Ducati Apollo V4

Ο Δεινόσαυρος της Ducati
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

14/8/2017

Μυστήριο και παλαιολιθικό, το αποτυχημένο Ducati Apollo V4 ανέκαθεν συνοδευόταν από ένα μεγάλο αναπάντητο ερώτημα: πώς είναι πραγματικά να το οδηγείς; Οδηγούμε το μοναδικό σωζόμενο κομμάτι στον κόσμο, σε μια προσπάθεια να απαντήσουμε στην προαιώνια απορία

Λόγω διαφόρων προβλημάτων ασφαλείας με τα λάστιχα πριν από 40 χρόνια, δεν επετράπη ποτέ και σε κανέναν δημοσιογράφο να καβαλήσει το Apollo. Αυτά μέχρι τη γενναιόδωρη απόφαση του Hiroaki Iwashita να αγοράσει το μοναδικό κομμάτι και να το επαναφέρει σε κοινή θέα, δανείζοντάς το για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μουσείο του εργοστασίου της Ducati. Τώρα, χάρη στη σκληρή δουλειά του Giuliano Pedretti, πρώην μηχανικού της Ducati Corse, και των συναδέλφων του, που αποκατέστησαν προσεκτικά τη μία και μοναδική μοτοσυκλέτα που υπάρχει σε αυθεντική κατάσταση σε όλο τον κόσμο, μπορούμε να μάθουμε επιτέλους και πώς είναι η οδήγησή της.

Ένα λάστιχο τυλιγμένο στον λαιμό μου

Δύο Apollo κατασκευάστηκαν από τη Ducati. Η τύχη του πρώτου πρωτοτύπου, βαμμένου σε μεταλλικό χρυσό χρώμα, αγνοείται – αν υπάρχει ακόμη… Ο Iwashita-san εντόπισε το δεύτερο στην κατοχή της εταιρείας DomiRacer Inc., με έδρα στο Cincinnati των Η.Π.Α. Ο ιδιοκτήτης του, Bob Schanz, το είχε αγοράσει μαζί με όλα τα περιεχόμενα μιας αποθήκης στο New Jersey. Ανάμεσα σε διάφορα Ducati, μηχανάκια και εξαρτήματα, βρισκόταν και το δεύτερο πρωτότυπο V4.

“Ήταν εμφανώς παραμελημένο και φθαρμένο από τον χρόνο που πέρασε ως έκθεμα, αλλά το μόνο που του έλειπε ήταν το αυθεντικό ρεζερβουάρ”, μου έγραφε το 1984 ο Schanz. “Θα προσπαθήσω κάποια στιγμή να το κάνω να δουλέψει, αλλά μήπως θέλεις να το πάρεις όπως είναι;”.

Τί χαμένη ευκαιρία, άφησα να φύγει από τα χέρια μου μια μοναδική μοτοσυκλέτα της ιστορίας της Ducati, αυτό που σήμερα είναι αναμφίβολα μια μοτοσυκλέτα του ενός εκατομμυρίου!

Κάπως έτσι, το Apollo αγοράστηκε από τον Iwashita δύο χρόνια μετά –έναντι 17.000 δολαρίων, που ήταν ένα αρκετά σημαντικό ποσό το 1986–, ο οποίος το “έκρυψε” στην προσωπική του συλλογή μέχρι το 1995 που το εμφάνισε σε μια έκθεση κλασικών μοτοσυκλετών στο Τόκυο. Τα νέα για την ύπαρξη της μοτοσυκλέτας έφτασαν γρήγορα στη Ducati, και όταν εγκαινιάστηκε το νέο μουσείο στα πλαίσια της εξαγοράς από την TPG το ’96, έγιναν άμεσα οι απαραίτητες κινήσεις ώστε το Apollo να γίνει το κεντρικό έκθεμα. Προηγουμένως η ομάδα του Pedretti φρόντισε να αποκαταστήσει πλήρως το τετρακύλινδρο V, που τώρα είναι έτοιμο να οδηγηθεί και να μας αποκαλύψει τα μυστικά του – αρκεί να έχουν βρει σύγχρονα λάστιχα, γιατί δεν θα ήθελα να μιμηθώ τον Fuzzi Librenti 40 χρόνια πριν και να βρεθώ με τη γόμμα του πίσω λάστιχου τυλιγμένη γύρω από τον λαιμό μου…

Σερφ σε γιγάντια κύματα

Στην πραγματικότητα, τα ασπρόμαυρα 16 ιντσών Goodyear που φοράει σήμερα το Apollo είναι του ίδιου τύπου με τα λάστιχα που είχε όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Daytona, 40 χρόνια πριν. Τουλάχιστον, είναι φρεσκοφορεμένα, από καινούργιο στοκ, αρκετά για μια ευγενική βόλτα κατά την οποία το κοντέρ της Jaeger δεν ξεπέρασε ποτέ την ένδειξη των 70 μιλίων ανά ώρα – σωστά διαβάσατε, μίλια, αμείλικτη απόδειξη για την εθνικότητα της αγοράς που στόχευε το Apollo.

Σε ύψος μόλις 760mm, η φαρδιά και άνετη σέλα –η αυθεντικότητα της οποίας τονίζεται από τη στάμπα μιας κούπας καφέ της δεκαετίας του ’60 στο κρεμ χρώματος, βινύλ κάλυμμά της!– είναι εύκολα προσβάσιμη, και μόλις καθίσεις επάνω της εντυπωσιάζεσαι από το πόσο χαμηλό και λεπτό δείχνει το μηχανάκι, ελάχιστα πιο ογκώδες από οποιοδήποτε desmo V2. Το ψηλό τιμόνι είναι σήμα κατατεθέν της δεκαετίας του ’60 και ακόμη περισσότερο αμερικάνικου στυλ, αν και όχι τόσο υπερβολικό όπως σε πολλά Harley, συνδυασμένο με μαρσπιέ που δεν είναι καθόλου μπροστά τοποθετημένα, όπως στην πλειοψηφία των σύγχρονων cruisers. Το καλό με αυτή τη θέση οδήγησης είναι ότι, όντας πραγματικά πολύ άνετη στις χαλαρές βόλτες, δεν σου προκαλεί κανένα πρόβλημα και σε υψηλότερες ταχύτητες – και παρά το ψηλό τιμόνι, δεν νιώθεις την ανάγκη να κρατηθείς γερά από αυτό, με αποτέλεσμα σταθερότητα στη γρήγορη οδήγηση.

Βάζω το κλειδί στον διακόπτη πάνω στο φανάρι και αγνοώ επιδεικτικά τη μανιβέλα, η μίζα της Fiat τα καταφέρνει μια χαρά να θέσει σε λειτουργία τον κινητήρα. Τα τέσσερα αγωνιστικά Dell’Orto που φοράει η μοτοσυκλέτα αποδεικνύουν ότι ήταν ρυθμισμένη για επιδόσεις. Ο ήχος της εξάτμισης του Apollo είναι οπωσδήποτε μοναδικός: δεν μοιάζει καθόλου με αυτόν των V4 της Honda, έχει μάλλον μια χαρακτηριστική χροιά ενός σύγχρονου desmo V2, μόνο που ακούγεται πιο γεμάτος και πιο υψίσυχνος, ακόμη και στις χαμηλές στροφές. Πραγματικά πολύ ιδιαίτερος.

Ψάχνω τον λεβιέ ταχυτήτων, βρίσκεται δεξιά και οι ταχύτητες είναι ανάποδα, η πρώτη πάνω και οι άλλες τέσσερις κάτω. Η διαδικασία των αλλαγών με τον πολύ μακρύ λεβιέ είναι αργή, ανάλογη της εποχής του Apollo – αν βιαστείς, θα βρεις σίγουρα νεκρά. Το μοναδικό αυτό Ducati έχει ψυχή στις επιταχύνσεις και οι σχέσεις του δείχνουν πολύ μακριές, ειδικά από τη δεύτερη έως και την τέταρτη ταχύτητα, αλλά η αίσθηση που σου δίνει μοιάζει περισσότερο με μοτοσυκλέτας του ’80 παρά του ’60. Φτιαγμένο για τις Η.Π.Α., το Apollo ειδικεύεται στο cruising, και γρήγορα ανακαλύπτεις ότι ο καλύτερος τρόπος για να το οδηγήσεις είναι να φτάνεις γρήγορα στην πέμπτη ταχύτητα. Δεν πειράζει αν οι στροφές πέσουν χαμηλά, ο τετρακύλινδρος κινητήρας των 1.256cc έχει άφθονη ροπή που βγαίνει στον δρόμο σαν να σερφάρεις πάνω σε τεράστια κύματα. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη από τις αρχικές ανακοινώσεις της Ducati για την τιμή της ροπής αυτής της μοτοσυκλέτας, και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί είμαι βέβαιος ότι αν το ανεβάσουν σήμερα στο δυναμόμετρο, το νούμερο που θα προκύψει θα κάνει πολλές σύγχρονες κατασκευές να κοκκινίσουν από ντροπή.

Ραπτομηχανή εναντίον μίξερ

Παρ’ όλα αυτά, ο αναμφίβολα εντυπωσιακός κινητήρας του Apollo δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικός των πρώιμων ’60s. Δίπλα σε ένα βρετανικό δικύλινδρο της ίδιας εποχής ή ένα Harley οποιασδήποτε εποχής, μοιάζει σαν να συγκρίνεις μια ραπτομηχανή με ένα μίξερ όσον αφορά τους κραδασμούς και την άνεση στην οδήγηση – μόνο ένα BMW boxer μπορούσε να αποδίδει τόσο μεταξένια τη δύναμή του εκείνη την εποχή. Σεβόμενος τη σπανιότητα του Apollo (και την απόλυτη έλλειψη ανταλλακτικών!), δεν δοκίμασα να φτάσω τις στροφές στα κόκκινα, αλλά ακόμη κι αν πλησιάσεις σχετικά ψηλά απολαμβάνεις την ίδια τεμπέλικη και χαλαρή λειτουργία από τον κινητήρα. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν καθόλου τετρακύλινδρες μοτοσυκλέτες, ούτε καν το 600cc MV Agusta που μπήκε στην παραγωγή το 1966, το Apollo θα είχε θέσει τα στάνταρ από πλευράς απόδοσης και άνεσης και θα είχε προσφέρει έναν στόχο για τους Ιάπωνες. Ήταν πραγματικά μια μοτοσυκλέτα μπροστά από την εποχή της, γεμάτη πρωτοποριακή τεχνολογία.

Το μοναδικό αυτό Ducati έχει ψυχή στις επιταχύνσεις

Αυτά όσον αφορά τον κινητήρα, διότι από πλευράς κρατήματος το Apollo ήταν ικανοποιητικό αλλά όχι κάτι το ξεχωριστό. Υπεύθυνη ήταν η αμερικανική αστυνομία με τον κανονισμό της για ζάντες 16 ιντσών σε μια μοτοσυκλέτα που φώναζε ότι έχει ανάγκη τα 18άρια σπορ λάστιχα που τότε είχαν κυκλοφορήσει. Ακόμη και χωρίς τα προβλήματα ασφαλείας που οδήγησαν στην εξαφάνιση του Apollo, τα αυτοκινητάδικα Goodyear με τους σαφείς δυναμικούς περιορισμούς χαντακώνουν οριστικά τις δυνατότητές του. Δείχνουν και αισθάνονται τελείως ακατάλληλα για οτιδήποτε μεγαλύτερο από 15 μοίρες κλίσης, και παρότι είναι εύκολο να ξύσεις κάτω τα μαρσπιέ χωρίς αίσθημα ανασφάλειας, αντιλαμβάνεσαι γρήγορα τις παραμορφώσεις του ελαστικού μόλις αρχίσεις να ζητάς το κάτι παραπάνω στις στροφές. Το μακρύ μεταξόνιο σε κάνει να αισθάνεσαι σα να οδηγείς φορτηγό στις σφιχτές στροφές, με αντιστάθμισμα όμως το καλό κράτημα στις γρήγορες ανοιχτές καμπές, όπου οι ανέλπιστα αποδοτικές αναρτήσεις της Ceriani δείχνουν το καλό πρόσωπο που θα περίμενε κανείς πριν 40 χρόνια – παρόλο που είναι αρκετά ενδοτικές ώστε να μην ταλαιπωρείσαι στις λακκούβες με μια μοτοσυκλέτα 271 κιλών στεγνού βάρους.

Ειλικρινά, το μόνο πράγμα που θα προκαλέσει ανησυχία, εκτός της βαριάς αίσθησης και των γελοίων ελαστικών, είναι τα φρένα. Τα δύο ταμπούρα 220mm είναι αρκετά μόνο για μικρές ταχύτητες, ενώ μετά από μερικά γερά φρεναρίσματα η απόδοσή τους άρχιζε να φθίνει σημαντικά, κάνοντας τη μανέτα του μπροστινού να φτάνει μέχρι το γκριπ χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σύμφωνοι, με τα στάνταρ της εποχής αυτά τα φρένα βρίσκονταν κάπου στον μέσο όρο – αλλά η απόδοση αυτού του εκπληκτικού κινητήρα ήταν πολύ μπροστά και, ως αποτέλεσμα, τα ελαστικά δεν ήταν το μόνο θέμα που χρειαζόταν άμεσης προσοχής, άσχετα αν αποδείχθηκαν ο λόγος που το Apollo εξαφανίστηκε τελείως.

Χαμένες ευκαιρίες

Ήταν μια τραγωδία σε δυο ρόδες, χάρη στην ανικανότητα των εταιρειών ελαστικών να φτιάξουν το κατάλληλο προϊόν για τις επιδόσεις μια τόσο βαριάς και δυνατής μοτοσυκλέτας. Οι μοτοσυκλετιστές της δεκαετίας του ’60 στερήθηκαν την ευκαιρία να καβαλήσουν την πρώτη μιας σειράς τετρακύλινδρων μοτοσυκλετών που θα ακολουθούσαν. Ο Jοe Berliner είχε τη σωστή ιδέα, ζητώντας από τη Ducati το 1961 να φτιάξει το Apollo, αλλά για λάθος λόγους. Αν δεν είχαν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στην αμερικάνικη αγορά και την επιμονή της στους τροχούς 16 ιντσών, αν είχαν συλλάβει το Apollo ως την πρώτη τετρακύλινδρη σπορ μοτοσυκλέτα του κόσμου με τα ανάλογα λάστιχα, φρένα και κρατήματα –ακόμη και σε τιμή υψηλότερη από αυτήν του Triumph Bonneville, που ήταν η απόλυτη σπορ μοτοσυκλέτα της εποχής του ’60–, τότε η αμερικάνικη αγορά δεν θα υποχρεωνόταν να περιμένει άλλα δέκα χρόνια για να παρουσιάσει η Kawasaki το Z1 και η Honda το CB 750. Αφότου το οδήγησα, είμαι πεπεισμένος ότι το Ducati Apollo ήταν μια από τις μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες του παγκόσμιου μοτοσυκλετισμού.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Τα τελευταία 40 χρόνια η Ducati φλέρταρε με τους V4 κινητήρες, χωρίς ποτέ (μέχρι τώρα και τα MotoGP) να τους υιοθετήσει κανονικά. Ο θρυλικός Fabio Taglioni παρήγαγε περισσότερα από 1000 σχέδια στα 30 χρόνια της κυριαρχίας του, και μοιραία το πλούσιο βιογραφικό του θα περιελάμβανε και τετρακύλινδρα. Για την ακρίβεια, έφτιαξε τρία διαφορετικά. Το πιο πρόσφατο ήταν το σχέδιο Bipantah, με την ένωση δύο V2 κινητήρων Pantah, σχέδιο που τερματίστηκε λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του το 1984, ενώ πρώτο ήταν το τετρακύλινδρο εν σειρά 125 GP του 1964, που δεν έτρεξε ποτέ. Την ίδια εποχή ο Taglioni συνέλαβε το Apollo 1260, το διασημότερο εκ των τριών

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η Ducati ήταν μια από τις πολλές μικρές εταιρείες της Ιταλίας που πάσχιζαν να επιβιώσουν, μετά την ανηλεή επίθεση της Fiat με το 500 (το “πεντακοσαράκι”) που, πωλούμενο σε εκατοντάδες χιλιάδες, έβαλε τέλος στη μοτοσυκλετιστική ανάπτυξη της περασμένης δεκαετίας. Με την παραγωγή της να έχει πέσει στις 6.000 μοτοσυκλέτες ετησίως, η Ducati επιβίωνε χάρη στις κρατικές χορηγίες και βασιζόταν επίσης πολύ στην αμερικάνικη αντιπροσωπεία, Berliner Motor Corporation, όπου πουλιόταν σχεδόν το 85% της ετήσιας παραγωγής της. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τότε οι αδελφοί Joe και Mike Berliner ουσιαστικά κινούσαν τα νήματα της Ducati.

Με το βλέμμα στη Harley

Ο μεγάλος αδελφός, Joe, ήταν πεπεισμένος για τη δυναμική της αγοράς των Η.Π.Α. –ειδικά μετά την τάση απόρριψης των μονοπωλίων, που έκανε τις αστυνομικές διευθύνσεις να ψάχνουν και εκτός Harley-Davidson–, και, με την Indian να σβήνει, αυτό σήμαινε ότι οι εισαγόμενες μοτοσυκλέτες είχαν ελπίδες. Αρχικά κοίταξαν προς τη μεριά της Zundapp, αλλά το ΚS601 σταμάτησε ξαφνικά να παράγεται το 1958, αν και είχε αρέσει πολύ στις Η.Π.Α. Έτσι, οι αδελφοί Berliner ζήτησαν από τη Ducati να σχεδιάσει μια μοτοσυκλέτα κατάλληλη για τη χρήση αυτή. Οι προδιαγραφές της αμερικανικής αστυνομίας είχαν μερικούς απαράβατους περιορισμούς: ο κυβισμός έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1.200cc, το μεταξόνιο το λιγότερο 1.515mm και οι τροχοί 5.00 x 16’’ – τίποτε άλλο δεν θα γινόταν δεκτό.

Ο Taglioni έπιασε δουλειά και κατέληξε σε έναν αερόψυκτο V4 κινητήρα 90 μοιρών για τη βέλτιστη απόσβεση κραδασμών χωρίς αντικραδασμικό άξονα, στρόφαλο 180 μοιρών (δηλαδή τα πιστόνια ανεβοκατέβαιναν σε ζεύγη, σαν δύο συζευγμένοι V2) και κυβισμό 1.256cc, ελάχιστα παραπάνω από το σημείο αναφοράς, το μεγαλύτερο τότε Harley, το Duo Glide στα 1.215cc. Οι Berliner πρότειναν ακόμη υγρόψυξη, που ο Taglioni απέρριψε ως πολύπλοκη και άχρηστη, και άξονα, κάτι που ο Ιταλός σχεδιαστής δεν εμπιστευόταν. Άφησε ωστόσο χώρο στο σχέδιό του για αυτόματη μετάδοση που σκόπευε αργότερα να χρησιμοποιήσει.

Με διαστάσεις 84,5 x 56, αυτός ο κινητήρας ήταν ό,τι πιο υπερτετράγωνο είχε σχεδιάσει ποτέ ο Taglioni. Εγκατεστημένος ως ενεργό μέρος σε ένα στιβαρό ανοιχτό, διπλό πλαίσιο, οπωσδήποτε θα χάριζε στο Apollo καλύτερα κρατήματα από οποιοδήποτε μηχανάκι της Harley – η οποία, με τη σειρά της, μόλις είχε ανακαλύψει την πίσω ανάρτηση…

Το Apollo είχε ανάγκη τις επιδόσεις του, αλλά, μέχρι η τεχνολογία των ελαστικών να το προφτάσει, ήταν θανατηφόρο

Έτοιμο για ροντέο

Σχετικά συμπαγές σε διαστάσεις, με τον αλουμινένιο κινητήρα του να βοηθά στο να κρατιέται το βάρος στα 271 κιλά (έναντι 291 των Harley), το πρωτότυπο οδηγήθηκε πρώτα από τον Franco Farne, που διαμαρτυρήθηκε μετά την πρώτη του βόλτα ότι “στρίβει σαν νταλίκα!” Παρ’ όλα αυτά, πιστό στον “Αμερικάνικο Τρόπο”, το Ducati Berliner 1260 Apollo –όπως έγινε επισήμως γνωστό– προσέφερε τις απαραίτητες επιδόσεις στην ευθεία, με 100 ίππους στις 7.000 στροφές, πολύ πάνω από τους 55 ίππους του Harley, και τελική ταχύτητα άνω των 200 χιλιομέτρων. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά νούμερα, που αφορούσαν τη δυνατότερη μοτοσυκλέτα που είχε κατασκευαστεί μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Επίσης, καταδικαστικά νούμερα, όπως ανακάλυψε ο δοκιμαστής της Ducati, Giancarlo “Fuzzi” Librenti. Πηγαίνοντας στην Autostrada για αρκετή ώρα με πάνω από 160, το πίσω λάστιχο άρχισε να διαλύεται. “Κατά κάποιον τρόπο που δεν μπορώ να περιγράψω, κατάφερα να το σταματήσω με τον πίσω τροχό μπλοκαρισμένο, είναι ένα θαύμα που ζω!”, δήλωσε ο Fuzzi. “Τώρα είμαι έτοιμος για ροντέο”, αστειευόταν αργότερα.

Σύντομα οι Ιταλοί ανακάλυψαν ότι το συμβάν με τον Librenti δεν ήταν μεμονωμένο. Ο κινητήρας ήταν πολύ δυνατός για τα 16άρια λάστιχα, ενώ δεν γλύτωσε ούτε η πιο ήπια έκδοση με τα μικρότερα Dell’Orto, που σταματούσε στους 80 ίππους. Η Ducati προχώρησε και σε μια ακόμη πιο κλειστή έκδοση με 65 ίππους, πάλι πάνω από τους 55 των Harley, η οποία δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα με τα λάστιχα – όμως πλέον δεν μπορούσαν να πουλήσουν το Apollo ως ένα λουσάτο sport-touring, αφού πλέον οι επιδόσεις του υπολείπονταν συγκρινόμενες με των BMW και των βρετανικών δικύλινδρων. Το Apollo είχε ανάγκη τις επιδόσεις του, αλλά, μέχρι η τεχνολογία των ελαστικών να το προφτάσει, ήταν θανατηφόρο.

Η κληρονομιά

Αυτή ήταν η ιδανική ευκαιρία για τη νέα Χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση της Ιταλίας να ακυρώσει το πρόγραμμα που ξεκίνησε στην πόλη-προπύργιο των κομουνιστών, τη Bologna. Η δικαιολογία τους ήταν ότι με μόνες πωλήσεις αυτές της αστυνομίας, το πρόγραμμα ήταν πολύ ακριβό για να δικαιολογήσει τις επενδύσεις στο εργοστάσιο της Ducati για μια νέα γραμμή παραγωγής. Την ώρα που ο Berliner έπειθε τον ένα μετά τον άλλο τους διοικητές αστυνομικών διευθύνσεων των Η.Π.Α. να αγοράσουν το Apollo, στην Ιταλία αποφασίστηκε διστακτικά η διακοπή του προγράμματος. Τα δύο πρωτότυπα που είχαν σταλεί στις Η.Π.Α. κλείστηκαν στις αποθήκες των αδελφών Berliner στο New Jersey και έμειναν ξεχασμένα σε μια γωνία για δύο δεκαετίες. Ήταν η υπενθύμιση μιας μοτοσυκλέτας που σκοτώθηκε από τις αψιμαχίες δύο πολιτικών κομμάτων στην Ιταλία και από τη δική της προχωρημένη τεχνολογία.

Παρ’ όλα αυτά, η μνήμη του Apollo συνέχισε να υπάρχει. Όπως τόνιζε ένα προφητικό άρθρο του περιοδικού Motociclismo το 1963, ο μισός V4 θα ήταν ιδανική βάση για μια οικογένεια V2 90 μοιρών. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Taglioni σχεδίασε τον πρώτο V2 750cc που είχε τις ρίζες του στον V4 του Apollo. Τριάντα χρόνια και δέκα παγκόσμιους τίτλους SBK αργότερα, η Ducati έχει την τιμή να αντιγράφεται από τη Honda και τη Suzuki, και τώρα είναι η σειρά του Desmosedici να αποδείξει την αξία του V4 – γεννώντας μια νέα οικογένεια μοντέλων δρόμου που πλέον ξέρουμε ότι θα πραγματοποιηθεί. Άραγε, θα λέγεται κανένα από αυτά Apollo;

TEXNIKA ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Κατασκευαστής / Μοντέλο                                                    Ducati Apollo 1260

Κινητήρας:                                                                              Τετράχρονος, αερόψυκτος, τετρακύλινδρος V 90o, 2 B/K και ένας εκκεντροφόρος με ωστήρια

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):                                                84,5 x 56

Χωρητικότητα (cc):                                                                1.256

Σχέση συμπίεσης:                                                                   10:1

Τροφοδοσία:                                                                            4 καρμπιρατέρ 29mm Dell’Orto

Τύπος συμπλέκτη:                                                                  Υγρός πολύδισκος

Τελική μετάδοση:                                                                   Κιβώτιο πέντε σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο:                                                                                   Ατσάλινο διπλό ανοιχτό

Μεταξόνιο (mm):                                                                     1.555

Ύψος σέλας (mm):                                                                  760

Βάρος (kg):                                                                              271 στεγνό

Ανάρτηση εμπρός:                                                                  Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani 38mm

Ανάρτηση πίσω:                                                                     Δύο αμορτισέρ Ceriani

Φρένο εμπρός / πίσω:                                                             Ταμπούρο 220mm με ένα έκκεντρο

Ελαστικό εμπρός / πίσω:                                                       5,00 x 16

Ισχύς εργοστασίου (hp/rpm):                                                 100 / 7.000

Τελική ταχύτητα (km/h):                                                        200

Ετικέτες

Andy Carlile: Μιλήσαμε με τον ταχύτερο του Nurburgring!

Η άγνωστη ιστορία με τον Guy Martin!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/9/2019

Οι αναγνώστες του ΜΟΤΟ ξέρουν την ιστορία του Andy Carlile από το 2015 όταν κάναμε την πρώτη του συνέντευξη. Δεν έχει αλλάξει κάτι από τότε, ως προς το ποιος είναι: Εξακολουθεί και τώρα να είναι ο πιο γρήγορος στο ring, και αναμένεται να μείνει έτσι για πάντα! Το γιατί θα φανεί παρακάτω…

Το ρεκόρ του Andy αφορά τον «τουριστικό» γύρο, το λεγόμενο Bridge to Gantry για όσους δεν γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της μοναδικής αυτής πίστας, και για συντομία BTG. Ένας γύρος BTG είναι αυτό που θα κάνουν όλοι όσοι επισκεφτούν το Nurburgring, κατά το οποίο είσαι αναγκασμένος να βγεις έξω στο τέλος του γύρου και να ξανά μπεις αμέσως αν το θέλεις, αλλά σε καμία περίπτωση να μην συνεχίσεις γράφοντας τον έναν γύρο μετά τον άλλο ασταμάτητα χωρίς να πραγματοποιήσεις έξοδο από την πίστα. Το πλήρες γυρολόγιο μπορεί να γίνει μονάχα αν η πίστα είναι «ρεζερβέ» πράγμα δύσκολο πρώτα γιατί δεν υπάρχουν πολλές ελεύθερες ημερομηνίες μιας και όλες οι εταιρίες κάνουν εκεί δοκιμές, και δεύτερον διότι κάτι τέτοιο κοστίζει πολύ. Το Nordschleife, η μεγάλη πίστα του Nurburgring, το οποίο περιλαμβάνει κι άλλες οπότε τα ονόματα έχουν σημασία, έχει μήκος 20,832 χιλιόμετρα και ένα μεγάλο τμήμα της υπάρχει από το 1927. Ο γύρος που μετράμε, το Bridge to Gantry, έχει μήκος 19,1 χιλιόμετρα εξαιρώντας την μεγάλη ευθεία στο τέλος κατά την οποία επιβραδύνεις για να βγεις, αντί να συνεχίσεις τον γύρο σου.

Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος του Andy είναι ο ταχύτερος που υπάρχει. Επτά λεπτά και δέκα δευτερόλεπτα για το BTG ή επτά λεπτά και 24 δευτερόλεπτα αν συνέχιζε τον γύρο του με την παλιά Yamaha R1. Ναι, το ρεκόρ αυτό κρατά από το 2012 όταν τώρα τα superbike έχουν πολύ περισσότερα άλογα και πολύ καλύτερα ηλεκτρονικά. Βασικά ΤΩΡΑ έχουν ηλεκτρονικά για πρώτη φορά, με την έννοια πως ΤΩΡΑ πλέον τα ηλεκτρονικά τους είναι ικανά να βελτιώσουν ουσιαστικά και εντυπωσιακά τον αγωνιστικό ρυθμό. Κι όμως, καμία νέα προσπάθεια δεν έχει γίνει.

Τον Andy που εργάζεται ως πλοηγός και δάσκαλος στο Nordschleife, κυρίως με αυτοκίνητα με τα οποία είναι εξαιρετικά γρήγορος, δεν τον έχουν προσεγγίσει οι μεγάλες εταιρίες για να του δώσουν μία τέτοια ευκαιρία. Μία νέα μοτοσυκλέτα και όλα όσα χρειάζεται για να σπάσει το δικό του ρεκόρ. Να τονίσουμε εδώ πως το ρεκόρ του έχει γίνει με μία πινακιδάτη Yamaha R1 με ελαστικά δρόμου και όχι slick μιας και αυτά απαγορεύονται στους τουριστικούς γύρους στο Nordschleife! Δεν μπαίνεις με κάτι που είναι παράνομο να κυκλοφορήσει στο δρόμο, εκτός κι αν δεσμεύσεις την πίστα για κάτι τέτοιο.

Σε αυτό το σημείο το τυχαίο σχόλιο του internet, στα social media κτλ, βιάζεται να πληκτρολογήσει κάτι του στιλ: «φέρτε τον Guy Martin να το ρίξει στο έξι», μιας και κάτω από επτά λεπτά είναι το ρεκόρ για τα αυτοκίνητα. Και ο τυχαίος θα το πει αυτό διότι δεν ξέρει τι σημαίνει Nurburgring, και θεωρεί επίσης πως ο πιο δημοφιλής αναβάτης του Isle of Man -όχι ο ταχύτερος- θα καταφέρει να βγάλει τον Andy από την θέση του…

Κανείς όμως δεν φαντάζεται πως ο Guy Martin και ο Andy δούλεψαν μαζί για να σπάσουν το ρεκόρ του Andy! Και είναι πολύ λίγοι εκείνοι που γνωρίζουν ακριβώς πόσα μεγάλα ονόματα έχουν προσπαθήσει να σπάσουν αυτό το ρεκόρ όλα αυτά τα χρόνια! Ας ρίξουμε λίγο φως στο σκηνικό με το Guy Martin για αρχή, μιας κι αυτή είναι μία από τις ελάχιστες φορές που ο πάντα λιγομίλητος, πάντα μαζεμένος Andy, εξιστορεί τι συνέβη! Κι εσείς θα είσαστε από τους λίγους που θα μάθετε αυτή την ιστορία…

Καταρχήν καθόλου τυχαία δεν ασχολούμαστε με τον Andy. Για τις ανάγκες του τεύχους Οκτωβρίου και το μεγάλο συγκριτικό ημι-ενεργητικών αναρτήσεων που ετοιμάζουμε, ταξιδέψαμε από το Παρίσι στο Nurburgring, ακολουθώντας απίστευτες διαδρομές σε επαρχιακούς δρόμους, όπως θα διαβάσετε στο τεύχος. Αγνοώντας τους αυτοκινητόδρομους και πηγαίνοντας μέσω Βελγίου και Λουξεμβούργου στην Γερμανία. Γνωρίζοντας τον Andy από την δοκιμή του Kawasaki H2, όταν του το δώσαμε να το οδηγήσει μέσα στην πίστα, του τηλεφωνήσαμε για να βρεθούμε στο αχανές Nurburgring και να μας πει τα νέα του ring, μαζί και την ιστορία του με τον Guy Martin. Βλέπετε ο Andy είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό του Nurburgring, απαντάει σε τηλέφωνα που γνωρίζει κι αυτό θα σας βοηθήσει να απαντήσετε κι εσείς μόνοι σας σε ορισμένα ερωτήματα που ενδεχομένως δημιουργηθούν, σχετικά με την «αξιοποίηση» ενός τέτοιου ταλέντου…

Για να μάθετε πώς κατέληξε ο Andy να ξέρει απ'έξω κι ανακατωτά την "Πράσινη Κόλαση":

Δοκιμή Kawasaki H2 (2015-2018) Οδηγούμε στο Nürburgring- Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ

Δεν ήταν ο Guy Martin που προσέγγισε τον Andy, αλλά πρακτικά έγινε το ακριβώς αντίθετο. Ο Martin έβλεπε το Nordschleife ως έναν τρόπο να γίνει καλύτερος στους αγώνες δρόμου και ταυτόχρονα να κατακτήσει ένα δύσκολο βουνό. Ο Martin θέλει να βάζει τέτοιους στόχους, ολοένα και σκληρότερους και να πιέζει τον εαυτό του να τους καταφέρει. Για αυτό και τα παράτησε όλα, ώστε να διασχίσει την αμερικάνικη ήπειρο κατακόρυφα με ποδήλατο… Το ρεκόρ στο Nordschleife ήταν ένα από εκείνα που ήθελε να έχει καταφέρει στην ζωή του. Αντίστοιχα ο εσωστρεφής και λιγομίλητος Andy, ήθελε να αφήσει μία μεγάλη κληρονομιά στην καριέρα του στο Nurburgring. Βλέπετε η πίστα αυτή έχει πολλούς ήρωες στα αυτοκίνητα, ελάχιστους στην μοτοσυκλέτα με καλύτερο όλων τον Andy και κανέναν άλλο που να είναι τόσο γρήγορος με όλα.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζουν από σεζόν σε σεζόν γύρω από την πίστα μέσα από μαθήματα που κάνουν. Αυτό είναι όλο. Η οδήγησή τους είναι θεϊκή, όμως η φήμη τους περιορίζεται στους δρόμους γύρω από το Nordschleife όπως και μέσα σε αυτό, ως εκεί. Ήθελε λοιπόν ένα μεγαλύτερο όνομα που θα τον δείξει με το δάχτυλο και θα πει: «ό,τι κατάφερα το οφείλω σε αυτόν το κύριο». Λίγοι θα σκεφτόντουσαν έτσι, τέτοιος άνθρωπος είναι ο Andy. Ήθελε να γίνει γνωστός όχι ως αυτός που έχει το ρεκόρ, αλλά ως εκείνος που βοήθησε να σπάσει και στο πρόσωπο του Guy θεώρησε πως βρήκε αυτό που έψαχνε.

Όταν ο Guy Martin βρέθηκε στο Nordschleife για άλλη δουλειά, ήταν ο Andy που του πρότεινε να μείνει και να δουλέψουν μαζί μέχρι να το καταφέρουν, μέχρι να σπάσει το ρεκόρ! Το πρώτο που του είπε ο Andy ήταν τα μεγάλα μυστικά που ο ίδιος έχει φάει χρόνια για να τα ανακαλύψει. Ποιες στροφές, σε ποιες ώρες της ημέρας σου ρίχνουν τον ήλιο τόσο χαμηλά που δεν βλέπεις. Που χάνεται η πρόσφυση, όχι σε ποια στροφή, αλλά σε ποια γραμμή κάθε στροφής! Που τρέχουν νερά στο υπέδαφος και μεταβάλλεται η θερμοκρασία της ασφάλτου! Λεπτομέρειες απίστευτες.

Σε μία πίστα θεωρείς την πρόσφυση δεδομένη και ανάλογα προσαρμόζεις την μοτοσυκλέτα και τον εαυτό σου. Στους αγώνες δρόμου η πρόσφυση δεν είναι δεδομένη, είναι όμως αμετάβλητη ανάμεσα σε μία μικρή χρονική περίοδο. Το κοντινότερο που είχε βρεθεί ο Martin στα δεδομένα του Nordschleife ήταν πως στο Isle of Man μπορεί να βρέχει στην μισή διαδρομή και στην άλλη να έχει λιακάδα. Στο Nurburgring, εγώ προσωπικά, έχω βρεθεί να χιονίζει στις βόρειες στροφές και νότια να έχει κανονικότατη λιακάδα. Ο καιρός όμως δεν ήταν το θέμα του Martin… Ακόμη και στο Isle of Man οι στροφές είναι κάτι σταθερό κάθε χρονιά. Προφανώς και η πρόσφυση μεταβάλλεται από επίσκεψη σε επίσκεψη, από χρόνο σε χρόνο, όμως στις άπειρες δοκιμές τις ημέρες πριν τον αγώνα αυτά τα όρια αποκαλύπτονται. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το Nordschleife. Εκεί οι συνθήκες είναι δυναμικές και η προσαρμογή σου πρέπει να είναι αντίστοιχη. Ο Andy, όπως και πολλοί άλλοι που κάνουν την δουλειά του πλοηγού εκεί, έχουν ξεκινήσει αγοράζοντας ένα ετήσιο εισιτήριο, συντηρώντας τον εαυτό τους αλλάζοντας σεντόνια στους άπειρους ξενώνες της περιοχής. Πάνω από εξήντα φορές έχει κάνει όλη την διαδρομή με τα πόδια. Έχει σκύψει στα τέσσερα χαϊδεύοντας τις στροφές για να δει τα ξεχωριστά κομμάτια ασφάλτου. Κι έπειτα έχει περάσει πέντε χρόνια οδηγώντας πριν κάνει το ρεκόρ, κάθε μέρα για κάθε από τις πέντε σεζόν. Σταματούσε μόνο όταν έπεφτε το χιόνι, όταν τελείωνε η κάθε σεζόν. Τόσο πολύ χρόνο έχει επενδύσει για να μάθει την πίστα αυτή. Ποιος πρωτοκλασάτος οδηγός μπορεί να επενδύσει αυτό τον χρόνο ακυρώνοντας κάθε τι άλλο που κάνει, για να αποκτήσει την εμπειρία αυτή; Κανείς.

Ο Guy Martin και ο Andy μαζί, πίστεψαν πως θα μπορούσαν αν απομονωθούν, να παρακάμψουν την φυσική οδό. Δεν έκαναν τίποτε άλλο: Τις ώρες που δεν οδηγούσαν μαζί, μιλούσαν βήμα – βήμα για την πίστα. Ανέλυαν κάθε στροφή. Έβλεπαν τα video το ένα πίσω από το άλλο. Πρώτα ακολουθούσαν οι πολύ αργές στροφές και μετά οι υπόλοιπες. Πρώτες σε ανάλυση ερχόντουσαν οι στροφές που έρχεσαι με πολλά χιλιόμετρα από υψομετρική διαφορά και ξαφνικά τις βλέπεις μπροστά σου. Μετά εκείνες που νομίζεις πως δεν θέλουν ιδιαίτερη προσοχή αλλά τελικά χάνεις χρόνο αν δεν τις πάρεις σωστά. Είπαν και για όσες τις πουλάς τελείως για να πλασαριστείς καλύτερα στην επόμενη. Δεν άφησαν μυστικό, δεν σταμάτησαν να προσπαθούν, όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα δεν ερχόταν. Ο Guy Martin βελτιωνόταν συνεχώς, όχι όμως τόσο που να φτάσει ακόμη και να αγγίξει το υπάρχον ρεκόρ. Γλίτωσε την καταστροφή επίσης αρκετές φορές και κάπου εκεί του τελείωσε ο χρόνος που σκόπευε να επενδύσει, έχασε και την υπομονή του, το πιο σημαντικό…

Τα πιο δύσκολα τα είχε κερδίσει, τα κάρουζελ, τις φοβερές και τρομερές στροφές με την θετική κλίση, τις περνούσε τέλεια. Τις κλειστές με κλειστά τα μάτια πλέον. Συνολικά όμως έχανε χρόνο και μάλιστα πολύ. Ο Andy συνέχισε να επιμένει: «Δεν χρειάζεσαι κάτι άλλο τώρα, πέρα από περισσότερες ημέρες!»… κι όμως είχαν ήδη φάει εβδομάδες και ο Guy Martin ένιωθε πως έχανε τον χρόνο του. Το Nordschleife ήταν ένα κάστρο που δεν μπορούσε να γκρεμίσει, ακόμη και με την βοήθεια του αρχιτέκτονα που το έχτισε!

Η παρακάτω πρόταση θα ηχήσει λοιπόν κάπως παράξενη στο εσωτερικό αυτί: Θέλεις μόνο τέσσερις γύρους για να μάθεις το Nordschleife! Κι ο Andy συμφωνεί με το όριο των τεσσάρων γύρων…

Αυτό για να μην νιώθει κανείς πως δεν πρέπει να επισκεφτεί την «Πράσινη Κόλαση», όπως είναι μία από τις ονομασίες του Nordschleife! Τέσσερις γύροι βέβαια κοστίζουν εκατό ευρώ σε σημερινές τιμές, που μόνο λίγο δεν είναι αν βάλεις και το ταξίδι μέχρι εκεί. Ωστόσο σε τέσσερις γύρους μπορείς πλέον να ξέρεις που βρίσκεσαι και που πατάς, κι αυτό σημαίνει πως μπορείς να αρχίσεις να νιώθεις λίγο καλύτερα για το μέρος που έχεις έρθει. Άλλο πράγμα η επίσκεψη εκεί και το να οδηγήσεις γρήγορα, κι άλλο όταν κυνηγάς να σπάσεις το ρεκόρ. Ας μην αποθαρρυνθεί κανείς λοιπόν.

Για την ιστορία πάντως, ο Guy Martin βρήκε τρόπο να έχει ένα ρεκόρ από το Nurburgring, έβαλε μέσα το.. van! Έγινε ο ταχύτερος με βανάκι, που βέβαια δεν είναι τυχαίο αλλά του περισσεύουν τα άλογα και έθεσε σε μια κάποια χρήση τους πάρα πολλούς γύρους που έκανε προσπαθώντας να μάθει απ’ έξω την πίστα…

Το γεγονός πάντως πως ο Guy Martin δεν τα κατάφερε, έχοντας τον Andy στο πλευρό του, στο 100% του χρόνου, ο Andy δεν έκανε άλλα μαθήματα εκείνη την περίοδο έχοντας πρακτικά σταματήσει να δουλεύει, έχει αποθαρρύνει άλλους πρωτοκλασάτους αναβάτες από την προσπάθεια. Παράλληλα η πίστα η ίδια δεν δέχεται εύκολα να την δεσμεύσεις αποκλειστικά για να κυνηγήσεις το ρεκόρ. Από την άλλη καμία εταιρία δεν έχει επενδύσει σε αυτό σοβαρά, ώστε και η πίστα να το ξανά σκεφτεί. Και οι πρωτοκλασάτοι αναβάτες όσες προσπάθειες έχουν κάνει είναι κατόπιν άλλης πρωτοβουλίας. Στην αυτοκινητοβιομηχανία ένα ρεκόρ στο Nurburgring ισοδυναμεί με πολύτιμη δημοσιότητα και πολλούς τίτλους σε εφημερίδες και περιοδικά που διαφορετικά θα κόστιζαν πολύ περισσότερο σαν σκέτη διαφήμιση. Αποτελεί επίσης χώρο δοκιμών για σχεδόν όλες τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Η BMW έχει κανονικό test center μερικά μέτρα από την είσοδο της πίστας! Για τις εταιρίες μοτοσυκλετών δεν είναι το ίδιο. Και γενικά το Nurburgring δεν είναι το ίδιο πλέον για τις μοτοσυκλέτες… Σε λίγα χρόνια θα είναι απαγορευτικό να πάει κανείς εκεί και θα το αναλύσουμε αυτό στο τεύχος. Φαίνεται πάντως πως τα περιθώρια για να σπάσει το ρεκόρ του Andy στενεύουν κάθε χρόνο και περισσότερο, αντί να διευρύνονται!

 

Η δοκιμή και το συγκριτικό των μοτοσυκλετών, έχει γίνει σε συνεργασία με το περιοδικό MOTO Magazine France
φωτό: Gregory Mathieu
 
Ο γύρος του Andy Carlile που έσπασε κάθε ρεκόρ:
Ετικέτες