Andy Carlile: Μιλήσαμε με τον ταχύτερο του Nurburgring!

Η άγνωστη ιστορία με τον Guy Martin!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/9/2019

Οι αναγνώστες του ΜΟΤΟ ξέρουν την ιστορία του Andy Carlile από το 2015 όταν κάναμε την πρώτη του συνέντευξη. Δεν έχει αλλάξει κάτι από τότε, ως προς το ποιος είναι: Εξακολουθεί και τώρα να είναι ο πιο γρήγορος στο ring, και αναμένεται να μείνει έτσι για πάντα! Το γιατί θα φανεί παρακάτω…

Το ρεκόρ του Andy αφορά τον «τουριστικό» γύρο, το λεγόμενο Bridge to Gantry για όσους δεν γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της μοναδικής αυτής πίστας, και για συντομία BTG. Ένας γύρος BTG είναι αυτό που θα κάνουν όλοι όσοι επισκεφτούν το Nurburgring, κατά το οποίο είσαι αναγκασμένος να βγεις έξω στο τέλος του γύρου και να ξανά μπεις αμέσως αν το θέλεις, αλλά σε καμία περίπτωση να μην συνεχίσεις γράφοντας τον έναν γύρο μετά τον άλλο ασταμάτητα χωρίς να πραγματοποιήσεις έξοδο από την πίστα. Το πλήρες γυρολόγιο μπορεί να γίνει μονάχα αν η πίστα είναι «ρεζερβέ» πράγμα δύσκολο πρώτα γιατί δεν υπάρχουν πολλές ελεύθερες ημερομηνίες μιας και όλες οι εταιρίες κάνουν εκεί δοκιμές, και δεύτερον διότι κάτι τέτοιο κοστίζει πολύ. Το Nordschleife, η μεγάλη πίστα του Nurburgring, το οποίο περιλαμβάνει κι άλλες οπότε τα ονόματα έχουν σημασία, έχει μήκος 20,832 χιλιόμετρα και ένα μεγάλο τμήμα της υπάρχει από το 1927. Ο γύρος που μετράμε, το Bridge to Gantry, έχει μήκος 19,1 χιλιόμετρα εξαιρώντας την μεγάλη ευθεία στο τέλος κατά την οποία επιβραδύνεις για να βγεις, αντί να συνεχίσεις τον γύρο σου.

Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος του Andy είναι ο ταχύτερος που υπάρχει. Επτά λεπτά και δέκα δευτερόλεπτα για το BTG ή επτά λεπτά και 24 δευτερόλεπτα αν συνέχιζε τον γύρο του με την παλιά Yamaha R1. Ναι, το ρεκόρ αυτό κρατά από το 2012 όταν τώρα τα superbike έχουν πολύ περισσότερα άλογα και πολύ καλύτερα ηλεκτρονικά. Βασικά ΤΩΡΑ έχουν ηλεκτρονικά για πρώτη φορά, με την έννοια πως ΤΩΡΑ πλέον τα ηλεκτρονικά τους είναι ικανά να βελτιώσουν ουσιαστικά και εντυπωσιακά τον αγωνιστικό ρυθμό. Κι όμως, καμία νέα προσπάθεια δεν έχει γίνει.

Τον Andy που εργάζεται ως πλοηγός και δάσκαλος στο Nordschleife, κυρίως με αυτοκίνητα με τα οποία είναι εξαιρετικά γρήγορος, δεν τον έχουν προσεγγίσει οι μεγάλες εταιρίες για να του δώσουν μία τέτοια ευκαιρία. Μία νέα μοτοσυκλέτα και όλα όσα χρειάζεται για να σπάσει το δικό του ρεκόρ. Να τονίσουμε εδώ πως το ρεκόρ του έχει γίνει με μία πινακιδάτη Yamaha R1 με ελαστικά δρόμου και όχι slick μιας και αυτά απαγορεύονται στους τουριστικούς γύρους στο Nordschleife! Δεν μπαίνεις με κάτι που είναι παράνομο να κυκλοφορήσει στο δρόμο, εκτός κι αν δεσμεύσεις την πίστα για κάτι τέτοιο.

Σε αυτό το σημείο το τυχαίο σχόλιο του internet, στα social media κτλ, βιάζεται να πληκτρολογήσει κάτι του στιλ: «φέρτε τον Guy Martin να το ρίξει στο έξι», μιας και κάτω από επτά λεπτά είναι το ρεκόρ για τα αυτοκίνητα. Και ο τυχαίος θα το πει αυτό διότι δεν ξέρει τι σημαίνει Nurburgring, και θεωρεί επίσης πως ο πιο δημοφιλής αναβάτης του Isle of Man -όχι ο ταχύτερος- θα καταφέρει να βγάλει τον Andy από την θέση του…

Κανείς όμως δεν φαντάζεται πως ο Guy Martin και ο Andy δούλεψαν μαζί για να σπάσουν το ρεκόρ του Andy! Και είναι πολύ λίγοι εκείνοι που γνωρίζουν ακριβώς πόσα μεγάλα ονόματα έχουν προσπαθήσει να σπάσουν αυτό το ρεκόρ όλα αυτά τα χρόνια! Ας ρίξουμε λίγο φως στο σκηνικό με το Guy Martin για αρχή, μιας κι αυτή είναι μία από τις ελάχιστες φορές που ο πάντα λιγομίλητος, πάντα μαζεμένος Andy, εξιστορεί τι συνέβη! Κι εσείς θα είσαστε από τους λίγους που θα μάθετε αυτή την ιστορία…

Καταρχήν καθόλου τυχαία δεν ασχολούμαστε με τον Andy. Για τις ανάγκες του τεύχους Οκτωβρίου και το μεγάλο συγκριτικό ημι-ενεργητικών αναρτήσεων που ετοιμάζουμε, ταξιδέψαμε από το Παρίσι στο Nurburgring, ακολουθώντας απίστευτες διαδρομές σε επαρχιακούς δρόμους, όπως θα διαβάσετε στο τεύχος. Αγνοώντας τους αυτοκινητόδρομους και πηγαίνοντας μέσω Βελγίου και Λουξεμβούργου στην Γερμανία. Γνωρίζοντας τον Andy από την δοκιμή του Kawasaki H2, όταν του το δώσαμε να το οδηγήσει μέσα στην πίστα, του τηλεφωνήσαμε για να βρεθούμε στο αχανές Nurburgring και να μας πει τα νέα του ring, μαζί και την ιστορία του με τον Guy Martin. Βλέπετε ο Andy είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό του Nurburgring, απαντάει σε τηλέφωνα που γνωρίζει κι αυτό θα σας βοηθήσει να απαντήσετε κι εσείς μόνοι σας σε ορισμένα ερωτήματα που ενδεχομένως δημιουργηθούν, σχετικά με την «αξιοποίηση» ενός τέτοιου ταλέντου…

Για να μάθετε πώς κατέληξε ο Andy να ξέρει απ'έξω κι ανακατωτά την "Πράσινη Κόλαση":

Δοκιμή Kawasaki H2 (2015-2018) Οδηγούμε στο Nürburgring- Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ

Δεν ήταν ο Guy Martin που προσέγγισε τον Andy, αλλά πρακτικά έγινε το ακριβώς αντίθετο. Ο Martin έβλεπε το Nordschleife ως έναν τρόπο να γίνει καλύτερος στους αγώνες δρόμου και ταυτόχρονα να κατακτήσει ένα δύσκολο βουνό. Ο Martin θέλει να βάζει τέτοιους στόχους, ολοένα και σκληρότερους και να πιέζει τον εαυτό του να τους καταφέρει. Για αυτό και τα παράτησε όλα, ώστε να διασχίσει την αμερικάνικη ήπειρο κατακόρυφα με ποδήλατο… Το ρεκόρ στο Nordschleife ήταν ένα από εκείνα που ήθελε να έχει καταφέρει στην ζωή του. Αντίστοιχα ο εσωστρεφής και λιγομίλητος Andy, ήθελε να αφήσει μία μεγάλη κληρονομιά στην καριέρα του στο Nurburgring. Βλέπετε η πίστα αυτή έχει πολλούς ήρωες στα αυτοκίνητα, ελάχιστους στην μοτοσυκλέτα με καλύτερο όλων τον Andy και κανέναν άλλο που να είναι τόσο γρήγορος με όλα.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζουν από σεζόν σε σεζόν γύρω από την πίστα μέσα από μαθήματα που κάνουν. Αυτό είναι όλο. Η οδήγησή τους είναι θεϊκή, όμως η φήμη τους περιορίζεται στους δρόμους γύρω από το Nordschleife όπως και μέσα σε αυτό, ως εκεί. Ήθελε λοιπόν ένα μεγαλύτερο όνομα που θα τον δείξει με το δάχτυλο και θα πει: «ό,τι κατάφερα το οφείλω σε αυτόν το κύριο». Λίγοι θα σκεφτόντουσαν έτσι, τέτοιος άνθρωπος είναι ο Andy. Ήθελε να γίνει γνωστός όχι ως αυτός που έχει το ρεκόρ, αλλά ως εκείνος που βοήθησε να σπάσει και στο πρόσωπο του Guy θεώρησε πως βρήκε αυτό που έψαχνε.

Όταν ο Guy Martin βρέθηκε στο Nordschleife για άλλη δουλειά, ήταν ο Andy που του πρότεινε να μείνει και να δουλέψουν μαζί μέχρι να το καταφέρουν, μέχρι να σπάσει το ρεκόρ! Το πρώτο που του είπε ο Andy ήταν τα μεγάλα μυστικά που ο ίδιος έχει φάει χρόνια για να τα ανακαλύψει. Ποιες στροφές, σε ποιες ώρες της ημέρας σου ρίχνουν τον ήλιο τόσο χαμηλά που δεν βλέπεις. Που χάνεται η πρόσφυση, όχι σε ποια στροφή, αλλά σε ποια γραμμή κάθε στροφής! Που τρέχουν νερά στο υπέδαφος και μεταβάλλεται η θερμοκρασία της ασφάλτου! Λεπτομέρειες απίστευτες.

Σε μία πίστα θεωρείς την πρόσφυση δεδομένη και ανάλογα προσαρμόζεις την μοτοσυκλέτα και τον εαυτό σου. Στους αγώνες δρόμου η πρόσφυση δεν είναι δεδομένη, είναι όμως αμετάβλητη ανάμεσα σε μία μικρή χρονική περίοδο. Το κοντινότερο που είχε βρεθεί ο Martin στα δεδομένα του Nordschleife ήταν πως στο Isle of Man μπορεί να βρέχει στην μισή διαδρομή και στην άλλη να έχει λιακάδα. Στο Nurburgring, εγώ προσωπικά, έχω βρεθεί να χιονίζει στις βόρειες στροφές και νότια να έχει κανονικότατη λιακάδα. Ο καιρός όμως δεν ήταν το θέμα του Martin… Ακόμη και στο Isle of Man οι στροφές είναι κάτι σταθερό κάθε χρονιά. Προφανώς και η πρόσφυση μεταβάλλεται από επίσκεψη σε επίσκεψη, από χρόνο σε χρόνο, όμως στις άπειρες δοκιμές τις ημέρες πριν τον αγώνα αυτά τα όρια αποκαλύπτονται. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το Nordschleife. Εκεί οι συνθήκες είναι δυναμικές και η προσαρμογή σου πρέπει να είναι αντίστοιχη. Ο Andy, όπως και πολλοί άλλοι που κάνουν την δουλειά του πλοηγού εκεί, έχουν ξεκινήσει αγοράζοντας ένα ετήσιο εισιτήριο, συντηρώντας τον εαυτό τους αλλάζοντας σεντόνια στους άπειρους ξενώνες της περιοχής. Πάνω από εξήντα φορές έχει κάνει όλη την διαδρομή με τα πόδια. Έχει σκύψει στα τέσσερα χαϊδεύοντας τις στροφές για να δει τα ξεχωριστά κομμάτια ασφάλτου. Κι έπειτα έχει περάσει πέντε χρόνια οδηγώντας πριν κάνει το ρεκόρ, κάθε μέρα για κάθε από τις πέντε σεζόν. Σταματούσε μόνο όταν έπεφτε το χιόνι, όταν τελείωνε η κάθε σεζόν. Τόσο πολύ χρόνο έχει επενδύσει για να μάθει την πίστα αυτή. Ποιος πρωτοκλασάτος οδηγός μπορεί να επενδύσει αυτό τον χρόνο ακυρώνοντας κάθε τι άλλο που κάνει, για να αποκτήσει την εμπειρία αυτή; Κανείς.

Ο Guy Martin και ο Andy μαζί, πίστεψαν πως θα μπορούσαν αν απομονωθούν, να παρακάμψουν την φυσική οδό. Δεν έκαναν τίποτε άλλο: Τις ώρες που δεν οδηγούσαν μαζί, μιλούσαν βήμα – βήμα για την πίστα. Ανέλυαν κάθε στροφή. Έβλεπαν τα video το ένα πίσω από το άλλο. Πρώτα ακολουθούσαν οι πολύ αργές στροφές και μετά οι υπόλοιπες. Πρώτες σε ανάλυση ερχόντουσαν οι στροφές που έρχεσαι με πολλά χιλιόμετρα από υψομετρική διαφορά και ξαφνικά τις βλέπεις μπροστά σου. Μετά εκείνες που νομίζεις πως δεν θέλουν ιδιαίτερη προσοχή αλλά τελικά χάνεις χρόνο αν δεν τις πάρεις σωστά. Είπαν και για όσες τις πουλάς τελείως για να πλασαριστείς καλύτερα στην επόμενη. Δεν άφησαν μυστικό, δεν σταμάτησαν να προσπαθούν, όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα δεν ερχόταν. Ο Guy Martin βελτιωνόταν συνεχώς, όχι όμως τόσο που να φτάσει ακόμη και να αγγίξει το υπάρχον ρεκόρ. Γλίτωσε την καταστροφή επίσης αρκετές φορές και κάπου εκεί του τελείωσε ο χρόνος που σκόπευε να επενδύσει, έχασε και την υπομονή του, το πιο σημαντικό…

Τα πιο δύσκολα τα είχε κερδίσει, τα κάρουζελ, τις φοβερές και τρομερές στροφές με την θετική κλίση, τις περνούσε τέλεια. Τις κλειστές με κλειστά τα μάτια πλέον. Συνολικά όμως έχανε χρόνο και μάλιστα πολύ. Ο Andy συνέχισε να επιμένει: «Δεν χρειάζεσαι κάτι άλλο τώρα, πέρα από περισσότερες ημέρες!»… κι όμως είχαν ήδη φάει εβδομάδες και ο Guy Martin ένιωθε πως έχανε τον χρόνο του. Το Nordschleife ήταν ένα κάστρο που δεν μπορούσε να γκρεμίσει, ακόμη και με την βοήθεια του αρχιτέκτονα που το έχτισε!

Η παρακάτω πρόταση θα ηχήσει λοιπόν κάπως παράξενη στο εσωτερικό αυτί: Θέλεις μόνο τέσσερις γύρους για να μάθεις το Nordschleife! Κι ο Andy συμφωνεί με το όριο των τεσσάρων γύρων…

Αυτό για να μην νιώθει κανείς πως δεν πρέπει να επισκεφτεί την «Πράσινη Κόλαση», όπως είναι μία από τις ονομασίες του Nordschleife! Τέσσερις γύροι βέβαια κοστίζουν εκατό ευρώ σε σημερινές τιμές, που μόνο λίγο δεν είναι αν βάλεις και το ταξίδι μέχρι εκεί. Ωστόσο σε τέσσερις γύρους μπορείς πλέον να ξέρεις που βρίσκεσαι και που πατάς, κι αυτό σημαίνει πως μπορείς να αρχίσεις να νιώθεις λίγο καλύτερα για το μέρος που έχεις έρθει. Άλλο πράγμα η επίσκεψη εκεί και το να οδηγήσεις γρήγορα, κι άλλο όταν κυνηγάς να σπάσεις το ρεκόρ. Ας μην αποθαρρυνθεί κανείς λοιπόν.

Για την ιστορία πάντως, ο Guy Martin βρήκε τρόπο να έχει ένα ρεκόρ από το Nurburgring, έβαλε μέσα το.. van! Έγινε ο ταχύτερος με βανάκι, που βέβαια δεν είναι τυχαίο αλλά του περισσεύουν τα άλογα και έθεσε σε μια κάποια χρήση τους πάρα πολλούς γύρους που έκανε προσπαθώντας να μάθει απ’ έξω την πίστα…

Το γεγονός πάντως πως ο Guy Martin δεν τα κατάφερε, έχοντας τον Andy στο πλευρό του, στο 100% του χρόνου, ο Andy δεν έκανε άλλα μαθήματα εκείνη την περίοδο έχοντας πρακτικά σταματήσει να δουλεύει, έχει αποθαρρύνει άλλους πρωτοκλασάτους αναβάτες από την προσπάθεια. Παράλληλα η πίστα η ίδια δεν δέχεται εύκολα να την δεσμεύσεις αποκλειστικά για να κυνηγήσεις το ρεκόρ. Από την άλλη καμία εταιρία δεν έχει επενδύσει σε αυτό σοβαρά, ώστε και η πίστα να το ξανά σκεφτεί. Και οι πρωτοκλασάτοι αναβάτες όσες προσπάθειες έχουν κάνει είναι κατόπιν άλλης πρωτοβουλίας. Στην αυτοκινητοβιομηχανία ένα ρεκόρ στο Nurburgring ισοδυναμεί με πολύτιμη δημοσιότητα και πολλούς τίτλους σε εφημερίδες και περιοδικά που διαφορετικά θα κόστιζαν πολύ περισσότερο σαν σκέτη διαφήμιση. Αποτελεί επίσης χώρο δοκιμών για σχεδόν όλες τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Η BMW έχει κανονικό test center μερικά μέτρα από την είσοδο της πίστας! Για τις εταιρίες μοτοσυκλετών δεν είναι το ίδιο. Και γενικά το Nurburgring δεν είναι το ίδιο πλέον για τις μοτοσυκλέτες… Σε λίγα χρόνια θα είναι απαγορευτικό να πάει κανείς εκεί και θα το αναλύσουμε αυτό στο τεύχος. Φαίνεται πάντως πως τα περιθώρια για να σπάσει το ρεκόρ του Andy στενεύουν κάθε χρόνο και περισσότερο, αντί να διευρύνονται!

 

Η δοκιμή και το συγκριτικό των μοτοσυκλετών, έχει γίνει σε συνεργασία με το περιοδικό MOTO Magazine France
φωτό: Gregory Mathieu
 
Ο γύρος του Andy Carlile που έσπασε κάθε ρεκόρ:
Ετικέτες

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!