκλο και σε καμία περίπτωση για να στηριζόμαστε πάνω του.

Σε όποια σχολή ασφαλούς ή αγωνιστικής οδήγησης κι αν πας, το πρώτο πράγμα που θα σου πουν είναι να έχεις χαλαρά τα χέρια στο τιμόνι. Οπότε δεν μιλάμε μόνο για άνεση, αλλά και για ασφάλεια και επιδόσεις.

Η γκάμα των προϊόντων της ΜΟΤΟ.Κ προσφέρει πολλαπλές επιλογές στους αναβάτες που επιθυμούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους πάνω στο δίκυκλο που οδηγούν.

Για παράδειγμα μπορούν να αλλάξουν μόνο το κάλυμμα της σέλας διαλέγοντας κάποιο από την σειρά Basic ή την σειρά Design.

Τα καλύμματα της ΜΟΤΟ.Κ. είναι κατασκευασμένα από υψηλής ποιότητας και αντοχής υλικά με αντιολισθητικές ιδιότητες, τα οποία έχουν επιλεγεί ώστε τα χαρακτηριστικά τους να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις των δικύκλων. Πρόκειται δηλαδή για υλικά με συγκεκριμένη συμπεριφορά και όχι υλικά γενικής χρήσης που χρησιμοποιούνται σε έπιπλα σπιτιού ή σε σκάφη αναψυχής και αυτοκίνητα. Αυτό σημαίνει πως έχει ληφθεί υπόψη η θερμοκρασία που αναπτύσσουν κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, αλλά και η αντοχή τους στην τριβή από τη διαρκή κίνηση του σώματος πάνω τους. Για τους ίδιους λόγους, το πατρόν (δηλαδή το σχήμα των κομματιών που αποτελούν κάθε κάλυμμα της ΜΟΤΟ.Κ.) είναι ειδικά μελετημένο για το κάθε μοντέλο, ώστε οι αδιάβροχες ραφές να βρίσκονται στο σωστό σημείο. Η διαδικασία κοπής του πατρόν γίνεται σε ρομποτική μηχανή ακριβείας, κάτι που διασφαλίζει την τέλεια εφαρμογή τους πάνω στην εργοστασιακή σέλα.

Τα καλύμματα της σειράς Design ακολουθούν πιστά τη σχεδιαστική φιλοσοφία του κάθε μοντέλου (τόσο σε χρωματισμούς, όσο και στο σχήμα και την υφή των υλικών) ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ταιριάζει απόλυτα με την αισθητική ολόκληρης της μοτοσυκλέτας.

Η πιο προσιτή οικονομικά επιλογή είναι η αγοράς μιας σέλας Comfort/Standard, οι οποία διαθέτει όλα τα ποιοτικά και τεχνικά χαρακτηριστικά που έχουμε αναφέρει από την αρχή του κειμένου και το σχήμα/πυκνότητα του αφρώδους είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας εμπειρίας και μελέτης σε πραγματικές συνθήκες για το συγκεκριμένο μοντέλο. Φυσικά υπάρχει η δυνατότητα κατασκευής custom καλύμματος για όποιον το επιθυμεί.

Το επόμενο στάδιο είναι η κατασκευή μιας Custom σέλας ειδικά για τον δικό σου σωματότυπο και τη χρήση που επιθυμείς. Εδώ οι επιλογές είναι πρακτικά απεριόριστες ως προς τα μοντέλα δικύκλων και η διαδικασία σχεδιασμού και επιλογής υλικών γίνεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αναβάτη, χωρίς κανέναν ουσιαστικά συμβιβασμό.

 

Κάθε ανατομική σέλα ΜΟΤΟ.Κ. συνοδεύεται από πιστοποιητικό βελτίωσης κατανομής βάρους,, το οποίο περιέχει της εργονομικές μετρήσεις πριν και μετά την αντικατάσταση της σέλας.

Πέρα από το φυσικό κατάστημα που βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της ΜΟΤ.Ο.Κ στην  Καλλιρόης 37 (Τ.Κ. 11743 / Τηλ: +30 210 9712600, +30 210 9370668) όπου το εξειδικευμένο προσωπικό με χαρά θα σας βοηθήσει να επιλέξετε ανάμεσα στη μεγάλη γκάμα προϊόντων αυτό ακριβώς που χρειάζεστε, υπάρχει και η δυνατότητα αγορών χωρίς να χρειαστεί να φύγετε από τον σπίτι σας μέσω του E-SHOP της MOT.O.K. στο οποίο θα βρείτε αναλυτικά όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της εταιρείας, με υψηλής ποιότητας φωτογραφικό υλικό ώστε να έχετε την πραγματική εικόνα πριν αγοράσετε.

 

 

Facebook: MotO.K. Motorcycle Seats

Instagram: motokseats

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.