Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: Η ιστορία των V4 κινητήρων της Honda και η εξέλιξή τους

Η πορεία προς την εδραίωση των τετράχρονων V4
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

31/8/2020

Η σχέση της Honda με τους V4 κινητήρες χαρακτηρίζεται άνετα ως μία σχέση ερωτική που κρατάει πολλά χρόνια. Ξεκίνησε με πείσμα κόντρα στις προβλέψεις και τις προκαταλήψεις, κι όπως κάθε έντονο πάθος είχε στην αρχή του πολλές περιπέτειες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Καρπός αυτού του έρωτα είναι μερικές μοτοσυκλέτες που έπαιξαν ενεργό ρόλο για την εξέλιξη ολόκληρου του είδους και ενέπνευσαν άλλους κατασκευαστές, τόσο μηχανολογικά όσο και με την εξωτερική τους εμφάνιση, όπως η θρυλική NR 750.

Εδώ και χρόνια οι V4 κινητήρες επικρατούν στα MotoGP και η Honda έχει σημαντικό μερίδιο για την αγωνιστική τους καταξίωση. Και είτε το εναποθέσεις αυτό ολότελα στην πλάτες του Marquez, είτε απλά του δώσεις την βαρύτητα που έχει στην πράξη, το γεγονός παραμένει πως οι V4 κινητήρες της Honda έχουν μία αξιοσημείωτη παρουσία που γεννήθηκε πρώτα στους αγώνες και μόνο μέσα από τους αγώνες εξελίσσονται!

Η αγωνιστική αυτή εξέλιξη των V4 κινητήρων της Honda είναι ο λόγος που πριν ακόμη παρουσιαστούν τα VF μοντέλα, σε μία εποχή που δεν υπήρχε internet και η πληροφορία διακινούνταν με άλλους ρυθμούς, είχαν ήδη χτίσει έναν μύθο που ακόμα και σήμερα συντροφεύει όλα τα VFR!

Το 1977 η Honda ανακοινώνει ότι θα επιστρέψει στο παγκόσμιο GP σε δύο χρόνια, σταματώντας τα δεκαετή "μούτρα" στην διοργάνωση, που ξεκίνησαν το 1968 όταν και αποχώρησε από τους αγώνες. Το ‘68 οι κανονισμοί άλλαξαν περιορίζοντας τους κυλίνδρους σε τέσσερις, δίνοντας έτσι ένα σοβαρό πλεονέκτημα στις δίχρονες μοτοσυκλέτες. Οπότε η Honda, ως παραδοσιακός υποστηρικτής των τετράχρονων κινητήρων, αποφάσισε να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενη.

Σχέδιο: «New Racing»

Δεν ήταν άλλωστε και λίγο αυτό για τον Soichiro Honda, που είχε αποκαλέσει τις δίχρονες μοτοσυκλέτες "βρώμικες" και είχε εστιάσει στην εξέλιξη των τετράχρονων κινητήρων, κυρίως για την καλύτερη ενεργειακή τους απόδοση. Από την άλλη αυτή η χαμένη δεκαετία στέρησε από τη Honda ένα τεράστιο πεδίο δοκιμών, κινδυνεύοντας να γίνει η αιτία της αποκαθήλωσης από το βωμό του τεχνολογικά πιο προηγμένου κατασκευαστή. Η εταιρία βλέποντας τον κίνδυνο αυτό, κατέφυγε σ’ ένα μάλλον απλοϊκό πλάνο. Έδωσαν τρία δισεκατομμύρια Γεν στον κ. Koichi Yanase, έναν από τους manager του εργοστασίου της Suzuka, και μια άδεια να οργανώσει από το μηδέν μια εκατονταμελή ομάδα με σκοπό να κερδίσει τον πρώτο τίτλο μέσα σε τρία χρόνια.

Ο Yanase ονόμασε το project "κερδίζω τίτλο σε τρία χρόνια" με την κωδική ονομασία NR, συντομογραφία του "New Racing", και αποφάσισε επίσης να μην αντιμετωπίσει με ίσους όρους τα δίχρονα των υπόλοιπων κατασκευαστών. Πιστός στους λόγους που έκαναν την Honda να αποχωρήσει πριν από δέκα χρόνια, διάλεξε να φτιάξει έναν τετράχρονο κινητήρα, και ξεκίνησε συγκρίνοντας τα όρια των τετράχρονων και των δίχρονων. Γρήγορα υπολόγισε ότι για να είναι ανταγωνιστικός χρειαζόταν έναν κινητήρα που θα ανέβαζε 23.000 στροφές, με απόδοση περίπου 130 ίππων. Κι αυτό για έναν τετράχρονο με τα δεδομένα της εποχής, σήμαινε τεράστιες ανάγκες σε τροφοδοσία καυσίμου και αέρα, κατά συνέπεια περισσότερες βαλβίδες, κάτι όμως πρακτικά αδύνατο χωροταξικά σε έναν τετρακύλινδρο, ιδιαίτερα για μια κεφαλή σε κινητήρα πεντακοσίων κυβικών. Στα χαρτιά όλα αυτά φαινόντουσαν εύκολη υπόθεση για έναν V8, ωστόσο ίσχυε ακόμη ο περιορισμός των τεσσάρων κυλίνδρων. Η διάταξη V κέρδιζε εκείνη την εποχή ολοένα και περισσότερο έδαφος και χρόνια μετά, το 1982, άφησε εποχή το δίχρονο YZR500 της Yamaha που κέρδιζε τα πρωταθλήματα. Ίσως εξαιτίας αυτής της φήμης του, να διαβάζετε λανθασμένα στην Wikipedia ότι υπήρξε γενικώς το πρώτο V στα GP...

Τα οβάλ πιστόνια!

Η ομάδα λοιπόν σκαρφίστηκε την ιδιοφυή λύση να φτιάξει πράγματι κάτι σαν V8, με 32 βαλβίδες και οκτώ μπιέλες, και απλά να "ενώσει" τα πιστόνια, ώστε να είναι εντός του κανονισμού για αυστηρά τετρακύλινδρο κινητήρα, φτιάχνοντας έτσι την πρώτη μοτοσυκλέτα με οβάλ πιστόνια. Έχοντας να λύσουν άπειρα κατασκευαστικά θέματα σ’ έναν τέτοιο κινητήρα που απαιτούσε πρωτόγνωρη μηχανολογική ακρίβεια, όταν παράλληλα ο όγκος και το βάρος του έπρεπε να είναι τα ελάχιστα δυνατά, οι μηχανικοί της Honda δούλευαν χωρίς ωράριο και με την γκιλοτίνα της έναρξης του πρωταθλήματος να γυαλίζει πάνω από το λαιμό τους. Τελικά πρόλαβαν με το ζόρι το πρωτάθλημα του ΄79 αντιμετωπίζοντας όμως πολλά προβλήματα, τα οποία και συνεχίστηκαν αμείωτα τις επόμενες χρονιές χωρίς να καταφέρνουν κάποια νίκη στα GP. Όμως αυτό δεν οφειλόταν τόσο στην NR500 που είχε καταφέρει την τρίτη χρονιά να φτάσει την απόδοση και το επίπεδο αξιοπιστίας που χρειαζόταν, όσο στην απειρία της ομάδας που τότε αποκτούσε στρατηγική πρωταθλήματος και αγωνιστική εμπειρία. Η απουσία μιας δεκαετίας είχε σημαντικό αντίκτυπο, ένα καλό παράδειγμα είναι ότι αρχικά είχαν την λανθασμένη εντύπωση πως το έντονο φρένο κινητήρα της NR500, σε σχέση με τους δίχρονους ανταγωνιστές της, θα προσφέρει αυξημένο έλεγχο στην είσοδο των στροφών!

Επειδή όμως πέρα από τις όποιες τεχνικές δυσκολίες, έπρεπε ταυτόχρονα να μείνουν πιστοί στο αρχικό πλάνο: "πρωτάθλημα σε τρία χρόνια", το νεοδημιούργητο τότε HRC, αποφάσισε να παρατήσει τα πρωτοποριακά προγράμματα και να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Μέσα σε σχεδόν μίση σεζόν, έφτιαξε μια ολοκαίνουρια δίχρονη μοτοσυκλέτα, την NS500, με τον V3 κινητήρα (και όχι το V3 δεν είναι ορθογραφικό λάθος) πετυχαίνοντας τελικά το στόχο στα πέντε, αντί για τα τρία χρόνια. Οπότε η διάταξη V δεν έφυγε ποτέ, η NS500 έδωσε τη θέση της στο θρύλο της Honda, την NSR500 με τον δίχρονο V4, ακολούθησαν τα πρώτα MotoGP με την RC211V αρχικά που είχε V5 990 κυβικών, ενώ με την μείωση του κυβισμού επέστρεψε και εκεί ο V4.

Ο πρώτος εκείνος τετράχρονος V4 με τα οβάλ πιστόνια δεν πέτυχε τον στόχο του να επικρατήσει των δίχρονων διότι και η ομάδα η ίδια δεν ήταν έτοιμη ακόμη να το πετύχει. Ούτε υπήρχε αναβάτης τότε που να έχει προσαρμόσει το αγωνιστικό του στυλ σε έναν κινητήρα με οβάλ πιστόνια. Επιπρόσθετα οι αγώνες εκείνη την εποχή χρειαζόντουσαν κατασκευαστική απλότητα, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχύει τώρα με τα seamless κιβώτια και τα οργανωμένα τμήματα μηχανικών στην Ιαπωνία να περιμένουν παραγγελία για να κατασκευάσουν κατά παραγγελία κάποιο νέο εξωτικό κομμάτι που έχει προκύψει από αμέτρητες ώρες δοκιμών ενός αναβάτη που όλη του την ζωή οδηγεί. Δεν το κάνει ως δεύτερη εργασία, αλλά είναι στην διάθεση των μηχανικών καθημερινά.

Η επιστροφή στα δίχρονα

Οι αγώνες τότε ήταν ο λόγος που ένας κατασκευαστής πουλούσε μοτοσυκλέτες στο κοινό και κάποιος άλλος όχι, οπότε για τον μεγαλύτερο και πιο προηγμένο κατασκευαστή του κόσμου, την μοναδική Honda, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί κάτι λιγότερο από την πρώτη θέση. Είχαν κατασκευάσει κάτι απίστευτο, κάτι μοναδικό στην ιστορία της μοτοσυκλέτας που το μόνο που χρειαζόταν ήταν να «ψηθεί» στους αγώνες και να δέσει η ομάδα, μηχανικοί και αναβάτες με τον τρόπο που χρειάζεται να οδηγηθεί. Τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζε θα πρέπει να θεωρηθούν μικρά με βάση αυτά που βλέπουμε σήμερα να συμβαίνουν, κι απόλυτα λογικό να παρουσιάζονται στην αγωνιστική χρήση. Η εποχή όμως δεν έδινε την πολυτέλεια του χρόνου, ώστε να συνεχίσει η Honda να επενδύει σε κάτι κατασκευαστικά ριζοσπαστικό και ιδιότροπο. Ο Mick Grand και ο Katazumi Katayama είχαν μόλις έναν πόντο ολόκληρο το ’79. Το 1980 ήταν μία χρονιά που ξεκίνησε καλύτερα αλλά πολύ μακριά από την κορυφή για να καταφέρουν να συντηρήσουν το αυστηρό όριο χρόνου που τους είχαν δώσει. Ο Fast Freddie κατάφερε μία πέμπτη θέση στο βρετανικό πρωτάθλημα το ΄81 αλλά δεν ήταν αρκετό για να δώσει παράταση στον τετράχρονο V4. Ο V3 δίχρονος κινητήρας ετοιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ και με την εμπειρία που είχε ήδη αποκτήσει η ομάδα απέφερε αμέσως αποτέλεσμα.

Το 1984 η Honda επέστρεψε στην διάταξη V4 και κυριάρχησε με την NSR ως μία από τις κορυφαίες δίχρονες μοτοσυκλέτες της ιστορίας των δύο τροχών. Από το 1994 έως το 1999 κέρδισε έξι συνεχόμενους τίτλους και συνολικά δέκα έως και το 2002 που εξαφανίστηκαν τα δίχρονα. Πήρε και τον τελευταίο δίχρονο τίτλο με τον έναν και μοναδικό -ποιον άλλο- Valentino Rossi. Η απόδοσή της ήταν κορυφαία σε σημείο που η χωρητικότητα των MotoGP έπρεπε τότε να φτάσει τα 990 κυβικά για να καταφέρει να αποδώσει όπως οι δίχρονες, κορυφαίο παράδειγμα των οποίων ήταν η NSR. Η μετάβαση από την τρικύλινδρη NS500 δεν ήταν εύκολη γιατί εκείνη η μοτοσυκλέτα ήταν το ακριβώς αντίθετο από το συμβατικό σχεδιασμό με μία μίξη πλαισίου δύο δοκών με χωροδικτύωμα και ένα ρεζερβουάρ πολύ χαμηλά τοποθετημένο. Η Honda γρήγορα άλλαξε σκεπτικό για την κατανομή βάρους στις superbike και από πολύ χαμηλά το ανέβασε στα τωρινά επίπεδα που εξυπηρετούν καλύτερα τις ακραίες κλίσεις.

Αρχικά ο V4 ήταν μάλιστα ελαφρύτερος από τον V3 και είχε μικρότερη αδράνεια παρά τον ένα πρόσθετο κύλινδρο γιατί η κίνηση στο κιβώτιο μεταφερόταν πιο άμεσα. Η γωνία των κυλίνδρων έφτασε το 1987 τις 112 μοίρες ώστε να χωρούν τέσσερα Keihin των 36mm και τους κατάλληλους αυλούς εισαγωγής, με καλύτερη απορροή των καυσαερίων. Στο αποκορύφωμά της η μοτοσυκλέτα αυτή ήταν τρομακτικά δυνατή, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, και σύμφωνα με την Honda αδύνατο να οδηγηθεί. Θα αναγκαζόντουσαν σε πισωγύρισμα, αν δεν ήταν ο Mick Doohan να δαμάσει το τέρας κερδίζοντας! Η NSR δέχτηκε τεράστια εξέλιξη και κάθε χρόνο ήταν διαφορετική κερδίζοντας τους τίτλους, όπως δεν είχε καταφέρει ο τετράχρονος πρόγονος.

Η NR του κόσμου

Ωστόσο δεν πήγε άδοξα όλη η προγενέστερη πορεία για το εργοστάσιο, από την στιγμή που την εκμεταλλεύτηκε εμπορικά, και δεν μιλάμε μόνο για την μοναδική NR 750, κάποτε την πιο ακριβή μοτοσυκλέτα παραγωγής που το MOTO ως περιοδικό έχει κομμάτι της ιστορίας της για δικό του. Να θυμίσουμε στους νεότερους πως η πρώτη NR 750 που ήρθε στην Ευρώπη ήταν του περιοδικού ΜΟΤΟ, τοποθετώντας μας έτσι στον χάρτη εκείνη την εποχή, και δείχνοντας στους ξένους την δυναμική μίας ανεξάρτητης ομάδας παθιασμένων μοτοσυκλετών που «κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν», κι ας βρίσκεται σε μία χώρα με μικρές δυνατότητες στην μηχανοκίνηση! Η δυναμομέτρηση που κάναμε στην NR με αριθμό πλαισίου 0044 ήταν η πρώτη ανεξάρτητη κι αφού την δοκιμάσαμε και την κυκλοφορήσαμε, βγήκε σε πλειστηριασμό στην Αγγλία. Η NR750 έκανε το ντεπούτο της στο Le Man το 1987, και τον Μάιο του 1992, έχοντας λύσει τα προβλήματα που απαιτεί η μαζική παραγωγή, η NR "βγήκε στις αγορές", με την πρώτη ευρωπαϊκή να είναι η δική μας…

Η Honda αξιοποίησε πιο μαζικά εμπορικά την δυναμική που απέκτησε με τους V4 στην σειρά VFR, που τώρα βρισκόμαστε στην έβδομη γενιά της. Η ιστορία των VFR ξεκινά το 1986 μ’ ένα μοντέλο που εισάγει σε καθημερινή μοτοσυκλέτα, την οδήγηση των εκκεντροφόρων με γρανάζια και την τεχνολογία TRAC (Torque Reactive Anti-dive Control) στο πιρούνι, και γίνεται έτσι απευθείας μια από τις σημαντικότερες μοτοσυκλέτες της εποχής. Η αναφορά στις ημερομηνίες, προς αποφυγή παρεξηγήσεως των απανταχού "βηεφερόφιλων" είναι αυτή των παγκόσμιων παρουσιάσων. Το πότε ήρθε στην Ελλάδα, δεν έχει ιστορική σημασία... Επίσης πολλοί μπορούν να βλέπουν στο μοντέλο του ’86 μια συνέχεια από το VF750 του 1982. Πράγματι η Honda έχοντας αρχίσει να εξαργυρώνει τεχνογνωσία από τα GP, όχι και φήμη όμως αφού απουσίαζε ακόμα από το βάθρο, παρουσίασε το 1982 μια σειρά V4 μοτοσυκλετών με έναν κινητήρα που αργότερα βρέθηκε στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες των WSBK. Είναι όμως ο νεότερος V4 κινητήρας και ένα καινούριο αλουμινένιο πλαίσιο που αποτέλεσαν τη βάση για το πρώτο VFR του 1986. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια μικρή διαφορά στην ονομασία από το VF750 του 1982 (το R έρχεται από το Road), και να έχουν και οι δύο V4 κινητήρα, αλλά στην πράξη μιλάμε για τελείως διαφορετικές μοτοσυκλέτες. Το VFR750 ξεχώριζε επίσης από τη σειρά VF, γιατί καθιέρωσε ότι τα VFR θα είναι η πλατφόρμα της Honda για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Αυτή η πρακτική ακολουθούταν έως και πρόσφατα με παράδειγμα το VFR1200 που μας συνέστησε για πρώτη φορά το DCT, το αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη. Το οποίο μάλιστα γιορτάζει τώρα την πρώτη δεκαετία της ζωής του, όπως σας θυμίσαμε τον Αύγουστο, πριν από τον υπόλοιπο ελληνικό Τύπο.

Τα VFR, ο ζωντανός θρύλος

Η επόμενη γενιά VFR έρχεται το 1990 με κινητήρα που έχει ως βάση τον αγωνιστικό της RC30, μονόμπρατσο ψαλίδι και ram air. Ωστόσο τέσσερα χρόνια μετά, το 1994, η τρίτη γενιά του VFR, έκανε την μεγαλύτερη αίσθηση στο κοινό γιατί υιοθέτησε την εμφάνιση της NR, της ακριβότερης μοτοσυκλέτας παραγωγής. Πέρα όμως από το χαμηλότερο βάρος και την εμφάνιση, δεν την διαφοροποιούσε τίποτα το σημαντικό από την δεύτερη γενιά. Αυτό έγινε στην τέταρτη γενιά, το 1998, για πολλούς το πιο όμορφο VFR και ένα από τα καλύτερα σε συμπεριφορά. Εκείνο το VFR εισήγαγε το pivotless πλαίσιο, είχε τον κινητήρα των 781 κυβικών της RC-45, ψεκασμό και συνδυαζόμενο ABS. Παράλληλα άλλαξε ελάχιστα σε εμφάνιση, παραμένοντας πιστό στην NR και κράτησε το μονόμπρατσο ψαλίδι. Με ποιότητα κατασκευής πρωτόγνωρη σε μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής και κουβαλώντας όλη αυτή την ιστορία, έγινε εμπορική επιτυχία στην Ευρώπη σε μια εποχή που όλα αυτά έχαναν ως προτεραιότητες στην επιλογή νέας μοτοσυκλέτας, και βασικό ρόλο έπαιζε η ιπποδύναμη.

Άλλη μία ανανέωση ήρθε το 2002, και από τότε έσπασε η αλυσίδα των ανανεώσεων ανά τετραετία. Το VFR800 άλλαξε τελευταία φορά το 2014 φέρνοντας μάλιστα βελτιώσεις και όχι ριζικές αλλαγές. Το 2002 ήταν εμπορικά η καλύτερη χρονιά των VFR, και ο βασικότερος λόγος για αυτό ήταν η εισαγωγή της τεχνολογίας VTEC. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιεί τα VFR ως την πλατφόρμα παρουσίασης νέων τεχνολογιών, η Honda έφερε στη μοτοσυκλέτα τον μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων, απευθείας από τον κλάδο των αυτοκινήτων. Είχε ξεκινήσει να ασχολείται μ’ αυτό το 1984 μ’ ένα πρόγραμμα που το ονόμασε NCE (New Concept Engine) κατασκευάζοντας το 1985 μια σειρά Civic και Integra, ωστόσο ο κόσμος γνώρισε πραγματικά το VTEC στο Integra του 1989. Για άλλη μια φορά λοιπόν τα VFR κέρδιζαν τη φήμη τους, επάξια όμως, μέσα από ήδη γνωστά και αναγνωρίσιμα ακρωνύμια πρωτοποριακών τεχνολογιών. Ανάμεσα σε εκείνο το VFR και το τελευταίο μπορεί να έχουν μεσολαβήσει δώδεκα χρόνια, αλλά στην πράξη δεν υπήρξε στασιμότητα. Παρουσιάστηκε το Crossrunner, ένα VFR με ψηλό τιμόνι και όρθια θέση οδήγησης, που προέκυψε ως μοντέλο έπειτα από την τρέλα που έπιασε τους Ιάπωνες με τις μοτοσυκλέτες της αστυνομίας τους. Αυτές ήταν αρχικά κανονικά VFR που οι αστυνομικοί άρχισαν να τους προσαρμόζουν ψηλά τιμόνια για να κερδίσουν σε ευελιξία μέσα στην πόλη. Ήρθε στη συνέχεια μια σειρά από επιτυχίες σε τοπικά πρωταθλήματα Gymkhana, κάποια video έγιναν "viral" σε Ιαπωνικά site αντίστοιχα του Youtube και ουσιαστικά η Honda αναγκάστηκε να ακούσει, και όχι να δημιουργήσει τον παλμό της αγοράς, αναπαράγωντας αυτό που ήδη κυκλοφορούσε σαν «customια» στους δρόμους. Ίσως και για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της, από τότε το κάνει πιο συχνά. Το Crossruner είναι επίσης η αιτία που στον πρόσθετο εξοπλισμό του VFR800 μπορείτε να βρείτε ένα νέο ψηλότερο τιμόνι. Στο Crossruner επίσης έγινε και η πρώτη προσπάθεια εξομάλυνσης της ενεργοποίησης του VTEC, και βελτίωσης της κατανάλωσης. Ο αντίκτυπος που έκανε η επεισοδιακή αυτή γέννηση του V4 της Honda στην αγωνιστική σειρά, συνόδευε τα VFR που τα κάλυπτε πάντα η αύρα της μοτοσυκλέτας με τα οβάλ πιστόνια, στη συνείδηση του κόσμου. Η πραγματική εξαργύρωση για τη Honda έρχεται όμως το 1994 στην τρίτη γενιά του VFR, το οποίο αντέγραψε το στυλ και την εμφάνιση της NR, και έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ, η εξωτική μοτοσυκλέτα που ο καθένας μπορούσε να αποκτήσει!

V ForeVer

Από την αρχή της δεύτερης περιόδου ενασχόλησης της Honda με τα GP, σχεδόν 35 χρόνια τώρα, η διάταξη V δεν εγκαταλείφτηκε ποτέ, εξαιτίας των χωροταξικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει και του συνδυασμού αποθεμάτων ροπής και ευστροφίας. Από το 2002 έως και το 2006 η Honda είχε έναν V5 κινητήρα με περιεχόμενη γωνία 75,5ο και είκοσι βαλβίδες στα 990 κυβικά με τον οποίο κέρδισε σχεδόν το 60% των αγώνων που συμμετείχε και τρία πρωταθλήματα, δύο με τον Rossi και ένα με τον Hayden.

Το 2007 οι κανονισμοί αλλάζουν, τα κυβικά περιορίζονται στα 800σια και η Honda επιστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη στην V4 διάταξη κρατώντας μάλιστα την περιεχόμενη γωνία στις 75,5ο με τις στροφές να φτάνουν την επόμενη χρονιά, τις 19.000!

Το 2011 έρχεται η μεγάλη αλλαγή, το seamless κιβώτιο που μειώνει δραματικά τον χρόνο των αλλαγών σε μόλις -κρατηθείτε- 0.009 δευτερόλεπτα από τα -εξίσου μόλις- 0,04 που είχα φτάσει τα αγωνιστικά κιβώτια! Το seamless κιβώτιο έφερε μία ριζική αλλαγή στους αγώνες και συγκέντρωσε επάνω του ένα σημαντικό μερίδιο από τον απαιτούμενο χρόνο εξέλιξης για πολλά χρόνια καθώς συμπαρέσυρε και τους υπόλοιπους κατασκευαστές! Συνομιλώντας με τον άνθρωπο που υπέγραψε τον αρχικό σχεδιασμό μου είπε -πριν από χρόνια- πως ένα τέτοιο κιβώτιο κοστίζει στην Honda κάτι παραπάνω από €120.000 σαν κατασκευή, χωρίς όμως να υπολογίζεται η αναλογία του κόστους εξέλιξης. Στις μοτοσυκλέτες παραγωγής για παράδειγμα, το κόστος εξέλιξης διαιρείται με τον αριθμό των πωλήσεων κι έτσι μερικές φορές ακόμη και οι πιο κοστοβόρες διαδικασίες μπορούν να δικαιολογηθούν, όταν παρουσιάζονται στα στελέχη που θα πάρουν την απόφαση της υλοποίησης. Αν διαιρούσαμε το κόστος εξέλιξης με τον αριθμό των seamless κιβωτίων που έχουν κατασκευαστεί, τότε το κάθε ένα θα κόστιζε εκατομμύρια, πράγμα που αντιπροσωπεύει καλύτερα και το πραγματικό κόστος αυτής της τεχνολογικής λύσης που ανέπτυξε η Honda. Η τεχνογνωσία -σύμφωνα με τον ίδιο άνθρωπο- που έχει κερδηθεί από αυτή την διαδικασία είναι πολύτιμη και έχει επενδυθεί κατάλληλα, όμως τότε το πρώτο βήμα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό…

Το 2012 οι κανονισμοί των MotoGP αλλάζουν και πάλι, επιτρέποντας 1.000 κυβικά και μέγιστο τους τέσσερις κυλίνδρους. Η Honda αλλάζει τον κινητήρας της ολοκληρωτικά και φτιάχνει έναν V4 με 90ο περιεχόμενη γωνία, συγκεντρώνοντας το βάρος κοντά στο γεωμετρικό κέντρο και διατηρώντας το κέντρο βάρους χαμηλά, όπως το ήθελε πάντα στις τετράχρονες… Ο κινητήρας είναι screamer και την επόμενη χρονιά βρίσκει τον άνθρωπο που θα τον αξιοποιούσε όπως κανείς άλλος, ο Marquez ξεκινά την κοινή του πορεία με την Honda. Από τότε η βασική αλλαγή έρχεται το 2017 που ο κινητήρας επιστρέφει στην ανάφλεξη big bang που έδωσε στην Honda την επιτάχυνση που ήθελε στις εξόδους καθώς και το φρένο κινητήρα που χρειάζεται στην είσοδο. Η ιπποδύναμη φτάνει τους 250 ίππους και η εξέλιξη των ελαστικών είναι ένας βασικός λόγος που η Honda κατάφερε να επιστρέψει στην big bang ανάφλεξη.

Όλα αυτά τα χρόνια, η πορεία των V4 που εδώ καλύψαμε περισσότερο από την ιστορική και χρονολογική της πλευρά, βασίζεται στην αγωνιστική ενασχόληση και βρίσκει κυρίως εκεί εφαρμογή. Η ακριβή RC213V-S, μία πολιτική πανάκριβη MotoGP μοτοσυκλέτα που έβγαλε η Honda σε περιορισμένη παραγωγή το 2015, δεν φτιάχτηκε για να εξαργυρώσει εμπορικά το τεράστιο κόστος της επένδυσης σε όλη αυτή την πορεία, αλλά για να ικανοποιήσει το κοινό που ζητούσε επίμονα μία εξωτική μοτοσυκλέτα με τον θαυμαστό V4 κινητήρα. Από τότε η αναμονή για μία εμπορική V4 καλά κρατεί…

Η V4 πλευρά της Honda στην νέα εποχή θα είναι και μία από τις καλύτερες της ιστορίας της και αναμένεται να την δούμε στο μέλλον…

 

Ετικέτες

Isle of Man TT 2022 - Εδραιώνεται η εποχή του Peter Hickman

Στα χνάρια των John McGuinness και Michael Dunlop
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

15/6/2022
Μετά από δυο χρόνια απουσίας λόγω των μέτρων για τον Κορωνοϊό, το θρυλικό Isle of Man Tourist Trophy, το κορυφαίο αγωνιστικό event όσον αφορά στους αγώνες Road Racing, επέστρεψε το 2022. Μεγάλος πρωταγωνιστής για φέτος ήταν ο Peter Hickman, που συνεχίζει να γράφει τον δικό του μύθο στο ΤΤ, με τέσσερις νίκες και δύο ακόμα βάθρα, με τον Michael Dunlop να ακολουθεί με δύο νίκες και ένα ακόμη βάθρο, και τον Dean Harrison να παίρνει 4 βάθρα.
 
Για το Isle of Man TT έχουν γραφτεί πολλά, και εμείς ως ΜΟΤΟ έχουμε αναφερθεί εκτενώς στο θέμα.
 
Ένας αγώνας που διεξάγεται στην ορεινή διαδρομή (Mountain Course) της νήσου Man (Ellan Vannin στην τοπική γλώσσα Μανξ, όπου αργότερα το Vannin μετατράπηκε σε Mann / Man), που βρίσκεται ανάμεσα στη Βρετανία και στην Ιρλανδία. 
 
Στο σύνταγμα του νησιού αναφέρεται πως το Isle of Man θεωρείται αυτοδιοίκητο έδαφος του Βρετανικού Στέμματος, ενώ οι κάτοικοι θεωρούνται Βρετανοί πολίτες.
 
Παρόλη την ανεξαρτησία που απολαμβάνει το νησί, με δική του κυβέρνηση, δικό του κοινοβούλιο και δικούς του νόμους, άρχοντας (Lord of Mann) του νησιού θεωρείται τυπικά η βασίλισσα Ελισάβετ, ενώ υπεύθυνος για την άμυνα του νησιού είναι ο βρετανικός στρατός.
 
Η πρώτη, πιο αγνή και πιο hardcore μορφή αγώνων μοτοσυκλέτας
Οι αγώνες σε κλειστούς για την κυκλοφορία δημόσιους δρόμους (street circuits ή Road Racing) ήταν η πρώτη μορφή «ασφάλτινων» αγώνων στην ιστορία, κι ενώ οι πιο γνωστές παγκόσμιες διοργανώσεις σήμερα προτιμούν την ασφάλεια που προσφέρει μια πίστα με σύγχρονες προδιαγραφές, ένα μικρό γαλατικό χωριό αντιστέκεται ακόμα στο ρεύμα των καιρών.
 
Οι Βρετανοί έχουν παράδοση στους αγώνες Road Racing, με το IOMTT, το Manx GP που διοργανώνεται στην ίδια διαδρομή με το πρώτο, το Classic TT, το Southern 100, το North West 200, το Cookstown 100, το Tandragee 100, το Ulster Grand Prix, το Cork Road Races και αρκετά ακόμα event. Σημειώστε πως όλοι οι προαναφερθέντες αγώνες συνεχίζουν να διοργανώνονται και σήμερα, με πληθώρα συμμετοχών και μεγάλη δημοτικότητα.
 
Και η Ευρώπη έχει -η είχε- το μερίδιο της στους ανωτέρω αγώνες με εκδηλώσεις όπως το Bremerhaven Road Races, το Chimay Road Races, το Hengelo Road Races, κ.α.. Όμως το 2022 στην Ευρώπη, οι αγώνες Road Racing για λόγους ασφαλείας γίνονται κυρίως σε πίστες, και δεν έχουν τον ίδιο βαθμό επικινδυνότητας με τη βρετανική σκηνή. Μην ξεχνάμε πως ο GOAT του Road Racing, Joey Dunlop, σκοτώθηκε σε δυστύχημα στο Ταλίν της Εσθονίας το 2000, στον αγώνα της Pirita-Kose-Kloostrimetsa, με τη διαδρομή να μην φιλοξενεί πλέον αγώνες.
 
Τέλος, για τους μελετητές της Road Racing σκηνής δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τον αγώνα του Μακάο, τον μοναδικό ανάλογο αγώνα στον οποίο συμμετέχουν τόσο μοτοσυκλέτες όσο και αυτοκίνητα, αλλά και τον αγώνα Cemetery Circuit Races στη Νέα Ζηλανδία, γνωστού και ως «ΙΟΜΤΤ του Νοτίου Ημισφαιρίου».
 
Ένας γύρος εξήντα χιλιόμετρα
H διαδρομή του ΙΟΜΤΤ έχει μήκος 37.730 μιλίων ή 60.718 χιλιομέτρων, με 219 (!) στροφές (συγκρίνετε τις με τις 73 στροφές του επίσης θρυλικού Nordschleife και με τις 11-20 μιας πίστας MotoGP), περνάει μέσα από χωριά, μέσα από δάση, και δίπλα από γκρεμούς, με τον Peter Hickman να κατέχει το ρεκόρ γύρου από το 2018, με BMW S 1000 RR, με 16 λεπτά, 42 δευτερόλεπτα και 778 χιλιοστά του δευτερολέπτου, και μέση ωριαία ταχύτητα 135.452 μίλια την ώρα, ήτοι 217.989 χλμ/ώρα!
Γυρίζοντας πίσω στον χρόνο, μαθαίνουμε πως το πρώτο ΙΟΜΤΤ έλαβε χώρα στις 28 Μαΐου του 1907, με την ονομασία Auto-Cycle Tourist Trophy, και διεξήχθη σε μια πιο μικρή διαδρομή 15 μιλίων, για «Touring» μοτοσυκλέτες που έβγαζαν αριθμό κυκλοφορίας.
 
Από το 1911, το IOMTT μεταφέρθηκε στη μεγάλη διαδρομή του βουνού Snaefell, με μήκος 60.19 χιλιομέτρων. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του ΙΟΜΤΤ, η διαδρομή άλλαξε ελαφρώς, προστέθηκαν πολλές κατηγορίες αγώνων, ενώ το 1935 γεννήθηκε το μέτρο των «Travelling marshals», με οκτώ πρώην αγωνιζόμενους εκπαιδευμένους στην παροχή πρώτων βοηθειών να βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία της διαδρομής. Οι Travelling Marshals μπορούν να φτάσουν έτσι ταχύτητα στον τόπο του ατυχήματος, προσφέροντας πολύτιμη βοήθεια μέχρι να φτάσει το ιατρικό προσωπικό και το ελικόπτερο.
 
To νησί που χορεύει στους ρυθμούς του ΤΤ για 2 εβδομάδες κάθε χρόνο
Τα οικονομικά οφέλη από το ΙΟΜΤΤ που φιλοξενείται στο νησί του Man είναι σημαντικά. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC, το 2019 περισσότεροι από 46.000 επισκέπτες έφτασαν στο νησί για το ΙΟΜΤΤ, αποφέροντας στις τοπικές επιχειρήσεις 37.5 εκατομμύρια βρετανικές λίρες (43,2 εκατομμύρια ευρώ) στις 15 ημέρες που διαρκεί το event, όπου όλο το νησί χορεύει στους ρυθμούς του ΤΤ.
 
Στο event του 2022, περισσότεροι από 30.000 επισκέπτες έδωσαν το παρών, όπως αποκαλύπτουν τα εισιτήρια των φέριμποτ που συνδέουν το νησί με Ιρλανδία και Βρετανία. 
 
Τα σεβαστά οικονομικά οφέλη του ΙΟΜΤΤ, οδήγησαν στη δημιουργία κι άλλων αγώνων μοτοσυκλέτας στο νησί, οι οποίοι κάποια στιγμή ενώθηκαν στο «φεστιβάλ μοτοσυκλέτας» που λαμβάνει χώρα σε ετήσια βάση τον Αύγουστο, και περιλαμβάνει το VMCC Rally, Festival of Jurby, το Classic TT, το Manx Grand Prix και το Manx Classic Trial.
 
Το ΙΟΜΤΤ είναι γνωστό και ως ο πιο επικίνδυνος αγώνας του κόσμου, με 265 αγωνιζόμενους να έχουν χάσει τη ζωή τους μεταξύ 1911 και 2022. Όμως στο θέμα της επικινδυνότητας του αγώνα μεγάλη σημασία έχει ο τόπος διεξαγωγής του, δηλαδή η Βρετανία. Μια χώρα με αυστηρή εφαρμογή του Κ.Ο.Κ. από τους οδηγούς στους δρόμους της και με εξίσου αυστηρή αστυνόμευση, με άριστα εξοπλισμένους και εκπαιδευμένους αναβάτες, μυημένους στην σημασία του ATGATT (All The Gear All The Time), με ελάχιστους -σε σχέση με χώρες της νότιας Ευρώπης- νεκρούς αναβάτες από τροχαία δυστυχήματα, και με μεγάλη κουλτούρα στα μηχανοκίνητα σπορ.
 
Έτσι, παρόλο που η διαμάχη για το αν θα πρέπει να καταργηθούν οι αγώνες Road Racing συνεχίζεται -και θα συνεχίζεται-, η κοινή γνώμη της Βρετανίας αποδέχεται την απόφαση των ενηλίκων Road Racers που καταλαβαίνουν τους κινδύνους, και όμως δεν αλλάζουν αυτή τη μορφή αγώνων με καμία άλλη.
 
Και αυτό, παρά τις εξαιρετικά χαμηλές απολαβές των αγωνιζομένων του ΙΟΜΤΤ σε σχέση με εκείνες των εργοστασιακών αναβατών WSBK &  MotoGP, και παρά το γεγονός πως οι κορυφαίοι εξ αυτών συμμετέχουν σε όλες τις κατηγορίες, τρέχοντας τέσσερις αγώνες σε τέσσερις διαδοχικές ημέρες με διαφορετικές μοτοσυκλέτες (Supersport, Supertwin, Superstock, Superbike), και… δύο ακόμα αγώνες μέσα στην ίδια ημέρα!
 
Οι αναβάτες του ΤΤ είναι πραγματικά μια διαφορετική ράτσα.
 
Επανέναρξη μετά από δύο χρόνια Κορωνοϊού
Το 2020 και το 2021 πέρασαν, και ήρθε το σωτήριο έτος 2022, όπου εξήλθαμε από την εποχή του Κορωνοϊού. Μεταξύ της Κυριακής 29 Μαΐου και της Παρασκευής 10 Ιουνίου, στο νησί του Man έλαβε χώρα το 101ο IOMTT, με τα δοκιμαστικά, τους 6 αγώνες μοτοσυκλέτας, και τους 2 sidecar.
 
Σημειώστε πως το ΙΟΜΤΤ του 2022 είχε μια σημαντική διαφορά από τα προηγούμενα event, που ακούει στο όνομα ΤΤ+. Έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία του, τα δοκιμαστικά και οι αγώνες του ΙΟΜΤΤ μεταδίδονταν τηλεοπτικά σε πραγματικό χρόνο, με το κοινό να μπορεί να τους δει με ένα συμβολικό αντίτιμο (20 ευρώ) μέσω διαδικτύου με smartphone / tablet / pc. 
 
Η μετάδοση έγινε πραγματικότητα με τη χρήση 22 καμερών στο έδαφος και 2 ακόμα σε ελικόπτερα.
 
Μια ακόμη διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια ήταν και η κατάργηση της κατηγορίας Zero TT με ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες.
 
Ας δούμε τι έγινε στα δοκιμαστικά, και σε κάθε έναν από τους 6 αγώνες μοτοσυκλέτας ξεχωριστά.
 
Δοκιμαστικά - 29/5-3/6
Τα δοκιμαστικά στο ΙΟΜΤΤ κρατούν 6 ημέρες, και φέτος έγιναν μεταξύ 29 Μαΐου και 3 Ιουνίου. 
 
Στα δοκιμαστικά των Superbikes, ταχύτερος απεδείχθη ο κάτοχος του ρεκόρ γύρου και θριαμβευτής τα προηγούμενα χρόνια Peter Hickman, με μέση ωριαία 132.874 μιλίων την ώρα, σε μια διαδρομή μάλιστα με αρκετά βρεγμένα σημεία!
 
Όμως εκείνος που ξεχώρισε και άφησε υποσχέσεις για να πρωταγωνιστήσει γενικότερα στο ΤΤ του 2022 -κάτι που δεν θα συνέβαινε τελικά- ήταν ο Michael Dunlop, που σημείωσε ταχύτερο χρόνο σε Superstock (129.299mph), Supersport (125.04mph) και Supertwin (120.303mph).
 
Στα δοκιμαστικά είχαμε και την πρώτη από συνολικά πέντε απώλειες αγωνιζομένων στο ΙΟΜΤΤ του 2022, με τον 29χρονο Mark Purslow να χάνει τη ζωή του στην περιοχή του Ballagarey.
 
Superbike TT - 4/6
Στον πρώτο αγώνα του 2022, ο Peter Hickman οδήγησε την κούρσα από την αρχή μέχρι το τέλος του 6ου γύρου, καβάλα στην BMW M 1000 RR του, σημειώνοντας συνολική μέση ωριαία 130.634 μιλίων την ώρα, παίρνοντας έτσι την 6η νίκη του στο ΤΤ. Δικός του ήταν και ο ταχύτερος γύρος αγώνα, με 133.461 μίλια την ώρα.
 
Να πούμε εδώ πως ο Βρετανός αναβάτης, που τερμάτισε 5ος στα Superbike του BSB το 2021, έχει ξεκινήσει να τρέχει στο ΤΤ από το 2014, ενώ πήρε την πρώτη του νίκη το 2018. To 2019 ανέβηκε σε άλλο επίπεδο, κατακτώντας 3 νίκες και 2 ακόμη βάθρα, για να γίνει ο αναβάτης που όλοι θεωρούν ως το μεγάλο φαβορί της εποχής του στους αγώνες Road Racing, διαδεχόμενος αναβάτες όπως ο Michael Dunlop, ο John McGuinness και ο Ian Hutchinson. 
 
Δεύτερος ήταν ο Dean Harrison, 39,9 δευτερόλεπτα πιο πίσω με Kawasaki ZX-10RR, και τρίτος ο Michael Dunlop με Suzuki GSX-R 1000.
 
Και μιας και μιλήσαμε στον πρόλογο για τον αειθαλή McGuinness, την πρώτη μέρα του ΙΟΜΤΤ 2022, ο "McPint" συμπλήρωσε 100 αγώνες στο νησί, γράφοντας το όνομα του με χρυσά γράμματα στα βιβλία της ιστορίας!
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
110Peter HickmanBMW M1000RR01:43:58.544130.634
22Dean HarrisonKawasaki ZX-10RR01:44:37.744129.819
36Michael DunlopSuzuki GSXR100001:44:56.171129.439
44Ian HutchinsonBMW M1000RR01:46:56.628127.009
51John McGuinnessHonda CBR1000RR-R SP01:47:07.411126.796
 
Supersport TT 1ος αγώνας - 6/6
Καβάλα στο Yamaha YZF-R6 του, ο Michael Dunlop πήρε την 20η του νίκη στο IOMTT, με ταχύτερο γύρο 129.475 μιλίων την ώρα, που αποτελεί νέο ρεκόρ κατηγορίας, ενώ έτσι έγινε μόλις ο τρίτος αναβάτης στην ιστορία του ΙΟΜΤΤ που ξεπερνά τις 20 νίκες, μετά τον Θείο Joey (Dunlop) και τον John McGuinness.
 
Μια σπουδαία νίκη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πόσο κοντά του βρέθηκε ο δεύτερος του αγώνα.
 
Μιλάμε για μια διαφορά μόλις 6 δευτερολέπτων (με τα περισσότερα εξ αυτών να προστίθενται στον τελευταίο γύρο) σε συνολικό χρόνο αγώνα 53 λεπτών και τριάντα δευτερολέπτων! Γλυκόπικρη δεύτερη θέση λοιπόν για τον Dean Harrison, με Kawasaki ZΧ-6R.
 
Τρίτος τερμάτισε ο Peter Hickman με την τρικύλινδρη Triumph Daytona 765 του, μόλις 3,5 δευτερόλεπτα μπροστά από τον 4ο Johnston. 
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
16Michael DunlopYamaha YZF-R653:31.953126.865
22Dean HarrisonKawasaki ZX-6R53:37.571126.643
310Peter HickmanTriumph Daytona 76554:07.008125.495
43Lee JohnstonYamaha YZF-R654:10.555125.358
55James HIllierYamaha YZF-R654:17.625125.086
 
Superstock TT - 6/6
Την ίδια μέρα που πήρε μια 3η θέση στα Supersport, ο Peter Hickman πήρε τη νίκη στον αγώνα Superstock, τη δεύτερη νίκη του για το 2022, οδηγώντας και πάλι την κούρσα από την αρχή μέχρι το τέλος, με τη δεύτερη M 1000 RR του ελάχιστα βελτιωμένη, σύμφωνα με τους κανονισμούς της κατηγορίας. Αξίζει να σημειωθεί η συνολική μέση ωριαία αγώνα των 130.552 μιλίων την ώρα, που ήταν ελάχιστα πιο αργή από τα 130.634 μίλια την ώρα που σημείωσε με το ακραία βελτιωμένο Superbike του! Αυτή ήταν η 7η νίκη του στο ΙΟΜΤΤ.
 
Δεύτερος κατετάγη ο Conor Cummins με Honda CBR1000RR-R, και τρίτος ήταν ο ομόσταυλος του Dave Todd, επίσης με CBR.
 
Ο Michael Dunlop τερμάτισε 5ος, ο Ian Hutchinson 7ος και ο John McGuinness 9ος, ενώ ο ταχύτερος γύρος πήγε στον Conor Cummins με 133.116 μίλια την ώρα.
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
110Peter HickmanBMW M1000RR52:01.236130.552
211Conor CumminsHonda CBR1000RR-R52:13.938130.023
38Davey ToddHonda CBR1000RR-R52:21.603129.706
42Dean HarrisonKawasaki ZX-10RR52:28.452129.424
56Michael DunlopHonda CBR1000RR-R SP52:40.930128.913
 
Supertwin TT - 8/6
Στα ελαφριά δικύλινδρα, ο Peter Hickman πήρε την τρίτη του νίκη για το ΙΟΜΤΤ του 2022, καβάλα σε ένα χειροποίητο Paton S1-R, που χρησιμοποιεί κινητήρα από Kawasaki ER-6 βελτιωμένο στα άκρα, με απόδοση 112 hp! Η ιταλική Paton, που ξεκίνησε από τον Giuseppe Pattoni, ανήκει πλέον στην επίσης ιταλική SC Project και δημιουργεί μοναδικές αγωνιστικές μοτοσυκλέτες, φτιαγμένες κατά παραγγελία.
 
Αυτή ήταν η πρώτη νίκη του Hicky σε αυτή την κατηγορία, κι η 8η του συνολικά στο ΙΟΜΤΤ. Ήταν μάλιστα ο μόνος αναβάτης που σημείωσε συνολική μέση ωριαία πάνω από 120 μίλια την ώρα, ενώ έκανε και τον ταχύτερο γύρο με 121.293 μίλια την ώρα.
 
Δεύτερος, ένα λεπτό και 40 δευτερόλεπτα πιο πίσω βρέθηκε ο Lee Johnston με το νέο Aprilia RS 660, ενώ τρίτος ήταν ο Paul Jordan με Kawasaki Z650.
 
Δυστυχώς, ο Michael Dunlop σταμάτησε στη διαδρομή για να κάνει κάποιες ρυθμίσεις στη μοτοσυκλέτα του, με αποτέλεσμα οι κριτές να του βγάλουν μαύρη σημαία και να αποκλειστεί από τον αγώνα.
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
110Peter HickmanPaton S1-R56:35.517120.006
23Lee JohnstonAprilia RS 66058:24.798116.265
38Paul JordanKawasaki Z65058:48.055115.498
49Pierre Yves BianPaton S1-R58:54.969115.272
54Michael RutterPaton S1-R59:00.969115.077
 
Supersport TT 2ος αγώνας - 10/6
O Michael Dunlop πήρε την 21η νίκη του στο IOMTT, για να γίνει ταυτόχρονα ο πιο επιτυχημένος αναβάτης της κατηγορίας των 600 κ.εκ., με 9 νίκες Supersport.
 
Για να πάρει όμως τη νίκη ο MD, χρειάστηκε να δώσει τιτάνια μάχη με τον Peter Hickman για ολόκληρη τη διάρκεια του αγώνα, για να καταφέρει να απομακρυνθεί από τον διώκτη του έστω και ελάχιστα στον δεύτερο και τελευταίο γύρο, τερματίζοντας 3.2 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hickman.
 
Τρίτος τερμάτισε ο Dean Harrison, με Kawasaki Z6-6R.
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
16Michael DunlopYamaha YZF-R635:29.154127.589
210Peter HickmanTriumph Daytona 76535:32.452127.391
32Dean HarrisonKawasaki ZX-6R35:53.800126.129
48Davey ToddHonda CBR600RR36:11.366125.108
59Jamie CowardYamaha YZF-R636:17.827124.737
 
Senior TT - 11/6
Στο Senior TT του 2022, αγώνα prestige όπου οι συμμετέχοντες αγωνίζονται με Superbike μοτοσυκλέτες, ο Peter Hickman έγινε μόλις ο τέταρτος αναβάτης στην ιστορία που κερδίζει τέσσερις αγώνες μέσα σε μια εβδομάδα στο ΙΟΜΤΤ. Αυτή ήταν η δεύτερη νίκη του στο Senior TT και η ένατη νίκη του συνολικά στο ΙΟΜΤΤ.
 
Ο Hicky ηγήθηκε του αγώνα από την αρχή, παραμένοντας πρώτος μέχρι τον τερματισμό. 
 
Σχεδόν 17 δευτερόλεπτα πιο πίσω, στη δεύτερη θέση τερμάτισε ο Dean Harrison, ενώ τρίτος ήταν ο Conor Cummins, μετά από σκληρή μάχη με τον Davey Todd.
 
Ο Glenn Irwin της Honda Racing UK, μπορεί να εγκατέλειψε τον αγώνα ενώ βρισκόταν στη δέκατη θέση, εντούτοις κατάφερε να πάρει το βραβείο του καλύτερου νεοεμφανιζόμενου αναβάτη στο ΙΟΜΤΤ του 2022.
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
110Peter HickmanBMW M1000RR01:44:56.494129.432
22Dean HarrisonKawasaki ZX-10RR01:45:13.412129.085
311Conor CumminsHonda CBR1000RR-R01:45:30.099128.745
48Davey ToddHonda CBR1000RR-R01:45:32.926128.687
56Michael DunlopSuzuki GSXR100001:47:15.918126.628
 
Το αποτέλεσμα του αγώνα Senior TT σημαίνει πως ο Peter Hickman κέρδισε το «Πρωτάθλημα Joey Dunlop» (που αφορά στο σύνολο των αγώνων του ΙΟΜΤΤ) με 111 βαθμούς, 22 βαθμούς μπροστά από τον Dean Harrison (89) με τον Michael Dunlop να κατατάσσεται τρίτος με 88 βαθμούς. Βλέπουμε έτσι πως παρά τις 2 νίκες του ο MD έχασε τη δεύτερη θέση για έναν μόλις βαθμό από τον Harrison που μπορεί να μην πήρε καμία νίκη, συγκέντρωσε όμως περισσότερους βαθμούς από τα βάθρα του.
Μεγάλος πρωταγωνιστής του ΤΤ 2022 ήταν λοιπόν ο Peter Hickman που πήρε την πρώτη του νίκη στο ΤΤ μόλις το 2018, για να κυριαρχήσει το 2019 και να κάνει υποχρεωτικό "διάλειμμα" 2 ετών. Φέτος επανήρθε το ίδιο ακμαίος -σα να μην πέρασε μια μέρα- εδραιώνοντας την κυριαρχία του στους αγώνες του νησιού. Ο Hicky είναι πλέον το απόλυτο φαβορί, και έχει τη δυνατότητα να γράψει τη δική του ιστορία ως ένας από τους πιο επιτυχημένους αγωνιζόμενους Road Racing.
 
Όσον αφορά στους ιδιώτες αγωνιζόμενους, το βραβείο πήγε στον Jamie Coward με 125 βαθμούς, η Kawasaki πήρε το βραβείο κατασκευαστή και η DAO Racing Kawasaki το βραβείο ομάδας. Κάπως έτσι, ένα ακόμη ΙΟΜΤΤ έφτασε στο τέλος του. Θα ακολουθήσει ξεχωριστό άρθρο για τις απώλειες αναβατών του αγώνα του 2022, ενώ σύντομα θα διαβάσετε μια αποκλειστική συνέντευξη του Peter Hickman στο ΜΟΤΟ, με πληροφορίες για την προετοιμασία που τον οδήγησε στον θρίαμβο του ΤΤ 2022.