AKRAPOVIC & TECNOMOTO: Η πρώτη MotoGP εξάτμιση στην Ελλάδα για τον Βασίλη Παντελεάκη – VIDEO με εκκωφαντικό ήχο

Χορηγία της TECNOMOTO στον νεαρό Παντελεάκη
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

17/12/2021

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τουλάχιστον στην νεότερη ιστορία, έρχεται μία ολοκαίνουρια αγωνιστική MotoGP εξάτμιση τιτανίου, ίδια με εκείνες που χρησιμοποιούνται από τις αγωνιστικές Moto3 μοτοσυκλέτες. Όχι αντίστοιχη, αλλά ακριβώς η ίδια.

Πρόκειται για προϊόν που παράγει η AKRAPOVIC και είναι εκτός εμπορικού καταλόγου, είναι εκτός της λίστας των αγωνιστικών εξατμίσεων που στέλνεται στους αντιπροσώπους, είναι εκτός συστήματος γενικά. Υπάρχουν αγωνιστικές εξατμίσεις, όπως και σειρά αντίστοιχων προδιαγραφών παγκοσμίου που μπορεί κανείς να παραγγείλει, όχι όμως μία τέτοια εξάτμιση, που σημαίνει πως και ο ήχος αυτός είναι κάτι που θα ακουστεί για πρώτη φορά στις ελληνικές πίστες. Τουλάχιστον -το επαναλαμβάνουμε- στην νεότερη ιστορία, καθώς κατά καιρούς έχουν έρθει στην χώρα μας μοτοσυκλέτες απευθείας από τα παγκόσμια πρωταθλήματα.

Σε κάθε περίπτωση ένα καινούριο ανταλλακτικό βγαλμένο από τους παγκόσμιους αγώνες, είναι σίγουρα κάτι πρωτόγνωρο οπότε και η πορεία του μέχρι να φτάσει στα χέρια του Βασίλη Παντελεάκη είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Διότι κανείς ιδιώτης αλλά και αντιπρόσωπος χώρας ακόμη, δεν έχει την ευκαιρία να πιάσει στα χέρια του μία τέτοια εξάτμιση.

Η Akrapovic δίνει τις συγκεκριμένες εξατμίσεις στις αγωνιστικές MotoGP ομάδες της κατηγορίας Moto3, όπως επίσης και στο Red Bull Rookies Cup που είναι προθάλαμος για το παγκόσμιο πρωτάθλημα και οι μοτοσυκλέτες που συμμετέχουν εκεί έχουν τις ίδιες ακριβώς προδιαγραφές με τις Moto3.

Οι εξατμίσεις αυτές παράγονται από την γραμμή παραγωγής που διαθέτει το απίστευτα εξοπλισμένο R&D μονάχα για πρωτότυπες κι αγωνιστικές εξατμίσεις, δίπλα ακριβώς από το μοναδικό δυναμόμετρο που μπορεί να αναπτύξει ριπές αέρα τριακοσίων χιλιομέτρων μετρώντας ιπποδύναμη και με το ram air. Οι αναγνώστες του ΜΟΤΟ θα ξέρουν ακριβώς για τι πράγμα μιλάμε, από την σειρά άρθρων που αποκαλύπτει πλήρως τα άδυτα της Akrapovic, το μοναδικό μέρος της Γης πλην των πιστών του παγκοσμίου, που μπορεί να συνυπάρξουν τόσες πολλές MotoGP μοτοσυκλέτες. Στο κέντρο αυτό και διαφυλάττοντας πλήρως τα μυστικά το ενός κατασκευαστή από του άλλου, οι επιστήμονες (γιατί επιστήμονες με αντίστοιχα πτυχία είναι οι εργαζόμενοι) έχουν στα χέρια τους τις νέες αγωνιστικές MotoGP εξελίσσοντας το σύστημα εξατμίσεων.

Η γραμμή παραγωγής για τα πρωτότυπα και τα αγωνιστικά έχει τελείως διαφορετικά εργαλεία, αλλά και δυνατότητες συγκριτικά με τις γραμμές παραγωγής του εργοστασίου που βρίσκεται σχεδόν δύο ώρες μακριά, κοντά στα σύνορα. Εκεί είναι που κατασκευάζονται όλες οι εξατμίσεις της Akrapovic, όπως και οι αγωνιστικές που μπορεί κάποιος να παραγγείλει από τον κατάλογό της. Στο εργοστάσιο η επεξεργασία τιτανίου γίνεται σε υλικό πάχους μέχρι τα 0,8 χιλιοστά το λεπτότερο με κάποια τμήματα να αποτελούνται και από 0,65mm όταν η εξάτμιση που πλέον έχει ο νεαρός Παντελεάκης είναι φτιαγμένη με τιτάνιο 0,4mm και φτιαγμένη στην γραμμή παραγωγής του παγκοσμίου.

Σε συνδυασμό με το γεγονός πως δεν υπάρχουν άλλα εσωτερικά φίλτρα το βάρος είναι εξαιρετικά μικρό, μόλις 600 γραμμάρια για κάθε τελικό μαζί με το τμήμα του λαιμού μέχρι και τον συλλέκτη. Η εξάτμιση δεν έχει όνομα σειράς, οικογένειας κτλ, ούτε επίσης κάποιο part number. Αντιθέτως υπάρχει κωδικός προϊόντος για κάθε ξεχωριστό τμήμα της, συνολικά εννέα, κι έτσι τοποθετούν και τις παραγγελίες τους οι ομάδες, διατηρώντας συνεχώς απόθεμα σε εφεδρεία ώστε να μπορούν να καλύψουν και ενδεχόμενες πτώσεις.

Στον κωδικό προϊόντος σημειώνεται και η έκδοση της εξάτμισης, που αυτή την στιγμή είμαστε στην 13η με κάθε μία από αυτές να έχει σημαντικές αλλαγές έναντι της προηγούμενης. Το Red Bull Rookies Cup χρησιμοποιεί τις ίδιες μοτοσυκλέτες με την Moto3 που σημαίνει πως έχουν και τις ίδιες εξατμίσεις, με τον Βασίλη Παντελεάκη να ήθελε μία για την μοτοσυκλέτα με την οποία προπονείται ώστε να προσαρμοστεί απόλυτα στην αλλαγή συμπεριφοράς που φέρνει μαζί της αυτή η εξάτμιση. Αυτό είναι κάτι που θα τον βοηθήσει αργότερα για την περίπτωση που επιλεγεί και συμμετάσχει τελικά σε κάποιο επόμενο Red Bull Rookies Cup. Πως όμως προμηθεύεται κανείς κάτι που δεν πωλείται, που δεν το παραγγέλνεις από τα επίσημα κανάλια της εταιρείας, που ούτε το βρίσκεις στον κατάλογο προϊόντων;

Εκεί χρειάζεται να έχεις την θέση της TECNOMOTO, της εταιρείας που από το 1993 είναι οι αποκλειστικοί εισαγωγείς της Akrapovic στην Ελλάδα, και από τους παλαιότερους αντιπροσώπους που διατηρούν οι Σλοβένοι. Ο Ντίνος έχει προσωπική σχέση με τον Igor Akrapovic και ο Μάριος με τον Γεν. Διευθυντή του αγωνιστικού τμήματος τρέφουν αμοιβαίο σεβασμό ο ένας για τον άλλο με αποτέλεσμα να προσπερνιούνται οι εταιρικές νόρμες όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό βέβαια δεν επεκτείνεται και στην οικονομική πολιτική καθώς οι συγκεκριμένοι κωδικοί δεν μπαίνουν σε εκπτώσεις και έχουν όλες οι ομάδες την ίδια τιμή, που ξεπερνά τα 4.000 Ευρώ.

Η άλλη δημιουργία πατέρα και υιού Νικολαΐδη, η DNA High Perfomance Filters είναι χορηγός του Βασίλη Παντελεάκη και έτσι στις δικές της εγκαταστάσεις παραδόθηκε και η Akrapovic, τοποθετήθηκε μάλιστα και κατευθείαν στην μοτοσυκλέτα.

Ο ήχος της είναι εκκωφαντικός πραγματικά:

Ο Βασίλης Παντελεάκης θα ακολουθήσει την επόμενη σεζόν το Ισπανικό πρωτάθλημα κι ευελπιστεί άλλη μία σεζόν πιο κάτω, να καταφέρει να προκριθεί και στο Red Bull Rookies Cup. Για αυτό τον λόγο ολοκληρώνει το στήσιμο αυτής της μοτοσυκλέτας στο επίπεδο της Moto3 ώστε η σκληρή προπόνηση να μπορεί να τον οδηγήσει άμεσα στο ίδιο επίπεδο χωρίς να αφήνει σκαλοπάτι με τις μοτοσυκλέτες του πρωταθλήματος. Πρόκειται για έναν από τους ελάχιστους Έλληνες αναβάτες που έχουν την δυνατότητα να κάνουν πραγματική αγωνιστική καριέρα και του αξίζει κάθε ευκαιρία που μπορεί να δοθεί. Μακάρι να καταφέρει να συγκεντρώσει κάποιες σημαντικές χορηγίες για να μετριάσει λίγο το εξαιρετικά μεγάλο κόστος που έχει κάθε αγωνιστική σεζόν, ξεκινώντας κι από το στάδιο της προπόνησης ακόμη.

 

 

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!