Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: Η ιστορία των V4 κινητήρων της Honda και η εξέλιξή τους
Η πορεία προς την εδραίωση των τετράχρονων V4
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
31/8/2020
Η σχέση της Honda με τους V4 κινητήρες χαρακτηρίζεται άνετα ως μία σχέση ερωτική που κρατάει πολλά χρόνια. Ξεκίνησε με πείσμα κόντρα στις προβλέψεις και τις προκαταλήψεις, κι όπως κάθε έντονο πάθος είχε στην αρχή του πολλές περιπέτειες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Καρπός αυτού του έρωτα είναι μερικές μοτοσυκλέτες που έπαιξαν ενεργό ρόλο για την εξέλιξη ολόκληρου του είδους και ενέπνευσαν άλλους κατασκευαστές, τόσο μηχανολογικά όσο και με την εξωτερική τους εμφάνιση, όπως η θρυλική NR 750.
Εδώ και χρόνια οι V4 κινητήρες επικρατούν στα MotoGP και η Honda έχει σημαντικό μερίδιο για την αγωνιστική τους καταξίωση. Και είτε το εναποθέσεις αυτό ολότελα στην πλάτες του Marquez, είτε απλά του δώσεις την βαρύτητα που έχει στην πράξη, το γεγονός παραμένει πως οι V4 κινητήρες της Honda έχουν μία αξιοσημείωτη παρουσία που γεννήθηκε πρώτα στους αγώνες και μόνο μέσα από τους αγώνες εξελίσσονται!
Η αγωνιστική αυτή εξέλιξη των V4 κινητήρων της Honda είναι ο λόγος που πριν ακόμη παρουσιαστούν τα VF μοντέλα, σε μία εποχή που δεν υπήρχε internet και η πληροφορία διακινούνταν με άλλους ρυθμούς, είχαν ήδη χτίσει έναν μύθο που ακόμα και σήμερα συντροφεύει όλα τα VFR!
Το 1977 η Honda ανακοινώνει ότι θα επιστρέψει στο παγκόσμιο GP σε δύο χρόνια, σταματώντας τα δεκαετή "μούτρα" στην διοργάνωση, που ξεκίνησαν το 1968 όταν και αποχώρησε από τους αγώνες. Το ‘68 οι κανονισμοί άλλαξαν περιορίζοντας τους κυλίνδρους σε τέσσερις, δίνοντας έτσι ένα σοβαρό πλεονέκτημα στις δίχρονες μοτοσυκλέτες. Οπότε η Honda, ως παραδοσιακός υποστηρικτής των τετράχρονων κινητήρων, αποφάσισε να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενη.
Σχέδιο: «New Racing»
Δεν ήταν άλλωστε και λίγο αυτό για τον Soichiro Honda, που είχε αποκαλέσει τις δίχρονες μοτοσυκλέτες "βρώμικες" και είχε εστιάσει στην εξέλιξη των τετράχρονων κινητήρων, κυρίως για την καλύτερη ενεργειακή τους απόδοση. Από την άλλη αυτή η χαμένη δεκαετία στέρησε από τη Honda ένα τεράστιο πεδίο δοκιμών, κινδυνεύοντας να γίνει η αιτία της αποκαθήλωσης από το βωμό του τεχνολογικά πιο προηγμένου κατασκευαστή. Η εταιρία βλέποντας τον κίνδυνο αυτό, κατέφυγε σ’ ένα μάλλον απλοϊκό πλάνο. Έδωσαν τρία δισεκατομμύρια Γεν στον κ. Koichi Yanase, έναν από τους manager του εργοστασίου της Suzuka, και μια άδεια να οργανώσει από το μηδέν μια εκατονταμελή ομάδα με σκοπό να κερδίσει τον πρώτο τίτλο μέσα σε τρία χρόνια.
Ο Yanase ονόμασε το project "κερδίζω τίτλο σε τρία χρόνια" με την κωδική ονομασία NR, συντομογραφία του "New Racing", και αποφάσισε επίσης να μην αντιμετωπίσει με ίσους όρους τα δίχρονα των υπόλοιπων κατασκευαστών. Πιστός στους λόγους που έκαναν την Honda να αποχωρήσει πριν από δέκα χρόνια, διάλεξε να φτιάξει έναν τετράχρονο κινητήρα, και ξεκίνησε συγκρίνοντας τα όρια των τετράχρονων και των δίχρονων. Γρήγορα υπολόγισε ότι για να είναι ανταγωνιστικός χρειαζόταν έναν κινητήρα που θα ανέβαζε 23.000 στροφές, με απόδοση περίπου 130 ίππων. Κι αυτό για έναν τετράχρονο με τα δεδομένα της εποχής, σήμαινε τεράστιες ανάγκες σε τροφοδοσία καυσίμου και αέρα, κατά συνέπεια περισσότερες βαλβίδες, κάτι όμως πρακτικά αδύνατο χωροταξικά σε έναν τετρακύλινδρο, ιδιαίτερα για μια κεφαλή σε κινητήρα πεντακοσίων κυβικών. Στα χαρτιά όλα αυτά φαινόντουσαν εύκολη υπόθεση για έναν V8, ωστόσο ίσχυε ακόμη ο περιορισμός των τεσσάρων κυλίνδρων. Η διάταξη V κέρδιζε εκείνη την εποχή ολοένα και περισσότερο έδαφος και χρόνια μετά, το 1982, άφησε εποχή το δίχρονο YZR500 της Yamaha που κέρδιζε τα πρωταθλήματα. Ίσως εξαιτίας αυτής της φήμης του, να διαβάζετε λανθασμένα στην Wikipedia ότι υπήρξε γενικώς το πρώτο V στα GP...
Τα οβάλ πιστόνια!
Η ομάδα λοιπόν σκαρφίστηκε την ιδιοφυή λύση να φτιάξει πράγματι κάτι σαν V8, με 32 βαλβίδες και οκτώ μπιέλες, και απλά να "ενώσει" τα πιστόνια, ώστε να είναι εντός του κανονισμού για αυστηρά τετρακύλινδρο κινητήρα, φτιάχνοντας έτσι την πρώτη μοτοσυκλέτα με οβάλ πιστόνια. Έχοντας να λύσουν άπειρα κατασκευαστικά θέματα σ’ έναν τέτοιο κινητήρα που απαιτούσε πρωτόγνωρη μηχανολογική ακρίβεια, όταν παράλληλα ο όγκος και το βάρος του έπρεπε να είναι τα ελάχιστα δυνατά, οι μηχανικοί της Honda δούλευαν χωρίς ωράριο και με την γκιλοτίνα της έναρξης του πρωταθλήματος να γυαλίζει πάνω από το λαιμό τους. Τελικά πρόλαβαν με το ζόρι το πρωτάθλημα του ΄79 αντιμετωπίζοντας όμως πολλά προβλήματα, τα οποία και συνεχίστηκαν αμείωτα τις επόμενες χρονιές χωρίς να καταφέρνουν κάποια νίκη στα GP. Όμως αυτό δεν οφειλόταν τόσο στην NR500 που είχε καταφέρει την τρίτη χρονιά να φτάσει την απόδοση και το επίπεδο αξιοπιστίας που χρειαζόταν, όσο στην απειρία της ομάδας που τότε αποκτούσε στρατηγική πρωταθλήματος και αγωνιστική εμπειρία. Η απουσία μιας δεκαετίας είχε σημαντικό αντίκτυπο, ένα καλό παράδειγμα είναι ότι αρχικά είχαν την λανθασμένη εντύπωση πως το έντονο φρένο κινητήρα της NR500, σε σχέση με τους δίχρονους ανταγωνιστές της, θα προσφέρει αυξημένο έλεγχο στην είσοδο των στροφών!
Επειδή όμως πέρα από τις όποιες τεχνικές δυσκολίες, έπρεπε ταυτόχρονα να μείνουν πιστοί στο αρχικό πλάνο: "πρωτάθλημα σε τρία χρόνια", το νεοδημιούργητο τότε HRC, αποφάσισε να παρατήσει τα πρωτοποριακά προγράμματα και να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Μέσα σε σχεδόν μίση σεζόν, έφτιαξε μια ολοκαίνουρια δίχρονη μοτοσυκλέτα, την NS500, με τον V3 κινητήρα (και όχι το V3 δεν είναι ορθογραφικό λάθος) πετυχαίνοντας τελικά το στόχο στα πέντε, αντί για τα τρία χρόνια. Οπότε η διάταξη V δεν έφυγε ποτέ, η NS500 έδωσε τη θέση της στο θρύλο της Honda, την NSR500 με τον δίχρονο V4, ακολούθησαν τα πρώτα MotoGP με την RC211V αρχικά που είχε V5 990 κυβικών, ενώ με την μείωση του κυβισμού επέστρεψε και εκεί ο V4.
Ο πρώτος εκείνος τετράχρονος V4 με τα οβάλ πιστόνια δεν πέτυχε τον στόχο του να επικρατήσει των δίχρονων διότι και η ομάδα η ίδια δεν ήταν έτοιμη ακόμη να το πετύχει. Ούτε υπήρχε αναβάτης τότε που να έχει προσαρμόσει το αγωνιστικό του στυλ σε έναν κινητήρα με οβάλ πιστόνια. Επιπρόσθετα οι αγώνες εκείνη την εποχή χρειαζόντουσαν κατασκευαστική απλότητα, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχύει τώρα με τα seamless κιβώτια και τα οργανωμένα τμήματα μηχανικών στην Ιαπωνία να περιμένουν παραγγελία για να κατασκευάσουν κατά παραγγελία κάποιο νέο εξωτικό κομμάτι που έχει προκύψει από αμέτρητες ώρες δοκιμών ενός αναβάτη που όλη του την ζωή οδηγεί. Δεν το κάνει ως δεύτερη εργασία, αλλά είναι στην διάθεση των μηχανικών καθημερινά.
Η επιστροφή στα δίχρονα
Οι αγώνες τότε ήταν ο λόγος που ένας κατασκευαστής πουλούσε μοτοσυκλέτες στο κοινό και κάποιος άλλος όχι, οπότε για τον μεγαλύτερο και πιο προηγμένο κατασκευαστή του κόσμου, την μοναδική Honda, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί κάτι λιγότερο από την πρώτη θέση. Είχαν κατασκευάσει κάτι απίστευτο, κάτι μοναδικό στην ιστορία της μοτοσυκλέτας που το μόνο που χρειαζόταν ήταν να «ψηθεί» στους αγώνες και να δέσει η ομάδα, μηχανικοί και αναβάτες με τον τρόπο που χρειάζεται να οδηγηθεί. Τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζε θα πρέπει να θεωρηθούν μικρά με βάση αυτά που βλέπουμε σήμερα να συμβαίνουν, κι απόλυτα λογικό να παρουσιάζονται στην αγωνιστική χρήση. Η εποχή όμως δεν έδινε την πολυτέλεια του χρόνου, ώστε να συνεχίσει η Honda να επενδύει σε κάτι κατασκευαστικά ριζοσπαστικό και ιδιότροπο. Ο Mick Grand και ο Katazumi Katayama είχαν μόλις έναν πόντο ολόκληρο το ’79. Το 1980 ήταν μία χρονιά που ξεκίνησε καλύτερα αλλά πολύ μακριά από την κορυφή για να καταφέρουν να συντηρήσουν το αυστηρό όριο χρόνου που τους είχαν δώσει. Ο Fast Freddie κατάφερε μία πέμπτη θέση στο βρετανικό πρωτάθλημα το ΄81 αλλά δεν ήταν αρκετό για να δώσει παράταση στον τετράχρονο V4. Ο V3 δίχρονος κινητήρας ετοιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ και με την εμπειρία που είχε ήδη αποκτήσει η ομάδα απέφερε αμέσως αποτέλεσμα.
Το 1984 η Honda επέστρεψε στην διάταξη V4 και κυριάρχησε με την NSR ως μία από τις κορυφαίες δίχρονες μοτοσυκλέτες της ιστορίας των δύο τροχών. Από το 1994 έως το 1999 κέρδισε έξι συνεχόμενους τίτλους και συνολικά δέκα έως και το 2002 που εξαφανίστηκαν τα δίχρονα. Πήρε και τον τελευταίο δίχρονο τίτλο με τον έναν και μοναδικό -ποιον άλλο- Valentino Rossi. Η απόδοσή της ήταν κορυφαία σε σημείο που η χωρητικότητα των MotoGP έπρεπε τότε να φτάσει τα 990 κυβικά για να καταφέρει να αποδώσει όπως οι δίχρονες, κορυφαίο παράδειγμα των οποίων ήταν η NSR. Η μετάβαση από την τρικύλινδρη NS500 δεν ήταν εύκολη γιατί εκείνη η μοτοσυκλέτα ήταν το ακριβώς αντίθετο από το συμβατικό σχεδιασμό με μία μίξη πλαισίου δύο δοκών με χωροδικτύωμα και ένα ρεζερβουάρ πολύ χαμηλά τοποθετημένο. Η Honda γρήγορα άλλαξε σκεπτικό για την κατανομή βάρους στις superbike και από πολύ χαμηλά το ανέβασε στα τωρινά επίπεδα που εξυπηρετούν καλύτερα τις ακραίες κλίσεις.
Αρχικά ο V4 ήταν μάλιστα ελαφρύτερος από τον V3 και είχε μικρότερη αδράνεια παρά τον ένα πρόσθετο κύλινδρο γιατί η κίνηση στο κιβώτιο μεταφερόταν πιο άμεσα. Η γωνία των κυλίνδρων έφτασε το 1987 τις 112 μοίρες ώστε να χωρούν τέσσερα Keihin των 36mm και τους κατάλληλους αυλούς εισαγωγής, με καλύτερη απορροή των καυσαερίων. Στο αποκορύφωμά της η μοτοσυκλέτα αυτή ήταν τρομακτικά δυνατή, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, και σύμφωνα με την Honda αδύνατο να οδηγηθεί. Θα αναγκαζόντουσαν σε πισωγύρισμα, αν δεν ήταν ο Mick Doohan να δαμάσει το τέρας κερδίζοντας! Η NSR δέχτηκε τεράστια εξέλιξη και κάθε χρόνο ήταν διαφορετική κερδίζοντας τους τίτλους, όπως δεν είχε καταφέρει ο τετράχρονος πρόγονος.
Η NR του κόσμου
Ωστόσο δεν πήγε άδοξα όλη η προγενέστερη πορεία για το εργοστάσιο, από την στιγμή που την εκμεταλλεύτηκε εμπορικά, και δεν μιλάμε μόνο για την μοναδική NR 750, κάποτε την πιο ακριβή μοτοσυκλέτα παραγωγής που το MOTO ως περιοδικό έχει κομμάτι της ιστορίας της για δικό του. Να θυμίσουμε στους νεότερους πως η πρώτη NR 750 που ήρθε στην Ευρώπη ήταν του περιοδικού ΜΟΤΟ, τοποθετώντας μας έτσι στον χάρτη εκείνη την εποχή, και δείχνοντας στους ξένους την δυναμική μίας ανεξάρτητης ομάδας παθιασμένων μοτοσυκλετών που «κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν», κι ας βρίσκεται σε μία χώρα με μικρές δυνατότητες στην μηχανοκίνηση! Η δυναμομέτρηση που κάναμε στην NR με αριθμό πλαισίου 0044 ήταν η πρώτη ανεξάρτητη κι αφού την δοκιμάσαμε και την κυκλοφορήσαμε, βγήκε σε πλειστηριασμό στην Αγγλία. Η NR750 έκανε το ντεπούτο της στο Le Man το 1987, και τον Μάιο του 1992, έχοντας λύσει τα προβλήματα που απαιτεί η μαζική παραγωγή, η NR "βγήκε στις αγορές", με την πρώτη ευρωπαϊκή να είναι η δική μας…
Η Honda αξιοποίησε πιο μαζικά εμπορικά την δυναμική που απέκτησε με τους V4 στην σειρά VFR, που τώρα βρισκόμαστε στην έβδομη γενιά της. Η ιστορία των VFR ξεκινά το 1986 μ’ ένα μοντέλο που εισάγει σε καθημερινή μοτοσυκλέτα, την οδήγηση των εκκεντροφόρων με γρανάζια και την τεχνολογία TRAC (Torque Reactive Anti-dive Control) στο πιρούνι, και γίνεται έτσι απευθείας μια από τις σημαντικότερες μοτοσυκλέτες της εποχής. Η αναφορά στις ημερομηνίες, προς αποφυγή παρεξηγήσεως των απανταχού "βηεφερόφιλων" είναι αυτή των παγκόσμιων παρουσιάσων. Το πότε ήρθε στην Ελλάδα, δεν έχει ιστορική σημασία... Επίσης πολλοί μπορούν να βλέπουν στο μοντέλο του ’86 μια συνέχεια από το VF750 του 1982. Πράγματι η Honda έχοντας αρχίσει να εξαργυρώνει τεχνογνωσία από τα GP, όχι και φήμη όμως αφού απουσίαζε ακόμα από το βάθρο, παρουσίασε το 1982 μια σειρά V4 μοτοσυκλετών με έναν κινητήρα που αργότερα βρέθηκε στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες των WSBK. Είναι όμως ο νεότερος V4 κινητήρας και ένα καινούριο αλουμινένιο πλαίσιο που αποτέλεσαν τη βάση για το πρώτο VFR του 1986. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια μικρή διαφορά στην ονομασία από το VF750 του 1982 (το R έρχεται από το Road), και να έχουν και οι δύο V4 κινητήρα, αλλά στην πράξη μιλάμε για τελείως διαφορετικές μοτοσυκλέτες. Το VFR750 ξεχώριζε επίσης από τη σειρά VF, γιατί καθιέρωσε ότι τα VFR θα είναι η πλατφόρμα της Honda για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Αυτή η πρακτική ακολουθούταν έως και πρόσφατα με παράδειγμα το VFR1200 που μας συνέστησε για πρώτη φορά το DCT, το αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη. Το οποίο μάλιστα γιορτάζει τώρα την πρώτη δεκαετία της ζωής του, όπως σας θυμίσαμε τον Αύγουστο, πριν από τον υπόλοιπο ελληνικό Τύπο.
Τα VFR, ο ζωντανός θρύλος
Η επόμενη γενιά VFR έρχεται το 1990 με κινητήρα που έχει ως βάση τον αγωνιστικό της RC30, μονόμπρατσο ψαλίδι και ram air. Ωστόσο τέσσερα χρόνια μετά, το 1994, η τρίτη γενιά του VFR, έκανε την μεγαλύτερη αίσθηση στο κοινό γιατί υιοθέτησε την εμφάνιση της NR, της ακριβότερης μοτοσυκλέτας παραγωγής. Πέρα όμως από το χαμηλότερο βάρος και την εμφάνιση, δεν την διαφοροποιούσε τίποτα το σημαντικό από την δεύτερη γενιά. Αυτό έγινε στην τέταρτη γενιά, το 1998, για πολλούς το πιο όμορφο VFR και ένα από τα καλύτερα σε συμπεριφορά. Εκείνο το VFR εισήγαγε το pivotless πλαίσιο, είχε τον κινητήρα των 781 κυβικών της RC-45, ψεκασμό και συνδυαζόμενο ABS. Παράλληλα άλλαξε ελάχιστα σε εμφάνιση, παραμένοντας πιστό στην NR και κράτησε το μονόμπρατσο ψαλίδι. Με ποιότητα κατασκευής πρωτόγνωρη σε μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής και κουβαλώντας όλη αυτή την ιστορία, έγινε εμπορική επιτυχία στην Ευρώπη σε μια εποχή που όλα αυτά έχαναν ως προτεραιότητες στην επιλογή νέας μοτοσυκλέτας, και βασικό ρόλο έπαιζε η ιπποδύναμη.
Άλλη μία ανανέωση ήρθε το 2002, και από τότε έσπασε η αλυσίδα των ανανεώσεων ανά τετραετία. Το VFR800 άλλαξε τελευταία φορά το 2014 φέρνοντας μάλιστα βελτιώσεις και όχι ριζικές αλλαγές. Το 2002 ήταν εμπορικά η καλύτερη χρονιά των VFR, και ο βασικότερος λόγος για αυτό ήταν η εισαγωγή της τεχνολογίας VTEC. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιεί τα VFR ως την πλατφόρμα παρουσίασης νέων τεχνολογιών, η Honda έφερε στη μοτοσυκλέτα τον μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων, απευθείας από τον κλάδο των αυτοκινήτων. Είχε ξεκινήσει να ασχολείται μ’ αυτό το 1984 μ’ ένα πρόγραμμα που το ονόμασε NCE (New Concept Engine) κατασκευάζοντας το 1985 μια σειρά Civic και Integra, ωστόσο ο κόσμος γνώρισε πραγματικά το VTEC στο Integra του 1989. Για άλλη μια φορά λοιπόν τα VFR κέρδιζαν τη φήμη τους, επάξια όμως, μέσα από ήδη γνωστά και αναγνωρίσιμα ακρωνύμια πρωτοποριακών τεχνολογιών. Ανάμεσα σε εκείνο το VFR και το τελευταίο μπορεί να έχουν μεσολαβήσει δώδεκα χρόνια, αλλά στην πράξη δεν υπήρξε στασιμότητα. Παρουσιάστηκε το Crossrunner, ένα VFR με ψηλό τιμόνι και όρθια θέση οδήγησης, που προέκυψε ως μοντέλο έπειτα από την τρέλα που έπιασε τους Ιάπωνες με τις μοτοσυκλέτες της αστυνομίας τους. Αυτές ήταν αρχικά κανονικά VFR που οι αστυνομικοί άρχισαν να τους προσαρμόζουν ψηλά τιμόνια για να κερδίσουν σε ευελιξία μέσα στην πόλη. Ήρθε στη συνέχεια μια σειρά από επιτυχίες σε τοπικά πρωταθλήματα Gymkhana, κάποια video έγιναν "viral" σε Ιαπωνικά site αντίστοιχα του Youtube και ουσιαστικά η Honda αναγκάστηκε να ακούσει, και όχι να δημιουργήσει τον παλμό της αγοράς, αναπαράγωντας αυτό που ήδη κυκλοφορούσε σαν «customια» στους δρόμους. Ίσως και για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της, από τότε το κάνει πιο συχνά. Το Crossruner είναι επίσης η αιτία που στον πρόσθετο εξοπλισμό του VFR800 μπορείτε να βρείτε ένα νέο ψηλότερο τιμόνι. Στο Crossruner επίσης έγινε και η πρώτη προσπάθεια εξομάλυνσης της ενεργοποίησης του VTEC, και βελτίωσης της κατανάλωσης. Ο αντίκτυπος που έκανε η επεισοδιακή αυτή γέννηση του V4 της Honda στην αγωνιστική σειρά, συνόδευε τα VFR που τα κάλυπτε πάντα η αύρα της μοτοσυκλέτας με τα οβάλ πιστόνια, στη συνείδηση του κόσμου. Η πραγματική εξαργύρωση για τη Honda έρχεται όμως το 1994 στην τρίτη γενιά του VFR, το οποίο αντέγραψε το στυλ και την εμφάνιση της NR, και έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ, η εξωτική μοτοσυκλέτα που ο καθένας μπορούσε να αποκτήσει!
V ForeVer
Από την αρχή της δεύτερης περιόδου ενασχόλησης της Honda με τα GP, σχεδόν 35 χρόνια τώρα, η διάταξη V δεν εγκαταλείφτηκε ποτέ, εξαιτίας των χωροταξικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει και του συνδυασμού αποθεμάτων ροπής και ευστροφίας. Από το 2002 έως και το 2006 η Honda είχε έναν V5 κινητήρα με περιεχόμενη γωνία 75,5ο και είκοσι βαλβίδες στα 990 κυβικά με τον οποίο κέρδισε σχεδόν το 60% των αγώνων που συμμετείχε και τρία πρωταθλήματα, δύο με τον Rossi και ένα με τον Hayden.
Το 2007 οι κανονισμοί αλλάζουν, τα κυβικά περιορίζονται στα 800σια και η Honda επιστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη στην V4 διάταξη κρατώντας μάλιστα την περιεχόμενη γωνία στις 75,5ο με τις στροφές να φτάνουν την επόμενη χρονιά, τις 19.000!
Το 2011 έρχεται η μεγάλη αλλαγή, το seamless κιβώτιο που μειώνει δραματικά τον χρόνο των αλλαγών σε μόλις -κρατηθείτε- 0.009 δευτερόλεπτα από τα -εξίσου μόλις- 0,04 που είχα φτάσει τα αγωνιστικά κιβώτια! Το seamless κιβώτιο έφερε μία ριζική αλλαγή στους αγώνες και συγκέντρωσε επάνω του ένα σημαντικό μερίδιο από τον απαιτούμενο χρόνο εξέλιξης για πολλά χρόνια καθώς συμπαρέσυρε και τους υπόλοιπους κατασκευαστές! Συνομιλώντας με τον άνθρωπο που υπέγραψε τον αρχικό σχεδιασμό μου είπε -πριν από χρόνια- πως ένα τέτοιο κιβώτιο κοστίζει στην Honda κάτι παραπάνω από €120.000 σαν κατασκευή, χωρίς όμως να υπολογίζεται η αναλογία του κόστους εξέλιξης. Στις μοτοσυκλέτες παραγωγής για παράδειγμα, το κόστος εξέλιξης διαιρείται με τον αριθμό των πωλήσεων κι έτσι μερικές φορές ακόμη και οι πιο κοστοβόρες διαδικασίες μπορούν να δικαιολογηθούν, όταν παρουσιάζονται στα στελέχη που θα πάρουν την απόφαση της υλοποίησης. Αν διαιρούσαμε το κόστος εξέλιξης με τον αριθμό των seamless κιβωτίων που έχουν κατασκευαστεί, τότε το κάθε ένα θα κόστιζε εκατομμύρια, πράγμα που αντιπροσωπεύει καλύτερα και το πραγματικό κόστος αυτής της τεχνολογικής λύσης που ανέπτυξε η Honda. Η τεχνογνωσία -σύμφωνα με τον ίδιο άνθρωπο- που έχει κερδηθεί από αυτή την διαδικασία είναι πολύτιμη και έχει επενδυθεί κατάλληλα, όμως τότε το πρώτο βήμα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό…
Το 2012 οι κανονισμοί των MotoGP αλλάζουν και πάλι, επιτρέποντας 1.000 κυβικά και μέγιστο τους τέσσερις κυλίνδρους. Η Honda αλλάζει τον κινητήρας της ολοκληρωτικά και φτιάχνει έναν V4 με 90ο περιεχόμενη γωνία, συγκεντρώνοντας το βάρος κοντά στο γεωμετρικό κέντρο και διατηρώντας το κέντρο βάρους χαμηλά, όπως το ήθελε πάντα στις τετράχρονες… Ο κινητήρας είναι screamer και την επόμενη χρονιά βρίσκει τον άνθρωπο που θα τον αξιοποιούσε όπως κανείς άλλος, ο Marquez ξεκινά την κοινή του πορεία με την Honda. Από τότε η βασική αλλαγή έρχεται το 2017 που ο κινητήρας επιστρέφει στην ανάφλεξη big bang που έδωσε στην Honda την επιτάχυνση που ήθελε στις εξόδους καθώς και το φρένο κινητήρα που χρειάζεται στην είσοδο. Η ιπποδύναμη φτάνει τους 250 ίππους και η εξέλιξη των ελαστικών είναι ένας βασικός λόγος που η Honda κατάφερε να επιστρέψει στην big bang ανάφλεξη.
Όλα αυτά τα χρόνια, η πορεία των V4 που εδώ καλύψαμε περισσότερο από την ιστορική και χρονολογική της πλευρά, βασίζεται στην αγωνιστική ενασχόληση και βρίσκει κυρίως εκεί εφαρμογή. Η ακριβή RC213V-S, μία πολιτική πανάκριβη MotoGP μοτοσυκλέτα που έβγαλε η Honda σε περιορισμένη παραγωγή το 2015, δεν φτιάχτηκε για να εξαργυρώσει εμπορικά το τεράστιο κόστος της επένδυσης σε όλη αυτή την πορεία, αλλά για να ικανοποιήσει το κοινό που ζητούσε επίμονα μία εξωτική μοτοσυκλέτα με τον θαυμαστό V4 κινητήρα. Από τότε η αναμονή για μία εμπορική V4 καλά κρατεί…
Η V4 πλευρά της Honda στην νέα εποχή θα είναι και μία από τις καλύτερες της ιστορίας της και αναμένεται να την δούμε στο μέλλον…
2023 Can-Am Spyder Grossglockner Challenge - Από την Αθήνα στο ψηλότερο βουνό της Αυστρίας και ξανά πίσω
4.400 χιλιόμετρα σε 6 ημέρες, για την ετήσια συνάντηση ιδιοκτητών Spyder & Ryker, και bonus επίσκεψη στο εργοστάσιο της ROTAX
Από τον
Κώστα Γκαζή
4/7/2023
Πιστοί στο motto “πρώτα οδηγούμε και μετά γράφουμε”, πήραμε τους δρόμους καβάλα στο θηριώδες Gran Turismo τρίκυκλο Can-Am Spyder RT Limited Edition, διανύοντας 4.424 χιλιόμετρα σε έξι ημέρες ταξιδιού. Από την Αθήνα στο ψηλότερο βουνό της Αυστρίας, μέσω Σκοπίων, Σερβίας και Ουγγαρίας, για συμμετοχή στη συνάντηση “2023 Spyder Grossglockner Challenge”, που φέρνει κοντά τους Ευρωπαίους αναβάτες Spyder & Ryker σε ετήσια βάση, δίνοντας τους και την κατάλληλη αφορμή για απολαυστικό ταξίδι από τη χώρα τους στο αυστριακό βουνό και ξανά πίσω.
Η Can-Am έφτιαξε τo Spyder ως ένα όχημα για την απόλυτη ταξιδιωτική εμπειρία προσθέτοντας άνεση δίχως να αφαιρείς την ευχαρίστηση από το παιχνίδι των στροφών και δεν υπήρχε καλύτερη ευκαιρία να δοκιμαστεί εις βάθος ο σκοπός της ύπαρξής του από το παραπάνω ταξίδι! Η μοναδική εμπειρία οδήγησης του Spyder RT 2023 Limited Edition, ενός ξεχωριστού οχήματος με πρωτότυπο σχεδιασμό και χρήση που ακροβατεί ανάμεσα στους κόσμους αυτοκινήτου και μοτοσυκλέτας, ξεδιπλώνεται στους ελληνικούς και βαλκανικούς αυτοκινητόδρομους και στον μοτοσυκλετιστικό παράδεισο των Άλπεων.
Έτσι κι αλλιώς στο MOTO κάθε δοκιμή μοτοσυκλέτας γίνεται γράφοντας τα περισσότερα χιλιόμετρα από κάθε άλλον, ωστόσο όταν έχουμε στη διάθεση μας ένα εξωπραγματικό μηχάνημα τουρισμού όπως το Spyder, θα πρέπει και η δοκιμή του να ξεπεράσει τον μέσο όρο. Κάπως έτσι, ξεκινήσαμε στις έξι το πρωί, την τελευταία ημέρα του Μαΐου, καβάλα σε ένα ολοκαίνουργιο Spyder RT με μηδέν χιλιόμετρα στο κοντέρ, φορτωμένοι εφόδια, άγχος να προλάβουμε την εγγραφή μας στην Αυστρία για το “2023 Spyder Grossglockner Challenge” και εκείνο το γλυκό συναίσθημα προσμονής για μια εμπειρία που θα μας έμενε αξέχαστη.
Το όχημα: Can-Am Spyder RT Limited Edition 2023
Ένα τρίκυκλο που καθιστά δύσκολη έως αδύνατη την κατηγοριοποίηση του. Αποπνέει μοναδικότητα και πολυτέλεια, ενώ τραβά τα βλέμματα πιο πολύ και από Ferrari! Ο αναβάτης κάθεται πάνω στη σέλα, με τον συνεπιβάτη πίσω του, όπως σε μια μοτοσυκλέτα, το τιμόνι είναι μοτοσυκλέτας, ενώ μοτοσυκλέτα θυμίζουν η ζελατίνα και το “τριβάλιτσο” πίσω. Η υπόθεση περιπλέκεται από τους τρεις τροχούς με ελαστικά αυτοκινήτου, δυο μπροστά και έναν πίσω, που βγάζουν από την εξίσωση την ανάγκη για ισορροπία από τον αναβάτη και προσελκύουν πελατολόγιο που μπορεί να μην έχει καμία δίτροχη εμπειρία στο ενεργητικό του. Η εν λόγω αρχιτεκτονική είναι εξαιρετικά ιδιαίτερη, τα trike με δύο τροχούς πίσω είναι πιο συνηθισμένα και στην προκειμένη περίπτωση οι δύο εμπρός τροχοί συνδυάζουν πλεονεκτήματα έναντι των άλλων trike στον τομέα της οδηγικής απόλαυσης στις στροφές ενώ φυσικά υπάρχουν και μειονεκτήματα. Ωστόσο η επαφή με τα στοιχεία της φύσης (αέρας, βροχή, ήλιος) δεν είναι ένα από αυτά, αντιθέτως είναι ζητούμενο καθότι είμαστε μοτοσυκλετιστές, ακόμη και στις χειρότερες των συνθηκών.
Εν κινήσει η τεράστια σε μήκος και πλάτος ζελατίνα που θυμίζει τοίχο μπορεί να προστατεύει όπως καμία ζελατίνα μοτοσυκλέτας τους επιβαίνοντες, ενώ προστασία παρέχουν στα χέρια από τη βροχή και οι σωστά μελετημένοι καθρέπτες, αλλά και κάποιοι εκτροπείς αέρα / βροχής στα πόδια. Αυτά όταν κινείσαι, ή όταν η βροχή δεν είναι καταρρακτώδης. Επίσης, το καλοκαίρι δεν μπορείς να αποφύγεις τον καυτό ήλιο, με την κατάσταση να χειροτερεύει από τη ζέστη που εκλύει ο τρικύλινδρος κινητήρας των 1.330 κ.εκ. των 115 ίππων, και να γίνεται ανυπόφορη αν έχετε κολλήσει σε μποτιλιάρισμα. Από την άλλη, το οπτικό πεδίο των επιβαινόντων είναι εξαιρετικό, χωρίς τις κολώνες του αυτοκινήτου, ενώ η Can-Am έχει κάνει τα πάντα για να διευκολύνει τη ζωή των επιβαινόντων, προσθέτοντας ευκολίες, gadget και χαρακτηριστικά πολυτελούς διαβίωσης για διηπειρωτικά ταξίδια ή και τον γύρο του κόσμου.
Ειδικά στην έκδοση Limited, την οποία υπερβαίνει μόνο η κορυφαία Sea To Sky με ένα-δυο ακόμα έξτρα αξεσουάρ, γίνεται πραγματικό πανηγύρι σε θέμα εξοπλισμού. Υδραυλικό τιμόνι, αερανάρτηση πίσω, ABS, Traction Control & ASC της Bosch, Cruise Control που λειτουργεί μέχρι την τελική ταχύτητα (180+ χλμ/ώρα),Hill-Hold Control, ημιαυτόματο εξατάχυτο κιβώτιο με όπισθεν, paddles και έλλειψη μανέτας συμπλέκτη, αυτόματο κατέβασμα ταχυτήτων, πεντάλ φρένου που ενεργοποιεί και τα τρία δισκόφρενα της Brembo, Immobilizer, LED φώτα που κάνουν τη νύχτα-μέρα, τεράστια floorboards - μαρσπιέ, θερμαινόμενα γκριπ και θερμαινόμενες σέλες που δεν έχουν αντίπαλο σε άνεση, πλάτη και μπράτσα συνεπιβάτη, ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, χειρόφρενο, πέντε (!) αποθηκευτικούς χώρους που περιλαμβάνουν δυο μεγάλες πλαϊνές βαλίτσες και ακόμα μεγαλύτερο top-case, τεράστιο πορτ-μπαγκάζ μπροστά με τσάντα που αφαιρείται για εύκολη μεταφορά, αλλά και ντουλαπάκι κάτω από τα όργανα, με δυο εξόδους ρεύματος.
Μιλάμε για συνολική χωρητικότητα… 177 λίτρων (!) -για να έχετε μια επιπλέον αίσθηση, το μεγαθήριο δίκυκλου τουρισμού BMW K 1600 GTL έχει 117 λίτρα αποθηκευτικών χώρων. Κι αν δεν σας φτάνουν τα 177 λίτρα, υπάρχει και δυνατότητα τοποθέτησης κοτσαδόρου για έλξη trailer βάρους έως 182 κιλών!
Στα όργανα βρίσκουμε δυο οθόνες παράλληλα τοποθετημένες, με αναλυτικό trip computer, πληθώρα ενδείξεων, και συνδεσιμότητα που περιλαμβάνει τηλεφωνία, πλοήγηση (που μπορεί να γίνει και μέσω της οθόνης οργάνων υπό προϋποθέσεις), και μουσική. Είπαμε μουσική;
Το Limited Edition έρχεται με στάνταρ το ηχοσύστημα έξι ηχείων της BRP, με αδιανόητα δυνατό ήχο (κάνετε άνετα πάρτι μαζί του) που ακούγεται ακόμα και στα 150 χλμ/ώρα, με ράδιο, μουσική από το κινητό σας, αλλά και φωνητικές οδηγίες GPS! Κι αν δεν θέλετε να τραβάτε τόσο πολύ τα βλέμματα, ο ήχος μπορεί να ανακατευθυνθεί στο ασύρματο bluetooth σετ του κράνους σας.
Η προετοιμασία
Επιλέγουμε διαδρομή: Ελλάδα-Σκόπια-Σερβία-Ουγγαρία-Αυστρία με μία διανυκτέρευση στο Βελιγράδι, πριν μας υποδεχτεί το αυστριακό χωριό Altmunster για τη διαμονή μας κατά τη διάρκεια του Grossglockner Challenge. Φορτώνουμε στις βαλίτσες ρούχα, τρία σετ μποτάκια για τη βροχή (που αναμένεται δυνατή και συχνή σύμφωνα με την πρόβλεψη καιρού), και το κλασικό σετ των “δεν περνάει σταγόνα” αδιάβροχων της αμιγώς ελληνικής Anorak. Για την πλοήγηση, έχουμε προμηθευτεί βάση τιμονιού της Interphone από τη Moto Fashion, με αδιάβροχο κάλυμμα για Smartphone, ενώ μεγάλη βοήθεια ήταν το τηλεφωνικό πρόγραμμα του παρόχου μου, με απεριόριστα δεδομένα και ίδιες χρεώσεις τηλεφωνημάτων και SMS με την Ελλάδα -προσοχή στη χρήση δεδομένων, καλό θα είναι να την απενεργοποιήσετε σε χώρες εκτός Ε.Ε. για να μην επιβαρυνθείτε με πολλά παραπάνω ευρώ! Καθότι θα κινηθούμε σε αυτοκινητόδρομους και σε βασικούς δρόμος επιλέξαμε για την πλοήγηση το Google Maps -που δίνει δωρεάν παγκόσμιους χάρτες- με το smatrphone τοποθετημένο στο τιμόνι, μιας και το app της BRP μπορεί μεν να έχει τη δυνατότητα να προβάλλει χάρτη πλοήγησης στη μια από τις δυο οθόνες οργάνων, αλλά συνεργάζεται με διαφορετικές εφαρμογές (Rever, Sygic, κ.α.) που απαιτούν πληρωμή (τουλάχιστον 60 ευρώ) για το πακέτο χαρτών της Ευρώπης. Το Spyder έχει το δικό του σετ εργαλείων, ενώ παραλαμβάνουμε το όχημα μια ημέρα πριν το ταξίδι με… μηδέν χιλιόμετρα στο κοντέρ! Το στρώσιμο θα γίνει στο “ανέβασμα” προς την Αυστρία με σταδιακό άνοιγμα του γκαζιού, ενώ καθώς το manual αναφέρει πρώτο service στα 5.000 χλμ., μας γλιτώνει και από το άγχος της συντήρησης. Ο καιρός, εκτός από βροχερός αναμένεται και ζεστός, 25-30 βαθμούς ακόμα και στην Αυστρία (!), οπότε επιλέγουμε διάτρητα ρούχα (μπουφάν, παντελόνι και γάντια) για καλοκαίρι της Nordcode, με τα απαραίτητα προστατευτικά, και κράνος της HJC με διάφανη ζελατίνα για την βροχή, υπολογίζοντας λιγότερο από αυτό που θα έπρεπε τον δυνατό ήλιο που άρχισε να μας ψήνει το πρόσωπο στο ταξίδι. Σωστότερο σημείο φύλαξης για πιο γρήγορη ανάσυρση των αδιάβροχων το πορτ-μπαγκάζ, καθώς μόλις ξεκινά η βροχή, εμείς σταματάμε στην άκρη του δρόμου και γυρίζοντας το κλειδί στον κεντρικό διακόπτη ανοίγουμε τον μπροστινό αποθηκευτικό χώρο.
Σημειώστε πως όλοι οι αποθηκευτικοί χώροι αποδείχτηκαν πλήρως αδιάβροχοι και σε καταρρακτώδη βροχή, ενώ εισχώρησαν ελάχιστες μόνο σταγόνες σε άγαρμπο πλύσιμο με πιεστικό σε βενζινάδικο. Τελειώνουμε με μια GoPro και μια κάμερα 360, οι οποίες με τους βραχίονες τους τοποθετούνται στο τιμόνι και στη χειρολαβή του συνεπιβάτη. Με την πιστωτική κάρτα του περιοδικού ανά χείρας μπορώ να αγνοήσω τα προβλήματα της αλλαγής νομίσματος (Φιορίνια στην Ουγγαρία και Δηνάρια στη Σερβία), και με το ρεζερβουάρ γεμάτο, είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση.
1η ημέρα - 13 ώρες στον δρόμο, με προορισμό το Βελιγράδι
Το ταξίδι ξεκινά στις 6 το πρωί, με τη ζελατίνα στην ψηλότερη θέση, η οποία καλύπτει εντελώς αναβάτη ύψους 1.70, προφυλάσσοντας απόλυτα κεφάλι και κορμό. Δεν προλαβαίνω να διανύσω τα πρώτα 60 χιλιόμετρα, και στην οθόνη των οργάνων εμφανίζεται διαγνωστικό μήνυμα για πρόβλημα στην αερανάρτηση! Μετά από σύντομο τηλεφώνημα στον Θάνο, η απόφαση είναι να το αγνοήσουμε. Η πίσω ανάρτηση είναι όντως μαλακή, και αποφεύγω τις λακκούβες, ενώ αργότερα θα μάθω πως ήθελε απλώς… αέρα -γεμίζει με κοινή αντλία βενζινάδικου, με το στόμιο να βρίσκεται κάτω από τη σέλα. Στην αρχή του ταξιδιού έχω τοποθετήσει μεν τη βάση του GPS, δίχως όμως να βάλω το κινητό ακόμα μέσα, καθώς η διαδρομή είναι γνωστή. Ουσιαστικά ολόκληρη η διαδρομή που έχουμε επιλέξει για την Αυστρία είναι σε μεγάλο μέρος ο ίδιος αυτοκινητόδρομος Ε75.
Στο ταξίδι μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τον πρώτο λόγο έχουν τα διόδια, που με αναγκάζουν να σταματώ κάθε λίγο και λιγάκι. Σε ένα από αυτά, η υπάλληλος με ρωτά αν γνωρίζω σε ποια κατηγορία οχήματος ανήκει το Spyder, ώστε να μου χρεώσει το σωστό αντίτιμο, και καθώς απαντώ αρνητικά, επικοινωνεί με τον προιστάμενο της τηλεφωνικά, για να μάθουμε πως το όχημα της Can-Am χρεώνεται ως μοτοσυκλέτα και όχι ως αυτοκίνητο, πληρώνοντας λιγότερο - ένα ακόμη προτέρημα του!
Στις στάσεις για βενζίνη ανακαλύπτω πως ιδανικά θέλεις να παρκάρεις με την αντλία στα αριστερά σου, για να φτάνει εύκολα η μάνικα στην τάπα, ενώ σε κάθε στάση δέχομαι βροχή από ερωτήσεις από τους υπαλλήλους των πρατηρίων αλλά και τους υπόλοιπους ταξιδιώτες. Οι πιο συνηθισμένες είναι οι ακόλουθες: Τι είναι αυτό; Πόσο κάνει; Ποια εταιρεία το φτιάχνει; Υπάρχει αντιπροσωπεία στην Ελλάδα;
Το ταξίδι με το Spyder είναι απολαυστικό. Αρχικά, σε κάθε εκκίνηση ακολουθείς υποχρεωτικά την ίδια διαδικασία, καθώς γυρίζεις το κλειδί στον διακόπτη και κατόπιν πιέζεις διαδοχικά δυο κουμπιά, το “Mode” και την απενεργοποίηση του χειρόφρενου, κρατάς πατημένο το ποδόφρενο και πιέζεις τη μίζα. Ο κινητήρας παίρνει μπροστά άμεσα, με νεκρά στο κιβώτιο, βάζεις πρώτη από τα paddles και ξεκινάς.
Στον δρόμο, η άνεση (σέλα, υδραυλικό τιμόνι, ζελατίνα και cruise control) είναι απλά κορυφαία, ενώ ακόμα και μετά από 13-14 ώρες ταξιδιού με μόνες στάσεις για βενζίνη, τουαλέτα και κάποιο γρήγορο σνακ, τα μαλακά μου μόρια δεν ένιωθαν την παραμικρή ενόχληση! Το μόνο που θα ήθελα παραπάνω είναι η στήριξη της μέσης του αναβάτη, με την Can-Am να διαθέτει υπερυψωμένο μαξιλαράκι στον έξτρα εξοπλισμό της, το οποίο θα ήταν το πρώτο αξεσουάρ που θα αγόραζα. Στην ψηλή θέση η ζελατίνα του Spyder σταματά αποτελεσματικά τον αέρα αλλά και τα έντομα, επιτρέποντας στον αναβάτη να οδηγεί ακόμα και με τη ζελατίνα του κράνους ανεβασμένη χωρίς κίνδυνο. Μετά από μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα καθαρίζω την εκατόμβη των εντόμων, με τη βοήθεια του καθαριστή τζαμιών που βρίσκει κανείς βουτηγμένο σε ένα κουβά νερό στο βενζινάδικο, και είμαστε έτοιμοι για νέες… σφαγές.
Πληροφοριακά, ο E75 στην Ελλάδα είναι πολύ καλός στο μεγαλύτερο μέρος του, ιδιαίτερα όσον αφορά στο πλάτος με τις αρκετές λωρίδες.
Λίγο πριν τη Θεσσαλονίκη αποφασίζω να ελέγξω τη βάση του GPS, εν κινήσει, πριν βάλω το τηλέφωνο μέσα, και εκεί που την… ψαχουλεύω, εκείνη πετάγεται απότομα στον αέρα! Από τύχη την αρπάζω και σταματώ εσπευσμένα στην άκρη. Τι έχει γίνει; Δεν είχαμε προσέξει πως είχε ξεβιδωθεί ο μηχανισμός, και παραλίγο να γίνει η καταστροφή. Ευτυχώς δεν έχει “αποδράσει” ούτε το ελατήριο της βάσης, και με το σωστό άλεν βιδώνουμε γερά τη βάση και τέλος στην ανησυχία.
Βάζω το κινητό μου στη θήκη, και αρχικά δεν συνέδεσα το καλώδιο της φόρτισης. Κάποια στιγμή ανησύχησα με τον ρυθμό που έτρωγε τη μπαταρία το Google Maps (η μπαταρία του τηλεφώνου φαίνεται στη οθόνη οργάνων αν το έχεις συνδεδεμένο με Bluetooth ή καλώδιο) και έβαλα το καλώδιο. Ευτυχώς, γιατί μπορεί το Spyder να φόρτιζε το Smartphone, όμως το Google Maps το αποφόρτιζε με ταχύτερο ρυθμό, είναι ένα πρόβλημα αυτό που θα πρέπει να το προσέξει κανείς σε μεγάλες διαδρομές με πολύωρη οδήγηση.
Στην άνω φωτογραφία, η μοναδική αλληλεπίδραση μου στο ταξίδι με όργανο της τάξης ήταν στα Σκόπια σε μία παράκαμψη της εθνικής οδού, όπου ο Σκοπιανός αστυνομικός έσπευσε να δείξει την σωστή πορεία και να βοηθήσει!
Να διευκρινίσουμε πως η διαδρομή που ακολουθήσαμε (μέσω αυτοκινητοδρόμου) δεν είναι η καλύτερη για να γνωρίσει κανείς μια χώρα και να απολαύσει αξιοθέατα. Αν όμως βιάζεσαι να φτάσεις κάπου και έχεις περιορισμένο χρόνο, ενώ παράλληλα θέλεις να διανύσεις πολλά χιλιόμετρα γρήγορα για να κάνεις δοκιμή ενός οχήματος που έχει στόχο να ταξιδεύει σε αυτοκινητόδρομους, τότε δεν υπάρχει λάθος. Ακόμα κι έτσι, το Αθήνα-Βελιγράδι μέσω Ε75 έχει πολλά ευχάριστα οπτικά ερεθίσματα στον ταξιδιώτη, καθώς διασχίζεις καταπράσινα μέρη, λόφους με πυκνή δασική βλάστηση, ποτάμια και όμορφα χωριά (ιδίως σε Σκόπια και Σερβία) με παραδοσιακά ξύλινα σπιτάκια με τριγωνικές σκεπές που σε προδιαθέτουν για χιόνι τον χειμώνα.
Φτάνουμε τώρα στους συνοριακούς ελέγχους, που πάντα είναι πιο εύκολο να τους περάσεις με δίκυκλο, αλλά ακόμη κι έτσι η διαδικασία κύλισε πολύ ομαλά και γρήγορα.
Για όσους ταξιδεύουν εκτός Ελλάδας αποκλειστικά με αεροπλάνο ο έλεγχος στα σύνορα μπορεί να είναι μία άγνωστη διαδικασία, όμως σπάνια θα πάει κάτι στραβά στα σύνορα των γειτονικών μας χωρών αν έχεις όλα τα έγγραφα. Οι συνοριακοί σταθμοί είναι κάπως σαν τους Χιώτες, έρχονται δηλαδή πάντα εις διπλούν. Ένας για τη χώρα που αποχαιρετάς, κατόπιν διασχίζεις μια νεκρή ζώνη κάποιων εκατοντάδων μέτρων, για να φτάσεις στον δεύτερο, της χώρας που εισέρχεσαι.
Ο κανόνας είναι πως στην πρώτη περίπτωση ο έλεγχος είναι από τυπικός μέχρι κυριολεκτικά ανύπαρκτος, τα φυλάκια είναι κλειστά και σε υποδέχονται μαζί στην είσοδο της νέας χώρας, όπου και εκεί ο έλεγχος είναι γρήγορος.
Επιπλέον, στη νέα χώρα συνήθως έχεις δύο ή και τρία φυλάκια σε απόσταση 20-30 μέτρων, στα οποία σταματάς διαδοχικά και δείχνεις τα έγγραφα που σου ζητούν -συνήθως τα ίδια-, ξανά και ξανά, δηλαδή διαβατήριο, άδεια οδήγησης, πράσινη κάρτα (διεθνής ασφάλεια μοτοσυκλέτας) και μία υπογεγραμμένη επιστολή την ελληνική αντιπροσωπεία της BRP, Πέτρος Πετρόπουλος που ανέφερε πως μου επιτρέπει να βγάλω από την χώρα το Spyder που μου είχε παραχωρήσει για δοκιμή. Μόνο μια φορά σε όλο το ταξίδι με έβαλε υπάλληλος να βγάλω το κράνος για να δει το πρόσωπο μου. Στα πρώτα φυλάκια βρίσκονται αστυνομικοί που μετά τον έλεγχο των χαρτιών, σου κάνουν δυο-τρεις τυπικές ερωτήσεις όπως “πού πηγαίνετε” και “ποιος είναι ο τελικός προορισμός σας”, στο τελευταίο φυλάκιο υπάλληλοι του τελωνείου.
Εκεί μπορεί να σου κάνουν και έλεγχο αποσκευών, όμως όπως και με την αφαίρεση κράνους, έτσι κι εδώ μόνο μία φορά στο ταξίδι μου με το Spyder ένας τελωνειακός μου ζήτησε να ανοίξω το Top-Box, κι όπως το άνοιγα… άλλαξε γνώμη και μου έγνεψε να φύγω, δίχως να ρίξει καν μια ματιά στο εσωτερικό του. Μετά το τέλος του ελέγχου υπάρχει χώρος για ανασυγκρότηση, και για να τακτοποιήσετε τα πράγματα σας, αν σας τα έχουν ανακατέψει. Όσον αφορά στο πόσο περίμενα στον έλεγχο, η μέγιστη αναμονή μου ήταν 45 λεπτά. Στα σύνορα των Σκοπίων υπάρχει μια τεράστια σημαία της χώρας, ενώ αμέσως μετά η περιοχή βρίθει από… καζίνο, που απευθύνονται εν πολλοίς και στους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας που τα τιμούν δεόντως. Η γειτονική χώρα έχει συνέχεια αστυνομικούς στην εθνική τους οδό που ελέγχουν την ταχύτητα, ακόμη και όταν βρέχει καταρρακτωδώς και προφανώς καλά κάνουν, απλά σου δημιουργείται ένα άγχος να μην παρεκκλίνεις του ορίου κατά λάθος.
Καθώς ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό, αντιμετώπισα ένα ακόμη πρόβλημα με την διάφανη πλαστική οθόνη της αδιάβροχης θήκης του κινητού που αντανακλούσε το φως του ήλιου το οποίο λύθηκε με τις επιλογές του Google Maps και τον συνδυασμό χρωμάτων “Νύχτα”, με μαύρο φόντο. Στα συν της θήκης, το ότι μπορούσα να χειρίζομαι το κινητό φορώντας γάντια, χωρίς η διάφανη ζελατίνα να με εμποδίζει στο ελάχιστο.
Στα Σκόπια αλλά και στη Σερβία είχε δυο-τρία μπλόκα με φορητό ραντάρ ταχύτητας, ευτυχώς όμως η ευλαβική κίνηση στα νόμιμα όρια μας γλίτωσε από τα χειρότερα. Σημειώστε πως στα 4.400 χιλιόμετρα του ταξιδιού δεν με σταμάτησε κανείς αστυνομικός, έστω και για τυχαίο, τυπικό έλεγχο.
Όσον αφορά στον ανεφοδιασμό του Spyder με καύσιμο, αρχικά ξεκινούσα να ψάχνω για βενζινάδικο όταν η ένδειξη στα όργανα έδειχνε πως είχα ακόμα 100 χιλιόμετρα -από τα 340περίπου που δείχνει πως απομένουν μετά τον ανεφοδιασμό -αν γεμίσεις καλά το ρεζερβουάρ. Η τελευταία λεπτομέρεια είναι σημαντική, καθώς στο τέλος της πλήρωσης θέλει λίγη υπομονή, να ελαττώσεις τη ροή στην αντλία ώστε σιγά-σιγά να γεμίσεις το ρεζερβουάρ μέχρι πάνω. Στην Ελλάδα τώρα μπορεί να σου βάζει βενζίνη υπάλληλος, όμως στο εξωτερικό κάνεις εσύ ο ίδιος τον ανεφοδιασμό -και έτσι μπορείς να γεμίσεις και καλύτερα το Spyder. Σε κάποια βενζινάδικα τώρα οι υπάλληλοι δεν μιλούσαν λέξη αγγλικών, αλλά αρκούσε στο ταμείο να τους δείξεις με τα δάχτυλα τον αριθμό της αντλίας από την οποία έβαλες βενζίνη, για να κάνεις τη δουλειά σου.
Αν τώρα ο E75 ήταν… American Higway στην Ελλάδα, σε κάποια σημεία στα Σκόπια μετατράπηκε σε “κατσικόδρομο” με 2 λωρίδες, μία για κάθε κατεύθυνση, ενώ όταν ξεκίνησε να βρέχει δυνατά η αποστράγγιση των υδάτων ήταν απλά ανύπαρκτη, με συνέπεια να κόψω ταχύτητα στα 60 χλμ/ώρα για να μην “πλανάρει” το Spyder από την υδρολίσθηση. Σημειώστε πως σε δυνατή βροχή δεν μπορούσα να οδηγήσω με τη ζελατίνα ψηλά, καθώς το νερό ανεβαίνει προς τα πάνω, θολώνοντας τη. Η λύση είναι να την βάλεις στη χαμηλή θέση και να κοιτάς από πάνω της.
Κι ο καιρός συνέχισε να είναι ασταθής όλη τη μέρα, καθιστώντας συχνές τις στάσεις για το βάλε-βγάλε των αδιάβροχων. Εξαιρετική αποδείχθηκε η αδιάβροχη προστασία του κινητού από τη θήκη της Interphone, ενώ προστατεύει και το σημείο που μπαίνει το καλώδιο της φόρτισης.
Ένσταση στο ντουλαπάκι (glove-box) του Can-Am, καθώς δεν έχει “αυλάκι” για το καλώδιο του φορτιστή, κι έτσι όταν έκλεισα εντελώς το καπάκι στη βροχή, πληγώθηκε το καλώδιο.
Κινούμενος με ταχύτητες 120-130 χλμ/ώρα έφτασα στη Σερβία,όπου έχουν ένα πολύ πιο πρακτικό σύστημα διοδίων. Αντί να σε σταματούν κάθε λίγο και λιγάκι για πληρωμή, παίρνεις ένα εισητήριο από αυτόματο μηχάνημα στην είσοδο σου στον αυτοκινητόδρομο και λίγο πριν βγεις από τη χώρα, σταματάς σε ένα και μοναδικό σταθμό διοδίων, όπου πληρώνεις άπαξ. Προσοχή μόνο να μην τρέχετε σαν τους δαίμονες, καθώς όταν το μηχάνημα στο τέλος υπολογίσει την ταχύτητα σας μέσω του χρόνου εισόδου και εξόδου, θα καταλάβει πως έχετε υπερβεί τα όρια ταχύτητας και θα σας χρεώσει αυτόματα με κλήση!
Από την άλλη, πολλοί ντόπιοι οδηγούν “με χίλια” και λίγο πριν την έξοδο σταματούν σε ένα καφέ, τρώνε, πίνουν, χαλαρώνουν, και κατόπιν όταν βγουν και πάλι στον αυτοκινητόδρομο, η ώρα έχει περάσει και καταλήγουν να βγαίνουν “λάδι” στον σταθμό διοδίων.Στον δρόμο είδα ελάχιστες μοτοσυκλέτες -πλην μιας πολυπληθούς… αγέλης από Harley στη Σερβία-, ενώ όταν συνηθισμένος από την οδήγηση μοτοσυκλέτας προσπαθούσα να τους χαιρετίσω με τα φώτα, ανακάλυπτα πως… δεν με θεωρούσαν μοτοσυκλετιστή, με αποτέλεσμα το 99% να μην ανταποδίδει τον χαιρετισμό. Προσοχή σε κάποιες ενδείξεις για πρατήρια βενζίνης, που σε βγάζουν όμως εκτός αυτοκινητόδρομου, και κατόπιν πρέπει να βρεις και πάλι τον δρόμο σου για εκείνον.
Με το σούρουπο, μπήκα κουρασμένος στο Βελιγράδι, με δυνατή βροχή και πάλι, συναντώντας πυκνό μποτιλιάρισμα στην πανέμορφη πρωτεύουσα της χώρας, που βρίσκεται στη συμβολή του Δούναβη και του παραποτάμου του, Σάβα. Αφού πάρκαρα το Spyder στο κλειστό parking του ξενοδοχείου, και έκανα έναν απολογισμό θυμάτων της βροχής -μόνο τα γάντια έγιναν μουσκίδι-, με το Spyder να προστατεύει πολύ καλά κορμό και πόδια, αν κινείσαι.
Συνολικά η κούραση έγινε αισθητή στη μέση, αλλά και στο μυαλό από την μοναχικότητα και την μονοτονία του ταξιδιού. Το Spyder ήταν πραγματικά υπέροχο στην πρώτη ημέρα, άνετο και στιβαρό, με φρένα άγκυρες και επιδόσεις που σου επιτρέπουν ταχύτατες προσπεράσεις, ιδιαίτερα εύκολο στη συμβίωση, χωρίς παράλογες απαιτήσεις και χωρίς να πρέπει να διαχειριστείς το βάρος του (τα οφέλη των τριών τροχών).
Μετά το check-in έκανα μια βόλτα στους πλακόστρωτους πεζόδρομους του κέντρου της πόλης που βρίθουν από στιλάτα καφέ, εστιατόρια σερβικής και διεθνούς κουζίνας, ζαχαροπλαστεία, βιβλιοπωλεία, καταστήματα ρούχων και φυσικά ξενοδοχεία.
Δεν έχω όμως πολύ χρόνο στη διάθεση μου, πρέπει να φάω (ένα τοπικό πιάτο που θύμιζε “γκούλας”, με κοκκινιστό κρέας και καυτερές πιπεριές) και να κοιμηθώ νωρίς, ώστε να μπορέσω να συνεχίσω αύριο τα ξημερώματα την κατανάλωση των χιλιομέτρων μέχρι την Αυστρία.
2η ημέρα - Άφιξη στην Αυστρία και δήλωση συμμετοχής στο event
Ξεκινώ το πρωί στις 7.30 με καλό καιρό, σε μια ημέρα που δεν θα είχε καθόλου βροχή πιστεύοντας πως αυτό θα ήταν καλό για μένα, τελικά όμως τυφλώθηκα από τον δυνατό ήλιο κι έτσι ενώ την πρώτη μέρα παρακαλούσα να σταματήσει η βροχή, τη δεύτερη ημέρα παρακαλούσα να βρέξει ή οτιδήποτε φτάνει να είχα λίγη σκιά, όμως ο καιρός παρέμεινε καλός. Χάνομαι ελαφρώς σε ένα σύμπλεγμα υπερυψωμένων διασταυρώσεων του Βελιγραδίου, κάνω ένα μικρό κύκλο και συνεχίζω. Μικρό παράπονο από το κουμπί ακύρωσης των φλας που θέλει να το πιέζεις εντελώς κάθετα, αλλιώς αντί να ακυρώσει το ένα φλας… ανάβει το άλλο. Θυμίζει τους νέους διακόπτες που έβαλε η Yamaha στο Tenere World Raid. Περνώντας με την ανατολή του ήλιου τον Δούναβη, απολαμβάνω μια σειρά από αερόστατα που γεμάτα με τουρίστες ξεκινούν να ανεβαίνουν στον ουρανό. Το ανάγλυφο του εδάφους εδώ αλλάζει δραματικά, και τους λόφους και τα δάση της Σερβίας, των Σκοπίων και της Βόρειας Ελλάδας, διαδέχονται απέραντες επίπεδες, καλλιεργημένες εκτάσεις, που κάνουν μάτι και μυαλό να βαριέται, για εκατοντάδες χιλιόμετρα, καθώς το ίδιο σκηνικό συνεχίζεται και στην Ουγγαρία. Λίγο πριν τον συνοριακό έλεγχο της Ουγγαρίας, στη μέση του δρόμου πετάγεται ένας αστυνομικός. Ζητάει διαβατήριο και με κατευθύνει λανθασμένα στην ουρά οδηγών εκτός Ε.Ε., καθώς δεν γνωρίζει πως η Ελλάδα είναι στην Ευρώπη. Στην επιστροφή είχα την ίδια αντιμετώπιση, όμως αυτή τη φορά ενημέρωσα τον αστυνομικό, και εκείνος με απορημένο και λίγο αδιάφορο ύφος μου είπε “καλά, πήγαινε στην άλλη ουρά (σσ. των διαβατηρίων ΕΕ)”. Στην Ουγγαρία πήξαμε στην κίνηση... πόσα φορτηγά υπάρχουν στον πλανήτη; Ε τα μισά τουλάχιστον τα συναντήσαμε στην Ουγγαρία, μάλιστα στα σύνορα Σερβίας-Ουγγαρίας, τα φορτηγά είχαν ουρά τουλάχιστον... 5 χιλιομέτρων στον έλεγχο!
Επειδή ο αυτοκινητόδρομος ήταν εδώ συνήθως μόνο δύο λωρίδες, η δεξιά ήταν πηγμένη από τα φορτηγά, ενώ πολλοί φορτηγατζήδες προσπερνούσαν, με συνέπεια να έχει πήξει και η αριστερή λωρίδα. Και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, είχαμε και οδικά έργα, με συνέπεια να οδηγούμε σημειωτόν για πολλά χιλιόμετρα, με 30 βαθμούς, και με τον ήλιο να με ξεροψήνει κανονικότατα. Εδώ συνάντησα ξανά ομάδα από Hell’s Angels, οι οποίοι φυσικά δεν έκαναν σφήνες, και περίμεναν πίσω από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά, ακούγοντας μουσική από τα μεγάφωνα των μοτοσυκλετών τους. Σκέφτηκα να τους κάνω κόντρα με το ηχοσύστημα του Spyder, αλλά τελικά πρυτάνευσε η λογική και η αυτοσυντήρηση.
Ακόμα και τα πρατήρια βενζίνης αλλά και τα parking στην Ουγγαρία ήταν γεμάτα, σε βαθμό που έφευγα χωρίς να βάλω βενζίνη και χωρίς να πάω τουαλέτα, ελπίζοντας για λιγότερη κίνηση στο επόμενο. Οι υπάλληλοι εδώ ήταν αρκετά αφιλόξενοι, ελάχιστοι μιλούσαν αγγλικά, ενώ και στις τουαλέτες των βενζινάδικων έπρεπε να πληρώσεις με τοπικό νόμισμα -το οποίο δεν είχα. Έτσι αναζητούσα τουαλέτα στα parking, όπου ήταν βρώμικες αλλά δωρεάν. Ο καλός καιρός έχει βγάλει έξω τους υπαλλήλους του αυτοκινητόδρομου που κουρεύουν τα αγριόχορτα στα άκρα, με τη μυρωδιά του κομμένου χόρτου να με συνοδεύει για πολλά χιλιόμετρα.
Τα πιο εύκολα σύνορα τα συνάντησα στην είσοδο της Αυστρίας, όπου μια αστυνομικός απλά έκανε βαριεστημένα νόημα "περάστε" σε όλα τα οχήματα που περνούσαν από μπροστά της, δίχως να σταματούν ούτε για τα προσχήματα! Μπράβο άνεση οι Αυστριακοί! Αν τώρα συνέχιζε κανείς την διαδρομή του, δεν θα συναντούσε άλλους ελέγχους σε σύνορα χωρών, αυτά ισχύουν στα Βαλκάνια και λίγο πιο πάνω. Από εδώ και πέρα αλλάζεις χώρες απλά βλέποντας ταμπέλες.
Στην Αυστρία τώρα, παρόλο που ο Θάνος με είχε αγχώσει με τους οδηγούς, πως ακόμα και για την πιο μικρή οδική παράβαση / απόκλιση από τον ΚΟΚ και τα όρια ταχύτητας σε καταγγέλλουν τηλεφωνικά στην αστυνομία, ευτυχώς δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα.
Εντυπωσιακή ήταν η εικόνα μετά τα σύνορα Ουγγαρίας - Αυστρίας, όπου οδηγείς μέσα από ένα… δάσος με τεράστιες ανεμογεννήτριες. Ευτυχώς εδώ ο αυτοκινητόδρομος είχε περισσότερες από δύο λωρίδες, αν και οι διασταυρώσεις ήθελαν προσοχή, ειδικά σε μία περίσταση όπου ο δρόμος ήταν υπόγειος, και σε διάστημα ελάχιστων δεκάδων μέτρων έπρεπε να επιλέξεις τη σωστή μέσα από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις! Κόβουμε λίγο ταχύτητα… προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε όσο καλύτερα γίνεται την εικόνα του GPS, συνδυάζοντας την με τις πινακίδες, και ευτυχώς επιλέγουμε τη σωστή διαδρομή. Στην Αυστρία, οι οδηγοί είναι λιγότερο χαοτικοί από ότι σε Ουγγαρία, Σερβία και πιο κάτω, λόγω αυστηρότερης εφαρμογής του νόμου, αλλά και λόγω οδηγικής κουλτούρας, ενώ κινούνται με υψηλότερη μέση ωριαία ταχύτητα -σε καλύτερους δρόμους-, κι εγώ μαζί τους, ανεβάζοντας ταχύτητα στα 140-150.
Βγαίνοντας από τον αυτοκινητόδρομο, η άφιξη στο γραφικό χωριό Altmunster (ή αν θέλετε μικρή πόλη, με πληθυσμό 10.000 κατοίκους) είναι εντυπωσιακή, καθώς ο δρόμος σε κατεβάζει με μεγάλη κλίση από τα ψηλά στα παράλια της λίμνης Traunsee, της μεγαλύτερης (24,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα) και πιο βαθιάς (191 μέτρα) λίμνης της Αυστρίας.
Στην απέναντι όχθη της λίμνης δεσπόζει το βουνό Traunstein, ύψους 1.691 μέτρων, ενώ στην παραλία υπάρχει προβλήτα με ιστιοπλοϊκά, καταδυτικό κέντρο, εστιατόρια, καφέ και πλαζ.
Εδώ πρέπει να αναπρογραμματίσω το μυαλό και τις συνήθειες μου, παίρνοντας υπόψη το αυστηρό όριο των 30 χλμ/ώρα μέσα στους δρόμους του χωριού.
Με την άφιξη μου στο Altmunster παίρνω μια βαθιά ανάσα. Όλα έχουν πάει καλά στο πρώτο μισό του ταξιδιού. Το Spyder με έχει βγάλει ασπροπρόσωπο σε όλα. Επιδόσεις, ανέσεις, προστασία. Ένα χιλιομετροφάγο μηχάνημα που με πήρε ευγενικά από το χέρι και με έβγαλε βόλτα στην Ευρώπη, καταπίνοντας χώρες, τη μια μετά την άλλη, καταπίνοντας βέβαια και αρκετό καύσιμο. Η μέση κατανάλωση κυμάνθηκε στα 8,4 λίτρα στα 100 χιλιόμετρα, νούμερο που μπορεί να ακούγεται ιδιαίτερα εντυπωσιακό σε σχέση με μιας δίκυκλης μοτοσυκλέτας, όμως είναι λογικό αν αναλογιστούμε πως το βάρος του Spyder φτάνει τα 464 στεγνά κιλά. Προσθέστε τη βενζίνη του ρεζερβουάρ των 26,5 λίτρων, και το περιεχόμενο των 4 αποθηκευτικών χώρων και φτάνουμε τον μισό τόνο. Παράλληλα βάλτε στην εξίσωση και τον γενναιόδωρο κυβισμό των 1.330 κ.εκ., που θέλει αρκετό καύσιμο για κινήσει τον μισό τόνο που κουβαλά στις πλάτες του. Με αυτή την κατανάλωση όμως, και καθώς λίγο βάρος παραπάνω δεν θα έκανε διαφορά, θα θέλαμε πολύ να είχαμε ένα μεγαλύτερο ρεζερβουάρ στη διάθεση μας, τουλάχιστον 30, ή το ιδανικό 40 λίτρων, ώστε να αυξανόταν η αυτονομία του Spyder και να μειωνόταν οι επισκέψεις για ανεφοδιασμό.
Check-in στο ξενοδοχείο, αλλαγή ρούχων, και μετά από 5 λεπτά δρόμο με τα πόδια, βρισκόμαστε στην τέντα του Spyder Grossglockner Challenge 2023.
Εξαιρετική οργάνωση, με αναψυκτικά και σνακ, χώρο υποδοχής αλλά και τεχνική υποστήριξη, με το πάρκινγκ να έχει γεμίσει ασφυκτικά από τα Spyder και τα Ryker των συμμετεχόντων, πολλά από τα οποία ξεχωρίζουν καθώς οι ιδιοκτήτες τους τα έχουν βάψει με αερογράφο, και τα έχουν φορτώσει αξεσουάρ.
Ένα μάλιστα από αυτά σέρνει ένα τρέιλερ σε μέγεθος… μικρού τροχόσπιτου!
Με την εγγραφή μου παραλαμβάνω μια τσάντα με όλα τα απαραίτητα, αλλά και μερικά δωράκια, της διοργάνωσης, που περιλαμβάνουν: T-shirt σε μέγεθος XL (ανάλογα με το όχημα πάει αυτό), περιβραχιόνιο και καρτελάκι με τα στοιχεία του συμμετέχοντα, αυτοκόλλητο με τον αριθμό συμμετοχής για το όχημα μας (323), κουπόνια για αλκοολούχα ποτά στην τέντα της Can-Am, μια καρτέλα για τις σφραγίδες της οργάνωσης στα check-points της προτεινόμενης διαδρομής του τριήμερου event, αναμνηστικές κάρτες και σοκολατάκια Can-Am, και έναν τουριστικό οδηγό για τη γύρω περιοχή.
Γρήγορος τεχνικός έλεγχος από τον τεχνικό του dealer της BRP στην Αυστρία όπου γέμισε την ανάρτηση με τον αέρα που της έλειπε, στη συνέχεια BBQ στην τέντα της διοργάνωσης, και κουβεντούλα με τους συμμετέχοντες, αλλά και με τους ανθρώπους της εταιρείας.
Οικοδεσπότης μας είναι ο Max Ivanenko, Γενικός Διευθυντής Marketing της CAN-AM BRP στην περιοχή ΕΜΕA, αλλά και η δική μας Ελένη Παπαγεωργίου από την επίσημη αντιπροσωπεία Πέτρος Πετρόπουλος ΑΕΒΕ, και ο dealer της BRP από την Πάτρα, Νίκος Κορδαλής.
3η ημέρα - Επίσκεψη στο εργοστάσιο της ROTAX
Μετά από έναν καλό ύπνο με τα παράθυρα ανοιχτά (30 βαθμοί στην Αυστρία, πιο ζεστά από ότι στην Ελλάδα τις αντίστοιχες ημέρες), συναντιόμαστε στην τέντα της Can-Am και με ένα μικρό γκρουπ ξεκινάμε για το εργοστάσιο κινητήρων της ROTAX, γνωστής μας και στο παρελθόν από τους κινητήρες των BMW, Aprilia, κλπ., που κατασκευάζει και όλους τους κινητήρες τόσο για το On-Road τμήμα (Ryker, Spyder) της Can-Am, όσο και για το Off-Road με όλα τα ATV και SSV της εταιρείας.
Η αυστριακή ROTAX είναι θυγατρική της BRP, με την καναδέζικη μητρική να της έχει αναθέσει να παράγει τους κινητήρες για όλα της τα οχήματα, στο Gunskirchen της Αυστρίας, αλλά και στο εργοστάσιο της στο Queretaro του Μεξικό.
Η ROTAX, με έτος ίδρυσης το 1920, διαθέτει περισσότερα από 100 χρόνια εμπειρίας στον σχεδιασμό, την εξέλιξη και την κατασκευή κινητήρων, ενώ στα κεντρικά της στην Αυστρία εργάζονται περί τους 1.700 υπαλλήλους. Η εταιρεία έχει εγκαταστάσεις και στο Kottingbrunn της Αυστρίας (εκεί όπου γίνεται η εξέλιξη των ηλεκτροκινητήρων), αλλά και στο Χονγκ-Κονγκ, ενώ το μότο της είναι το “We get your heart beating”, όπου καρδιά και κινητήρας γίνονται ένα.
Το R&D της ROTAX απασχολεί περί τους 400 εργαζόμενους σε 5 διαφορετικά μέρη ανά τον κόσμο, ενώ σε αυτό διοχετεύεται το 7% του τζίρου της εταιρείας.
Στην άφιξη μας στο ακόμα πιο ήσυχο από το Altmunster, Gunskirchen (6.000 κάτοικοι), όπου είναι η βάση της ROTAX, βρισκόμαστε μπροστά σε υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις που καταλαμβάνουν πολλά οικοδομικά τετράγωνα, και περιλαμβάνουν το εργοστάσιο κατασκευής κινητήρων, υπερσυμπιεστών και turboσυμπιεστών για ATV και SSV της Can-Am, θαλάσσια οχήματα αναψυχής (Sea-Doo), snowmobiles (Ski-Doo & Lynx), ελαφρά αεροσκάφη, καρτ, κ.α., αποθήκες προϊόντων...
...και ενός απίστευτου R&D τμήματος τοποθετημένου κεντρικά, μέσα στον χώρο της γραμμής παραγωγής!
Το σύμπλεγμα συμπληρώνεται από κήπους, χώρους ξεκούρασης των εργαζομένων, και ένα τεράστιο εστιατόριο για τις ανάγκες τους.
Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται και ξενάγηση στους χώρους του εργοστασίου εν ώρα λειτουργίας του. Όλοι οι χώροι είναι πεντακάθαροι, τακτοποιημένοι μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια από άνθρωπο με... OCD, και με τη γραμμή παραγωγής να απαρτίζεται από ανθρώπους ντυμένους με την όμορφη φόρμα εργασίας της ROTAX -με το παντελόνι να γίνεται σορτσάκι για τις ζεστές μέρες-, και από… ρομπότ! Οι κινητήρες τοποθετούνται πάνω σε μια σειρά από ρομπότ, τα οποία ακολουθούν προκαθορισμένη διαδρομή, χαραγμένη με κίτρινες γραμμές στο έδαφος. Καθώς το ρομπότ πλησιάζει τον κάθε εργαζόμενο, αλλάζει ύψος ανάλογα με το ύψος του εργαζόμενου ώστε ο τελευταίος να μη χρειάζεται να σκύψει για να εκτελέσει την εργασία του! Μόλις τελειώσει η εργασία του εκάστοτε τμήματος, το ρομπότ συνεχίζει την πορεία του στον επόμενο σταθμό, μέχρι να ολοκληρωθεί ο κινητήρας, και να μπει σε ένα… παραβάν, πίσω από το οποίο εργάζονται άλλα ρομπότ, που ελέγχουν διεξοδικά τον κινητήρα, ώστε να δουν αν οι εργαζόμενοι τον έχουν συναρμολογήσει σωστά! Κατόπιν δίνουν το πράσινο φως, ή στέλνουν τον κινητήρα σε μια ομάδα μηχανικών για να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις.
Επειδή το ΜΟΤΟ έχει επισκεφτεί σχεδόν όλες τις γραμμές παραγωγής μοτοσυκλετών, μπορούμε να σας πούμε πως της ROTAX είναι από τις πλέον σύγχρονες και αντίστοιχη με της BMW Motorrad που είναι η πλέον σύγχρονη και επίσης λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο.
Σλόγκαν του εργοστασίου είναι το “σωστά, την πρώτη φορά”, και όλοι εργάζονται προσηλωμένοι σε αυτό τον στόχο, με τον ξεναγό μας -που είναι ο ίδιος ο διευθυντής του εργοστασίου-, να μας δίνει στατιστικά που δείχνουν πως ο αριθμός των κινητήρων ή εξαρτημάτων που παρουσιάζουν ελλείψεις μετά από τη συναρμολόγηση και τον ποιοτικό έλεγχο μειώνεται θεαματικά κάθε χρονιά, ώστε σήμερα να πλησιάζει σχεδόν το 100% της σωστής συναρμολόγησης την πρώτη φορά.
Το αντίστοιχο νούμερο για το ποσοστό λίγο πιο νότια, στην Ducati, ήταν παρά κάτι διψήφιο κατά την τελευταία επίσκεψή μας.
Στο ίδιο εργοστάσιο, η ROTAX φτιάχνει τους δικούς της υπερσυμπιεστές και τα δικά της turbo, ενώ στην περιήγηση μας βλέπουμε δεκάδες ρομποτικούς βραχίονες να δουλεύουν στην κατεργασία στροφάλων, μπιελών, κάρτερ, κ.α. με φοβερή ταχύτητα και απαράμιλλη ακρίβεια.
Αφού συμφάγαμε με τους εργαζόμενους στο ίδιο εστιατόριο, σειρά είχε η επίσκεψη στο ROTAX Max Dome, μια κλειστή πίστα για τα ηλεκτρικά καρτ της εταιρείας, στους χώρους της οποίας υπάρχουν και προσομοιωτές αγώνων, SkiDoo, κ.α., αλλά και καφετέρια.
Στο τέλος της ημέρας, όπως κάθε ημέρα, οι συμμετέχοντες καταλύαμε στην σκηνή της BRP στο Altmunster για κουβεντούλα, φαγητό, ποτό και μουσική. Οδηγικά, για μένα τουλάχιστον, η σημερινή μέρα ήταν ημέρα ξεκούρασης, καθώς διανύσαμε κοντά στα 100 μόλις χιλιόμετρα.
4η ημέρα - Ανέβασμα στο Grossglockner
Ξεκινώντας από το Altmunster, έπρεπε να διασχίσουμε 192 χιλιόμετρα, στην αρχή μέσω αυτοκινητόδρομου, όμως στη συνέχεια φτάσαμε στα αλπικά τοπία του GrossGlockner, που έκαναν τα μάτια μας να γουρλώσουν από θαυμασμό! Απίστευτα βουνά, με τις κορυφές τους να έχουν πάντα χιόνι, καταρράκτες στα χαμηλότερα μέρη, λόγω της τήξης του χιονιού, ορμητικά ποτάμια και πυκνά δάση, τούνελ να διασχίζουν κάθετους ορεινούς όγκους, και ο μεγαλύτερος παγετώνας της Αυστρίας, ο Pasterze.
Δυστυχώς ο όγκος του Pasterze (στην άνω φωτό με το γαλαζοπράσινο χρώμα) μειώνεται με μεγάλη ταχύτητα, και ενώ πριν 100 χρόνια είχε μήκος πάνω από 11 χιλιόμετρα, πλέον έχει μειωθεί στα 8,4, έχοντας χάσει τον μισό του όγκο, και συνεχίζει να υποχωρεί αρκετές δεκάδες μέτρα (από 10-50) σε ετήσια βάση.
Κι αφού έχουμε μείνει έκθαμβοι, το θέαμα και η εμπειρία κορυφώνονται καθώς φτάνουμε στα διόδια του Grossglockner HochAlpenStrasse, της ορεινής διαδρομής που σε ανεβάζει στο ψηλότερο βουνό της Αυστρίας. Πρόκειται για μια από τις ομορφότερες και πιο εντυπωσιακές ασφάλτινες διαδρομές στον κόσμο, και φυσικά πληρώνεις διόδια μόνο για αυτήν. Τριάντα ευρώ η μοτοσυκλέτα (24,5 αν είναι 100% ηλεκτρική), 40 το αυτοκίνητο, 50-130 τα λεωφορεία αναλόγως μεγέθους, ενώ η διοργάνωση έχει κλείσει για εμάς μια ολόκληρη λωρίδα διοδίων, οπότε δείχνοντας το πάσο μας περνάμε ταχύτατα και χωρίς άλλο έλεγχο. Η γεμάτη στροφές διαδρομή έχει μήκος 48 χιλιόμετρα, ενώ σε ανεβάζει μέχρι τα 2.500 μέτρα για να καταλήξεις σε διάφορες κορυφές όπου έχουν κατασκευαστεί εστιατόρια, μαγαζιά με σουβενίρ, παρατηρητήρια άγριας φύσης, και ορειβατικά καταφύγια.
Στις φουρκέτες του Grossglockner η προσπάθεια που απαιτεί το τιμόνι του Spyder είναι σαφώς μεγαλύτερη από ότι στις ανοιχτές καμπές των αυτοκινητόδρομων, ενώ αυξάνεται αν θελήσεις να κινηθείς σβέλτα, χωρίς όμως να φτάνει τα επίπεδα του ενοχλητικού, ιδιαίτερα αν το δεις θετικά, ως ευκαιρία για την γυμναστική σου. Στη διαδρομή διασταυρωνόμαστε με δεκάδες οχήματα, πολλές φορές σε κομβόι από διάφορες λέσχες και διοργανώσεις. Ένα κοπάδι κλασικών αυτοκινήτων, κάποιο κλαμπ Porsche, ομάδες από Harley-Davidson, και παρέες αναβατών που έχουν έρθει να οδηγήσουν γρήγορα μέχρι την κορυφή. Άλλο να το λες, κι άλλο να το κάνεις βέβαια με τόση κίνηση -είναι και σαββατοκύριακο-, και αρκετές φορές κάνουμε στο πλάι για να αφήσουμε να απομακρυνθούν αργοκίνητα λεωφορεία και οδηγοί σαλίγκαροι.
Τελικά καταλήγουμε στο αχανές πάρκινγκ του Parkhaus Kaiser Franz Josefs Höhe, στο τέλος της διαδρομής στα 2.369 μέτρα -έχοντας προσπεράσει το ψηλότερο σημείο EdelweissSpitze με το δικό του εστιατόριο και παρατηρητήριο στα 2.571 μέτρα-, όπου ανεβαίνοντας στριφογυριστά στο εσωτερικό κεκλιμένο τούνελ του, καταλήγουμε στην ασφαλτοστρωμένη σκεπή, που έχει χώρο για να φιλοξενήσει την ίδια στιγμή και τα 300 Spyder & Ryker της διοργάνωσης, αλλά και δεκάδες ακόμα μοτοσυκλέτες άσχετων με εμάς επισκεπτών.
Αφήνουμε τα οχήματα μας παρκαρισμένα για την αναμνηστική φωτογραφία, και μέχρι να μαζευτούν όλοι, ανεβαίνουμε με τα πόδια μέχρι το παρατηρητήριο του Wilhelm Swarowski, ιδρυτή της γνωστής εταιρείας οπτικών και κρυστάλλων, που δίπλα του ακριβώς μπορεί να δει κανείς μαρμότες και αγριοκάτσικα.
Από κάτω σου έχεις “πιάτο” τον παγετώνα Pasterze, και απέναντι σου τις κορυφές των Grossglockner (3.798 μέτρα) και Johannisberg (3.453 μέτρα)! Ανεπανάληπτο θέαμα που θα θυμόμαστε για πάντα.
Και μετά έπιασε η βροχή. Αφού περιμέναμε λίγο στο εστιατόριο να σταματήσει, ξεμυτίσαμε με προσοχή και πήραμε γρήγορα τον δρόμο για την επιστροφή στο Altmunster. Φευ... Στους πρόποδες του Grossglockner οι ουρανοί άνοιξαν, φορέσαμε αδιάβροχα και απολαύσαμε οδήγηση υπό βροχή -απολαύσαμε, όσοι είχαμε αδιάβροχα δηλαδή.
Το βράδυ είχαμε την τελευταία μάζωξη στην τέντα της BRP, όπου έγινε ο απολογισμός της εκδήλωσηςκαι η απονομή των βραβείων της διοργάνωσης. Καλύτερο custom Spyder / Ryker ανακηρύχθηκε εκείνο του Γερμανού Mike Möller από το Ανόβερο, ο οποίος όχι μόνο είχε βάψει το Spyder του με χρώματα και σήματα της αστυνομίας, αλλά κυκλοφορούσε συνεχώς ντυμένος αστυνομικός! Στο όχημα του τώρα, με μπόλικο χιούμορ αναγραφόταν το motto “to punish and enslave”, ήτοι “να τιμωρείς και να σκλαβώνεις”, αντί του γνωστού “to serve and protect”, δηλαδή να υπηρετείς και να προστατεύεις. Βραβείο μεγαλύτερου ταξιδιού για να λάβει μέρος στο Challenge πήρε ένας Βρετανός, ο οποίος δήλωσε πως διένυσε 5.000 χλμ. μέχρι το Altmunster -και έτσι μας έφαγε λάχανο, καθώς είχαμε διανύσει “μόλις” 1.932 χλμ.
Το βραβείο για το Spyder με τα περισσότερα χιλιόμετρα στο κοντέρ πήρε ένας ακόμη Γερμανός, ο Irven-Leroy Krieger από το Βερολίνο, που έχει διανύσει συνολικά 143.000 χλμ. με το Spyder του, και στόχο έχει τα 200.000 μέχρι το επόμενο event. Ένα ακόμη βραβείο είχαμε μετά από κλήρωση, με έναν τυχερό αναβάτη να παίρνει ως δώρο ένα Spyder, για έναν ολόκληρο χρόνο, με leasing.
Τέλος, μετά την ανακοίνωση των ημερομηνιών που θα “τρέξει” το Spyder GrossGlockner Challenge 2024 -στις 6-8 Ιουνίου-, απολαύσαμε παλιά ροκ κομμάτια από τη live συναυλία των “The Backwards”, φάγαμε, ήπιαμε, και αποχαιρετιστήκαμε, δίνοντας υπόσχεση για επιστροφή στην Αυστρία την επόμενη χρονιά.
5η ημέρα - Το πρωί Altmunster, το βράδυ Βελιγράδι
Ο Θεός της βροχής αποφάσισε πως αρκετά μας είχε ταλαιπωρήσει, κι έτσι τις δυο τελευταίες ημέρες του ταξιδιού μας, από το Altmunster στο Βελιγράδι, και από το Βελιγράδι στην Αθήνα (ίδιο αλλά αντίστροφο δρομολόγιο με τις δυο πρώτες ημέρες), κράτησε μακριά μας τα σύννεφα, αφήνοντας ελεύθερο τον ήλιο να μας χαρίσει απλόχερα ζέστη και κάψιμο από τις ακτίνες UVA και UVB - ποτέ ξανά ταξίδι χωρίς φιμέ ζελατίνα.
Τα 800 σημερινά χιλιόμετρα μεταφράστηκαν σε 9-10 ώρες ταξιδιού, όπου καθώς “είχα πάρει το κολάι”, γνωρίζοντας τη διαδρομή, μπόρεσα να χαλαρώσω και να κάνω… ψυχοθεραπεία, συνομιλώντας με τον εαυτό μου, κάτι που δύσκολα βρίσκεις τον δρόμο να κάνεις στην καθημερινότητα.
Το απόγευμα κατέλυσα ξανά στο Βελιγράδι, ενώ αυτή τη φορά είχα χρόνο για μια μακρύτερη βόλτα στην παραλιακή “Ριβιέρα” της πόλης, κατά μήκος του ποταμού Σάβα, όπου έμεινα με ανοιχτό στόμα από τις πολυτελείς κατοικίες και ουρανοξύστες, τα πάρκα, τις εκδηλώσεις τέχνης (χορός, θέατρο, κλπ.), τα παζάρια, και τον πολύβουο και πολυσύχναστο πεζόδρομο / ποδηλατόδρομο δίπλα στις όχθες του Σάβα.
Αφού δοκίμασα την σέρβικη έκδοση του κεμπάπ (Ćevapčići) με μπόλικο μπούκοβο...
...επέστρεψα στους πεζόδρομους του κέντρου, όπου παρακολούθησα μια δωρεάν συναυλία με την… Πελαγία (Pelageya), μια φολκ Ρωσίδα τραγουδίστρια που έχει ταχθεί υπέρ του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανίας. Κάτω από τη σκηνή εκατοντάδες συγκινημένοι Σέρβοι τραγουδούσαν μαζί της, κουνώντας σημαίες της Σερβίας, της Ρωσίας, αλλά και σημαίες με σφυροδρέπανα. “Είναι το δώρο της ρωσικής πρεσβείας για την υποστήριξη μας για τον πόλεμο στην Ουκρανία”, με πληροφόρησε μια γυναίκα με δάκρυα στα μάτια.
Όπως είναι φυσικό, η ανάμειξη της Δύσης στον πόλεμο της Κροατίας (τμήμα των Γιουγκοσλαβικών πολέμων μεταξύ 1991-2001, που διέλυσαν την χώρα σε 6 ανεξάρτητα κράτη, τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τα Σκόπια / Βόρεια Μακεδονία), μαζί και με τον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ με χιλιάδες νεκρούς, έχει αφήσει πικρές αναμνήσεις στους Σέρβους, που βλέπουν τη Ρωσία ως τον ισχυρό σύμμαχο της χώρας. Παράλληλα όμως, η Σερβία έχει κάνει επίσημα αίτηση για ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το μακρινό 2009, με τη διαδικασία να καθυστερεί κυρίως λόγω των τεταμένων σχέσεων Σερβίας-Κοσόβου, και με την κοινή γνώμη να στρέφεται με τα χρόνια ενάντια στην ένταξη -αντίθετοι είναι το 48,8% του πληθυσμού σύμφωνα με έρευνα του 2022.
6η ημέρα - Επιστροφή στη βάση
Κάθε ταξίδι είναι ουσιαστικά διπλό, γιατί πέρα από τα χιλιόμετρα που θα διανύσεις στην άσφαλτο, άλλα τόσα θα διανύσεις και εσωτερικά. Σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες και ιδέες ξεπηδούν είτε αυτόκλητα, είτε συνοδεία της εμπειρίας του ταξιδιού, και σε συνοδεύουν για πολύ καιρό μετά το ταξίδι. Η τελευταία ημέρα του ταξιδιού με το Can-Am Spyder είχε στο μενού 1.100 χιλιόμετρα, από το Βελιγράδι στο ΜΟΤΟ, όπου έφτασα αργά το βράδυ, προλαβαίνοντας να παραδώσω τις κάμερες για να μην λείψουν από το MEGA TEST 2023 που ξεκινούσε την επόμενη ημέρα με την πολυπληθή ομάδα να ξανά ανεβαίνει προς Σερβία, πηγαίνοντας από εκεί στη Ρουμανία!
Έξω από το περιοδικό φωτογράφισα το κοντέρ, που έγραφε 4.424 χιλιόμετρα, με τα 2.200 να έχουν γίνει κατά τη διάρκεια δυο ημερών, και με τα 3.800 να έγιναν μέσα σε 4 ημέρες, με σχετικά ξεκούραστες τις υπόλοιπες δύο. Το Spyder σίγουρα δεν θα αρέσει σε όλους, καθώς παρότι έχει στοιχεία μοτοσυκλέτας, δεν ανήκει στο είδος, αλλά χαράζει διαφορετική πορεία, ως όχημα ιδιαίτερου τύπου που παίζει μπάλα μόνο του στην αποκλειστικά δική του κατηγορία. Όμως εμένα μου άρεσε, όπως μου αρέσουν και τα ATV / SSV για διαφορετικούς λόγους.
Μου άρεσε γιατί με άφηνε εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης, έφαγα τη βροχή της αρκούδας και κάηκα από τον ήλιο, και έμαθα από την εμπειρία αυτή, καθώς ούτε έλιωσα -ούτε καν βράχηκα, πέρα από τα γάντια, χάρη στην προστασία του Spyder, και του αδιάβροχου σετ της Anorak-, ενώ εκτίμησα εκ νέου τη φιμέ ζελατίνα, που δεν είχα.
Μου άρεσε γιατί καβάλα στο μοναδικό μου όχημα, γινόμουν τόσο εκκεντρικός και μοναδικός όσο κι αυτό, κάτι που μπορεί να μην αρέσει στους “κολλημένους” και στους “πιουρίστες” die hard μοτοσυκλετιστές, αρέσει όμως σε όσους έχουν ανοιχτό μυαλό, δεν κολλάνε εύκολα ταμπέλες, και έχουν φυσική περιέργεια και θέλουν να γνωρίσουν από κοντά ότι δείχνει διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Μου άρεσε γιατί το Spyder είναι η τέλεια αφορμή για κοινωνικοποίηση, καθώς δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη σου πιάσει κουβέντα στον δρόμο, στα διόδια, στο τελωνείο, στο βενζινάδικο, στο πάρκινγκ, για να μάθει λεπτομέρειες για εκείνο. Ο Θανάσης και ο Σάκης που ταξίδευαν Βαλκάνια με τις μοτοσυκλέτες τους και τα είπαμε στις δύο διπλανές ουρές στα σύνορα Σκοπίων-Ελλάδας, ο Ιερόθεος που μένει δίπλα στα παλιά γραφεία του ΜΟΤΟ, ο Νίκος που με πήρε κυνήγι με το Tracer του στην Εθνική, μέχρι να σταματήσω να τα πούμε... και πολλοί ακόμη. Μου άρεσε γιατί στάθηκε αφορμή για να πολεμήσω και να νικήσω φόβους και άγχη, ανακαλύπτοντας κατά το ταξίδι τόσες χώρες, και τόσα αξιοθέατα.
Τέλος μου άρεσε, γιατί με εισιτήριο το ίδιο το όχημα, και μέσω του ΜΟΤΟ, ανακαλύψαμε μια εξαιρετική τριήμερη διοργάνωση (GrossGlockner Challenge), βλέποντας εκ των έσω το πώς καταφέρνει η BRP Can-Am να φέρει κοντά τους αγοραστές των Spyder και Ryker, δημιουργώντας μια μοναδική κοινότητα από αναβάτες που λατρεύουν στον ίδιο βαθμό τα απίθανα τρίκυκλα οχήματα της καναδέζικης εταιρείας, όσο και τα ταξίδια.
Φωτό: BRP, Κ.Γ.
Περισσότερες πληροφορίες για το Can-Am Spyder RT Limited Edition θα διαβάσετε στο αναλυτικό τεστ του ΜΟΤΟ που θα ακολουθήσει σύντομα, σε επόμενο τεύχος.