Βοσνία – Ελλάδα, Πρωί-Απόγευμα: 4 χώρες σε μία μέρα nonstop με KTM 790 Adventure

Και Αθήνα – Βελιγράδι 1.200 χιλιόμετρα με μία ανάσα
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

18/6/2020

Τώρα που σιγά-σιγά ανοίγουν τα σύνορα, ας θυμηθούμε πως πέρσι ακριβώς τέτοιες ημέρες, επιστρέφαμε στην Αθήνα έχοντας ξεκινήσει το ίδιο πρωί από την Βοσνία. Τρεις μέρες πριν, αναχωρούσαμε για Βελιγράδι από Αθήνα με στόχο να είμαστε εκεί νωρίς το βράδυ κι έπειτα νωρίς το πρωί της επόμενης να περάσουμε απέναντι στο Σαράγιεβο. Κι από εκεί στα βουνά της Βοσνίας όπου μας περίμενε η εκκίνηση του KTM Rally Bosnia. Πρόκειται για μία ετήσια εκδήλωση για τους ιδιοκτήτες ΚΤΜ σε διαδρομές που λίγοι βάζουν μεσαίες και μεγάλες on-off. Διοργανώνεται από το εργοστάσιο και παίρνουν μέρος όλα τα στελέχη και οι αναβάτες στα Rally. Δηλαδή οδηγείς με τον άνθρωπο που έχει σχεδιάσει την μοτοσυκλέτα σου και με πλοηγό κάποιον από τους αναβάτες στο Dakar ή τους παγκόσμιους χωμάτινους αγώνες. Για αυτό και το εισιτήριο είναι δυσεύρετο, καθώς θέλοντας να κρατήσει το κλίμα οικογενειακό και φιλικό, η ΚΤΜ δεν διαθέτει πληθώρα θέσεων. Για την ιστορία, φέτος ήταν όλα έτοιμα για να γίνει εδώ, στην Ναύπακτο, παράλληλα με το Hellas Rally και είναι ακόμη ένα από τα πράγματα που ακυρώθηκαν και έχουν μεταφερθεί για αργότερα, τον Οκτώβριο. Με την ευκαιρία λοιπόν, τώρα που το KTM Rally θα γίνει στην χώρα μας, κι όσο είναι ακόμη καιρός πριν κλείσουν και οι ακυρώσεις από την αλλαγή ημερομηνίας, μην το σκέφτεστε όσοι είχατε αμφιβολίες για την συμμετοχή σας.

Για την δική μας συμμετοχή στο KTM Bosnia Rally δεν θα επεκταθούμε τώρα, μπορείτε να την θυμηθείτε μέσα από όλα τα ρεπορτάζ εκείνων των ημερών, τις εκατοντάδες φωτογραφίες και τα video, πέρα φυσικά από την αναλυτική δοκιμή του 790 Adventure R και το συγκριτικό με το 790 Adventure, αμέσως μετά στο ΜΟΤΟ, πέρσι τέτοια εποχή. Διότι στην Βοσνία έγινε αλλαγή ελαστικών και επί τρεις μέρες οδηγούσαμε εναλλάξ το 790 αλλά και το 790 R. Συνολικά σχεδόν 4.000 χιλιόμετρα σε ταξίδι εθνική - αστραπή, ταξίδι σε επαρχιακό, κι έπειτα σε χώμα και μάλιστα πολύ και δύσκολο. Αλλάζοντας ελαστικά στην Βοσνία πριν την εκκίνηση, η μοτοσυκλέτα που την προηγούμενη είχε ταξιδέψει αστραπή από την Αθήνα, έπαιρνε τώρα μέρος σε ένα Rally με στόχο να βγει αλώβητη για να συνεχίσει το ταξίδι της επιστροφής το οποίο είναι αρκετά εύκολο παρόλο που περνά από την «άγονη γραμμή των Βαλκανίων». Είναι εύκολο εκτός κι αν έχεις στόχο να το κάνεις αστραπή, μεταδίδοντας εικόνες ζωντανά στα social media και να φτάσεις εγκαίρως στο περίπτερο του ΜΟΤΟ στο Motoshow στο κέντρο της Αθήνας, σε συγκεκριμένη ώρα.

Στα ταξίδια μετρά η πορεία και όχι ο προορισμός, εκτός φυσικά και αν ο σκοπός του ταξιδιού είναι πολύ συγκεκριμένος και ταξιδεύεις με επίσης πολύ συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα! Τότε δεν χωρά δεύτερη σκέψη, επιστροφή σε μία ημέρα και γρήγορα! Σε αντίθεση με το Αθήνα – Βελιγράδι που η συντριπτική πλειοψηφία των χιλιομέτρων μπορεί να γίνει σε εθνικές οδούς και αυτοκινητόδρομους, η επιστροφή ξεκινά με τον χειρότερο επαρχιακό που μπορεί κανείς να φανταστεί. Γεμάτο παγίδες στο απόλυτο σκοτάδι, πολύ πριν ο ήλιος ανατείλει. Μέχρι και την Λαμία, η επιστροφή που πρακτικά διασχίζει τέσσερις χώρες, αν υπολογίσεις και την ηπειρωτική Ελλάδα, γίνεται αποκλειστικά σε επαρχιακούς δρόμους. Ας πάμε να δούμε αυτό το κομμάτι. Ξεκινώντας με κρύο, μέγιστο 2ο Κελσίου στην Βοσνία και φτάνοντας τους 35ο Κελσίου μεσημέρι στην Αλβανία. Με στάσεις μονάχα για ανεφοδιασμό της μοτοσυκλέτας και ενημέρωση με φωτογραφίες στα social media για την πορεία του ταξιδιού.

Το ταξίδι ξεκίνησε αντίστροφα, από εθνική για να προλάβουμε την εκκίνηση στα σίγουρα, αλλά και για να σχηματίσουμε έναν κύκλο... Αυθυμνερόν Αθήνα - Βελιγράδι σε λίγες ώρες...

Όλα αυτά γίνονται πιο εύκολα με μία μοτοσυκλέτα που κάθεσαι άνετα στην σέλα της για όλη την διάρκεια της αυτονομίας της και ξανά βρίσκεσαι επάνω της, χωρίς να χρειάζεται να θυμηθείς όλες τις ασκήσεις γιόγκα που ξέρεις για να ξεπιαστείς. Και ακόμη περισσότερο, όταν η αυτονομία αυτή είναι από τις μεγαλύτερες της κατηγορίας, χάρη στο ρεζερβουάρ που πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα φτιαχνόταν με αυτό τον τρόπο. Και για να θυμηθούμε και την ιστορία – που μόνο το ΜΟΤΟ και κανείς άλλος στον κόσμο δεν έβγαλε προς τα έξω- είναι ακριβώς αυτή η πρωτιά που δημιούργησε και τα πρώτα προβλήματα τροφοδοσίας που από τότε έχουν λυθεί.

Πάνω από το Σαράγιεβο, περίπου μισή ώρα μακριά, στο τουριστικό θέρετρο της περιοχής που γεμίζει σκιέρ τον χειμώνα η εκκίνηση του ταξιδιού γίνεται λίγο πριν τις 05:00. Κι αυτό γιατί τα σύννεφα των προηγούμενων ημερών είχαν πλησιάσει και νωρίς το πρωί θα άνοιγαν την κάνουλα που με το ζόρι κρατιόταν τις προηγούμενες ημέρες. Αφήνοντας με έτσι, να απολαύσω οδήγηση σε νωπό χώμα παρέα με τον Chris Birch και την Leia Santz αντί να παίζω με τις λάσπες. Καλές και οι λάσπες βέβαια, αλλά τις τρώμε με κουτάλι στα Mega Test, δεν χρειάζεται να υπάρχουν συνέχεια στο μενού. Πόσο μάλιστα στην Βοσνία…

Από το Σαράγιεβο προς το Μαυροβούνιο δεν υπάρχουν πολλά περάσματα. Δηλαδή λίγα ασφαλτοστρωμένα και ο συνοριακός σταθμός Hum είναι ο χειρότερος από όλους από πλευράς διαδρομής. Αν είσαι με αυτοκίνητο ή λεωφορείο ή superbike. Γιατί αυτό που στο χάρτη εμφανίζεται με κίτρινη σήμανση ως κεντρικός δρόμος, είναι στην πράξη ένας ξεχασμένος επαρχιακός που στα τελευταία του χιλιόμετρα υπάρχει μόνο ο μισός. Το ένα ρεύμα είναι άσφαλτος το άλλο χώμα. Και όσο για τα σύνορα, αυτά περνούν πάνω από τον ποταμό Tara πριν το φράγμα στο Μαυροβούνιο που σημαίνει πως είναι ένα στενό και ψηλό φαράγγι που περνάς από μία γέφυρα που προσομοιάζει εκείνη της Αράδαινας στην Κρήτη. Ξύλινα μαδέρια σε ένα μεταλλικό σκελετό.

KTM Adventure Rally Bosnia 2019: Ζήσαμε μία επική περιπέτεια στα Βαλκάνια! 1000+ Φωτογραφίες!

Αν είσαι με Adventure μοτοσυκλέτα και θέλεις να περάσεις μέσα από ξεχασμένη φύση, είναι μία διαδρομή που πρέπει να δεις, διασχίζοντας σύνορα που έχουν μείνει αναλλοίωτα στο χρόνο. Και ο χρόνος στα Βαλκάνια έχει περάσει έντονα. Στο Σαράγιεβο ακόμη και τώρα, το 2020, βλέπεις κτήρια που σου θυμίζουν τον πόλεμο. Το ίδιο και στο Βελιγράδι. Η ιστορία δεν σβήνεται έτσι εύκολα από τα μάτια των περαστικών, γιατί στα μάτια των κατοίκων υπάρχει χαραγμένη έτσι κι αλλιώς…

Από Σαράγιεβο μέχρι Đeđevo τα πράγματα δεν είναι δύσκολα αλλά ενδιαφέροντα. Ανεβοκατεβαίνεις λόφους σε άσφαλτο που θυμίζει Ελλάδα. Ένα ρεύμα ανά κατεύθυνση και μηδενική κίνηση εκείνη την ώρα. Χρειάζεται προσοχή στην σήμανση αν ταξιδεύεις χωρίς ήλιο, καθώς το σκοτάδι είναι πάντα πυκνό ακόμη και το καλοκαίρι, και το καλό σημείο είναι όταν διασχίζεις κάθετα τον Δρίνο. Για πολλά χιλιόμετρα πηγαίνεις από την άλλη μεριά του ποταμού απλά σε χειρότερο δρόμο. Μετά γίνεται χειρότερο και έπειτα ξεκινά το κομμάτι που είναι μισό άσφαλτο και μισό χώμα μέχρι να φτάσεις στα σύνορα. Πανέμορφο όμως, ακόμη κι όταν το βλέπεις με λιγοστό φως. Γιατί είσαι συνέχεια δίπλα στο ποτάμι μέχρι αυτό να συναντήσει τον Tara και μαζί να τροφοδοτήσουν το φράγμα και τις τεχνητές λίμνες στο Μαυροβούνιο, που είναι το επόμενο σκηνικό που αντικρίζεις από την συγκεκριμένη διαδρομή. Σίγουρα δεν είναι η ταχύτερη, σίγουρα πιο επικίνδυνη από πλευράς δρόμου, αλλά σε ανταμείβει με τις εικόνες που αντικρίζεις. Ο Δρίνος σκάβει τα βράχια από την άλλη πλευρά του δρόμου και σε συντροφεύει με δροσιά και μπόλικη βλάστηση στο πέρασμά σου.

Μόλις περάσεις την γέφυρα, αμέσως αντιλαμβάνεσαι πως τα πράγματα στην άλλη πλευρά των συνόρων είναι λίγο καλύτερα από οικονομικής άποψης. Η διέλευση στην εποχή προ-κορωνοϊού γίνεται ταχύτατα και άλλωστε τέτοιες ώρες δεν συναντάς και αυτοκίνητα. Αμέσως μετά μπαίνεις σε μερικά από τα πιο απίστευτα τούνελ. Δεν έχουν επένδυση, απλά έχουν σκάψει το συμπαγές βουνό. Τρύπες την οροφή σε ορισμένα σημεία που δεν υπάρχει μεγάλος όγκος από πάνω σου, αφήνουν τον αέρα να κυκλοφορήσει στο εσωτερικό και μαζί το νερό της βροχής και ρίζες από δέντρα και φυτά που κρέμονται σε σημείο που να χτυπούν το κράνος. Είναι αμέτρητα και στα λιγοστά κενά σημεία σου επιτρέπουν να αντικρίσεις την τεχνητή λίμνη, που είναι απλά το πλημμυρισμένο φαράγγι. Αυτό σημαίνει πως στον χάρτη το αντιλαμβάνεσαι σαν ποτάμι, στην όψη όμως είναι μακρόστενη λίμνη και μάλιστα με πολλά παρακλάδια. Νωρίς το πρωί σχεδόν πάντα, πέρα από ελάχιστες ημέρες, δεν καλύπτεται από ομίχλη που είναι εξίσου εντυπωσιακό φαινόμενο καθώς τα σύννεφα ακολουθούν την ίδια δαιδαλώδη μορφή, κάτω από τον δρόμο που κινείσαι!

Όσο κατεβαίνεις πιο νότια τόσο το τοπίο αλλάζει και από τα βουνά που ήσουν πιο πριν, αρχίζεις να αντικρύζεις πιο επίπεδο έδαφος. Ο κόσμος ξεκινά νωρίς στο Μαυροβούνιο και η αντίθεση της αυξημένης κίνησης όσο πλησιάζεις την πρώτη από τις μεγάλες πόλεις, συγκριτικά με την ερημιά που βρισκόσουν όλη αυτή την ώρα, είναι μεγάλη! Από την λίμνη Σκόδρα και μετά, μπαίνεις στην Αλβανία και με τον ήλιο ψηλά σε υποδέχεται και η ζέστη!

Γρήγορα στην Αλβανία είναι κάτι που πρέπει να αποφεύγεται. Γενικά στα Βαλκάνια βέβαια, αν και τα πράγματα τα τελευταία χρόνια στην γείτονα χώρα δεν διαφέρουν καθόλου από την εξίσου τραγελαφική κατάσταση που έχουμε κι εμείς εδώ. Χρειάζεται προσοχή στα σημεία που κόβουν απότομα μπροστά σου για να σταματήσουν δεξιά στον δρόμο, όμως μέχρι τα Τίρανα κινείσαι σε έναν πολύ όμορφο δρόμο. Από το Ελμπασάν και μετά έχεις διαφορετικές επιλογές αλλά ο δρόμος έχει φτιαχτεί στο σύνολό του και απλά διαλέγεις με βάση από πού θες να συνεχίσεις στην Ελλάδα.

Από την εκκίνηση του ταξιδιού - και για να μην υπάρχει παρανόηση, οι φωτογραφίες δεν είναι πάνω στον δρόμο, ούτε και στην άκρη δρόμου, αλλά στο περιθώριο ενός πάρκινγκ και ας φαίνεται πως είναι πάνω στην εθνική...

Το KTM 790 Adventure έκαιγε όλες τις βενζίνες που του τάισα με την ίδια ευκολία. Από το ψύχος, πραγματικό ψύχος κατά την εκκίνηση, μέχρι τον καύσωνα στα σύνορα της Αλβανίας με την Ελλάδα, το ταξίδι ήταν απροβλημάτιστο. Τις λεπτομέρειες τις έχουμε περιγράψει κατά την αναλυτική δοκιμή του, όμως φτάνοντας στην Αθήνα απόγευμα δεν υπάρχει κούραση από το ταξίδι παρά μόνο διέγερση από την πολύωρη οδήγηση. Οι πολλές εικόνες, οι διαφορετικές χώρες και τα μπόλικα χιλιόμετρα σε επαρχιακό δρόμο σε κρατούν σε εγρήγορση. Η εθνική είναι εκείνη που σε κουράζει με την μονοτονία της…

Ετικέτες

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!