Βοσνία – Ελλάδα, Πρωί-Απόγευμα: 4 χώρες σε μία μέρα nonstop με KTM 790 Adventure

Και Αθήνα – Βελιγράδι 1.200 χιλιόμετρα με μία ανάσα
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

18/6/2020

Τώρα που σιγά-σιγά ανοίγουν τα σύνορα, ας θυμηθούμε πως πέρσι ακριβώς τέτοιες ημέρες, επιστρέφαμε στην Αθήνα έχοντας ξεκινήσει το ίδιο πρωί από την Βοσνία. Τρεις μέρες πριν, αναχωρούσαμε για Βελιγράδι από Αθήνα με στόχο να είμαστε εκεί νωρίς το βράδυ κι έπειτα νωρίς το πρωί της επόμενης να περάσουμε απέναντι στο Σαράγιεβο. Κι από εκεί στα βουνά της Βοσνίας όπου μας περίμενε η εκκίνηση του KTM Rally Bosnia. Πρόκειται για μία ετήσια εκδήλωση για τους ιδιοκτήτες ΚΤΜ σε διαδρομές που λίγοι βάζουν μεσαίες και μεγάλες on-off. Διοργανώνεται από το εργοστάσιο και παίρνουν μέρος όλα τα στελέχη και οι αναβάτες στα Rally. Δηλαδή οδηγείς με τον άνθρωπο που έχει σχεδιάσει την μοτοσυκλέτα σου και με πλοηγό κάποιον από τους αναβάτες στο Dakar ή τους παγκόσμιους χωμάτινους αγώνες. Για αυτό και το εισιτήριο είναι δυσεύρετο, καθώς θέλοντας να κρατήσει το κλίμα οικογενειακό και φιλικό, η ΚΤΜ δεν διαθέτει πληθώρα θέσεων. Για την ιστορία, φέτος ήταν όλα έτοιμα για να γίνει εδώ, στην Ναύπακτο, παράλληλα με το Hellas Rally και είναι ακόμη ένα από τα πράγματα που ακυρώθηκαν και έχουν μεταφερθεί για αργότερα, τον Οκτώβριο. Με την ευκαιρία λοιπόν, τώρα που το KTM Rally θα γίνει στην χώρα μας, κι όσο είναι ακόμη καιρός πριν κλείσουν και οι ακυρώσεις από την αλλαγή ημερομηνίας, μην το σκέφτεστε όσοι είχατε αμφιβολίες για την συμμετοχή σας.

Για την δική μας συμμετοχή στο KTM Bosnia Rally δεν θα επεκταθούμε τώρα, μπορείτε να την θυμηθείτε μέσα από όλα τα ρεπορτάζ εκείνων των ημερών, τις εκατοντάδες φωτογραφίες και τα video, πέρα φυσικά από την αναλυτική δοκιμή του 790 Adventure R και το συγκριτικό με το 790 Adventure, αμέσως μετά στο ΜΟΤΟ, πέρσι τέτοια εποχή. Διότι στην Βοσνία έγινε αλλαγή ελαστικών και επί τρεις μέρες οδηγούσαμε εναλλάξ το 790 αλλά και το 790 R. Συνολικά σχεδόν 4.000 χιλιόμετρα σε ταξίδι εθνική - αστραπή, ταξίδι σε επαρχιακό, κι έπειτα σε χώμα και μάλιστα πολύ και δύσκολο. Αλλάζοντας ελαστικά στην Βοσνία πριν την εκκίνηση, η μοτοσυκλέτα που την προηγούμενη είχε ταξιδέψει αστραπή από την Αθήνα, έπαιρνε τώρα μέρος σε ένα Rally με στόχο να βγει αλώβητη για να συνεχίσει το ταξίδι της επιστροφής το οποίο είναι αρκετά εύκολο παρόλο που περνά από την «άγονη γραμμή των Βαλκανίων». Είναι εύκολο εκτός κι αν έχεις στόχο να το κάνεις αστραπή, μεταδίδοντας εικόνες ζωντανά στα social media και να φτάσεις εγκαίρως στο περίπτερο του ΜΟΤΟ στο Motoshow στο κέντρο της Αθήνας, σε συγκεκριμένη ώρα.

Στα ταξίδια μετρά η πορεία και όχι ο προορισμός, εκτός φυσικά και αν ο σκοπός του ταξιδιού είναι πολύ συγκεκριμένος και ταξιδεύεις με επίσης πολύ συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα! Τότε δεν χωρά δεύτερη σκέψη, επιστροφή σε μία ημέρα και γρήγορα! Σε αντίθεση με το Αθήνα – Βελιγράδι που η συντριπτική πλειοψηφία των χιλιομέτρων μπορεί να γίνει σε εθνικές οδούς και αυτοκινητόδρομους, η επιστροφή ξεκινά με τον χειρότερο επαρχιακό που μπορεί κανείς να φανταστεί. Γεμάτο παγίδες στο απόλυτο σκοτάδι, πολύ πριν ο ήλιος ανατείλει. Μέχρι και την Λαμία, η επιστροφή που πρακτικά διασχίζει τέσσερις χώρες, αν υπολογίσεις και την ηπειρωτική Ελλάδα, γίνεται αποκλειστικά σε επαρχιακούς δρόμους. Ας πάμε να δούμε αυτό το κομμάτι. Ξεκινώντας με κρύο, μέγιστο 2ο Κελσίου στην Βοσνία και φτάνοντας τους 35ο Κελσίου μεσημέρι στην Αλβανία. Με στάσεις μονάχα για ανεφοδιασμό της μοτοσυκλέτας και ενημέρωση με φωτογραφίες στα social media για την πορεία του ταξιδιού.

Το ταξίδι ξεκίνησε αντίστροφα, από εθνική για να προλάβουμε την εκκίνηση στα σίγουρα, αλλά και για να σχηματίσουμε έναν κύκλο... Αυθυμνερόν Αθήνα - Βελιγράδι σε λίγες ώρες...

Όλα αυτά γίνονται πιο εύκολα με μία μοτοσυκλέτα που κάθεσαι άνετα στην σέλα της για όλη την διάρκεια της αυτονομίας της και ξανά βρίσκεσαι επάνω της, χωρίς να χρειάζεται να θυμηθείς όλες τις ασκήσεις γιόγκα που ξέρεις για να ξεπιαστείς. Και ακόμη περισσότερο, όταν η αυτονομία αυτή είναι από τις μεγαλύτερες της κατηγορίας, χάρη στο ρεζερβουάρ που πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα φτιαχνόταν με αυτό τον τρόπο. Και για να θυμηθούμε και την ιστορία – που μόνο το ΜΟΤΟ και κανείς άλλος στον κόσμο δεν έβγαλε προς τα έξω- είναι ακριβώς αυτή η πρωτιά που δημιούργησε και τα πρώτα προβλήματα τροφοδοσίας που από τότε έχουν λυθεί.

Πάνω από το Σαράγιεβο, περίπου μισή ώρα μακριά, στο τουριστικό θέρετρο της περιοχής που γεμίζει σκιέρ τον χειμώνα η εκκίνηση του ταξιδιού γίνεται λίγο πριν τις 05:00. Κι αυτό γιατί τα σύννεφα των προηγούμενων ημερών είχαν πλησιάσει και νωρίς το πρωί θα άνοιγαν την κάνουλα που με το ζόρι κρατιόταν τις προηγούμενες ημέρες. Αφήνοντας με έτσι, να απολαύσω οδήγηση σε νωπό χώμα παρέα με τον Chris Birch και την Leia Santz αντί να παίζω με τις λάσπες. Καλές και οι λάσπες βέβαια, αλλά τις τρώμε με κουτάλι στα Mega Test, δεν χρειάζεται να υπάρχουν συνέχεια στο μενού. Πόσο μάλιστα στην Βοσνία…

Από το Σαράγιεβο προς το Μαυροβούνιο δεν υπάρχουν πολλά περάσματα. Δηλαδή λίγα ασφαλτοστρωμένα και ο συνοριακός σταθμός Hum είναι ο χειρότερος από όλους από πλευράς διαδρομής. Αν είσαι με αυτοκίνητο ή λεωφορείο ή superbike. Γιατί αυτό που στο χάρτη εμφανίζεται με κίτρινη σήμανση ως κεντρικός δρόμος, είναι στην πράξη ένας ξεχασμένος επαρχιακός που στα τελευταία του χιλιόμετρα υπάρχει μόνο ο μισός. Το ένα ρεύμα είναι άσφαλτος το άλλο χώμα. Και όσο για τα σύνορα, αυτά περνούν πάνω από τον ποταμό Tara πριν το φράγμα στο Μαυροβούνιο που σημαίνει πως είναι ένα στενό και ψηλό φαράγγι που περνάς από μία γέφυρα που προσομοιάζει εκείνη της Αράδαινας στην Κρήτη. Ξύλινα μαδέρια σε ένα μεταλλικό σκελετό.

KTM Adventure Rally Bosnia 2019: Ζήσαμε μία επική περιπέτεια στα Βαλκάνια! 1000+ Φωτογραφίες!

Αν είσαι με Adventure μοτοσυκλέτα και θέλεις να περάσεις μέσα από ξεχασμένη φύση, είναι μία διαδρομή που πρέπει να δεις, διασχίζοντας σύνορα που έχουν μείνει αναλλοίωτα στο χρόνο. Και ο χρόνος στα Βαλκάνια έχει περάσει έντονα. Στο Σαράγιεβο ακόμη και τώρα, το 2020, βλέπεις κτήρια που σου θυμίζουν τον πόλεμο. Το ίδιο και στο Βελιγράδι. Η ιστορία δεν σβήνεται έτσι εύκολα από τα μάτια των περαστικών, γιατί στα μάτια των κατοίκων υπάρχει χαραγμένη έτσι κι αλλιώς…

Από Σαράγιεβο μέχρι Đeđevo τα πράγματα δεν είναι δύσκολα αλλά ενδιαφέροντα. Ανεβοκατεβαίνεις λόφους σε άσφαλτο που θυμίζει Ελλάδα. Ένα ρεύμα ανά κατεύθυνση και μηδενική κίνηση εκείνη την ώρα. Χρειάζεται προσοχή στην σήμανση αν ταξιδεύεις χωρίς ήλιο, καθώς το σκοτάδι είναι πάντα πυκνό ακόμη και το καλοκαίρι, και το καλό σημείο είναι όταν διασχίζεις κάθετα τον Δρίνο. Για πολλά χιλιόμετρα πηγαίνεις από την άλλη μεριά του ποταμού απλά σε χειρότερο δρόμο. Μετά γίνεται χειρότερο και έπειτα ξεκινά το κομμάτι που είναι μισό άσφαλτο και μισό χώμα μέχρι να φτάσεις στα σύνορα. Πανέμορφο όμως, ακόμη κι όταν το βλέπεις με λιγοστό φως. Γιατί είσαι συνέχεια δίπλα στο ποτάμι μέχρι αυτό να συναντήσει τον Tara και μαζί να τροφοδοτήσουν το φράγμα και τις τεχνητές λίμνες στο Μαυροβούνιο, που είναι το επόμενο σκηνικό που αντικρίζεις από την συγκεκριμένη διαδρομή. Σίγουρα δεν είναι η ταχύτερη, σίγουρα πιο επικίνδυνη από πλευράς δρόμου, αλλά σε ανταμείβει με τις εικόνες που αντικρίζεις. Ο Δρίνος σκάβει τα βράχια από την άλλη πλευρά του δρόμου και σε συντροφεύει με δροσιά και μπόλικη βλάστηση στο πέρασμά σου.

Μόλις περάσεις την γέφυρα, αμέσως αντιλαμβάνεσαι πως τα πράγματα στην άλλη πλευρά των συνόρων είναι λίγο καλύτερα από οικονομικής άποψης. Η διέλευση στην εποχή προ-κορωνοϊού γίνεται ταχύτατα και άλλωστε τέτοιες ώρες δεν συναντάς και αυτοκίνητα. Αμέσως μετά μπαίνεις σε μερικά από τα πιο απίστευτα τούνελ. Δεν έχουν επένδυση, απλά έχουν σκάψει το συμπαγές βουνό. Τρύπες την οροφή σε ορισμένα σημεία που δεν υπάρχει μεγάλος όγκος από πάνω σου, αφήνουν τον αέρα να κυκλοφορήσει στο εσωτερικό και μαζί το νερό της βροχής και ρίζες από δέντρα και φυτά που κρέμονται σε σημείο που να χτυπούν το κράνος. Είναι αμέτρητα και στα λιγοστά κενά σημεία σου επιτρέπουν να αντικρίσεις την τεχνητή λίμνη, που είναι απλά το πλημμυρισμένο φαράγγι. Αυτό σημαίνει πως στον χάρτη το αντιλαμβάνεσαι σαν ποτάμι, στην όψη όμως είναι μακρόστενη λίμνη και μάλιστα με πολλά παρακλάδια. Νωρίς το πρωί σχεδόν πάντα, πέρα από ελάχιστες ημέρες, δεν καλύπτεται από ομίχλη που είναι εξίσου εντυπωσιακό φαινόμενο καθώς τα σύννεφα ακολουθούν την ίδια δαιδαλώδη μορφή, κάτω από τον δρόμο που κινείσαι!

Όσο κατεβαίνεις πιο νότια τόσο το τοπίο αλλάζει και από τα βουνά που ήσουν πιο πριν, αρχίζεις να αντικρύζεις πιο επίπεδο έδαφος. Ο κόσμος ξεκινά νωρίς στο Μαυροβούνιο και η αντίθεση της αυξημένης κίνησης όσο πλησιάζεις την πρώτη από τις μεγάλες πόλεις, συγκριτικά με την ερημιά που βρισκόσουν όλη αυτή την ώρα, είναι μεγάλη! Από την λίμνη Σκόδρα και μετά, μπαίνεις στην Αλβανία και με τον ήλιο ψηλά σε υποδέχεται και η ζέστη!

Γρήγορα στην Αλβανία είναι κάτι που πρέπει να αποφεύγεται. Γενικά στα Βαλκάνια βέβαια, αν και τα πράγματα τα τελευταία χρόνια στην γείτονα χώρα δεν διαφέρουν καθόλου από την εξίσου τραγελαφική κατάσταση που έχουμε κι εμείς εδώ. Χρειάζεται προσοχή στα σημεία που κόβουν απότομα μπροστά σου για να σταματήσουν δεξιά στον δρόμο, όμως μέχρι τα Τίρανα κινείσαι σε έναν πολύ όμορφο δρόμο. Από το Ελμπασάν και μετά έχεις διαφορετικές επιλογές αλλά ο δρόμος έχει φτιαχτεί στο σύνολό του και απλά διαλέγεις με βάση από πού θες να συνεχίσεις στην Ελλάδα.

Από την εκκίνηση του ταξιδιού - και για να μην υπάρχει παρανόηση, οι φωτογραφίες δεν είναι πάνω στον δρόμο, ούτε και στην άκρη δρόμου, αλλά στο περιθώριο ενός πάρκινγκ και ας φαίνεται πως είναι πάνω στην εθνική...

Το KTM 790 Adventure έκαιγε όλες τις βενζίνες που του τάισα με την ίδια ευκολία. Από το ψύχος, πραγματικό ψύχος κατά την εκκίνηση, μέχρι τον καύσωνα στα σύνορα της Αλβανίας με την Ελλάδα, το ταξίδι ήταν απροβλημάτιστο. Τις λεπτομέρειες τις έχουμε περιγράψει κατά την αναλυτική δοκιμή του, όμως φτάνοντας στην Αθήνα απόγευμα δεν υπάρχει κούραση από το ταξίδι παρά μόνο διέγερση από την πολύωρη οδήγηση. Οι πολλές εικόνες, οι διαφορετικές χώρες και τα μπόλικα χιλιόμετρα σε επαρχιακό δρόμο σε κρατούν σε εγρήγορση. Η εθνική είναι εκείνη που σε κουράζει με την μονοτονία της…

Ετικέτες

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.