Με Africa Twin στο Nordkapp – Η επόμενη μέρα

Επιστροφή στην ζέστη και.. την νύχτα!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/7/2017

Κανείς δεν έχει επιστρέψει από το Nordkapp και πήγε την επόμενη ημέρα στη δουλειά με απόλυτη αυτοσυγκέντρωση. Έχουμε ακούσει - κι έχουμε δει, να χρειάζεται από μερικές μέρες μέχρι και βδομάδες, για να επανέλθουν οι φυσιολογικοί ρυθμοί και να μην ταξιδεύει συνέχεια το μυαλό, ή να μην ονειρεύεται κανείς με ανοιχτά τα μάτια. Για τον Γιώργο Πυρπασόπουλο δεν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, καθώς μέρες μετά την επιστροφή του θα πιάσει τον εαυτό του να ξεφεύγει από την ασχολία που έχει μπροστά του, και να ταξιδεύει πάνω σε έναν παγετώνα ή να παρατηρεί νοητά τους καθρεφτισμούς των μυτερών κορυφών, σε κάποια από τις αναρίθμητες λίμνες...

Κάθε ταξίδι με μοτοσυκλέτα είναι έτσι ακριβώς, χρειάζεται χρόνος για να σβήσεις τα χιλιόμετρα από επάνω σου. Είναι πιο απαιτητική η επόμενη μέρα όταν ταξιδεύεις με μοτοσυκλέτα, γιατί εκτός από την αγνή εμπειρία του ταξιδιού, έχεις πλέον και την ανάγκη να ξαναβρεθείς στην σέλα, παθαίνεις μία μοτοσυκλετιστική στέρηση, που κανείς άλλος οδηγός δεν πρόκειται να την καταλάβει. Είναι κάτι μοναδικό στους μοτοσυκλετιστές, σαν την νόσο των ναυτικών όταν πατούν στην στεριά ένα πράγμα, και θέλεις να ξανά βρεθείς στην σέλα..

Στην περίπτωση του Nordkapp υπάρχει και τρίτο στοιχείο. Μετά από τόσες μέρες –αυτή την εποχή- έχεις συνηθίσει να λούζεσαι από τον ήλιο που δεν δύει ποτέ, παρά μονάχα ακουμπά στην θάλασσα και ανεβαίνει ξανά. Είχες επίσης συνηθίσει να ταξιδεύεις είτε με μπόλικο κρύο, είτε σε ιδανική θερμοκρασία με 23 βαθμούς Κελσίου, συχνά παρά κάτω, ποτέ παραπάνω. Η απότομη επάνοδος αποτελεί ένα μικρό σοκ, απέναντι στην ευκολία της ρουτίνας που αγαπά ο εγκέφαλος. Ακόμα περισσότερο αν η επιστροφή έγινε στιγμιαία σχεδόν, χρησιμοποιώντας αεροπλάνο και δεν συνέχισες να οδηγείς από το Nordkapp μέχρι πίσω. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει ο χρόνος της αποφόρτισης, και η σταδιακή επάνοδος στο κλίμα και την αναλογία ημέρας και νύχτας.

μετά από ένα τέτοιο ταξίδι, οι μοτοσυκλετιστές πάσχουν από στέρηση χιλιομέτρων!

Ο Γιώργος είχε όλα τα παραπάνω, όμορφα προβλήματα, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Πρώτο και καλύτερο ήταν το σύνδρομο στέρησης της μοτοσυκλέτας. Ξαφνικά δεν του έφταναν οι καθημερινές αποστάσεις, ήθελε να κάνει πολύ περισσότερα χιλιόμετρα από εκείνα που ήταν ο προορισμός του πριν ξανά κατέβει από την σέλα. Διαλέγει διαδρομές που είναι μακρύτερες και συχνά δίνει το παρόν με φυσική παρουσία, αντί για μηνύματα! Την ζέστη και την διάρκεια της ημέρας είναι θέματα που γρήγορα τα συνηθίζεις, η έλλειψη οδήγησης σε ταλαιπωρεί για πολύ καιρό!

Το άψογα οργανωμένο ταξίδι που ετοίμασε η Honda για τις σαράντα Africa Twin, με τους ετερόκλητους αναβάτες που είχαν από αγωνιστική έως ελάχιστη εμπειρία οδήγησης, δημιούργησε μία σειρά από πολλές διαφορετικές ιστορίες. Εμείς παρακολουθούσαμε με καθημερινή ανταπόκριση και ζωντανές αναμεταδόσεις, την πορεία του ταξιδιού από την οπτική του Γιώργου Πυρπασόπουλου, κι αυτό ήταν μονάχα ένα από τα θετικά της υπόθεσης. Γιατί όπως είχαμε πει και στην αρχή, όταν τον ξεπροβοδούσαμε, το Nordkapp είναι ένας προορισμός που πηγαίνουν χιλιάδες μοτοσυκλετιστές, εκατοντάδες από τους αναγνώστες μας το έχουν ήδη πραγματοποιήσει κι άλλοι το προετοιμάζουν. Όμως κάθε φορά η ιστορία αυτού του ταξιδιού είναι διαφορετική, αφού σημασία έχει η διαδρομή και όσα θα προκύψουν εκεί, οι άνθρωποι που ταξιδεύουν και λιγότερο ο ίδιος ο προορισμός. Παρακολουθώντας καθημερινά τον Γιώργο Πυρπασόπουλο είχαμε την ευκαιρία να δούμε το Nordkapp να αποκαλύπτεται κομμάτι – κομμάτι σε έναν άνθρωπο που πρώτη φορά ταξίδευε με μοτοσυκλέτα εκτός συνόρων. Αυτό και μόνο καθιστά την ιστορία: «Μοτοσυκλέτα στο Βόρειο Ακρωτήρι» τελείως διαφορετική από την αρχή! Αν μάλιστα ταξιδεύεις με μία μεγάλη παρέα που δεν ήξερες κανέναν πιο πριν, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο πρωτόγνωρα!

Η πιο σικέ ερώτηση μετά από αυτό το ταξίδι, είναι να θέλεις να μάθεις πιο ήταν εκείνο που θυμάται πιο έντονα, όμως ο Γιώργος μπαίνει στην διαδικασία να απαντήσει:

«Πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω ένα πράγμα, ωστόσο μένει μία χαρακτηριστική γεύση, μία απόχρωση αν θέλεις. Είναι αυτό το πράσινο τοπίο, οι άπειρες λίμνες που περνάς και βλέπεις τον ορίζοντα διπλό, να συνεχίζει προς τα κάτω σ’ ένα τέλειο αντίγραφο. Κι έπειτα είναι και η στιγμή που φτάνεις στο Nordkapp, αυτή η αίσθηση της ολοκλήρωσης. Έχεις προσδώσει στο σημείο σχεδόν μεταφυσικές ιδιότητες όλες αυτές τις μέρες, όσο ταξιδεύεις παράλληλα με τον Βόρειο Ατλαντικό για να το προσεγγίσεις. Εκείνη την στιγμή μετουσιώνονται σε ένα χειροπιαστό πράγμα όλα τα χιλιόμετρα που διένυσες, αγγίζεις το μνημείο στην άκρη και νιώθεις τον δρόμο που διέσχισες για να φτάσεις εκεί. Είναι από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές!»

Στην Νορβηγία υπάρχουν περισσότερες από 450.000 λίμνες, χωρίς να υπολογίζεις τις «Jávrásj» εκείνες δηλαδή που το μέγεθός τους είναι σαν πισίνα. Με αυτές το νούμερο διπλασιάζεται, και καθίσταται έτσι λογικό πως υπάρχουν τουλάχιστον δέκα διαφορετικές λέξεις στα νορβηγικά για την «λίμνη» χωρίς σε αυτές να προσθέτεις άλλες τόσες από την λαπωνική διάλεκτο. Ανάμεσά τους είναι οι πέντε πιο βαθιές στην Ευρώπη, οι παλαιότερες σε σχηματισμό και οι καθαρότερες σε νερό. Καμία δεν ξεχωρίζει για το μέγεθός της, αλλά όλες μαζί σαν σύνολο, μαζί με τα άπειρα φιόρδ, διαμορφώνουν αυτό το μοναδικό τοπίο, που είναι λες και η στεριά φιλοξενείται ανάμεσα στα στήλες νερού. Οι Νορβηγοί έχουν μάθει να ζουν με το νερό και για μία μεγάλη περίοδο του χρόνου και με το σκοτάδι. Από τους πιο χαρακτηριστικούς ντόπιους που γνώρισε ο Γιώργος, ήταν ο Foldvik ένας Νορβηγός ταβερνιάρης στο Gratangen, στον τελευταίο σταθμό φαλαινοθηρικών:

«Ολόκληρη η κοινότητα συνεργάστηκε για να διατηρήσει αναλλοίωτο τον τελευταίο σταθμό των φαλαινοθηρικών, μετά την πλήρη και καθολική απαγόρευση του κυνηγιού. Οι φάλαινες ήταν κομμάτι της ζωής των ντόπιων και το ψάρεμα γενικά η βασικότερη πηγή εσόδων ακόμα και τώρα. Οι Νορβηγοί είναι δεμένοι μεταξύ τους, ανάγκη των απομονωμένων οικισμών και των σκληρών συνθηκών, είναι μία ανάγκη απέναντι στην επιβίωση. Στο Gratangen ολόκληρη η κοινότητα βοήθησε στην διατήρηση του σταθμού και την μετατροπή του σε ένα ζωντανό μουσείο και ταβέρνα, που την ανέλαβε ο πενηνταπεντάχρονος κύριος που είμαστε μαζί στην φωτογραφία και η σύζυγός του. Είναι οι ιδιοκτήτες του σταθμού, που η κοινότητα τους βοήθησε να τον κρατήσουν ανοικτό αλλάζοντας την χρήση του και στηρίζοντας οικονομικά όταν δεν υπάρχει ο τουρισμός. Εκεί ήταν που έφαγα ελάφι με διάφορα χορταρικά, που ήταν εξαιρετικό, μία απίστευτη ομορφιά. Αν με ρωτάς για το πιο χαρακτηριστικό φαγητό, τότε αυτό το ελάφι ήταν ένα από τα πιάτα που δεν θα ξεχάσω και το άλλο ήταν ο σολομός. Φάγαμε σολομό άγριο, ψαρεμένο στη θάλασσα και η γεύση ήταν τόσο έντονη και τόσο διαφορετική που ειλικρινά οτιδήποτε παρεμφερές φτάνει σε εμάς εδώ, θα έπρεπε να είναι και με άλλο όνομα».

Εκτός από τον Τούρκο –που ξέρουμε ότι ταιριάξατε- υπάρχει άλλος/άλλοι από τους σαράντα συνταξιδιώτες με τον οποίο αισθάνεσαι πιο φίλος σε σχέση με τους υπόλοιπους;

«Ω ναι… είναι ο Γερμανός cameraman, ο Stefan Klabunde που έχουμε πει για αυτόν. Κατανάλωνε τεράστιες ποσότητες μπύρας και δεν μπορούσα να τον πάω κόντρα εκεί, δεν ήθελα την επόμενη ημέρα να μην είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος στο ταξίδι και για αυτό απέφευγα το ξενύχτι, αλλά με έβαζε σε πειρασμό. Είχε συνεργαστεί με την Touratech για έναν κατάλογο που τον φωτογράφισαν στην Ελλάδα και είχε ταξιδέψει πολύ στα μέρη μας, οπότε είχαμε πολλά να συζητήσουμε, όπως και με την υπόλοιπη παρέα των Γερμανών που ήταν πολύ ενθουσιώδεις και αγαπούσαν την Ελλάδα. Ο πλοηγός μας ο Eric Courly ήταν… «κουρλός» τελείως, μιλάμε για απίστευτο πηγαίο χιούμορ, έκανε συνέχεια γκριμάτσες και αστεία τύπου Louis de Funès, που είναι χαρακτηριστικό των Γάλλων και πραγματικά έδινε απίστευτη χροιά σε κάθε στάση! Είχε τρέλα με την αγωνιστική οδήγηση από μικρός αλλά η μητέρα του είπε το χαρακτηριστικό «κάνε ότι θες, φτάνει να πάρεις πρώτα πτυχίο». Πήρε λοιπόν το πτυχίο, το καρφίτσωσε και μετά άρχισε να τρέχει σε Rally, στο Dakar και αλλού, ήταν άρρωστος με την ταχύτητα και το έκοψε γιατί αισθανόταν πως θα είχε άσχημη κατάληξη! Γνωρίστηκα και έμαθα πολλά για την Ινδονησία από τους συμμετέχοντες Eka Budhiansyah και Antonius Yulianto, απίθανοι τύποι και οι δύο, όπως και ο Σουηδός που οδηγούσε πολύ γρήγορα ή ο Πορτογάλος ο Hugo Ramos. Από την πρώτη στιγμή επίσης ξεχώρισα και τον υπεύθυνο όλης της διοργάνωσης εξαιτίας μία συγκυρίας, ο Antoine Valla είναι ίδιος με τον αδερφό μου! (σσ. Είναι φαλακρός με μούσι και δεν έχει καμία σχέση με τον Πυρπασόπουλο). Όχι μάλλον δεν το τόνισα σωστά, είναι ΙΔΙΟΙ! Σε σημείο που έστειλα φωτογραφίες στον αδερφό μου και τον τρέλανα, μου είπε μοιάζει αφύσικη τόσο μεγάλη ομοιότητα! Στο τέλος βέβαια ήταν όλοι δικά μου αδέρφια, είχα και κάτι παστέλια μαζί μου από την Ελλάδα, τα έδωσα στον «Κουρλό» γιατί μας είχε τεντώσει από το γέλιο και μέσα από το ταξίδι γεννήθηκαν φιλίες το ίδιο δυνατές με τις αναμνήσεις!».

με τους Eka Budhiansyah και Antonius Yulianto από Ινδονησία:

 

Η συνολική εμπειρία μου με την Africa Twin, είναι αυτή που σου μετέφερα και τις τελευταίες μέρες του ταξιδιού, δεν έχει αλλάξει ίσα – ίσα που ενισχύθηκε. Δεν έχω ξανά νιώσει τόσο μεγάλη ασφάλεια με μοτοσυκλέτα. Υπέροχα άνετη, εξαιρετική προστασία από τον αέρα, πολύ γκάζι -για τα δικά μου δεδομένα- χωρίς στιγμή να κουραστώ στην σέλα της. Το ξανά είπα, θέλω να μία Africa Twin και να την αλλάξω ποτέ μοτοσυκλέτα, εκτός από όταν γίνουν ηλεκτρικοί οι κινητήρες, καθώς το βλέπω από οικολογική άποψη…

Οι όποιες δυσκολίες του ταξιδιού, όπως τις μεταφέραμε καθημερινά τις προηγούμενες μέρες, εξανεμίζονταν μπροστά στην οργάνωση της Honda, της καλής παρέας και των μαγευτικών τοπίων που αντικρύζανε. Η επίδραση του ταξιδιού δεν έχει περάσει ακόμα στον Πυρπασόπουλο και το Transalp μπήκε σε αγγελία για να το αποχωριστεί θέλοντας να πάρει το Africa Twin! Κυριευμένος, ακόμα, από στέρηση χιλιομέτρων έχει πάρει ήδη αποφάσεις για μετά, καθώς συζητά με έναν ξένο παραγωγό την διοργάνωση ενός μεγάλου ταξιδιού, τον Δρόμο του Μεταξιού, με μοτοσυκλέτα! Η φράση «του άνοιξε η όρεξη» είναι λοιπόν λίγη, για να περιγράψει την νέα διάθεση του Γιώργου Πυρπασόπουλου για ταξίδια, και για την απόκτηση της δικής του Africa Twin!

 

Διαβάστε επίσης:

Εκκίνηση

Μέρα 1η

Μέρα 2η

Μέρα 3η

Μέρα 4η

Μέρα 5η

Μέρα 6η

Μέρα 7η

Μέρα 8η

 

 
Με τον υπεύθυνο της διοργάνωσης, Antoine Valla, τον "δίδυμο αδερφό" του.. αδερφού του Γιώργου!
 
 
με τον Πορτογάλο Hugo Ramos:

 

με τον Ελβετό Key Brem
 
 
 
 

Αφιέρωμα Giuseppe Mori: Ο "πρεσβευτής" των αφανών ηρώων!

Ο σπουδαίος ρόλος των μικρών μοτοσυκλετιστικών βιοτεχνιών
12/11/2020

Ο Δημόκριτος είχε πει πως υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η γνήσια (σαφής) και η σκοτεινή (ασαφής). Με την έλευση του κορωνοϊού διανύουμε μια πρωτοφανή περίοδο ανασφάλειας και παραφιλολογίας. Ο καθένας βέβαια είναι ελεύθερος να πιστεύει ότι θέλει. Το σημείο όμως που ενοχλεί, είναι άτομα που με την απουσία γνώσης προσπαθούν να διαδώσουν/επιβάλλουν λανθασμένες και επικίνδυνες απόψεις. Όντας, αν μη τι άλλο, ένας ορκισμένος μοτοσυκλετιστής και φίλος της δίκυκλης ιστορίας, θα αναγάγω το παραπάνω παράδειγμα στον κόσμο της μοτοσυκλέτας που η παραφιλολογία πολλές φορές δίνει και παίρνει και συχνά θίγει επαγγελματίες και εταιρείες.

"Μην πάτε στον "Χ" μηχανικό, μου χάλασε τη μοτοσυκλέτα μου", παράκουσα από την στεντόρεια φωνή ενός θαμώνα καφετέριας και ευθύς έστρεψα τα ώτα μου προς το τραπέζι του. Το γεγονός ότι υποστήριζε, με στόμφο, την αναξιοπιστία των Ducati, κρατούσε το ενδιαφέρον των ακροατών του (που φαίνονταν λιγότερο "τριμμένοι" στο θέμα μοτοσυκλέτας), αλλά και το δικό μου αμείωτο. Ήταν φανερό πως είχε μετανιώσει πικρά για την αγορά ενός μεταχειρισμένου 749. Απ’τον πομπώδη μονόλογό του, προέκυψε ότι το συγκεκριμένο 749 των 2.500 ευρώ, πήρε ζωή μετά από τέσσερα χρόνια ακινησίας. Η επισκευή είχε γίνει σ’ έναν συνοικιακό μηχανικό –διότι, όπως υποστήριξε, τα επίσημα δίκτυα υπερχρεώνουν- και από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι το γερασμένο ιταλικό supersport "ψηνόταν" στην κίνηση του αθηναϊκού κέντρου καθημερινά. Σε συνέχεια της συζήτησης με τους φίλους του ακούστηκε και το cliché πλέον KTM = Κάθε Τρίτη Μάστορα. Και ενώ φαινόταν τα επιχειρήματα του να κερδίζουν έδαφος με τους φίλους του, κάπου δεν άντεξα και ενήργησα ως ελατήριο: "Κανείς δεν σου φταίει φίλε μου, ούτε ο μηχανικός, ούτε η Ducati. Απλά έχεις άγνοια."

Άκομψη απάντηση από κάποιον άγνωστο που δεν του απηύθυναν ποτέ το λόγο, αλλά με ώθησε το ακράδαντο πιστεύω μου για την αξία της έρευνας. Μόνο έτσι μπορούμε να εξετάσουμε και να προσεγγίσουμε υπο το σωστό πρίσμα τις όποιες μοτοσυκλετιστικές θεωρίες, για να διευρυνθεί η οπτική μας. Και σήμερα, σαν παράδειγμα, θα φέρω τις παρεξηγημένες μικρές εταιρείες όπως την Ηοrex, Fantic, Bimota κλπ. πoυ δέχονται τα πυρά για τα μικρά δίκτυα πώλησης, την αναξιοπιστία, τη μη χρηστικότητα, τη δυσκολία εύρεσης ανταλλακτικών και άλλα τόσα, που ναι μεν δεν είναι πάντα ανυπόστατα, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που κάποια πράματα είναι απλά μύθοι – τροφή για μηρυκαστικά.

Θα πρέπει πάντως να δεχτούμε, ότι τέτοιου είδους εταιρείες παράγουν μοτοσυκλέτες που στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένες αγορές (niche markets αγγλιστί), απαιτούν πολύ συνειδητοποιημένο πελατολόγιο, και λόγω του μικρού τους μεγέθους, έχουν την τάση να γίνονται προσωποκεντρικές: εννοώντας ότι, οι πιστοί ακόλουθοι τους εκτιμούν πέρα από το προϊόν, το όραμα, το θάρρος και την επιμονή των ανθρώπων που εργάζονται γι αυτές και που μάχονται καθημερινά με τους λογιστές για να καταφέρουν να φτάσουν αυτές οι ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες στην αγορά.

Ο Massimo Tamburini (αριστερά) με τον Giuseppe Morri (δεξιά) ήταν οι πραγματικοί ιδρυτές της Bimota Meccanica

 

Για να γίνω κατανοητός, θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Giuseppe Morri, συνιδρυτή της Bimota, μιας εταιρείας που με δύο πτωχεύσεις (2003 και 2015) και την περιορισμένη, σε βεληνεκές, επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει πέσει θύμα λοιδορίας ουκ ολίγες φορές. Αλλά, επιτρέψτε μου, να εμβαθύνω λίγο και θα καταλάβετε γιατί ο φανταστικός και αξιέπαινος κύριος Morri, έκανε την πολύ μικρή Bimota ξακουστή σε όλον τον κόσμο και γιατί πρέπει να εκτιμούμε την ύπαρξη εταιρειών σαν και αυτήν.

Η Bimota ξεκίνησε ως μια τοπική εταιρεία στο Rimini της Ιταλίας που δεν είχε καμία σχέση με την παραγωγή μοτοσυκλετών, αλλά εξειδικευόταν στην κατασκευή συστημάτων κλιματισμού. H Idrotermica Bimota ιδρύθηκε στις 15 Μαίου του 1966 από τους Valerio Bianchi, Giuseppe Morri και Massimo Tamburini. To Bimota προέκυψε από τα αρχικά των επωνύμων των ιδρυτών της (BIanchi, MOrri, ΤAmburini) με τον τελευταίο να εξελίσσεται μελλοντικά στον superstar σχεδιαστή του Cagiva Group (αργότερα MV Agusta Group) -υπεύθυνο για σημαντικές δημιουργίες όπως το Cagiva Mito, το Cagiva C589, το Ducati 916 και τα MV Αgusta F4/Brutale.

Στην περίοδο της Idrotermica Bimota, ο Tamburini έχει ήδη επιδείξει το ταλέντο και την ικανότητά του στο να δίνει λύσεις ακόμα και στις πιο δύσκολες αναθέσεις, καθώς και την τρομακτική προσήλωση και τελειομανία στη δουλειά του. Οι ικανότητές του, σε συνδυασμό με την έντονη prima donna προσωπικότητα, αλλά και τις "σκαστές" που έκανε από την δουλειά για να ασχοληθεί με τις μοτοσυκλέτες του, θα ωθήσει τον Ιούνιο του 1972 έναν εκνευρισμένο Bianchi (που ήταν εξάδελφος του Morri) εκτός εταιρείας, πρωτού καν η Bimota αρχίσει να δραστηριοποιείται στον κόσμο της μοτοσυκλέτας.

Αυτό θα αφήσει τον Morri μόνο (που μέχρι τότε είχε μια Vespa 150 και αραιά και που παρακολουθούσε αγώνες μοτοσυκλέτας στην περιοχή της Αδριατικής) στο έλεος του βαθύτατα φανατικού μοτοσυκλετιστή Tamburini, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα στο Misano με ένα Honda CB750, τον Σεπτέμβριο του 1972, έπεισε τον συνέταιρό του ότι μπορούσε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει ένα καλύτερο πλαίσιο, που θα λειτουργούσε και σαν διαφήμιση για την εταιρεία τους.

To εργοστάσιο της Bimota το 1979

 

Έτσι φτάνουμε στην ίδρυση της Bimota Meccanica το 1973. Με τoν Tamburini αποκλειστικά στα ηνία του τεχνικού σχεδιασμού (o Μorri είχε αναλάβει την διοίκηση της εταιρείας), μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα διατίθενται προς πώληση κιτ, αλλά και ολόκληρες μοτοσυκλέτες με επαναστατικές τεχνολογικές λύσεις (βλέπε μοντέλα όπως το YB1, KB2, HDB1 κ.λ.π).

Από το 1977, πεπεισμένοι πλέον για τις προοπτικές της Bimota Meccanica, oι Morri και Τamburini σταματούν την ενασχόληση με τους κλιματισμούς και εστιάζουν αποκλειστικά στην παραγωγή μοτοσυκλετών, παρά τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Τι είδους δυσκολίες; Παραδείγματος χάριν, εκείνη την χρονιά, εξαιτίας ενός νομικού πλαισίου που τροποποίησε η ιταλική κυβέρνηση, 200 κινητήρες της Suzuki που προορίζονταν για το νέο SB2 "κόλλησαν" στο λιμάνι του Livorno και εστάλησαν πίσω στην Iαπωνία, με κίνδυνο η Bimota να χάσει 50% τoυ ετήσιου τζίρου της και να ακυρώσει όλη την παραγωγή των SB2 (που είχε παραγγείλει η Saiad –o Iταλός αντιπρόσωπος της Suzuki). Προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα νιώθατε αν κλείνατε μια υγιή και "σίγουρη" επιχείρηση, όπως η Bimota Idrotermica, για να κρατήσετε τη Δαμόκλειο σπάθη εν ονόματι Bimota Meccanica και έπειτα να λαμβάνατε τα σοκαριστικά νέα του Livorno...

O Virginio Ferrari κατέκτησε το πρωτάθλημα TT F1 το 1987 πάνω σε ένα Bimota YB4

 

Ο Μοrri με τον καιρό κατάλαβε ότι με την επιλογή του να κρατήσει την Bimota Meccanica, τα ανοικτά μέτωπα θα υπήρχαν παντού και πάντα. Tο 1979 με την ένταξη του Αμερικάνου Randy Mamola στην αγωνιστική ομάδα της Bimota, ο δύσμοιρος Μorri ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν ταλαντούχο, αλλά δύστροπο και ανώριμο νεαρό, o οποίος δημιουργούσε μόνιμα προβλήματα. Πέρα από τις συνεχόμενες κλήσεις που λάμβανε η εταιρεία από την τροχαία του Rimini (είχαν παραχωρήσει στον Mamola ένα Fiat 128), o Αμερικάνος αρνιόταν πεισματικά να φορέσει κράνη-σπόνσορες της Bimota, με την δικαιολογία ότι είχαν μόνο ευρωπαϊκή έγκριση τύπου και όχι των ΗΠΑ. Αργότερα, είχε δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα να παραστεί σε δοκιμές, με την δικαιολογία ότι δεν του είχαν ακόμα φέρει την Mustang του. Ακόμα χειρότερα, μετείχε σε αγώνα με εξοπλισμό στα χρώματα παλιότερων χορηγών και όχι της Bimota, γιατί απλά "τον βόλευαν καλύτερα". Και αυτό όχι σ’ έναν οποιονδήποτε τοπικό αγώνα, αλλά στα 200 μίλια της Daytona! Τα αμέτρητα καμώματα του Μamola έμειναν γνωστά στους κύκλους της Bimota ως "mamolata".

H Bimota, παρ' όλα αυτά, επέζησε τη δεκαετία του '70, αύξησε σταδιακά τον αριθμό των διαθέσιμων μοντέλων της και τις νίκες στις πίστες, με αποκορύφωμα το 1980, όπου ο Νοτιοαφρικανός John Ekerold κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα Grand Prix στην κατηγορία των 350 cc. Και αυτό, επτά μόλις χρόνια από την ίδρυση της Bimota Meccanica.

Συνεπώς, η δεκαετία του 1980 φάνταζε πως θα ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, ωστόσο ένα χρόνο μετά στην πίστα της Rieja (πρώην Γιουγκοσλαβία, νυν Κροατία), o Morri γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού δυστυχήματος με τον βίαιο θάνατο του Γάλλου αναβάτη Michel Rougerie που θα τον στιγματίσει για πάντα.

Με την έλευση της νέας δεκαετίας, οι Μorri και Tamburini έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι είναι σημαντικό να διατηρούν την ορμή τους και να εξελίσσουν, μόνιμα, νέα μοντέλα με καινούριες τεχνολογίες, για να μπορούν να βρίσκονται πάντα μπροστά στις εξελίξεις, καθώς ο ιαπωνικός ανταγωνισμός άρχισε να "ξυπνάει" και στο κομμάτι της εξέλιξης πλαισίων.

Το 1983 όμως συνέβη το αδιανόητο: Ο Τamburini αποχωρεί από την Bimota, ενώ προηγουμένως είχαν προηγηθεί κάποια συμβάντα με "περίεργες" συμπεριφορές από μέρους του. Στην πραγματικότητα, ο Tamburini είχε σπάσει κάτω από την πίεση των χρεών, την ανάγκη για αναδιάρθρωση της εταιρείας και την ανάγκη για γρήγορη εξέλιξη νέων μοντέλων. Με το τελευταίο να είναι ευθύνη που βάραινε αποκλειστικά εκείνον.

Ο Morri μένει ξαφνικά "ξεκρέμαστος" από τον άνθρωπο που ουσιαστικά "του είχε φάει τα αυτιά" να δραστηριοποιηθούν στο τομέα των μοτοσυκλετών. Ο ταλαντούχος άνθρωπος και πηγή των πρωτοποριακών ιδεών της Bimota είχε κάνει φτερά για την αγωνιστική ομάδα Gallina του Franco Uncini και λίγο αργότερα (1985), για την ατρωσία και την ευρωστία που του προσέφεραν -μέχρι το τέλος της καριέρας του- οι γαλαντόμοι αδερφοί Castiglioni του Cagiva/MV Agusta Group. Επιπλέον, η έξοδος του από την Bimota κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. O Μοrri είχε να αντιμετωπίσει έναν Tamburini που εκείνη την περίοδο λειτουργούσε αλλοπρόσαλλα.

Το ιδιοφυές Bimota Tesi 1D (1991)

 

Επιπροσθέτως, ο προδομένος Μοrri έπρεπε να βρει άμεσα έναν ικανό αντικαταστάτη, επειδή όλο το image της Bimota βασιζόταν πάνω στην καινοτομία. Aυτό προαπαιτούσε εξαιρετική διαίσθηση για να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος που θα οδηγούσε την Bimota γρήγορα στη μετά Τamburini εποχή. Από την άλλη μεριά, ο Morri έπρεπε να παλέψει για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των προμηθευτών, των αντιπροσώπων, των πελατών και του προσωπικού που μάθαιναν ότι ο "Μίδας" της Bimota αποχωρούσε. Και όλα αυτά, σε μια Bimota που βάδιζε γοργά προς την χρεοκοπία και με έναν Tamburini που ένα χρόνο μετά την αποχώρηση του, εξακολουθούσε να δημιουργεί προβλήματα, νομικής φύσεως και μη. Επιπλέον, ο Morri ήταν ένας τυπικός αφοσιωμένος οικογενειάρχης, πατέρας και σύζυγος, με τις αντίστοιχες βαρύνουσες υποχρεώσεις. Ανακαλώντας εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ο Morri είχε δηλώσει:

"Φτάνοντας στα μέσα Ιουλίου (του 1984) και έχοντας στα χέρια τις οικονομικές καταστάσεις του πρώτου εξαμήνου, μου είχε καταστεί σαφές ότι τα επισφαλή χρέη, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, θα μπορούσαν να κατακλύσουν όλες τις εταιρικές δραστηριότητες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Συμπεριλαμβάνοντας και τους μετόχους! Πέρασα το επόμενο Σαββατοκύριακο στην εταιρεία, εντελώς μόνος, εξέτασα όλες τις πιθανές ευκαιρίες που μπορούσε να σκαρφιστεί ο νους μου. Εκείνες τις ώρες σκέφτηκα επίσης ότι είχα την δυνατότητα να τα παρατήσω όλα, αλλά δεν έχασα ποτέ την πίστη μου στο ότι η Bimota μπορούσε να τα καταφέρει."

Αυτό σκέφτηκε και αυτό έκανε. O Μοrri αντικατέστησε τον Tamburini με τον επίσης ταλαντούχο Federico Martini, προχώρησε με την προτεινόμενη πτυχιακή δύο φοιτητών του Πανεπιστημίου της Bologna (Pierluigi Marconi και Roberto Ugolini) και παρουσίασε το επαναστατικό πρωτότυπο Tesi 400 (που σημαίνει κυριολεκτικά πτυχιακή στα ιταλικά) με το ιδιοφυές εναλλακτικό μπροστινό σύστημα, πετυχαίνοντας να διατηρήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να αποδείξει ότι η Bimota θα επιζούσε και χωρίς τον Tamburini. Παρ' όλα αυτά δεν καταφέρνει να γλιτώσει ολοκληρωτικά την εταιρεία από τον οικονομική κατρακύλα και για τα επόμενα δύο χρόνια η επιχείρησή του μπαίνει σε ελεγχόμενη διαχείριση από το δικαστήριο του Rimini. Εν τούτοις, οι παγωμένες οφειλές, δίνουν χρόνο και ανάσα στο Morri να αναδιαρθρώσει την εταιρεία του.

Το 1985 παρουσιάζει το Bimota DB1, το πρώτο με κινητήρα Ducati, που κάνει θραύση κυρίως στην Ιαπωνική αγορά. Την ίδια χρονιά όμως, και ενώ βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι στο Τόκιο της Ιαπωνίας, ο Morri παθαίνει έμφραγμα. Το βάρος των υποχρεώσεων και η υπεράνθρωπη προσπάθεια τον είχαν καταβάλλει. Αντιθέτως, δεν πτοείται και συνεχίζει ακάθεκτος με έναν χαρακτηριστικό ζήλο.

Το Bimota Tesi 400 κράτησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αμείωτο κατά την έξοδο του Massimo Tamburini από την Bimota

 

Στις 6 Νοεμβρίου του 1986, η Bimota απαλλάσσεται από την ελεγχόμενη διαχείριση και το 1987 ο Virginio Ferrari κατακτά το πρωτάθλημα ΤΤ F1 πάνω σε ένα Bimota YB4 R. Σημαντικές νίκες σημειώνονται και σε άλλα πρωταθλήματα όπως αυτές των Malcolm Tunstall (πρωταθλητής στην κατηγορία Formula 2 στις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα DB1 SR) και του γνωστού δημοσιογράφου Αlan Cathcart στα Pro Twins της Daytona. Με το ΥΒ4, η Bimota εισάγει πρώτη τον ηλεκτρονικό ψεκασμό και τα αλουμινένια twin-spar πλαίσια σε μοτοσυκλέτα παραγωγής, ενώ η εξέλιξη του επαναστατικού Tesi συνεχίζεται.

Το 1989 ο Federico Martini ανακοινώνει στον Morri ότι η Gilera εκδήλωσε ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Ο Morri τον ενημερώνει ότι αν το αποφάσιζε να φύγει, θα ήθελε να το ξέρει νωρίς για βρεθεί αντικαταστάτης. Ο Martini δεν τήρησε την συμφωνία και εντελώς αναπάντεχα μετά την παρθενική νίκη του νεοεισαχθέντα Giancalro Falappa στο Misano, ανακοινώνει την αποχώρηση του. Ο Morri για άλλη μια φορά μένει μόνος ν’ αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αγαπημένη του Bimota, με όλη την πίεση που δέχεται από ένα νεοσύστατο διοικητικό συμβούλιο επενδυτών, που παρακολουθεί κάθε του κίνηση απαιτώντας την απόδοση των επενδύσεών τους. Tελικά τoν Μartini θα τον αντικαταστήσει ο Pierlugi Marconi (ο ένας εκ των δύο φοιτητών που ήταν υπεύθυνοι για το Tesi).

Η ανατολή της δεκαετίας του '90, βρίσκει την Bimota με θετικά πρόσημα στα λογιστικά βιβλία της. Το 1991 και μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια εξέλιξης, η εταιρεία θα παρουσιάσει στην Κολωνία το Tesi 1D παραγωγής, αφήνοντας εμβρόντητο όλον τον μοτοσυκλετιστικό κόσμο, με το καινοτόμο μπροστινό σύστημα που θα μείνει στην ιστορία. Γι' αυτόν το λόγο, το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στις ΗΠΑ είχε στείλει επίσημη πρόσκληση στον Morri για να του απονήμει, τιμής ένεκεν, πτυχίο στη Μηχανολογία, κάτι που σαν πραγματικός gentleman το αρνήθηκε, διότι πίστευε ότι το Τesi ήταν ξεκάθαρα παιδί του Pierluigi Marconi και του Roberto Ugolini. Ένα χρόνο αργότερα θα παρουσιαστεί το "ψεκαστό" YB8 Furano που με τα 164 άλογα ήταν η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα παραγωγής της εποχής της.

Δυστυχώς, τo 1992 μετά από συνεχείς διαφωνίες με το διοικητικό συμβούλιο θα ανακοινώσει την παραίτηση του και θα πουλήσει τις μετοχές του. Ο λόγος; Το συμβούλιο ήθελε να "νερώσει το κρασί" παρουσιάζοντας πιο προσιτά μοντέλα, μεταξύ των οποίων scooter και enduro (το ένα δε συνέβη ποτέ, για το άλλο βλέπε τα πρώτα Vertemati), κάτι που τον έβρισκε απόλυτα αντίθετο, καθώς πίστευε ότι αυτό θα μόλυνε τις πραγματικές αξίες της Bimota.

To SB2 παραλίγο να μην γίνει ποτέ πραγματικότητα λόγω το προβλημάτων στο λιμάνι του Livorno...

 

Ο Walter Martini θα αντικαταστήσει τον Morri στην θέση του CEO της Bimota και το διοικητικό συμβούλιο θα τον αναγκάσει σε μια ήπια αποχώρηση για να μην ταραχτεί η αγορά με την ξαφνική απουσία του. Σε μια ντροπιαστική χειρονομία από μεριάς του διοικητικού συμβουλίου, για όσο o Morri χρειάστηκε να παραμείνει, δεν του διέθεσαν χώρο για δικό του γραφείο. Το 1993, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στην Bimota είχε πλέον αποχωρήσει.

Φυσικά όλα αυτά δεν είναι παρά μια ακραία περίληψη της ιστορίας και όσων έχει πράξει και καταφέρει ο κύριος Morri. Aλλά όσοι δεν συγκινείστε με τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε ένα Bimota, προσπαθήστε να θυμηθείτε ότι πολλές φορές κάποια πράγματα θέλουν μια δεύτερη ή και μια τρίτη ματιά για να τα εκτιμήσουμε όπως τους αξίζει. Μην ξεχνάμε ότι κολοσσοί, όπως η Ducati και η ΚΤΜ, υπήρξαν και αυτοί κάποτε πληβείοι της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά χάρη στους αφανείς ήρωες, σαν τον κύριο Morri της Βimota που δίνουν ψυχή τε και σώματι στα εταιρικά οράματά τους, επέζησαν δύο άκρως σημαντικά brands που ευτυχώς παγιώθηκαν στις αγορές και στη συνείδηση του αγοραστικού κοινού. Και τώρα που η Bimota ξανάνοιξε τις πόρτες της με την βοήθεια της Kawasaki, αναμένουμε με ανυπομονησία τα αποτελέσματα.

Ο Roberto Ugolini (αριστερά) και o Pierluigi Marconi (στη μέση)  ήταν οι δύο φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Bologna, υπεύθυνοι για το Bimota Tesi 400. Eδώ, μαζί με τον Giuseppe Morri έξω από στο εργοστάσιο της Bimota το 1984

Του Αλέξη Στεφανίδη