Marc Marquez: Στατιστικά καριέρας. Η χειρότερη σεζόν, η φετινή και εκείνη του ’13. Ο στόχος για το μέλλον

Οι αριθμοί έχουν την δική τους αλήθεια
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

8/10/2019

Αυτή την στιγμή ο Marquez απέχει μονάχα μία νίκη για να ισοφαρίσει το ρεκόρ του Mick Doohan με 54 νίκες στην κορυφαία κατηγορία των GP, πράγμα που σημαίνει πως το πιο πιθανό, είναι φέτος όχι απλά να το ισοφαρίσει, αλλά και να το ξεπεράσει. Αμέσως μετά θα του μένει ο Giacomo Agostini με 68 νίκες και φυσικά ο Valentino Rossi που μέχρι στιγμής έχει σημειώσει 89 στην κορυφαία κατηγορία. Συνολικά ο Rossi κατέχει 115 νίκες στα GP, ο Agostini 122 και ο Marquez 79. Όμως ένα άλλο ρεκόρ έχει ήδη γραφτεί ανεξίτηλα, σχετικά με τις συνολικές νίκες και σε αυτό ο Marquez έρχεται δεύτερος με πολύ μικρή διαφορά από τον Valentino Rossi καθώς σημείωσε την 50η του νίκη φέτος στην Τσεχία, ως ο δεύτερος νεότερος στην ιστορία. Πρώτος ήταν ο Rossi, μόλις με τρεις ημέρες διαφορά! Ηλικιακά τους δύο αυτούς αναβάτες χωρίζουν 14 χρόνια και μία ημέρα. Ο Rossi γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1979 και ο Marquez 17 Φεβρουαρίου 1993. Οι ομοιότητες είναι πολλές, οι διαφορές τους επίσης.

Ο Marquez έγραψε 50 νίκες σε ηλικία 26 ετών και 168 ημερών, αντί για 165 ημέρες που το έκανε ο Rossi. Συνολικά όμως εκείνη την ημέρα συμπλήρωνε 76 νίκες σε όλες τις κατηγορίες, πράγμα που σημαίνει πως ισοφάριζε το ρεκόρ καριέρας του εννέα φορές παγκόσμιου πρωταθλητή, Mike Hailwood! Ο Marquez όμως έχει την πρωτιά για κάτι άλλο πιο σημαντικό, έφτασε πρώτος στην ιστορία του αθλήματος, τις συμμετοχές σε 200 αγώνες. Σε αυτούς τους αγώνες κατάφερε να έχει τις περισσότερες pole position από κάθε άλλο αναβάτη από το 1974 και μετά όταν και άρχισαν να καταγράφονται οι pole position. Αυτό σημαίνει πως από εδώ και πέρα, κάθε φορά που ο Marquez ξεκινά τον αγώνα από την πρώτη θέση της εκκίνησης, έχουμε και νέο ρεκόρ καριέρας.

Η χειρότερη χρονιά του Marquez ήταν η πρώτη του στην Moto2, το 2011, μία χρονιά που έχασε έναν βέβαιο τίτλο που κατέληξε στα χέρια του Stefan Bradl δίχως να απογειώσει την καριέρα του Γερμανού, μιας και όλοι συμφωνούσαν πως ο τίτλος αυτός έπρεπε να πάει στον Marquez. Η χρονιά τότε είχε ξεκινήσει αργά για τον Marquez, μιας και στους έξι πρώτους αγώνες το 2011 ο Bradl μετρούσε ήδη τέσσερις νίκες. Έχοντας τον τίτλο του παγκόσμιου στα 125 το 2010, ο Marc ήταν ήδη το φαβορί για τον τίτλο της Moto2 και οι έξι νίκες που έκανε στους επόμενους επτά αγώνες, εξηγούσαν ακριβώς αυτή την προσδοκία ενώ στην Ιαπωνία θα περνούσε μπροστά στην βαθμολογία από την δεύτερη θέση του βάθρου. Στην Αυστραλία ενεπλάκη σε ατύχημα στα δοκιμαστικά και χρεώθηκε με ποινή ενός λεπτού την οποία κάλυψε εντυπωσιακά κερδίζοντας την τρίτη θέση. Στον επόμενο αγώνα και ξανά στα δοκιμαστικά, ο Marquez είχε νέο ατύχημα, αυτή την φορά πιο σοβαρό και την Κυριακή του αγώνα κόπηκε από τους γιατρούς ενώ είχε εμφανιστεί στην πίστα για να ξεκινήσει από την τελευταία θέση. Η όρασή του ήταν τόσο άσχημη που δεν έτρεξε ούτε στον τελευταίο αγώνα στην Valencia και έτσι ο τίτλος πήγε στον Bradl. Από τότε ο Marquez συνεχίζει να πέφτει στις δοκιμές, είναι ο άνθρωπος που συμπληρώνει χρονιές με ρεκόρ πτώσεων χωρίς να χάνει τερματισμούς, πέφτει δηλαδή στις δοκιμές. Αλλά πέφτει εξαντλώντας τα όρια της πρόσφυσης και αφότου έχει γλιτώσει αμέτρητες άλλες που κανείς άλλος αναβάτης δεν θα είχε γλιτώσει. Εκείνη η χρονιά, όπως αργότερα θα σχολίαζε ο ίδιος σε μία του συνέντευξη, ήταν μία από τις χρονιές που τον ωρίμασε απότομα. Η επόμενη που θα τον ωρίμαζε ακόμη περισσότερο δεν είχε έρθει ακόμη, θα ερχόταν το 2015… Δικά του λόγια αυτά περί ωρίμανσης, ούτε ένα μήνα πριν, όταν προσπαθούσε να πει τα λιγότερα που θα μπορούσε για το τι ακριβώς συνέβη στην Q2 στο Misano…

Όταν ξεκίνησε να τρέχει στα GP, το 2008, ήταν αυτομάτως ο νεαρότερος Ισπανός αναβάτης που πήρε pole position και ανέβηκε σε βάθρο σε παγκόσμιο πρωτάθλημα ταχύτητας. Αυτό έλεγε πολλά εκείνη την στιγμή, μιας και η Ισπανία είναι χώρα με τεράστια μοτοσυκλετιστική ιστορία. Αυτή την στιγμή μονάχα ένας Ισπανός, ο Angel Nieto, έχει περισσότερους τίτλους από τον Marguez συνολικά σε όλες τις κατηγορίες. Από το 1969 έως και το 1984 ο Nieto είχε κερδίσει 13 πρωταθλήματα βάζοντας μαζί και τα 50άρια... Φέτος ο Marquez είχε μία από τις καλύτερες σεζόν της ζωής του, μάλλον την καλύτερη παρόλο που υπάρχει και το απίστευτο 2014. Από την στιγμή που φέτος πήρε τις περισσότερες νίκες από κάθε άλλο, προς το παρόν είναι 8, ενώ έχει ανέβει στο βάθρο 13 φορές και έχει εννέα pole position, με την σεζόν να μην έχει ολοκληρωθεί.

Αν υπολογίσουμε μονάχα τους παγκόσμιους τίτλους της κορυφαίας κατηγορίας, μαζί με αυτόν που μόλις κέρδισε, τότε ο Marquez έχει έξι τίτλους σε μία επταετία, σπάζοντας το αντίστοιχο ποσοστό του Rossi την περίοδο 2001-2006 και του Agostini την περίοδο 1967-1972. Σε επτά χρόνια, Agostini και Rossi είχαν πέντε τίτλους, ο Marquez έχει έξι. Εξαίρεση –ποια άλλη- η χρονιά 2015.

Αυτή την στιγμή ο Marquez δεν έχει ξεπεράσει τον ρυθμό νικών αγώνων σε οκτώ διαδοχικές σεζόν που κατέχει ο Rossi. Είναι όμως κοντά στο να το κάνει και έχει ήδη ισοφαρίσει τους Giacomo Agostini και Angel Nieto αν μετρήσεις τις νίκες του σε εύρος πέντε σεζόν. Αν όμως ανοίξεις την ψαλίδα σε όλες τις κατηγορίες των GP τότε μέσα σε μία δεκαετία ο Marquez έχει καλύτερα στατιστικά νικών, με τουλάχιστον πέντε νίκες σε κάθε σεζόν, κερδίζοντας τον Mike Hailwood που είχε σημειώσει τουλάχιστον πέντε νίκες σε κάθε κατηγορία μέσα σε μία επταετία, από το 1961 έως και το 1967. Το 2014 ο Marquez πέρασε το ρεκόρ συνεχόμενων νικών του Rossi από το 2002 με επτά νίκες, και σημειώνοντας δέκα μπήκε στην πρώτη θέση με Doohan και Agostini όταν μετράς μία σεζόν. Αν μετρήσεις δύο και τρεις σεζόν συνεχόμενες ο αριθμός αλλάζει, αλλά τότε έτρεχαν και έξι αγώνες όλη την χρονιά.

Στα MotoGP που φέτος πήρε τον έκτο τίτλο, ο Marquez έχει συμμετάσχει μόνο με Honda. Αυτό τον κάνει τον πιο πετυχημένο αναβάτη της κορυφαίας κατηγορίας με ιαπωνική μοτοσυκλέτα, ξεπερνώντας τον Mick Doohan!

Με τον τίτλο αυτό ο Marquez κατατάσσεται από τώρα, στα 26 του, έκτος σε σύνολο παγκόσμιων τίτλων αλλά πρακτικά τέταρτος: Πρώτος είναι ο Giacomo Agostini με 15, δεύτερος ο Angel Nieto με 13 και στην τρίτη θέση με εννέα πρωταθλήματα ισοφαρίζουν ο Carlo Ubbiali, Mike Hailwood και Valentino Rossi. Όταν και αν ο Marquez φτάσει τους δέκα τίτλους, θα είναι ο τρίτος στην ιστορία της μοτοσυκλέτας με τέτοια συγκομιδή. Κι έχει μπροστά του τον χρόνο για να μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν οι πιθανότητες για να γίνει ο Ν1 σε συγκομιδή τίτλων… Αν όμως δει κανείς τους τίτλους μονάχα στην κορυφαία κατηγορία των MotoGP, τότε ο Marquez είναι πίσω μονάχα από τον Rossi και τον Agostini.

Οι πιθανότητες φαίνονται και από ένα άλλο ρεκόρ: Ο Marquez είναι ο νεότερος στην ιστορία του αθλήματος που έφτασε τους οκτώ τίτλους αλλά και ο νεότερος που καταφέρνει τους έξι τίτλους στην μεγάλη κατηγορία. Αυτά είναι δύο διαφορετικά ρεκόρ. Ο Hailwood ήταν 27 όταν έφτασε τους οκτώ τίτλους ενώ ο Agostini ήταν 29 όταν έφτασε τους έξι τίτλους στην μεγάλη κατηγορία, από τους 15 συνολικά. Άλλους δύο έκανε ο Agostini στα 500 τότε. Είχε ήδη επτά στα 350, την αντίστοιχη Moto2 σήμερα.

Όταν ο Marquez πήγε στην Repsol Honda αντικαθιστώντας τον Casey Stoner ήταν ένα δευτερόλεπτο αργότερος από τον Pedrosa κατά την πρώτη δοκιμή της μοτοσυκλέτας στην Valencia. Στην Sepang όμως, στην πρώτη δοκιμή του 2013, την πρώτη του δηλαδή σεζόν στα MotoGP ήταν ταχύτερος του Rossi και αργότερος από Lorenzo κατά την πρώτη ημέρα.

Στον πρώτο του αγώνα στα MotoGP, στο Qatar, έκανε ταχύτερο γύρο και ανέβηκε και στο βάθρο. Ήταν ήδη ένα από τα ονόματα για τον τίτλο, με την εμφάνισή του και μόνο και τον αγώνα τότε είχε κερδίσει ο Rossi. Στις ΗΠΑ θα ερχόταν η πρώτη του νίκη σε μία πίστα που έτρεχαν όλοι για πρώτη φορά και που από τότε δεν έχει κερδίσει κανείς ποτέ. Στατιστικά ο Rossi είναι πιο πετυχημένος σε συνεχόμενες νίκες στην ίδια πίστα, τουλάχιστον ακόμη, μιας και το κοντέρ του Marquez τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Γερμανία, ακόμη γράφει. Τότε όμως, όταν έκανε εκείνη την νίκη στις ΗΠΑ, ήταν ο νεότερος σε ηλικία αναβάτης που ανεβαίνει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου, στην μεγάλη κατηγορία. Επί τριάντα χρόνια το ρεκόρ αυτό το κρατούσε ο Freddie Spencer που κέρδισε το 1982 στα 500 έχοντας γεννηθεί το ’61 και έχοντας ξεκινήσει τους αγώνες στην μεγάλη κατηγορία το 1980.

Το ρεκόρ του νεότερου νικητή το κατέχει ακόμη ο Marquez όμως ο Fabio Quartararo του έκλεψε το ρεκόρ του νεαρότερο pole-man που κατείχε ο Marquez από την ίδια χρονιά, πίσω στο 2013 στις ΗΠΑ. Ο εικοσάχρονος Quartararo, ακόμη κι αν κέρδιζε στον προηγούμενο αγώνα, όπως έφτασε πολύ κοντά να κάνει, δεν θα μπορούσε να κλέψει τον τίτλο του νεαρότερου νικητή στην ιστορία, για ελάχιστες ημέρες. Ο Marquez έχει βέβαια πάρα πολλούς νέους αναβάτες που στο σύντομο μέλλον θα μπορούσαν να του πάρουν αυτή την πρωτιά, δεν αναμένεται να κρατήσει το συγκεκριμένο ρεκόρ τόσο μεγάλο διάστημα, όπως άντεξε του Freddie Spencer.

Στον επόμενο αγώνα, εκείνης της πρώτη του σεζόν στα GP, ο Marquez τερμάτισε δεύτερος πίσω από τον Pedrosa έχοντας ξεκινήσει τρίτος τον αγώνα και στην Γαλλία πήρε άλλη μία pole position, οριακά πιο αργός από τον Lorenzo. Εκείνος ο αγώνας θα ξεκινούσε άσχημα αλλά στο τέλος θα κατάφερνε να ανέβει στο βάθρο την τελευταία στιγμή και έτσι μέσα στους τέσσερις πρώτους αγώνες θα είχε ανέβει τέσσερις φορές στο βάθρο, ισοφαρίζοντας ένα ρεκόρ που λίγοι θυμόντουσαν πως κρατούσε ο Max Biaggi από το 1998! Τότε ήταν άλλο ένα παιδί – θαύμα, η ιστορία έδειξε πως ο Marquez θα γινόταν μεγαλύτερο…Βέβαια στον επόμενο αγώνα στο Mugello έπεσε από την αρχή κόβοντας το σερί αυτό, σε ένα τριήμερο συνεχών πτώσεων, στοιχειώνοντας στο μυαλό του τον ιταλικό αγώνα… Έπρεπε να έρθει η σειρά της έδρας του, στην Καταλονία για να επιστρέψει στο βάθρο, ενώ στην Ολλανδία όλοι πλέον μιλούσαν για τον επόμενο πρωταθλητή, τερμάτισε τρίτος έχοντας σπάσει νωρίτερα δύο δάχτυλα, ένα στο πόδι κι ένα στο χέρι! Στο Sachsenring πήρε την νίκη από την αρχή και από τότε κερδίζει συνεχόμενα ως σήμερα, ενώ αμέσως μετά σταμάτησε τον χρόνο, όταν στην Laguna Seca προσπέρασε τον Rossi με τον ίδιο τρόπο που εκείνος είχε κάνει το 2008 στον Stoner. Από εδώ και πέρα ήταν κατήφορος για εκείνον κι έφτασε στον τελευταίο αγώνα με μία προ-πορεία 13 βαθμών στο πρωτάθλημα. Τερμάτισε τρίτος και πήρε τον τίτλο…

Η πρώτη αυτή σεζόν το 2013, φανερώνει κάτι σπουδαίο, είναι χαρακτηριστική της πορείας του μιας και τίποτα δεν του χαρίστηκε, τίποτα δεν ήρθε τυχαία. Όταν έσπαγε κόκκαλα συνέχιζε να αγωνίζεται πιο σκληρά, όταν έπεφτε μετέτρεπε την πτώση σε γνώση για το όριο, κι απλά πήγαινε αυτό το όριο ένα βήμα πιο πέρα. Ίσως από τους πιο χαρακτηριστικούς αγώνες της σεζόν, να ήταν εκείνος του Brno και όχι της προσπέρασης της Laguna Seca. Κι αυτό γιατί ο Marquez πάλεψε απίστευτα με τον Lorenzo, προσπέρασε τον Rossi και δεν ησύχασε μέχρι και το τέλος του αγώνα από την μάχη με τον Lorenzo. Κέρδιζε τότε τον τέταρτο αγώνα συνεχόμενο, πράγμα που δεν είχε ξανά κάνει κάποιος από το 2008 και τον Valentino Rossi. Αν μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε πείσει κάποιον πως ήταν το επόμενο μεγάλο όνομα, εκείνος ο αγώνας στην Τσεχία θα έστελνε το μήνυμα σε όλους. Στην Αγγλία θα κατέστρεφε τον ώμο του. Κι αυτό γιατί αγωνίστηκε κανονικά, αντί να χάσει τον αγώνα όπως και θα έπρεπε μετά από τραυματισμό που είχε στις δοκιμές. Κι όχι μόνο αγωνίστηκε αλλά πάλεψε με τον Lorenzo ξανά και τελικά βγήκε δεύτερος. Την ζημιά στον ώμο την είχε ήδη κάνει. Από τότε αρκεί ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη για να βγει από την θέση του, όπως είχε γίνει κατά τους πανηγυρισμούς για τον έβδομο τίτλο πέρσι, με φυσικό αυτουργό τον κολλητό του φίλο, εκρηκτικό, Redding.

Παρατηρώντας τις σεζόν από το 2017 και μετά, ο ανταγωνισμός στα GP ανεβαίνει κατακόρυφα μέχρι και πέρσι, με τον Marquez όμως να καταφέρνει πάντοτε να κάνει μεγαλύτερη πρόοδο, μέχρι και φέτος που η σύγκριση με τους υπόλοιπους απλά δεν υφίσταται. Το μοναδικό πρόβλημα του Marquez αυτή την στιγμή, όπως μόνος του σκιαγράφησε και σήμερα σε συνέντευξη που έδωσε στην ισπανική τηλεόραση – δύο ημέρες μετά την ανακήρυξή του σε παγκόσμιο πρωταθλητή και για φέτος, είναι πως έχει δείξει το επίπεδο εξέλιξης. Του χρόνου θα είναι δύσκολο να πραγματοποιήσει ένα αντίστοιχα μεγάλο βήμα με αυτό που έπραξε αυτή την σεζόν, ενώ οι υπόλοιποι έχουν περιθώρια βελτίωσης.

Στη ανασκόπηση της καριέρας του μέσα από τα νούμερα, μπορεί να βρει ο καθένας την αλήθεια που θέλει, άλλωστε η στατιστική για αυτό δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί τους πάντες, όμως κανείς δεν μπορεί να τον χαρακτηρίσει τον καλύτερο αναβάτη, τουλάχιστον όχι ακόμη. Τις προηγούμενες δεκαετίες κέρδιζες πρωτάθλημα ακόμη και με έξι αγώνες, ή έτρεχες και σε διαφορετικές κατηγορίες μαζεύοντας νίκες. Δεν ήταν το ίδιο, τίποτα δεν ήταν το ίδιο για να μπορεί να γίνει μία σύγκριση με τους παλιούς, αυτό είναι κάτι που θα το δεις να συμβαίνει μονάχα σε ελαφριά συζήτηση, κυρίως ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει τους αγώνες πέρα από την γραμμή τερματισμού. Και γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο αν αναλογιστείς πως μπορεί τότε να έτρεχες σε πολλές κατηγορίες και λίγους αγώνες αλλά έκανες και άλλα πράγματα εκτός από το να είσαι αγωνιζόμενος και σίγουρα δεν είχες λύσει στο βιοποριστικό σου πρόβλημα στα 23, 25, 26 έστω και τα τριάντα σου, έχοντας ήσυχο μυαλό και επικεντρώνοντας σε ένα στόχο!

Ο Freddie Spenser πηγαίνει σε track days έχοντας φτάσει κοντά εξήντα και μου το έχει πει, κατάμουτρα με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, πως αν δεν το κάνει δεν θα μπορέσει και να ζήσει. Αναγκάζεται να δουλεύει και τώρα, παρά την λαμπρή καριέρα, κάτι που ακόμη και ο Lorenzo, έχει λύσει στην ζωή του από τώρα! Για οποιονδήποτε λοιπόν θέλει να μιλήσει για νούμερα, ας κρατηθεί μονάχα από αυτή την λεπτομέρεια. Ας κατανοήσουμε κάτι που δεν το συζητά κανείς και ποτέ, και μονάχα αν μιλήσεις με τους παλιούς θα το καταλάβεις. Με τους ανθρώπους που δεν προετοιμάζονταν για τον αγώνα κάνοντας γιόγκα το πρωί, γυμναστική και κολύμβηση, τρώγοντας μονάχα τα καλύτερα φρούτα και το καθαρότερο κρέας, που ανησυχούσαν για το αν θα έχουν να πληρώσουν το νοίκι, και δούλευαν και ως μηχανικοί ακόμη, ανάμεσα στις σεζόν του παγκοσμίου. Ας κατανοήσουμε αυτή την βασική διαφορά που έχουν τώρα οι πρώτοι των πρώτων (όχι όλοι), πριν πάμε σε δημοφιλείς λεπτομέρειες όπως το πώς ήταν τα ελαστικά τότε, ή τις ταχύτητες με τις οποίες μπαίνουν στις στροφές οι σημερινές μοτοσυκλέτες. Την πληθώρα των αγώνων που έχουν τώρα οι σεζόν, τις λεπτομέρειες των ηλεκτρονικών και όλα αυτά τα τόσο σύνθετα, τόσο δύσκολα που ένα τυχαίο σχόλιο δεν μπορεί εύκολα να συμπεριλάβει. Ναι αλλά τα 500άρια είχαν άλογα θα πει κανείς και τότε ήθελες θάρρος και άλλα τέτοια… μην τα ακούσει αυτά ο Freddie Spenser όμως, που θα σου πει πως και για μπύρες πήγαιναν τότε και πιο χαλαρά ήταν τα πράγματα στο τέλος της ημέρας. Μία σύγχρονη MotoGP με τα πλέον εξελιγμένα ηλεκτρονικά είναι απείρως πιο κουραστική από τα τόσο δύσκολα, τόσο επικίνδυνα πεντακοσάρια. Το λέει ο Spenser αυτό και οφείλουμε να μην πεταχτούμε με ένα «ναι αλλά…» όταν μιλάει. Τα νούμερα λοιπόν δεν θα πουν την αλήθεια, αλλά θα θέσουν το δικό τους όριο. Τόσα πρωταθλήματα για να είσαι νούμερο ένα ή δύο, τόσες pole-postion, τόσες νίκες σε μία σεζόν κτλ... κι ας τρέχαμε κάποτε και με άλογα σκέτα. Δεν έχει σημασία ο τρόπος για μία κατάταξη με βάση τα νούμερα.

Για να μην γίνει δύσκολο μπορείς μονάχα να κοιτάξεις την πρώτη του σεζόν στα MotoGP το 2013, εκεί που ο Marquez πάλεψε όσο κανείς άλλος, βλέπεις πως έχει την στόφα για να γίνει ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών με βάση ΚΑΙ των αριθμών. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα το καταφέρει. ΟΥΤΕ και μπορεί να το πει κανείς αυτή την στιγμή! Είναι πολύ πιθανό, είναι ίσως το πιθανότερο αν θέλετε πως θα φτάσει αυτό τον τίτλο κάποια στιγμή, αλλά και ο Rossi θα έπρεπε να έχει τώρα δέκα τίτλους με βάση την πεποίθηση και τις πιθανότητες, έπαιξε βέβαια και ο Marquez ρόλο σε αυτό. Σκέτοι αριθμοί δεν λένε όλη την αλήθεια, άλλωστε με βάση τους σκέτους αριθμούς ο Rossi είναι πιο μπροστά από τον Marquez. Μπορείς να μετρήσεις του πόντους καριέρας συνολικά για παράδειγμα, και ο Rossi βγαίνει με πάνω από τους διπλάσιους. Τα περισσότερα βάθρα σε μία σεζόν; Τα έχει πάλι ο Rossi, έχει φτάσει τα 16 και έχει και σεζόν με 12 και με 11, ο Marquez έκανε δέκα το 2014 και τώρα είναι ήδη στα εννιά.

Με λίγα λόγια θα πρέπει να περάσουν άλλα δέκα χρόνια από τώρα για να μείνει μονάχα η αλήθεια των αριθμών. Όμως για αυτή αγωνίζεται τώρα ο Marquez. Για αυτό τον λόγο θα συνεχίσει στους επόμενους φετινούς αγώνες να προσπαθεί για την πρώτη θέση στην εκκίνηση και την νίκη. Στόχος του είναι να ανακηρυχθεί ο καλύτερος όλων των εποχών με βάση τους αριθμούς, παλεύοντας με το σήμερα…

 

UPDATE 10/10/2019:

Με ένα πλούσιο Δελτίο Τύπου, η ελληνική αντιπροσωπεία Αφοι Σαρακάκης ΑΕ, παρουσιάζει την καριέρα του πολλάκις παγκόσμιου πρωταθλητή Marc Marquez, συνοπτικά έως σήμερα. Δείτε με επικεφαλίδες ανα χρονικές περιόδους, όσα αναλύσαμε και παραπάνω:
 

Η συναρπαστική καριέρα του Marc Marquez, από την Cervera μέχρι την κατάκτηση του 8ου τίτλου

Τα πρώτα βήματα (1993-2000)

Στις 17 Φεβρουαρίου 1993, ένας μελλοντικός πρωταθλητής γεννήθηκε στη Lleida της Ισπανίας. Ο Marc έχει ζήσει όλη του τη ζωή στην Cervera, μία μικρή πόλη όπου μένει με τους γονείς και τον αδελφό του Alex.

Στην ηλικία των 4 ετών, ο Marc ζήτησε μία μοτοσυκλέτα ως δώρο Χριστουγέννων, και υποστηριζόμενος από βοηθητικές ρόδες βίωσε την πρώτη του εμπειρία σε δύο τροχούς. Μόλις ένα χρόνο αργότερα άρχισε να ασχολείται με το Enduro για παιδιά.

Μέχρι το 2000 συμμετείχε ήδη σε αγώνες Motocross, τερματίζοντας δεύτερος εκείνη τη χρονιά, πριν κατακτήσει το Καταλανικό Πρωτάθλημα τη επόμενη χρονιά.

Από το χώμα στην άσφαλτο (2000-2007)

Το 2002, ο Marc τερμάτισε τρίτος στο Conti Cup έχοντας αρχίσει να επικεντρώνεται σε αγώνες δρόμου. Δύο χρόνια αργότερα δοκίμασε μία Honda 125 GP και αμέσως εντυπωσιάστηκε.

Τη σεζόν του 2005, ο Marquez ένωσε τις δυνάμεις του με τον Emilio Alzamora, Παγκόσμιο Πρωταθλητή 1999 στην κατηγορία 125κ.εκ. με Honda, κερδίζοντας το Καταλανικό Πρωτάθλημα 125cc όπως και το Catalan Supermotard Championship 85cc.

Το 2006 έτρεξε τους πρώτους αγώνες του στο Πρωτάθλημα της Ισπανίας CEV και παρόλο που δεν κατάφερε να πάρει τον τίτλο, οι επιδόσεις του ήταν εντυπωσιακές, ενώ για το 2008 κέρδισε μία πλήρη συμμετοχή στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα των 125κ.εκ.

Ντεμπούτο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (2008)

Ο Marc έκανε το ντεμπούτο του με την Repsol KTM Team το 2008 και στον έκτο μόλις αγώνα του, το Βρετανικό Grand Prix, πέτυχε το πρώτο ορόσημο της καριέρας του στους αγώνες μοτοσυκλετών, τερματίζοντας 3ος και έγινε ο νεότερος αναβάτης που είχε ανέβει ποτέ σε βάθρο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος.

Το 2009, παρέμεινε στην ίδια ομάδα της Repsol με τον αρ. 93 προς τιμήν της χρονολογίας γέννησής του, και κατάφερε να εντυπωσιάσει τους πάντες με το ταλέντο του. Τερματίζοντας στη πρώτη πεντάδα σε όλους σχεδόν τους αγώνες, ο Marquez είχε προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον όλων για την επόμενη χρονιά.

Η πρώτη νίκη σε GP και ο πρώτος Τίτλος Παγκοσμίου Πρωταθλήματος (2010)

Το 2010 ο Marquez προσχώρησε στη ομάδα της Ajo Motorsport οδηγώντας μία Derbi, και ήδη πριν ξεκινήσει η σεζόν είχε σημειώσει ρεκόρ, έχοντας προσαρμοστεί άριστα τόσο με τη νέα μοτοσυκλέτα όσο και με τη νέα ομάδα. Από εκεί και μετά, συνέχισε δυνατά και πήρε την πρώτη νίκη της καριέρας του στο Mugello, ενώ ακολούθησαν αρκετές ακόμα νίκες. Έχοντας διατηρήσει το βαθμολογικό προβάδισμα έναντι του διεκδικητή του τίτλου Nico Terol, ο Marquez ξεκίνησε τον τελευταίο γύρο ως φαβορί του πρωταθλήματος και κατάφερε να πάρει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2010 στα 125κ.εκ., σε ηλικία 17 ετών με 10 νίκες και 12 poles.

2ος στο Moto2 την πρώτη του χρονιά (2011)

Ο Marquez μετακινήθηκε στη νέα κατηγορία Moto2 για το 2011 έχοντας κατακτήσει τον τίτλο στα 125κ.εκ. με μία επίλεκτη ομάδα από τεχνικούς και μηχανικούς με εμπειρία σε πρωταθλήματα Moto2 και MotoGP. Μετά από ένα περιπετειώδες ξεκίνημα, ο Marquez ανέκαμψε και ρίχτηκε στη μάχη για την κατάκτηση του τίτλου. Ενώ απέμεναν μόλις μερικοί γύροι, είχε καλύψει τη διαφορά των 82 βαθμών από τον πρώτο του πρωταθλήματος Stefan Bradl, αλλά μία πτώση στην 1η ελεύθερη δοκιμή για τον αγώνα της Μαλαισίας τον άφησε εκτός αγωνιστικής πίστας στα δύο τελευταία GP, αναγκάζοντάς τον να παραιτηθεί από τις ελπίδες για πρωτιά. Οι επτά νίκες, τρεις δεύτερες θέσεις και μία τρίτη θέση χάρισαν στον Marc τον τίτλο του Rookie of the Year και τη δεύτερη θέση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Moto2.

Παγκόσμιος Πρωταθλητής Moto2 (2012)

Μετά από μία δύσκολη περίοδο ανάρρωσης εκτός αγωνιστικής περιόδου λόγω τραυματισμών, ο Marquez κατάφερε να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να κερδίσει στον πρώτο γύρο της σεζόν. Η καλή του φόρμα συνεχίστηκε και πήρε οκτώ νίκες (σε Κατάρ, Πορτογαλία, Ολλανδία, Γερμανία, Ινδιανάπολη, Τσεχία, Σαν Μαρίνο και Ιαπωνία), δύο δεύτερες θέσεις (Καταλονία και Μ. Βρετανία) και δύο τρίτες θέσεις (Χερέθ και Αραγονία) φιλοδοξώντας να πάρει το πρωτάθλημα. Το προβάδισμα που απέκτησε σε όλη τη διάρκεια της σεζόν του επέτρεψε να διασφαλίσει τον τίτλο στην Αυστραλία, όπου στέφθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής Moto2 για το 2012.

Παγκόσμιος Πρωταθλητής MotoGP (2013)

Υπήρχαν τεράστιες προσδοκίες για τον Marquez τη πρώτη του σεζόν στο MotoGP και γρήγορα απέδειξε ότι μπορούσε να αναμετρηθεί με την ελίτ της κατηγορίας. Ο νεαρός Ισπανός κέρδισε το πρώτο του βάθρο στον πρώτο αγώνα. Στο Austin στις 21 Απριλίου 2013, πέτυχε την πρώτη του pole position και κατέγραψε την πρώτη νίκη σε MotoGP μόλις στον δεύτερο αγώνα του και έγινε ο νεότερος αναβάτης όλων των εποχών που κέρδισε σε GP της μεγάλης κατηγορίας, σε ηλικία 20 ετών και 63 ημερών, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Freddie Spencer (20 ετών και 196 ημερών).

Ο Marquez συνέχισε να εντυπωσιάζει με τις pole positions και συνεχείς αναμετρήσεις για μία θέση στο βάθρο, έχοντας συχνά απέναντί του τον teammate του Dani Pedrosa και τον Jorge Lorenzo. Στη Γερμανία, κυριάρχησε στον αγώνα και ανέκτησε το προβάδισμά του στο Πρωτάθλημα, συνεχίζοντας το σερί επιτυχιών, κερδίζοντας στη Laguna Seca—και έγινε ο πρώτος rookie που πήρε νίκη εκεί στη μεγάλη κατηγορία μοτοσυκλετών και ο νεότερος αναβάτης που πέτυχε back-to-back αγωνιστικές νίκες στη μεγάλη κατηγορία, σε ηλικία 20 ετών και 154 ημερών, καταρρίπτοντας ένα ακόμα ρεκόρ του Freddie Spencer (21 ετών και 104 ημερών – GP Ν. Αφρικής και Γαλλίας – 1983). Κέρδισε και πάλι στην Ινδιανάπολη, και έγινε ο πρώτος premier-class rookie με τρεις συνεχόμενες νίκες από την εποχή του Kenny Roberts το 1978 (Αυστρία, Γαλλία και Mugello).

O Marc κατέκτησε την τέταρτη συνεχόμενη νίκη του στο Brno, και έγινε ο πρώτος αναβάτης από τότε που ο Valentino Rossi το 2008 είχε καταγράψει πάνω από τέσσερις συνεχόμενες νίκες στη μεγάλη κατηγορία GP. Όλα ξεκαθάρισαν στον τελευταίο αγώνα της χρονιάς με τον Jorge Lorenzo και Marc Marquez να τους χωρίζουν μόλις 13 βαθμοί καθώς παρατάχθηκαν στη σχάρα εκκίνησης την Κυριακή. Οδηγώντας ένα ώριμο αγώνα ώστε να τερματίσει 3ος, ο Marquez διασφάλισε την πρώτη του νίκη στο πρώτο του Παγκόσμιο Πρωτάθλημα MotoGP στην ‘παρθενική’ του σεζόν και σηματοδότησε το ξεκίνημα μιας νέας εποχής.

Συνεχόμενοι Τίτλοι στο MotoGP (2014)

Ο Marc έσπασε το πόδι του κατά τη διάρκεια προπόνησης μετά την πρώτη του δοκιμή στο Sepang το 2014 με αποτέλεσμα να μείνει εκτός της δεύτερης δοκιμής στο Sepang, χάνοντας ακόμα και τη δοκιμή στο Phillip Island. Έφτασε στο Κατάρ για τον πρώτο γύρο έχοντας ανακάμψει πλήρως μόλις τρεις ημέρες νωρίτερα, αλλά πήρε pole position στις χρονομετρημένες δοκιμές και κέρδισε μετά από μία επική μάχη με το Rossi. Στο Austin, ο νεαρός Ισπανός ήρθε πρώτος σε όλα τα session και κέρδισε στον αγώνα. Στην Αργεντινή, επικράτησε σε όλα τα session, πλην της πρώτης ελεύθερης δοκιμής και κέρδισε για μία ακόμα φορά στον αγώνα. Με τρεις συνεχείς νίκες, ο Marc είχε πάρει φόρα. Συνέχισε τις σαρωτικές εμφανίσεις του μέχρι τη μέση της σεζόν, κερδίζοντας στη Γερμανία και στη συνέχεια έκανε το 10 στα 10 με τη νίκη του στην Ινδιανάπολη μετά την καλοκαιρινή διακοπή. Ωστόσο, δεν πέτυχε το 11 στα 11 και στο Brno, ο teammate του Dani πήρε τη νίκη με τον Marc να τερματίζει τέταρτος.

Φτάνοντας στην Ιαπωνία με προβάδισμα 75 βαθμών, θα μπορούσε να διασφαλίσει τον τίτλο εάν τερμάτιζε μπροστά από τον Pedrosa και έχασε με διαφορά μέχρι τριών βαθμών από το Rossi και 15 από τον Lorenzo. Η 2η θέση στο Motegi και οι 20 βαθμοί που του απέφερε, του χάρισαν το δεύτερο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο MotoGP, ενώ έγινε ο πρώτος αναβάτης της Honda που εξασφάλιζε έναν παγκόσμιο τίτλο —ανεξαρτήτως κατηγορίας —στο σιρκουί του Motegi. Επίσης έγινε ο νεότερος αναβάτης όλων των εποχών που κατακτούσε δύο συνεχόμενα Παγκόσμια Πρωταθλήματα στη μεγάλη κατηγορία σε ηλικία 21 ετών και 237 ημερών, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Mike Hailwood, ο οποίος ήταν 23 ετών και 152 ημερών όταν απέσπασε τον δεύτερο συνεχόμενο τίτλο του στα 500κ.εκ. το 1963.

Μία χρονιά προκλήσεων (2015)

Το 2015 ήταν η τρίτη χρονιά του Marc στο MotoGP, και αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη από τις προηγούμενες. Μετά τους πρώτους αγώνες που δεν πήγαν όπως περίμενε, ο Marquez σημείωσε μία θεαματική επίδοση στο ισπανικό GP μειώνοντας τη βαθμολογική διαφορά του με μία επάξια κερδισμένη δεύτερη θέση, αλλά η έλλειψη σταθερότητας τους επόμενους γύρους τον επιφόρτισε με πολλή δουλειά.

Ο Marc επισφράγισε ένα τέλειο σαββατοκύριακο στη Γερμανία, σημειώνοντας νέο ρεκόρ καθοδόν για τη νίκη, μετά το ρεκόρ pole-position και κέρδισε για μία ακόμα φορά στην Ινδιανάπολη. Με αυτές τις δύο συνεχόμενες νίκες κατάφερε να μειώσει τη διαφορά του στους 56 βαθμούς πίσω από το Rossi. Οι εγκαταλείψεις του σε Σίλβερστοουν και Αραγονία διέλυσαν τις ελπίδες του για τον τίτλο και από εκεί και μετά ο Marquez εστίασε την προσοχή του στο να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερες νίκες το υπόλοιπο της χρονιάς. Ολοκλήρωσε τη σεζόν του 2015 με μία δεύτερη θέση στο GP της Βαλένθια και βρέθηκε στην τρίτη θέση γενικής κατάταξης, αλλά έχοντας αποκομίσει πολλά πολύτιμα μαθήματα.

#GiveMe5 (2016) – 5ος Τίτλος

Ο Marquez ξεκίνησε την προσπάθειά του στην τέταρτη χρονιά του στο MotoGP με διαφορετική νοοτροπία: το μυστικό ήταν η σταθερότητα. Η σεζόν ξεκίνησε καλά με ένα βάθρο και δύο νίκες – συμπερ. του Austin, που γρήγορα έγινε μία από τις αγαπημένες πίστες του Marquez. Ακολούθησαν και άλλοι τερματισμοί στο βάθρο καθώς το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα επέστρεψε στην Ευρώπη, με τον αναβάτη της Repsol Honda Team να μάχεται σταθερά για το βάθρο εκτός από μια ατυχία στο Le Mans. Η νέα φιλοσοφία του Marc έγινε απόλυτα σαφής στο Assen όπου διασφάλισε τη δεύτερη θέση σε συνθήκες δυνατής βροχής πίσω από τον αναβάτη της Honda, Jack Miller. Το καλοκαίρι ήρθε και με αυτό ένα ισχυρό προβάδισμα 48 βαθμών στο πρωτάθλημα έναντι του Lorenzo.

Χάρη στη σταθερότητα που επέδειξε το πρώτο μισό της σεζόν, ο Marquez κατάφερε να αυξήσει το βαθμολογικό το πλεονέκτημα έναντι των δύο αναβατών της Yamaha, Rossi και Lorenzo. Η πιθανότητα να διασφαλίσει έναν πέμπτο τίτλο στην εντός έδρας πίστα της Honda στο Motegi ήταν μικρή, αλλά μία ανυπέρβλητη εμφάνιση και λάθη από τους δύο αντιπάλους του οδήγησαν στην πανηγυρική κατάκτηση του τρίτου Παγκόσμιου Τίτλου του MotoGP από τον 23χρονο, μπροστά στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Honda Takahiro Hachigo - ο οποίος τον συνόδευσε στο βάθρο, το Γενικό Διευθυντή της Honda κ. Shinji Aoyama και τον πρόεδρο της HRC κ.Yoshishige Nomura. Σε ηλικία 23 ετών και 242 ημερών έγινε ο νεότερος αναβάτης όλων των εποχών με τρεις τίτλους του παγκοσμίου πρωταθλήματος στη μεγάλη κατηγορία, παίρνοντας το ρεκόρ από τον Mike Hailwood, ο οποίος ήταν 24 ετών και 108 ημερών όταν κέρδισε τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του στα 500κ.εκ. το 1964..

The #Big6 (2017) – 6ος Τίτλος

Η σεζόν του MotoGP για το 2107 δεν ξεκίνησε αίσια για τον Marc Marquez για την υπεράσπιση του τίτλου του, καθώς στους δύο πρώτους αγώνες τερμάτισε εκτός βάθρου – κάτι που είχε να συμβεί από το 2011. Ωστόσο η νίκη στο Austin, η πέμπτη του συνεχόμενη σε αυτή την πίστα, άρχισε να ανατρέπει τα δεδομένα και ο Marquez κέρδισε έδαφος έναντι του Maverick Viñales πριν από μία άτυχη πτώση στο Le Mans και μάχες in Mugello. Σε ένα πρωτάθλημα με μικρές βαθμολογικές διαφορές, το κάθε σαββατοκύριακο ήταν απρόβλεπτο και  Marc έπρεπε να περιμένει μέχρι το Sachsenring για να κατακτήσει τη δεύτερη νίκη της χρονιάς.

Η δράση επέστρεψε στο Brno και ο Marquez αντιμετώπισε με υποδειγματική μαεστρία τις αλλεπάλληλες σημαίες που βγήκαν στη πίστα, αυξάνοντας τη διαφορά του στην κορυφή της κατάταξης από τον Viñales στους 14 βαθμούς. Οι επόμενοι γύροι έβαλαν τον Andrea Dovizioso στο παιχνίδι του τίτλου, με τους δύο αναβάτες να οδεύουν προς τους τρεις Ασιατικούς αγώνες με όλα τα ενδεχόμενα στο πρωτάθλημα ανοιχτά. Σε ένα επικό Ιαπωνικό GP υπό δυνατή βροχόπτωση, ο Marquez κατέκτησε το 100ό βάθρο της καριέρας του και έφτασε στον τελευταίο γύρο της χρονιάς στη Βαλένθια στην κορυφή της κατάταξης με προβάδισμα 21 βαθμών. Μία τρίτη θέση ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να περάσει τον Mike Hailwood (25 ετών και 107 ημερών) ως ο νεαρότερος αναβάτης με τέσσερα Παγκόσμια Πρωταθλήματα premier class στο παλμαρέ του – κάτι που πέτυχε στη Βαλένθια, στον τελευταίο αγώνα της χρονιάς.

Reaching #Level7 (2018) – 7ος Τίτλος

Μετά από ένα κάθε άλλο παρά ιδανικό ξεκίνημα της υπεράσπισης του τίτλου του το 2018, στη συνέχεια ο Marc Marquez απέδειξε ότι ήταν αναμφίβολα νικητής το 2018 με τρεις συνεχόμενες νίκες σε Austin, Jerez και Le Mans. Αυτό το εντυπωσιακό σερί νικών σύντομα ακολούθησαν πέντε συνεχόμενοι τερματισμοί στο βάθρο, μεταξύ των οποίων και τέσσερις πρώτες θέσεις.

Μετά τη νίκη του στον πρώτο αγώνα στην ιστορία του MotoGP στην Ταϊλάνδη, ο Marquez απέκτησε μία άνετη διαφορά 77 βαθμών από τον Andrea Dovizioso που βρισκόταν στη δεύτερη θέση. Και πάλι, ο Marquez είχε την ευκαιρία να κατακτήσει τον πέμπτο τίτλο του στο MotoGP μέσα σε έξι χρόνια, στον εντός έδρας αγώνα της Honda στο Twin Ring Motegi (όπου είχε επίσης διασφαλίσει τον δεύτερο και τρίτο τίτλο του στη μεγάλη κατηγορία, το 2014 και το 2016 αντίστοιχα). Παρά το ότι ξεκίνησε έκτος στη σχάρα εκκίνησης στο Twin Ring Motegi, ο Marquez κατέκτησε μία λαμπρή νίκη, την όγδοη της σεζόν, τον έβδομο παγκόσμιο τίτλο της καριέρας του και το πέμπτο του Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο MotoGP μέσα σε έξι χρόνια, γράφοντας ένα ακόμα κεφάλαιο στη ιστορία του σπορ.

The #8ball (2019) – 8ος Τίτλος

Η σεζόν του 2019 στο MotoGP ξεκίνησε σχεδόν ιδανικά με μία δεύτερη θέση και μία νίκη από τους πρώτους δύο αγώνες, αλλά η ατυχία χτύπησε στο Austin, το αγαπημένο Circuit of the Americas του Marquez, που δεν κατάφερε να τερματίσει κάτι που έπληξε το ρεκόρ επιτυχιών του αναβάτη. Στη συνέχεια, ο Marquez τερμάτιζε σταθερά στα δύο πρώτα σκαλιά του βάθρου, στην 1η ή 2η θέση στους επόμενους 12 αγώνες. Όλων τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον αναβάτη που υπερασπιζόταν τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή όταν έφτασε στο Sachsenring όπου, ξεπερνώντας το ρεκόρ του Austin, πήρε τη δέκατη συνεχόμενη pole και νίκη στην πίστα.

Η απίστευτη σταθερότητα του Marquez το 2019 τον βοήθησε να τερματίσει στους πρώτους 14 γύρους με εκπληκτική συγκομιδή 300 βαθμών  – περισσότερους από όσους είχε συλλέξει το 2016 και 2017 καθοδόν για τον τίτλο . Ο 15ος από τους 19 γύρους, στο Grand Prix της Ταϊλάνδης έβαλε τον Marquez ξανά στο παιχνίδι του τίτλου. Για μία ακόμα φορά, ο Andrea Dovizioso ήταν ο αντίπαλος του Marquez στη διεκδίκηση ενός έκτου τίτλου της premier class με τον αναβάτη της Repsol Honda Team να χρειάζεται μόλις δύο βαθμούς για να βγάλει τον Ιταλό εκτός μάχης. Με τον Dovizioso στη τέταρτη θέση, ξέσπασε μία θρυλική μάχη μεταξύ Marquez και Fabio Quartararo – και ο Marquez πήρε μία συναρπαστική νίκη στην τελευταία στροφή του τελευταίου γύρου. Μετά από εννέα εντυπωσιακές αγωνιστικές νίκες το 2019, ο Marc Marquez πήρε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 2019 στο MotoGP – ο όγδοος παγκόσμιος τίτλος του και ο έκτος στη μεγάλη κατηγορία.  Αυτό σημαίνει ότι έγινε ο νεότερος αναβάτης με έξι Παγκόσμια Πρωταθλήματα στην premier class και ο νεότερος με οκτώ Παγκόσμια Πρωταθλήματα ανεξαρτήτως κατηγορίας.

 

Ετικέτες

Αφιέρωμα Giuseppe Mori: Ο "πρεσβευτής" των αφανών ηρώων!

Ο σπουδαίος ρόλος των μικρών μοτοσυκλετιστικών βιοτεχνιών
12/11/2020

Ο Δημόκριτος είχε πει πως υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η γνήσια (σαφής) και η σκοτεινή (ασαφής). Με την έλευση του κορωνοϊού διανύουμε μια πρωτοφανή περίοδο ανασφάλειας και παραφιλολογίας. Ο καθένας βέβαια είναι ελεύθερος να πιστεύει ότι θέλει. Το σημείο όμως που ενοχλεί, είναι άτομα που με την απουσία γνώσης προσπαθούν να διαδώσουν/επιβάλλουν λανθασμένες και επικίνδυνες απόψεις. Όντας, αν μη τι άλλο, ένας ορκισμένος μοτοσυκλετιστής και φίλος της δίκυκλης ιστορίας, θα αναγάγω το παραπάνω παράδειγμα στον κόσμο της μοτοσυκλέτας που η παραφιλολογία πολλές φορές δίνει και παίρνει και συχνά θίγει επαγγελματίες και εταιρείες.

"Μην πάτε στον "Χ" μηχανικό, μου χάλασε τη μοτοσυκλέτα μου", παράκουσα από την στεντόρεια φωνή ενός θαμώνα καφετέριας και ευθύς έστρεψα τα ώτα μου προς το τραπέζι του. Το γεγονός ότι υποστήριζε, με στόμφο, την αναξιοπιστία των Ducati, κρατούσε το ενδιαφέρον των ακροατών του (που φαίνονταν λιγότερο "τριμμένοι" στο θέμα μοτοσυκλέτας), αλλά και το δικό μου αμείωτο. Ήταν φανερό πως είχε μετανιώσει πικρά για την αγορά ενός μεταχειρισμένου 749. Απ’τον πομπώδη μονόλογό του, προέκυψε ότι το συγκεκριμένο 749 των 2.500 ευρώ, πήρε ζωή μετά από τέσσερα χρόνια ακινησίας. Η επισκευή είχε γίνει σ’ έναν συνοικιακό μηχανικό –διότι, όπως υποστήριξε, τα επίσημα δίκτυα υπερχρεώνουν- και από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι το γερασμένο ιταλικό supersport "ψηνόταν" στην κίνηση του αθηναϊκού κέντρου καθημερινά. Σε συνέχεια της συζήτησης με τους φίλους του ακούστηκε και το cliché πλέον KTM = Κάθε Τρίτη Μάστορα. Και ενώ φαινόταν τα επιχειρήματα του να κερδίζουν έδαφος με τους φίλους του, κάπου δεν άντεξα και ενήργησα ως ελατήριο: "Κανείς δεν σου φταίει φίλε μου, ούτε ο μηχανικός, ούτε η Ducati. Απλά έχεις άγνοια."

Άκομψη απάντηση από κάποιον άγνωστο που δεν του απηύθυναν ποτέ το λόγο, αλλά με ώθησε το ακράδαντο πιστεύω μου για την αξία της έρευνας. Μόνο έτσι μπορούμε να εξετάσουμε και να προσεγγίσουμε υπο το σωστό πρίσμα τις όποιες μοτοσυκλετιστικές θεωρίες, για να διευρυνθεί η οπτική μας. Και σήμερα, σαν παράδειγμα, θα φέρω τις παρεξηγημένες μικρές εταιρείες όπως την Ηοrex, Fantic, Bimota κλπ. πoυ δέχονται τα πυρά για τα μικρά δίκτυα πώλησης, την αναξιοπιστία, τη μη χρηστικότητα, τη δυσκολία εύρεσης ανταλλακτικών και άλλα τόσα, που ναι μεν δεν είναι πάντα ανυπόστατα, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που κάποια πράματα είναι απλά μύθοι – τροφή για μηρυκαστικά.

Θα πρέπει πάντως να δεχτούμε, ότι τέτοιου είδους εταιρείες παράγουν μοτοσυκλέτες που στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένες αγορές (niche markets αγγλιστί), απαιτούν πολύ συνειδητοποιημένο πελατολόγιο, και λόγω του μικρού τους μεγέθους, έχουν την τάση να γίνονται προσωποκεντρικές: εννοώντας ότι, οι πιστοί ακόλουθοι τους εκτιμούν πέρα από το προϊόν, το όραμα, το θάρρος και την επιμονή των ανθρώπων που εργάζονται γι αυτές και που μάχονται καθημερινά με τους λογιστές για να καταφέρουν να φτάσουν αυτές οι ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες στην αγορά.

Ο Massimo Tamburini (αριστερά) με τον Giuseppe Morri (δεξιά) ήταν οι πραγματικοί ιδρυτές της Bimota Meccanica

 

Για να γίνω κατανοητός, θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Giuseppe Morri, συνιδρυτή της Bimota, μιας εταιρείας που με δύο πτωχεύσεις (2003 και 2015) και την περιορισμένη, σε βεληνεκές, επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει πέσει θύμα λοιδορίας ουκ ολίγες φορές. Αλλά, επιτρέψτε μου, να εμβαθύνω λίγο και θα καταλάβετε γιατί ο φανταστικός και αξιέπαινος κύριος Morri, έκανε την πολύ μικρή Bimota ξακουστή σε όλον τον κόσμο και γιατί πρέπει να εκτιμούμε την ύπαρξη εταιρειών σαν και αυτήν.

Η Bimota ξεκίνησε ως μια τοπική εταιρεία στο Rimini της Ιταλίας που δεν είχε καμία σχέση με την παραγωγή μοτοσυκλετών, αλλά εξειδικευόταν στην κατασκευή συστημάτων κλιματισμού. H Idrotermica Bimota ιδρύθηκε στις 15 Μαίου του 1966 από τους Valerio Bianchi, Giuseppe Morri και Massimo Tamburini. To Bimota προέκυψε από τα αρχικά των επωνύμων των ιδρυτών της (BIanchi, MOrri, ΤAmburini) με τον τελευταίο να εξελίσσεται μελλοντικά στον superstar σχεδιαστή του Cagiva Group (αργότερα MV Agusta Group) -υπεύθυνο για σημαντικές δημιουργίες όπως το Cagiva Mito, το Cagiva C589, το Ducati 916 και τα MV Αgusta F4/Brutale.

Στην περίοδο της Idrotermica Bimota, ο Tamburini έχει ήδη επιδείξει το ταλέντο και την ικανότητά του στο να δίνει λύσεις ακόμα και στις πιο δύσκολες αναθέσεις, καθώς και την τρομακτική προσήλωση και τελειομανία στη δουλειά του. Οι ικανότητές του, σε συνδυασμό με την έντονη prima donna προσωπικότητα, αλλά και τις "σκαστές" που έκανε από την δουλειά για να ασχοληθεί με τις μοτοσυκλέτες του, θα ωθήσει τον Ιούνιο του 1972 έναν εκνευρισμένο Bianchi (που ήταν εξάδελφος του Morri) εκτός εταιρείας, πρωτού καν η Bimota αρχίσει να δραστηριοποιείται στον κόσμο της μοτοσυκλέτας.

Αυτό θα αφήσει τον Morri μόνο (που μέχρι τότε είχε μια Vespa 150 και αραιά και που παρακολουθούσε αγώνες μοτοσυκλέτας στην περιοχή της Αδριατικής) στο έλεος του βαθύτατα φανατικού μοτοσυκλετιστή Tamburini, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα στο Misano με ένα Honda CB750, τον Σεπτέμβριο του 1972, έπεισε τον συνέταιρό του ότι μπορούσε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει ένα καλύτερο πλαίσιο, που θα λειτουργούσε και σαν διαφήμιση για την εταιρεία τους.

To εργοστάσιο της Bimota το 1979

 

Έτσι φτάνουμε στην ίδρυση της Bimota Meccanica το 1973. Με τoν Tamburini αποκλειστικά στα ηνία του τεχνικού σχεδιασμού (o Μorri είχε αναλάβει την διοίκηση της εταιρείας), μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα διατίθενται προς πώληση κιτ, αλλά και ολόκληρες μοτοσυκλέτες με επαναστατικές τεχνολογικές λύσεις (βλέπε μοντέλα όπως το YB1, KB2, HDB1 κ.λ.π).

Από το 1977, πεπεισμένοι πλέον για τις προοπτικές της Bimota Meccanica, oι Morri και Τamburini σταματούν την ενασχόληση με τους κλιματισμούς και εστιάζουν αποκλειστικά στην παραγωγή μοτοσυκλετών, παρά τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Τι είδους δυσκολίες; Παραδείγματος χάριν, εκείνη την χρονιά, εξαιτίας ενός νομικού πλαισίου που τροποποίησε η ιταλική κυβέρνηση, 200 κινητήρες της Suzuki που προορίζονταν για το νέο SB2 "κόλλησαν" στο λιμάνι του Livorno και εστάλησαν πίσω στην Iαπωνία, με κίνδυνο η Bimota να χάσει 50% τoυ ετήσιου τζίρου της και να ακυρώσει όλη την παραγωγή των SB2 (που είχε παραγγείλει η Saiad –o Iταλός αντιπρόσωπος της Suzuki). Προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα νιώθατε αν κλείνατε μια υγιή και "σίγουρη" επιχείρηση, όπως η Bimota Idrotermica, για να κρατήσετε τη Δαμόκλειο σπάθη εν ονόματι Bimota Meccanica και έπειτα να λαμβάνατε τα σοκαριστικά νέα του Livorno...

O Virginio Ferrari κατέκτησε το πρωτάθλημα TT F1 το 1987 πάνω σε ένα Bimota YB4

 

Ο Μοrri με τον καιρό κατάλαβε ότι με την επιλογή του να κρατήσει την Bimota Meccanica, τα ανοικτά μέτωπα θα υπήρχαν παντού και πάντα. Tο 1979 με την ένταξη του Αμερικάνου Randy Mamola στην αγωνιστική ομάδα της Bimota, ο δύσμοιρος Μorri ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν ταλαντούχο, αλλά δύστροπο και ανώριμο νεαρό, o οποίος δημιουργούσε μόνιμα προβλήματα. Πέρα από τις συνεχόμενες κλήσεις που λάμβανε η εταιρεία από την τροχαία του Rimini (είχαν παραχωρήσει στον Mamola ένα Fiat 128), o Αμερικάνος αρνιόταν πεισματικά να φορέσει κράνη-σπόνσορες της Bimota, με την δικαιολογία ότι είχαν μόνο ευρωπαϊκή έγκριση τύπου και όχι των ΗΠΑ. Αργότερα, είχε δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα να παραστεί σε δοκιμές, με την δικαιολογία ότι δεν του είχαν ακόμα φέρει την Mustang του. Ακόμα χειρότερα, μετείχε σε αγώνα με εξοπλισμό στα χρώματα παλιότερων χορηγών και όχι της Bimota, γιατί απλά "τον βόλευαν καλύτερα". Και αυτό όχι σ’ έναν οποιονδήποτε τοπικό αγώνα, αλλά στα 200 μίλια της Daytona! Τα αμέτρητα καμώματα του Μamola έμειναν γνωστά στους κύκλους της Bimota ως "mamolata".

H Bimota, παρ' όλα αυτά, επέζησε τη δεκαετία του '70, αύξησε σταδιακά τον αριθμό των διαθέσιμων μοντέλων της και τις νίκες στις πίστες, με αποκορύφωμα το 1980, όπου ο Νοτιοαφρικανός John Ekerold κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα Grand Prix στην κατηγορία των 350 cc. Και αυτό, επτά μόλις χρόνια από την ίδρυση της Bimota Meccanica.

Συνεπώς, η δεκαετία του 1980 φάνταζε πως θα ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, ωστόσο ένα χρόνο μετά στην πίστα της Rieja (πρώην Γιουγκοσλαβία, νυν Κροατία), o Morri γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού δυστυχήματος με τον βίαιο θάνατο του Γάλλου αναβάτη Michel Rougerie που θα τον στιγματίσει για πάντα.

Με την έλευση της νέας δεκαετίας, οι Μorri και Tamburini έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι είναι σημαντικό να διατηρούν την ορμή τους και να εξελίσσουν, μόνιμα, νέα μοντέλα με καινούριες τεχνολογίες, για να μπορούν να βρίσκονται πάντα μπροστά στις εξελίξεις, καθώς ο ιαπωνικός ανταγωνισμός άρχισε να "ξυπνάει" και στο κομμάτι της εξέλιξης πλαισίων.

Το 1983 όμως συνέβη το αδιανόητο: Ο Τamburini αποχωρεί από την Bimota, ενώ προηγουμένως είχαν προηγηθεί κάποια συμβάντα με "περίεργες" συμπεριφορές από μέρους του. Στην πραγματικότητα, ο Tamburini είχε σπάσει κάτω από την πίεση των χρεών, την ανάγκη για αναδιάρθρωση της εταιρείας και την ανάγκη για γρήγορη εξέλιξη νέων μοντέλων. Με το τελευταίο να είναι ευθύνη που βάραινε αποκλειστικά εκείνον.

Ο Morri μένει ξαφνικά "ξεκρέμαστος" από τον άνθρωπο που ουσιαστικά "του είχε φάει τα αυτιά" να δραστηριοποιηθούν στο τομέα των μοτοσυκλετών. Ο ταλαντούχος άνθρωπος και πηγή των πρωτοποριακών ιδεών της Bimota είχε κάνει φτερά για την αγωνιστική ομάδα Gallina του Franco Uncini και λίγο αργότερα (1985), για την ατρωσία και την ευρωστία που του προσέφεραν -μέχρι το τέλος της καριέρας του- οι γαλαντόμοι αδερφοί Castiglioni του Cagiva/MV Agusta Group. Επιπλέον, η έξοδος του από την Bimota κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. O Μοrri είχε να αντιμετωπίσει έναν Tamburini που εκείνη την περίοδο λειτουργούσε αλλοπρόσαλλα.

Το ιδιοφυές Bimota Tesi 1D (1991)

 

Επιπροσθέτως, ο προδομένος Μοrri έπρεπε να βρει άμεσα έναν ικανό αντικαταστάτη, επειδή όλο το image της Bimota βασιζόταν πάνω στην καινοτομία. Aυτό προαπαιτούσε εξαιρετική διαίσθηση για να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος που θα οδηγούσε την Bimota γρήγορα στη μετά Τamburini εποχή. Από την άλλη μεριά, ο Morri έπρεπε να παλέψει για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των προμηθευτών, των αντιπροσώπων, των πελατών και του προσωπικού που μάθαιναν ότι ο "Μίδας" της Bimota αποχωρούσε. Και όλα αυτά, σε μια Bimota που βάδιζε γοργά προς την χρεοκοπία και με έναν Tamburini που ένα χρόνο μετά την αποχώρηση του, εξακολουθούσε να δημιουργεί προβλήματα, νομικής φύσεως και μη. Επιπλέον, ο Morri ήταν ένας τυπικός αφοσιωμένος οικογενειάρχης, πατέρας και σύζυγος, με τις αντίστοιχες βαρύνουσες υποχρεώσεις. Ανακαλώντας εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ο Morri είχε δηλώσει:

"Φτάνοντας στα μέσα Ιουλίου (του 1984) και έχοντας στα χέρια τις οικονομικές καταστάσεις του πρώτου εξαμήνου, μου είχε καταστεί σαφές ότι τα επισφαλή χρέη, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, θα μπορούσαν να κατακλύσουν όλες τις εταιρικές δραστηριότητες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Συμπεριλαμβάνοντας και τους μετόχους! Πέρασα το επόμενο Σαββατοκύριακο στην εταιρεία, εντελώς μόνος, εξέτασα όλες τις πιθανές ευκαιρίες που μπορούσε να σκαρφιστεί ο νους μου. Εκείνες τις ώρες σκέφτηκα επίσης ότι είχα την δυνατότητα να τα παρατήσω όλα, αλλά δεν έχασα ποτέ την πίστη μου στο ότι η Bimota μπορούσε να τα καταφέρει."

Αυτό σκέφτηκε και αυτό έκανε. O Μοrri αντικατέστησε τον Tamburini με τον επίσης ταλαντούχο Federico Martini, προχώρησε με την προτεινόμενη πτυχιακή δύο φοιτητών του Πανεπιστημίου της Bologna (Pierluigi Marconi και Roberto Ugolini) και παρουσίασε το επαναστατικό πρωτότυπο Tesi 400 (που σημαίνει κυριολεκτικά πτυχιακή στα ιταλικά) με το ιδιοφυές εναλλακτικό μπροστινό σύστημα, πετυχαίνοντας να διατηρήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να αποδείξει ότι η Bimota θα επιζούσε και χωρίς τον Tamburini. Παρ' όλα αυτά δεν καταφέρνει να γλιτώσει ολοκληρωτικά την εταιρεία από τον οικονομική κατρακύλα και για τα επόμενα δύο χρόνια η επιχείρησή του μπαίνει σε ελεγχόμενη διαχείριση από το δικαστήριο του Rimini. Εν τούτοις, οι παγωμένες οφειλές, δίνουν χρόνο και ανάσα στο Morri να αναδιαρθρώσει την εταιρεία του.

Το 1985 παρουσιάζει το Bimota DB1, το πρώτο με κινητήρα Ducati, που κάνει θραύση κυρίως στην Ιαπωνική αγορά. Την ίδια χρονιά όμως, και ενώ βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι στο Τόκιο της Ιαπωνίας, ο Morri παθαίνει έμφραγμα. Το βάρος των υποχρεώσεων και η υπεράνθρωπη προσπάθεια τον είχαν καταβάλλει. Αντιθέτως, δεν πτοείται και συνεχίζει ακάθεκτος με έναν χαρακτηριστικό ζήλο.

Το Bimota Tesi 400 κράτησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αμείωτο κατά την έξοδο του Massimo Tamburini από την Bimota

 

Στις 6 Νοεμβρίου του 1986, η Bimota απαλλάσσεται από την ελεγχόμενη διαχείριση και το 1987 ο Virginio Ferrari κατακτά το πρωτάθλημα ΤΤ F1 πάνω σε ένα Bimota YB4 R. Σημαντικές νίκες σημειώνονται και σε άλλα πρωταθλήματα όπως αυτές των Malcolm Tunstall (πρωταθλητής στην κατηγορία Formula 2 στις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα DB1 SR) και του γνωστού δημοσιογράφου Αlan Cathcart στα Pro Twins της Daytona. Με το ΥΒ4, η Bimota εισάγει πρώτη τον ηλεκτρονικό ψεκασμό και τα αλουμινένια twin-spar πλαίσια σε μοτοσυκλέτα παραγωγής, ενώ η εξέλιξη του επαναστατικού Tesi συνεχίζεται.

Το 1989 ο Federico Martini ανακοινώνει στον Morri ότι η Gilera εκδήλωσε ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Ο Morri τον ενημερώνει ότι αν το αποφάσιζε να φύγει, θα ήθελε να το ξέρει νωρίς για βρεθεί αντικαταστάτης. Ο Martini δεν τήρησε την συμφωνία και εντελώς αναπάντεχα μετά την παρθενική νίκη του νεοεισαχθέντα Giancalro Falappa στο Misano, ανακοινώνει την αποχώρηση του. Ο Morri για άλλη μια φορά μένει μόνος ν’ αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αγαπημένη του Bimota, με όλη την πίεση που δέχεται από ένα νεοσύστατο διοικητικό συμβούλιο επενδυτών, που παρακολουθεί κάθε του κίνηση απαιτώντας την απόδοση των επενδύσεών τους. Tελικά τoν Μartini θα τον αντικαταστήσει ο Pierlugi Marconi (ο ένας εκ των δύο φοιτητών που ήταν υπεύθυνοι για το Tesi).

Η ανατολή της δεκαετίας του '90, βρίσκει την Bimota με θετικά πρόσημα στα λογιστικά βιβλία της. Το 1991 και μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια εξέλιξης, η εταιρεία θα παρουσιάσει στην Κολωνία το Tesi 1D παραγωγής, αφήνοντας εμβρόντητο όλον τον μοτοσυκλετιστικό κόσμο, με το καινοτόμο μπροστινό σύστημα που θα μείνει στην ιστορία. Γι' αυτόν το λόγο, το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στις ΗΠΑ είχε στείλει επίσημη πρόσκληση στον Morri για να του απονήμει, τιμής ένεκεν, πτυχίο στη Μηχανολογία, κάτι που σαν πραγματικός gentleman το αρνήθηκε, διότι πίστευε ότι το Τesi ήταν ξεκάθαρα παιδί του Pierluigi Marconi και του Roberto Ugolini. Ένα χρόνο αργότερα θα παρουσιαστεί το "ψεκαστό" YB8 Furano που με τα 164 άλογα ήταν η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα παραγωγής της εποχής της.

Δυστυχώς, τo 1992 μετά από συνεχείς διαφωνίες με το διοικητικό συμβούλιο θα ανακοινώσει την παραίτηση του και θα πουλήσει τις μετοχές του. Ο λόγος; Το συμβούλιο ήθελε να "νερώσει το κρασί" παρουσιάζοντας πιο προσιτά μοντέλα, μεταξύ των οποίων scooter και enduro (το ένα δε συνέβη ποτέ, για το άλλο βλέπε τα πρώτα Vertemati), κάτι που τον έβρισκε απόλυτα αντίθετο, καθώς πίστευε ότι αυτό θα μόλυνε τις πραγματικές αξίες της Bimota.

To SB2 παραλίγο να μην γίνει ποτέ πραγματικότητα λόγω το προβλημάτων στο λιμάνι του Livorno...

 

Ο Walter Martini θα αντικαταστήσει τον Morri στην θέση του CEO της Bimota και το διοικητικό συμβούλιο θα τον αναγκάσει σε μια ήπια αποχώρηση για να μην ταραχτεί η αγορά με την ξαφνική απουσία του. Σε μια ντροπιαστική χειρονομία από μεριάς του διοικητικού συμβουλίου, για όσο o Morri χρειάστηκε να παραμείνει, δεν του διέθεσαν χώρο για δικό του γραφείο. Το 1993, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στην Bimota είχε πλέον αποχωρήσει.

Φυσικά όλα αυτά δεν είναι παρά μια ακραία περίληψη της ιστορίας και όσων έχει πράξει και καταφέρει ο κύριος Morri. Aλλά όσοι δεν συγκινείστε με τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε ένα Bimota, προσπαθήστε να θυμηθείτε ότι πολλές φορές κάποια πράγματα θέλουν μια δεύτερη ή και μια τρίτη ματιά για να τα εκτιμήσουμε όπως τους αξίζει. Μην ξεχνάμε ότι κολοσσοί, όπως η Ducati και η ΚΤΜ, υπήρξαν και αυτοί κάποτε πληβείοι της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά χάρη στους αφανείς ήρωες, σαν τον κύριο Morri της Βimota που δίνουν ψυχή τε και σώματι στα εταιρικά οράματά τους, επέζησαν δύο άκρως σημαντικά brands που ευτυχώς παγιώθηκαν στις αγορές και στη συνείδηση του αγοραστικού κοινού. Και τώρα που η Bimota ξανάνοιξε τις πόρτες της με την βοήθεια της Kawasaki, αναμένουμε με ανυπομονησία τα αποτελέσματα.

Ο Roberto Ugolini (αριστερά) και o Pierluigi Marconi (στη μέση)  ήταν οι δύο φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Bologna, υπεύθυνοι για το Bimota Tesi 400. Eδώ, μαζί με τον Giuseppe Morri έξω από στο εργοστάσιο της Bimota το 1984

Του Αλέξη Στεφανίδη