Η ανακατασκευή του Μουσείου Μοτοσυκλέτας στο μεγαλύτερο υψόμετρο – Μπήκαμε στο νέο Top Mountain!

Μεγαλύτερο από πριν και σε χρόνο ρεκόρ
Η ανακατασκευή του ψηλότερου Μουσείου Μοτοσυκλέτας – Μπήκαμε στο νέο Top Mountain!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

22/8/2023

Θαύματα γίνονται, ζωντανή απόδειξη αυτού είναι η αναγέννηση του υπέροχου Μουσείου Μοτοσυκλέτας Top Mountain της Αυστρίας σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την καταστροφή αυτού και του πολύτιμου περιεχομένου του από πυρκαγιά. Θυμηθείτε τι είχε συμβεί:
 

         

Το 2016 τα δίδυμα αδέλφια Attila και Alban Scheiber, 49 ετών τότε, άνοιξαν το υψηλότερο μουσείο μηχανοκίνητων της Ευρώπης σε υψόμετρο 2.160 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στην είσοδο του Timmelsjoch High Alpine Road (γνωστό και ως Passo del Rombo), ενός ιδιωτικού δρόμου με διόδια που συνδέει την Αυστρία με την Ιταλία. Με το κόστος των διοδίων για κάθε πέρασμα το 2023 να είναι 18€ για αυτοκίνητο και 16€ για μοτοσυκλέτα, οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν έναν πιο γραφικό αν και με χαμηλότερη ταχύτητα (επειδή είναι στενότερος σε φάρδος) τρόπο μετακίνησης μεταξύ των επαρχιών Τιρόλο της Αυστρίας και Aldo Adige της Ιταλίας, από ό,τι το καλύτερα γνωστό Brenner Pass 25 χιλιόμετρα ανατολικά. Είναι πιο δημοφιλές μεταξύ των μοτοσυκλετιστών γιατί απαγορεύεται η διέλευση μεγάλων φορτηγών – την πιο επισκέψιμη χρονιά πριν τον Covid, το 2017, πέρασαν από το Timmelsjoch Pass ακριβώς 190.259 οχήματα, με τα 75.550 εξ αυτών να είναι μοτοσυκλέτες. Επιπρόσθετα αρκετοί κατασκευαστές μοτοσυκλετών και αυτοκινήτων χρησιμοποιούν τις κλειστές στροφές του δρόμου ως πεδίο δοκιμών για τα μελλοντικά τους μοντέλα, οπότε τα οχήματα με καμουφλάζ είναι συχνό θέαμα.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
άποψη του μουσείου πριν την πυρκαγιά

Ο Angelus Scheiber, ο παππούς των δίδυμων επιχειρηματιών, ήταν πρωτοπόρος στον τουρισμό και με την υποστήριξη της επαρχίας του Τιρόλο κατασκεύασε τον πρώτο ασφαλτοστρωμένο δρόμο πάνω από το Timmelsjoch Pass, την δεκαετία του 1950. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1955, ακολουθώντας το μονοπάτι της παλιάς εμπορικής διαδρομής που περπατούσαν τα μουλάρια και ο ολοκληρωμένος δρόμος, μαζί με τα διόδια, άνοιξε τον Ιούλιο του 1959. Το 2000, ο ιδιωτικός δρόμος πέρασε εξολοκλήρου στην οικογένεια Scheiber, μετά την εξαγορά του εναπομείναντος μεριδίου της κυβέρνησης του Τιρόλο. Αυτό σημαίνει ότι έχουν το δικαίωμα να συλλέξουν και να κρατήσουν ολόκληρο το ποσό των διοδίων, καθώς και ότι έχει στην κατοχή της 25 τελεφερικ για σκι στη γύρω περιοχή, που παρέχουν πρόσβαση σε πίστες συνολικού μήκους 125 χιλιομέτρων και εξυπηρετούν μέχρι και 6.000 λάτρεις των χειμερινών σπορ, σε κάθε δεδομένη στιγμή. Τα χειμερινά σπορ είναι και το βασικό επιχειρηματικό πεδίο της οικογένειας όλα αυτά τα χρόνια, από την διαχείριση πιστών σκι, μέχρι ξενοδοχεία και καταστήματα ενοικίασης εξοπλισμού. Χάρη στην τοποθεσία του, το χιονοδρομικό κέντρο είναι ανοιχτό από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι και τις αρχές Μαΐου, ενώ υπάρχει ακόμα και ελικοδρόμιο στο κοντινό Hochgurgl, επιτρέποντας έτσι στους πλούσιους σκιέρ να φτάσουν πετώντας μέχρι εκεί για μια μέρα στο χιόνι, επιστρέφοντας μετά στο ιδιωτικό τους jet, στο αεροδρόμιο Inssbruck 100 χιλιόμετρα μακριά, για να γυρίσουν στην πατρίδα τους.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Αμέσως μετά την πυρκαγιά, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική

Επομένως τα κέρδη από αυτήν και διάφορες άλλες επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον τουρισμό, χρηματοδότησαν το όνειρο των δύο παθιασμένων με την μοτοσυκλέτα δίδυμων αδελφών ώστε να επενδύσουν ένα σύνολο 23 εκατομμυρίων ευρώ στην κατασκευή του δικού τους ιδιωτικού μουσείου, του οποίου τα εγκαίνια στις 18 Αυγούστου 2016, έγιναν από τον μοναδικό Giacomo Agostini, ενώ ακολούθησε επίδειξη από την ομάδα ακροβατικών της Red Bull. Η έκθεση των μοτοσυκλετών κάλυπτε 2.400 τ.μ. και φιλοξενούσε ένα ολοκληρωτικά καινούργιο κέντρο είσπραξης διοδίων όπως επίσης και ένα εστιατόριο 300 θέσεων, στο ίδιο κτίριο. Υπήρχε χώρος για 400 ακόμα άτομα στην εξωτερική βεράντα και πρόσβαση στο νέο τελεφερίκ Kirchenkarbahn με συρματόσχοινο, ενσωματωμένο στο συγκρότημα του Μουσείου, με γόνδολες χωρητικότητας δέκα ατόμων να μεταφέρουν 2.400 ανθρώπους κάθε ώρα στην χιονοδρομική ζώνη της οικογένειας Scheiber. Το Μουσείο είδε 350 μοτοσυκλέτες ως εκθέματα, 170 εξ αυτών ιδιοκτησίας της οικογένειας Scheiber, με τις υπόλοιπες να έχουν παραχωρηθεί από συλλέκτες και άλλα μουσεία από όλο τον κόσμο, με πρώτο και καλύτερο τον Γερμανό συλλέκτη Dieter Mutschler, ο οποίος διέθεσε κυριολεκτικά δεκάδες μοτοσυκλέτες.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Σημερινή άποψη του Μουσείου Top Mountain και του σταθμού διοδίων 

Το Μουσείο Μοτοσυκλέτας Top Mountain Crosspoint, όπως είναι το επίσημο όνομά του, διακρίθηκε για τον μοναδικό αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό, τον οποίο επιμελήθηκε ο νεαρός τοπικός αρχιτέκτονας και ιδιοκτήτης/αναβάτης μίας vintage μοτοσυκλέτας, Michael Brötz. Η ιδέα του αναπαριστά ένα κύμα χιονιού που γλιστρά στην πλαγιά του βουνού και του έδωσε τη νίκη στον διαγωνισμό ανάθεσης απέναντι σε πέντε άλλους, πιο καταξιωμένους, αρχιτέκτονες. Κατά την διάρκεια των επόμενων τρεισήμισι ετών, από τα εγκαίνιά του το 2016, απέκτησε γρήγορα φήμη παγκοσμίως ως ένα αξιοθέατο για όλες τις μέρες του χρόνου, αν και κατά τους χειμερινούς μήνες μπορεί κανείς να το φτάσει μόνο από την βόρεια, αυστριακή πλευρά. Ο φιδίσιος δρόμος 29 χιλιομέτρων μέχρι το Timmelsjoch στην ιταλική πλευρά, που ανεβαίνει μέχρι τα 1.800 μέτρα υψόμετρο με μια σειρά από φουρκέτες, είναι κλειστός από χιόνι για τέσσερις μήνες το χρόνο.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Η επόμενη ημέρα μετά τη φωτιά

Αλλά την νύχτα της 18ης Ιανουαρίου 2021, ενώ το μουσείο παρέμενε κλειστό στα πλαίσια της καραντίνας της Αυστρίας για τον Covid-19, ξέσπασε μία τεράστια πυρκαγιά με την πρώτη αναφορά να γίνεται στις 4 π.μ., εξαιτίας ενός όπως αποδείχτηκε αργότερα βραχυκυκλώματος μίας ελαττωματικής μεγάλης οθόνης στην αίθουσα εκδηλώσεων του μουσείου. Ολόκληρο το Μουσείο τυλίχτηκε στις φλόγες και παρ’ όλο που η τοπική εθελοντική πυροσβεστική υπηρεσία βρέθηκε άμεσα στο σημείο και κατόρθωσε να αποτρέψει την εξάπλωση της πυρκαγιάς στο εστιατόριο και τον σταθμό του τελεφερίκ, το άνω τμήμα του Μουσείο Μοτοσυκλέτας που στέγαζε την πλειονότητα των μοτοσυκλετών της έκθεσης, όπως επίσης και μία χούφτα Κλασσικά αυτοκίνητα, καταστράφηκε. Παρά την χρήση τόσο εκχιονιστικών μηχανημάτων για τη ρίψη χιονιού στη φωτιά όσο και κανονιών νερού, μεγάλο κομμάτι του κτιρίου κάηκε κυριολεκτικά ολοσχερώς. Το Μουσείο ήταν κατά κύριο λόγο κατασκευασμένο από ξύλο και παραδόξως δεν διέθετε σύστημα καταιονισμού – ειδικά μετά την πυρκαγιά του 2003 που κατέστρεψε το Εθνικό Μουσείο Μοτοσυκλέτας της Βρετανίας, το οποίο επίσης δεν είχε σύστημα πυρόσβεσης. Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι καταστράφηκε ολοσχερώς, αν και ευτυχώς κανείς δεν τραυματίστηκε μιας και η πυρκαγιά έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της νύχτας. Παρ’ όλ’ αυτά, περίπου 230 Κλασσικές μοτοσυκλέτες και ένας μικρός αριθμός αυτοκινήτων χάθηκαν στις στάχτες.,

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Τα συνεργεία κατέφθασαν άμεσα αλλά δεν γινόταν να σταματήσουν την καταστροφή

Ένα σημαντικό κομμάτι όμως της έκθεσης μοτοσυκλετών γλίτωσε από τις φλόγες, καθώς στον υπόγειο όροφο οι Scheiber είχαν δημιουργήσει ένα χώρο για ειδικά εκθέματα, τα οποία τη νύχτα που ξέσπασε η πυρκαγιά περιλάμβαναν ένα στόλο από 53 Indian και φορτηγά Chevrolet. “Είχαμε οργανώσει πραγματικά την καλύτερη έκθεση vintage μοτοσυκλετών Indian που υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη και όλες επέζησαν”, μας λέει ο Attila Scheiber.

Η απαρίθμηση των κυριολεκτικά δεκάδων ιστορικά σημαντικών μοτοσυκλετών που χάθηκαν για πάντα – οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν έλιωσαν τα πλαίσια και τους κινητήρες σε άμορφα κομμάτια μετάλλου, ανίκανα να ανακατασκευαστούν, ειδικά τα εξαρτήματα από αλουμίνιο, μαγνήσιο, πλαστικό ή κεραμικό υλικό – θα ήταν μία πολύ αποκαρδιωτική διαδικασία. Αλλά για να δώσουμε μία εικόνα του μεγέθους της καταστροφής, τουλάχιστον 13 Brough Superior καταστράφηκαν, αν και μία εξ αυτών, ένα εκ των έξι δειγμάτων του τετρακύλινδρου μοντέλου του George Brough που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν, έχει σταλεί στον διάσημο συντηρητή Sam Lovegrove στην Βρετανία, ο οποίος θα προσπαθήσει να το επαναφέρει. Αλλά τα υπόλοιπα δώδεκα κομμάτια της πρώτης Superbike του κόσμου χάθηκαν για πάντα. Κατά την εκκαθάριση που ακολούθησε, οι Scheiber πέταξαν πάνω από 250 μοτοσυκλέτες, όλες χαμηλής αξίας, κυρίως μικρού κυβισμού συμπεριλαμβανομένων μοτοποδηλάτων και άλλων παρόμοιων. Μόλις η ασφαλιστική κατέβαλε την αποζημίωση, όλες οι εναπομείναντες ξεγραμμένες μοτοσυκλέτες πωλήθηκαν σε μία εταιρεία διάσωσης, μέσω της διαδικασίας της δημοπρασίας. “Όλες οι μοτοσυκλέτες ανήκουν πλέον σε αυτούς, οπότε ας ελπίσουμε ότι κάποιοι φοίνικες θα αναδειχθούν από τις στάχτες τους”, μας λέει ο Mark Upham, ο ομογενής Βρετανός που κατέχει το εμπορικό σήμα της Brough Superior και είναι ο ιδιοκτήτης του British Only Austria, ο οποίος συνεργάστηκε με τους αδελφούς Scheiber για την συγκρότηση της συλλογής, και τις δύο φορές.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
 Ο Mark Upham

Ο Upham με συνόδευσε στο Μουσείο σε μία πρόσφατη επίσκεψη και στη διαδρομή μας εκεί από το αεροδρόμιο του Inssbruck μου εξήγησε τον καίριο ρόλο του στην διαδικασία εκκαθάρισης. “Έπρεπε να συμφωνήσω με τις ασφαλιστικές εκτιμήσεις για όλες τις μοτοσυκλέτες που καταστράφηκαν στην φωτιά. Κατά μέσο όρο χρειάστηκαν περίπου τέσσερις ώρες ανά μοτοσυκλέτα, για όλες τις 360, μέχρι να φτάσουμε στην ασφαλισμένη αξία. Αν οι μοτοσυκλέτες ήταν υπασφαλισμένες, οι Scheiber έπρεπε να καλύψουν την διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας αξίας και της τρέχουσας, αλλά στην περίπτωση των δανεισμένων μοτοσυκλετών το Μουσείο θα έπρεπε να πληρώσει τους ιδιοκτήτες από την τσέπη του. Το 70% του ρίσκου ανήκε στην Lloyds του Λονδίνου, με το υπόλοιπο να βρίσκεται σε γερμανικές ασφαλιστικές εταιρείες. Χρειάστηκε αρκετή έρευνα και συζήτηση με τις εταιρείες αυτές προκειμένου να διευθετηθεί κάθε πτυχή της υπόθεσης. Ήταν μία πολύ περίπλοκη κατάσταση και η διαδικασία αποτίμησης πήρε αρκετό χρόνο, επειδή οι προηγούμενες αξίες πώλησης των πολύ σπάνιων μοτοσυκλετών ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν, ή απλώς δεν υπήρχαν για τις περιπτώσεις των μεμονωμένων μοντέλων που κατασκευάστηκαν μόνο μία και μοναδική φορά. Επομένως, έπρεπε να προτείνω λογικές εκτιμήσεις, βασισμένες σε παρόμοιες μοναδικές και ιστορικές μοτοσυκλέτες και να τις δικαιολογήσω. Μερικές φορές ήταν αρκετά αγχωτικό!” Μόνο το περιεχόμενο του Μουσείο ήταν ασφαλισμένο για 27 εκατομμύρια ευρώ.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
τα δίδυμα αδέλφια Attila και Alban Scheiber

Αλλά το θαύμα βρίσκεται σε αυτό που συνέβη στην συνέχεια. Πλήρως ασφαλισμένοι για τα έξοδα ανοικοδόμησης ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ, οι αδελφοί Scheiber ήταν αποφασισμένοι να αναστηλώσουν το Μουσείο και να το κάνουν ακόμη μεγαλύτερο από πριν, ενώ ακόμα πιο δύσκολο κομμάτι, να το ξαναγεμίσουν με ακριβές μοτοσυκλέτες που είτε θα αγόραζαν οι ίδιοι, ή θα δανείζονταν – καλά, η δεύτερη επιλογή θέτει ως βάση ότι κάποιος θα τους εμπιστευόταν, για δεύτερη φορά, ότι θα κρατήσουν τα περήφανα αποκτήματά του σώα και ασφαλή. Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί ιδιοκτήτες πραγματικά σημαντικών μοτοσυκλετών, βασισμένοι στο ότι όπως ο κεραυνός έτσι και η ατυχία δεν θα χτυπήσει δύο φορές στο ίδιο σημείο, είχε σαν αποτέλεσμα να τους προσφερθούν περισσότερες από 3.000 μοτοσυκλέτες, σύμφωνα με τον Attila Scheiber. “Η διαδικασία της επιλογής ήταν δύσκολη – αλλά ήταν ένα όμορφο και απρόσμενο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε!”, όπως μας λέει.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
συνέντευξη του Attila Scheiber σε επόμενη τεύχος του MOTO

Παρ’ όλ’ αυτά, τα παραπάνω άφησαν την ανακατασκευή του χώρου που θα φιλοξενήσει τα εκθέματα να εκκρεμεί, ενώ τα αδέλφια είχαν ήδη αποφασίσει να επεκτείνουν τον χώρο του Μουσείο στα 4.500 τ.μ. προκειμένου να μεγαλώσουν τον αριθμό των εκθεμάτων στις 530 μοτοσυκλέτες συνολικά (σε αντίθεση με τις 350 που ήταν πριν). Η μακροσκελής αίτηση για να πάρουν την άδεια γι’ αυτήν την επέκταση είχε ήδη υποβληθεί, με το αποτέλεσμα να είναι υπέρ τους. Οπλισμένοι με αυτή την έγκριση από τις τοπικές αρχές να ανακατασκευάσουν το Μουσείο σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα σχέδια, οι Scheiber ξεκίνησαν την αποπεράτωση του έργου με την ταχύτητα και το πάθος ανδρών που έχουν συνηθίσει να ολοκληρώνουν τις υποχρεώσεις τους όσο πιο γρήγορα γίνεται, με τις αυστηρότερες προδιαγραφές – και έχοντας τα κεφάλαια για να εξασφαλίσουν κάτι τέτοιο. Ένας στόλος από 30 μπετονιέρες ξεκίνησαν να οργώνουν τους δρόμους ανάμεσα σε Obergurgl και Hochgurgl και μέχρι 100 άνδρες να εργάζονται στο κτίριο, κάθε ώρα της ημέρας. Ως ο μεγαλύτερος εργοδότης στην περιοχή, η οικογένεια Scheiber έχει δημιουργήσει καλή φήμη σε βάθος τεσσάρων γενεών, επομένως η πλήρης υποστήριξη για την αναστήλωση του μουσείου μετά την φωτιά από όλες τις κατευθύνσεις, ήταν προβλεπόμενη.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Σημερινή άποψη του εστιατορίου του Top Mountain

Δέκα μήνες μετά την ημέρα που ξέσπασε η φωτιά, το πλήρως ανανεωμένο και ολοκληρωτικά ανακατασκευασμένο Μουσείο Μοτοσυκλέτας Top Mountain άνοιξε ξανά στις 18 Νοεμβρίου 2021 – μεγαλύτερο και καλύτερο από πριν, αλλά με την ίδια χαρακτηριστική κεντρική έκθεση, με ξεχωριστές ομάδες μοτοσυκλετών – μόνο που τώρα είναι περισσότερες από πριν. Πράγματι – η συλλογή είναι πολύ μεγαλύτερη και οπωσδήποτε καλύτερη από πριν και αξίζει να κάνετε μία παράκαμψη από το πρόγραμμά σας για να το επισκεφτείτε.

Παραδόξως όμως, δεν υπάρχει κατάλογος που να καλύπτει το Μουσείο, ούτε καν μία λίστα με τις μοτοσυκλέτες που εκτίθενται, κάτι που σίγουρα θα κάλυπτε το κόστος του πολύ γρήγορα. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζεις μόνο ότι βλέπεις μέσω των ελάχιστων πληροφοριών σε μία μεταλλική πλάκα μπροστά από κάθε μοτοσυκλέτα. Επιπλέον, η κύρια έκθεση των μοτοσυκλετών έχει ορισμένα μηχανήματα αρκετά μακριά από τον θεατή – δεν είναι ότι έχει ως προτεραιότητα την ποσότητα σε βάρος της ποιότητας, αλλά υπάρχουν μερικές πραγματικά συναρπαστικές μοτοσυκλέτες που είναι πολύ μακριά για να δεις την κάθε λεπτομέρεια από κοντά. Κρίμα.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Σημερινή άποψη της βασικής αίθουσας του Μουσείου - Μεγάλη συλλογή φωτογραφιών στο τέλος του άρθρου!

Εκτός από τις 530 μοτοσυκλέτες από το 1885 και έπειτα μέχρι το σήμερα και τις ειδικές εκθέσεις, το Μουσείο προσφέρει ένα ακόμα αξιοθέατο που απευθύνεται κυρίως στους νεότερους επισκέπτες. Η KTM έχει υπάρξει σημαντικός υποστηρικτής του Μουσείου Top Mountain από την πρώτη μέρα και πέραν τις 24 μοτοσυκλέτες που δάνεισε από το δικό της μουσείο Motohall στο Mattighofen, συμπεριλαμβανομένης μίας αγωνιστικής RC16 του MotoGP, βοήθησε στην δημιουργία ενός ξεχωριστού τομέα με την ονομασία ‘Motor Experience’. Αυτή η έκθεση πολυμέσων περιλαμβάνει έναν κινηματογράφο 4D, ένα τοίχο με κινητήρες, τεχνολογίες προσομοίωσης που δείχνουν πώς λειτουργούν οι τετράχρονοι και οι δίχρονοι κινητήρες και πολλούς ήχους κινητήρα σε διάφορους σταθμούς που είναι κατανεμημένοι σε όλο τον εκθεσιακό χώρο.

Είναι κάτι που έκανε η KTM στο Motohall, όπου ζωντανεύει τους αναβάτες με τους οποίους έχει κερδίσει τόσους πολλούς τίτλους όλα αυτά τα χρόνια με τον επισκέπτη να ακούει την φωνή τους και να βλέπει την προσπάθειά τους σε ένα τεράστιο video-εμπειρία που επίσης αξίζει την επίσκεψη αν σας βγάλει ο δρόμος προς τα εκεί. Διαφορετικά αντίστοιχη είναι και η εμπειρία στο Top Mountain.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Εκείνο που λείπει από το μουσείο, είναι οι πληροφορίες για όλα τα εκθέματα

Σκοπός όλων αυτών είναι να δώσουν στους επισκέπτες την δυνατότητα να ‘βιώσουν την γοητεία της οδήγησης μοτοσυκλέτας με όλες τους τις αισθήσεις, ακόμα κι αν δεν έχουν το αντίστοιχο δίπλωμα’, όπως μας ενημερώνει η πινακίδα μπροστά από την είσοδο. Στα αξιοθέατα περιλαμβάνεται το “Sound of Motorbikes”, όπου οι επισκέπτες μπορούν να καθίσουν πάνω σε μία μοτοσυκλέτα-προσομοιωτή και να βιώσουν τις αισθήσεις της οδήγησης μίας πραγματικής, με τους κραδασμούς, το θόρυβο και την δυναμική συμπεριφορά. Και ναι – είναι διασκεδαστικό ακόμα και για όσους από εμάς οδηγούμε πραγματική μοτοσυκλέτα!

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Προσφέρεται για βόλτα με μοτοσυκλέτα

Αλλά το βασικό πλεονέκτημα του αναγεννημένου Μουσείου Top Mountain είναι η τεράστια ποικιλία σημαντικών μοτοσυκλετών από όλο τον κόσμο, οι οποίες, χάρη στο αποφασιστικό πάθος και το κίνητρο των αδελφών Scheiber, εκτίθενται ακόμα μία φορά για να μπορούμε εμείς να τις θαυμάσουμε. Μεγαλύτερο, και σίγουρα καλύτερο – αλλά σε απελπιστική ανάγκη ενός ενημερωτικού φυλλαδίου, ή μίας ακουστικής παρουσίασης.

Ακολουθεί μεγάλη συλλογή φωτογραφιών:

MV Agusta: Έχει πλάνο ανερχόμενης δύναμης

Συνδέοντας τα κομμάτια ενός πολύ μεγάλου παζλ
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/10/2020

Όταν μιλάμε για ιταλική βιομηχανία μοτοσυκλετών, στο μυαλό μας υπάρχουν δύο μεγάλες εταιρείες. Η μία είναι ο όμιλος της Piaggio που έχει κάτω από την ομπρέλα της την Aprilia και την Moto Guzzi (τυπικά ξεχωριστές εταιρείες είναι η Vespa και οι Gilera) και φυσικά η Ducati που έχει ισχυρή παρουσία στα παγκόσμια πρωταθλήματα MotoGP και WSBK, έστω κι αν παραγωγή των δύο εργοστασίων της σε Ιταλία και Ταϊλάνδη δεν είναι στο μέγεθος της Piaggio. Το όνομα της Benelli προστέθηκε στη λίστα των μεγάλων ιταλικών εταιρειών τα τελευταία χρόνια χάρη στην επιτυχημένη εμπορική πορεία του TRK 502 (κυρίως στην ιταλική αγορά), έστω κι αν υπάρχουν αντιρρήσεις από κάποιους ως προς την ιταλική “γνησιότητά” τους. Η MV Agusta από την άλλη μεριά είχε πάντα την εικόνα που έχουν οι εταιρείες της οικογένειας Castiglioni. Δηλαδή την εικόνα μικρών boutique που φτάνουν έως το σημείο να κάνουν ένα άλμα ανάπτυξης, αλλά πάντα κάτι συμβαίνει με τα οικονομικά και η παραγωγή σταματά, γυρίζοντας πίσω στο μηδέν… Σε αυτό το σημείο βρέθηκε για πολλοστή φορά η MV Agusta το 2016, παρά το γεγονός πως λίγους μήνες πριν είχε ανακοινωθεί μια σημαντική οικονομική σύμπραξη με την AMG (θυγατρική εταιρεία του γερμανικού κολοσσού της Mercedes-Benz). Τράπεζες, προμηθευτές και ιταλικό κράτος στρίμωξαν στη γωνία τον Giovanni Castiglioni, ο οποίος αναγκάστηκε να συνεργαστεί με έναν νεαρό Ρώσο επιχειρηματία, που μέχρι τότε δεν είχαμε ακούσει το όνομά του.

Ο Timur Sardarov και ο αδερφός του Ratmir Sardarov κατέληξαν να έχουν το 100% των μετοχών της MV Agusta το 2019, βγάζοντας έξω από κάθε διοικητικό ρόλο των Giovanni Castiglioni. Έως τότε ο κόσμος παρακολουθούσε με καχυποψία τους δύο Ρώσους, καθώς δεν φαινόταν να ρίχνουν με το τσουβάλι λεφτά για την εξέλιξη νέων μοντέλων και την αύξηση της παραγωγής. Δηλαδή δεν έκαναν ό,τι έκαναν οι κινέζοι της QJ με την Benelli, όπου μέσα σε δύο χρόνια παρουσίασαν δέκα διαφορετικά νέα μοντέλα σε όλες τις κατηγορίες. Όμως στην πορεία αποδείχτηκε πως οι δύο Ρώσοι επενδυτές κάθε άλλο παρά “αεριτζήδες” είναι. Κοιτώντας σήμερα το ανθρώπινο δυναμικό της MV Agusta, θα δούμε σε θέσεις κλειδιά πολύ γνωστά ονόματα του χώρου της βιομηχανίας, με τεράστιες επιτυχίες στην καριέρα τους. Το πιο οικείο είναι φυσικά του Massimo Bordi που όχι μόνο σχεδίασε τους Desmo τετραβάλβιδους κινητήρες των Ducati 851/916 αλλά κατείχε και τη θέση του CEO της Ducati όταν την είχαν αγοράσει οι Αμερικάνοι επενδυτές. Ήταν αυτός που έκανε την Ducati κερδοφόρα, ώστε να μπορέσουν οι Αμερικάνοι επενδυτές να την πουλήσουν… με το αζημίωτο.  

Το Νοέμβριο του 2019, ο Timur Sardarov ανακοίνωσε το νέο οργανόγραμμα της εταιρείας και το πενταετές αναπτυξιακό πλάνο, το οποίο σηματοδοτεί το τέλος της εποχής Castiglioni και την επιστροφή μιας θρυλικής προσωπικότητας, του Massimo Bordi, στη θέση του Εκτελεστικού Αντιπροέδρου, με πλήρη έλεγχο πάνω στην παραγωγή και τον ποιοτικό έλεγχο του εργοστασίου. Ο Bordi έδωσε μια άκρως αποκαλυπτική και διαφωτιστική συνέντευξη στο αμερικάνικο Cycle Word, μιλώντας για όλους και για τα πάντα, καθώς πέρα από τον Sardarov είναι κι αυτός ένας εκ των εμπνευστών του πλάνου. Το πρώτο μέρος του σχεδιασμού είναι να ολοκληρώσουν την χρονιά έχοντας πετύχει τον στόχο των 3.000 μοτοσυκλετών στην παραγωγή, κάτι που δεν ήταν –όπως προκύπτει μέχρι τώρα- κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, ενώ οι πωλήσεις των εκδόσεων Serie Oro, των Superveloce 800 και Brutale 1000, έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στα έσοδα της εταιρείας. Το επόμενο βήμα είναι να αυξάνεται η παραγωγή κατά 3.000 μονάδες (ή και παραπάνω) κάθε χρόνο!

Δεν πρόκειται για ένα εύκολο καθήκον και ο Bordi τόνισε ότι θα στηριχθούν σε τρεις πυλώνες για να πετύχουν κάτι τέτοιο. Αρχικά, θα παρουσιάσουν ένα δυνατό πρόγραμμα που θα είναι στοχευμένο στην διαρκή εξέλιξη των τρικύλινδρων κινητήρων, τόσο από πλευράς ποιότητας, όσο και αξιοπιστίας, απόδοσης και ευκολίας. Μέχρι στιγμής, ο συγκεκριμένος κινητήρας έχει αποδειχθεί ως το δυνατό χαρτί της MV Agusta και η γκάμα των μοτοσυκλετών που τον χρησιμοποιούν δημιουργεί μια ισχυρή εικόνα για την εταιρεία. Το πρώτο βήμα θα είναι η αύξηση του κυβισμού στα 950cc, μια δύσκολη πρόκληση διότι θέλουν να το καταφέρουν χωρίς να αυξήσουν αντίστοιχα το βάρος και τις διαστάσεις. Υπολογίζεται ότι η απόδοσή του θα είναι κοντά στους 170 ίππους, δημιουργώντας έναν εξαιρετικό λόγο κιλών ανά ίππο.

"Το επόμενο βήμα θα είναι ένας κινητήρας με υπερσυμπιεστή ο οποίος θα κινείται ηλεκτρικά", λέει ο Bordi και εξηγεί ότι αυτή η λύση είναι η ιδανικότερη για μοτοσυκλέτες, καθώς η λειτουργία του θα ελέγχεται πλήρως από την ECU. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μια ευθεία γραμμή στο διάγραμμα της ροπής σε συνδυασμό με πρωτόγνωρα επίπεδα ισχύος και εξαιρετική κατανάλωση. Με δεδομένο το παρελθόν του Bordi στην μηχανολογία τα τελευταία 50 χρόνια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για όλα αυτά που λέει υπάρχει τεκμηριωμένο υπόβαθρο.

"Ο δεύτερος πυλώνας θα είναι η συνεργασία που πρόσφατα υπέγραψε ο Timur με τον κινέζικο κολοσσό την Loncin Motor Co, της οποίας τα αποτελέσματα θα τα δούμε πολύ σύντομα και θα αφορούν μια νέα γενιά δικύλινδρων κινητήρων 350cc, και αργότερα 500cc". Οι κινητήρες αυτοί σχεδιάζονται και εξελίσσονται από την MV Agusta στο εργοστάσιό της, ενώ αυτός των 350cc θα έχει προτεραιότητα, καθώς ο Bordi θεωρεί ότι ο συγκεκριμένος κυβισμός είναι από τους πιο δημοφιλείς στην παγκόσμια αγορά. "Η συνεργασία με την Loncin Motor Co στο συγκεκριμένο project", δήλωσε ο Bordi, "θα επιτρέψει στην MV Agusta να πετύχει τέτοια νούμερα στην παραγωγή της που δεν είχε δει ποτέ το εργοστάσιο στην Schiranna, ούτε καν την εποχή της Aermacchi – Harley Davidson."

Όμως φαίνεται η συνεργασία με τις κινέζικες εταιρείες δεν σταματά εδώ. Τον Σεπτέμριο του 2020 η MV Agusta ανακοίνωσε τη νέα στρατηγική συνεργασία με την QJ-Motor Co. για την διάθεση των μοτοσυκλετών του ιταλικού εργοστασίου στην Κίνα. Το γκρουπ QJ είναι ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές στην Κίνα και η συμφωνία περιλαμβάνει –αρχικά όπως τονίζεται- την εμπορική διάθεση των MV Agusta μέσω ενός δικτύου μεγάλων καταστημάτων σε όλη την χώρα. Σε δεύτερο στάδιο, η συνεργασία θα περιλαμβάνει την από κοινού εξέλιξη σε βιομηχανικό επίπεδο και την συνεργασία σε νέα projects. Ήδη η QJ έχει υποσχεθεί πως θα έχει έναν νέο τετρακύλινδρο εν σειρά κινητήρα 1000 κυβικών και η φωτογραφία που έδειξε, έμοιαζε σε όλους μας πολύ με τον προηγούμενο κινητήρα των F4 1000 και Brutale 1000 της MV Agusta.

Μέσα σε όλες αυτές τις κινήσεις ο CEO της MV Agusta, Sardarov προσέλαβε τον Enrico Pellegrino για τη θέση του Head of Business & Network Development. Ο κ. Pellegrino έχει 30 χρόνια εμπειρίας στο χώρο της βιομηχανίας και η πρώτη του θέση ήταν στην Ford. Στην καριέρα του έχει συνεργαστεί με την Ducati και την Yamaha Motor Company. Πριν από δέκα χρόνια ξεκίνησε να εργάζεται στην Peugeot Motorycles, που πρόσφατα αγοράστηκε απ’ την Mahindra και ήταν Managing Director πριν γίνει Global Commercial Director του Ομίλου. Βλέπουμε λοιπόν, πως μαζί με τις καθαρά επιχειρηματικές κινήσεις σε επίπεδο συνεργασιών, ο Timur Salvador φροντίζει να τοποθετεί στους σωστούς ανθρώπους στις σωστές θέσεις. Είναι πλέον πέρα για πέρα ξεκάθαρο, πως η MV Agusta έχει κάνει την απαραίτητη προεργασία για το επόμενο μεγάλο βήμα που θα την καθιερώσει ως μία από τις μεγάλες ιταλικές εταιρείες, όχι μόνο ως προς την αίγλη και την ιστορία του ονόματός της, αλλά και ως προς την εμπορική της παρουσία στις παγκόσμιες αγορές.