Εργοστάσιο – Μουσείο Ducati

Στο λίκνο των θρύλων
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/6/2017

Η Bologna είναι μια πόλη που διαθέτει πάρα πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να την κάνουν ξεχωριστή και να την συνυφάνουν με διάφορα πολιτιστικά και πολιτισμικά δεδομένα. Σε όλους εμάς όμως, το όνομα της Bologna είναι το ένα και το αυτό με μία μόνο θρυλική επωνυμία: της Ducati.

Πριν από λίγο καιρό βρεθήκαμε στην Bologna για μια από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που μια εταιρεία επιλέγει να κάνει την παρουσίαση ενός νέου μοντέλου στην έδρα της. Συνήθως το μπουλούκι των δημοσιογράφων συγκεντρώνεται σε κάποιο θέρετρο, που συνδυάζει τον καλό καιρό με τις απαραίτητες υποδομές και το πολύ καλό οδικό δίκτυο, προκειμένου να διαπιστώσουμε την αποτελεσματικότητα των σχεδιαστών του. Με το Scrambler Café Racer όμως, η Ducati επέλεξε να το δείξει για πρώτη φορά στον ειδικό τύπο καλώντας τους δημοσιογράφους στο "σπίτι" της. Να οδηγήσουμε το νέο μοντέλο λίγα χιλιόμετρα από εκεί που είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου, εκεί που οδηγήθηκε για πρώτη φορά από τους αναβάτες εξέλιξης, εκεί ουσιαστικά που διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά της απόδοσης και της συμπεριφοράς της. Όποιος έχει οδηγήσει εκεί στους πρόποδες των Απέννινων, στο περίφημο Passo della Futa, μπορεί να καταλάβει γιατί γενικότερα οι κόκκινες μοτοσυκλέτες διαθέτουν αυτόν τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα. Το bonus όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η δυνατότητα που είχαμε να επισκεφθούμε το εργοστάσιο με τις γραμμές παραγωγής και στη συνέχεια το ανανεωμένο μουσείο της εταιρείας πριν καν οδηγήσουμε την μοτοσυκλέτα, για να δούμε από κοντά πώς φτιάχνονται τα πραγματικά αντικείμενα του πάθους.

 

Η ιστορική γραμμή

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, δημιουργήθηκε μια μεγάλη δραστηριότητα γύρω από την τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών, με τον Giuglielmo Marconi –γνήσιο τέκνο της Bologna- να κατοχυρώνει την πατέντα του ραδιοτηλέγραφου. Την ίδια εποχή, ένας συντοπίτης του, ο Adriano Cavalieri Ducati κατοχυρώνει την πατέντα για τον πομπό βραχέων ραδιοκυμάτων και στις 4 Ιουλίου του 1926, μαζί με τα αδέρφια του Bruno και Marcello, ιδρύει την Societa Scientifica Radio Brevetti Ducati. Το αντικείμενο της εταιρείας ήταν η κατασκευή μικρών πυκνωτών Manens, οι οποίοι φτιάχνονταν σε ένα μικρό σπίτι από δύο εργάτες και μια γραμματέα! Μέσα σε δέκα χρόνια, η ανάπτυξη της εταιρείας ήταν τέτοια που απασχολούσε χιλιάδες υπαλλήλους στο καινούργιο εργοστάσιο στην περιοχή του Borgo Panigale. Τον Οκτώβρη του 1944 όμως, το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αλλά μέσα σε έναν χρόνο ξαναχτίστηκε με αντικείμενο πλέον την κατασκευή μικρών μοτοσυκλετών, που αποτελούσαν ένα φθηνό μέσο μετακίνησης στην μεταπολεμική περίοδο της Ιταλίας.

Η αρχή έγινε με το περίφημο Cucciolo (κουτάβι στα ιταλικά), έναν μικρό τετράχρονο κινητήρα 48 κυβικών που μπορούσε να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε ποδήλατο, ο οποίος απέκτησε διαστάσεις φαινομένου. Λίγο αργότερα φτιάχτηκε το "60", η πρώτη ολοκληρωμένη μοτοσυκλέτα της Ducati, και στη συνέχεια "μπήκε το νερό στ' αυλάκι" με την έλευση του Fabio Taglioni και την σχεδίαση του 125 Sport. Έκτοτε, η Ducati είχε μια διαρκώς ανοδική πορεία, τόσο εμπορικά όσο και αγωνιστικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ducati Siluro 100 που έσπασε 46 (!) παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας εν έτει 1956. Η ιστορική συνέχεια επεφύλαξε πολλά ορόσημα για την Ducati, όπως τα Scrambler και το 750GT, το πρώτο superbike της εταιρείας την δεκαετία του '70 με τον πρώτο δικύλινδρο desmo V 90° και πρόγονος του SuperSport Desmo του '73 που μπήκε στη συλλογή του μουσείου Guggenheim ως μια από τις ομορφότερες μοτοσυκλέτες που φτιάχτηκαν ποτέ. Το έτερο σήμα-κατατεθέν της Ducati, το πλαίσιο χωροδικτύωμα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1979 στο Pantah 500 και την επόμενη χρονιά επανασχεδιάστηκε από τον Taglioni για το 600 ΤΤ2, με το βάρος του να φτάνει μόλις στα 7 κιλά!

Η λίστα με τους ιστορικούς σταθμούς της Ducati είναι μακρά, η οποία συμπεριλαμβάνει από νίκες στο Dakar (με το Cagiva Elefant που είχε κινητήρα της Ducati), μέχρι το θρυλικό 916 που επαναπροσδιόρισε τα superbikes της σύγχρονης εποχής και το Monster που έκανε το ίδιο για την κατηγορία των Naked. Η συνεργασία με την Cagiva δημιούργησε πολύ ισχυρότερους δεσμούς, καθώς το 1985 η εταιρεία του Castiglioni ενέταξε την Ducati στον όμιλο (αφού πιο πριν, το 1950, είχε αναλάβει τον έλεγχο το ιταλικό κράτος), ενώ το 1996 η εταιρεία άλλαξε ιδιοκτησιακό καθεστώς περνώντας στα χέρια της αμερικανικής Texas Pacific Group και το 2005 τα αδέρφια Bonomi επανέφεραν την εταιρεία σε ιταλικά χέρια. Το 2012 όμως, η Ducati εξαγοράστηκε από το Volkswagen Group –και πιο συγκεκριμένα από την Audi που ανήκει στον όμιλο- όπου και παραμένει μέχρι σήμερα ακολουθώντας το επιχειρηματικό πλάνο των Γερμανών.

Το "κόκκινο" εργοστάσιο

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, το πρώτο εργοστάσιο της Ducati ήταν ουσιαστικά το υπόγειο του σπιτιού των αδερφών Ducati, όπου κατασκεύαζαν πυκνωτές και εξοπλισμό για ραδιόφωνα. Το 1935 λειτούργησαν για πρώτη φορά οι εγκαταστήσεις στο Borgo Panigale, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης του κύκλου εργασιών της εταιρείας, δίνοντας μια επιπλέον ώθηση στην δυναμική της Ducati. Μέσα σε λίγα χρόνια κατέληξε να αποτελεί ένα… μικρό χωριό, ενώ λίγο μετά άνοιξαν δύο νέα εργοστάσια της εταιρείας με αντικείμενο τις δραστηριότητες της Ducati στον τομέα των οπτικών. Ενώ το όλο εγχείρημα βρισκόταν σε μια οργιώδη ανάπτυξη, ήρθε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος να βάλει ένα απότομο φρένο. Το 1943 το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και τον Οκτώβριο του 1944 καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων. Μετά το τέλος του πολέμου ξεκίνησε αμέσως η ανακατασκευή του και το 1948 τα αδέρφια Ducati έφυγαν από την εταιρεία. To 1954 η Ducati διασπάστηκε σε δύο εταιρείες, την Ducati Elettrotecnica και την Ducati Meccanica. Η Ducati Meccanica ήταν η εταιρεία που συνέχισε την παραγωγή μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της οποίας αποτελεί μέχρι σήμερα το βασικό εργοστάσιο της Ducati, καθώς η εταιρεία διαθέτει πλέον κι ένα εργοστάσιο στην Ταϊλάνδη όπου συναρμολογούνται οι μοτοσυκλέτες που έχουν προορισμός τις αγορές της Ασίας.

Σήμερα, το εργοστάσιο της Ducati στην Bologna παραμένει ένα μικρό… χωριό, με ένα σύμπλεγμα κτιρίων και εγκαταστάσεων να αποτελούν την καρδιά της ιταλικής εταιρείας. Εκεί που βρίσκονται τα γραφεία της εταιρείας ήταν οι γραμμές παραγωγής, ενώ οι τωρινές γραμμές συναρμολόγησης κινητήρων είναι στο κτήριο που χτίστηκε μεταξύ του 1969-1973 και αποτελούσε το εργοστάσιο παραγωγής των αλουμινένιων και τα ατσάλινων μερών.

Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον

Έχοντας επισκεφθεί πολλά εργοστάσια-και δη ευρωπαϊκά- κατασκευής μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της Ducati δεν ξεχωρίζει για τις τεχνολογικές του καινοτομίες ή για το πρωτότυπο σύστημα των logistics που χρησιμοποιεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακολουθεί ό,τι πιο σύγχρονο και άρτιο υπάρχει στον συγκεκριμένο τομέα. Λίγο ως πολύ όμως, τα περισσότερα εργοστάσια είναι εναρμονισμένα για τις σύγχρονες τεχνικές και ακολουθούν –με μικρές διαφοροποιήσεις- τις ίδιες μεθόδους. Το εργοστάσιο στο Borgo Panigale ξεχωρίζει για άλλο λόγο κι όχι τόσο για την μειωμένη παρουσία αυτοματισμών σε σχέση με τα άλλα εργοστάσια. Με το που περνάς την πύλη του ιστορικού εργοστασίου –πιστέψτε με, δεν είναι υπερβολή- γίνεσαι αποδέκτης μιας εντελώς διαφορετικής ατμόσφαιρας. Ένα εργοστάσιο, μια εταιρεία, ένας οργανισμός γενικότερα, είναι οι άνθρωποί του και στην Ducati αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι εργάτες, οι μηχανικοί, οι διοικητικοί υπάλληλοι, είναι όλοι τους άνθρωποι παθιασμένοι με την μοτοσυκλέτα και την φίρμα. Δουλεύουν για την Ducati και γουστάρουν που το κάνουν. Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον. Στις τέσσερις γραμμές συναρμολόγησης οι εργάτες που μοντάρουν τα πλαίσια με τους κινητήρες δουλεύουν λες και πρόκειται για την δική τους μοτοσυκλέτα. Η έντονη γυναικεία παρουσία (πάνω από το 20% είναι γυναίκες) δίνει μια διαφορετική αισθητική στον βιομηχανικό σκηνικό. Ανάμεσα στα CNC και τους επεξεργασμένους στροφάλους, την μονοτονία του μετάλλου την σπάνε δύο μεγάλες γλάστρες με φίκους, γύρω από τις οποίες στρίβουν ξυστά τα περονοφόρα με τις εξαρτήματα για τις γραμμές παραγωγής. Ακόμη και στον λειτουργικό και ποιοτικό έλεγχο μέσα στα κλειστά δυναμόμετρα, οι εργάτες που κάνουν την διαδικασία μοιάζουν λες κι έχουν στηθεί για κόντρα σε φανάρι, αντί να αλλάζουν βαριεστημένα ταχύτητες και να συλλέγουν στοιχεία. Μικρές λεπτομέρειες που όλες μαζί όμως φτιάχνουν το διαφορετικό κλίμα που "μυρίζει" Ducati.

Από τις τέσσερις γραμμές παραγωγής η μία είναι αφιερωμένη στην οικογένεια των Panigale λόγω της ιδιαιτερότητας των κινητήρων τους και στις άλλες τρεις συναρμολογούνται όλα τα υπόλοιπα μοντέλα της γκάμας. Στις τρεις αυτές γραμμές τα μοντέλα που συναρμολογούνται εξαρτώνται από τις προπαραγγελίες των αντιπροσώπων και όχι από την κάθε παραγγελία ξεχωριστά του εκάστοτε πελάτη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο εργοστάσιο της BMW, και στην ακμή της σεζόν (που ξεκινάει την άνοιξη και τελειώνει το φθινόπωρο) σε ορισμένες απ' αυτές δουλεύουν έως και τρεις βάρδιες.

Κάπου ανάμεσα στις γραμμές συναρμολόγησης των κινητήρων και μοτοσυκλετών, υπάρχει μια κατακόκκινη –τι παράξενο!- πόρτα, ερμητικά κλεισμένη με ηλεκτρονικές κλειδαριές και καθόλου παράθυρα. Πάνω της έχει μόνο ένα μεγάλο αυτοκόλλητο: Ducati Corse. Πίσω από αυτή την πόρτα βρίσκεται το άντρο του αγωνιστικού τμήματος της Ducati. Η εξέλιξη, ο σχεδιασμός και η βάση των εργοστασιακών ομάδων, τόσο για τα MotoGP όσο και για τα WSBK, γίνεται σ' αυτό το τμήμα του εργοστασίου, στο οποίο φυσικά ούτε λόγος για να ρίξουμε έστω και μια κλεφτή ματιά.

Για τους λάτρεις των στατιστικών, να αναφέρουμε ότι οι εγκαταστάσεις του Borgo Panigale καταλαμβάνουν μια έκταση 71.657 τετραγωνικών μέτρων, ενώ η συνολική έκταση του οικοπέδου είναι 114.873m2. Εκεί εργάζονται 1.187 άνθρωποι, από τους 1.558 που απασχολεί η Ducati παγκοσμίως. Εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα νούμερα της παραγωγής, καθώς το 2016 έγιναν 55.451 παραδόσεις μοτοσυκλετών στους ιδιοκτήτες τους (ένα νούμερο ρεκόρ για την εταιρεία), ενώ η παραγωγή της περασμένης χρονιάς στο εργοστάσιο της Bologna ήταν 47.054 μοτοσυκλέτες.

Επένδυση στην εκπαίδευση

Η Ducati είναι όμως κάτι περισσότερο από ένα εργοστάσιο παραγωγής μοτοσυκλετών. Είναι μια φίρμα με δυνατό σήμα και ιδιαίτερα ισχυρούς δεσμούς με τους πελάτες της –και όχι μόνο- όντας ταυτόχρονα συνώνυμο του πάθους και του ιταλικού σχεδιασμού. Αυτά τα στοιχεία είναι που της έδωσαν την ώθηση για να δραστηριοποιηθεί και σε τομείς διαφορετικούς από τον αυστηρά κατασκευαστικό χώρο, επενδύοντας τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην ενίσχυση του brand name της.

Το Fisica in Moto (η φυσική της μοτοσυκλέτας) είναι ένα διαδραστικό εργαστήριο φυσικής μέσα στο εργοστάσιο της Ducati. Είναι κατασκευασμένο για μαθητές γυμνασίου-λυκείου και είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του Fondazione Ducati (του μη κερδοσκοπικού οργανισμού της Ducati που συμμετέχει σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις) και του λυκείου Malpighi από την Bologna. Η διαδρομή που έχει σχεδιαστεί για τους μαθητές που επισκέπτονται το εργαστήριο, είναι σχεδιασμένη από κοινού από τους καθηγητές του σχολείου και καθηγητών από το πανεπιστήμιο της Bologna, στην οποία τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να δουν στην πράξη την εφαρμογή των νόμων της φυσικής πάνω στην μοτοσυκλέτα, με ενδιαφέρουσες δράσεις και πειράματα.

Παράλληλα, σε ένα πιο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης λειτουργεί το project DESI (Ducati Education System Italy). Είναι ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε να λειτουργεί το Σεπτέμβριο του 2014 από την Ducati και την Lamborghini –τις δύο ιταλικές εταιρείες που ανήκουν στο Audi group), με στόχο την φοίτηση και την εκπαίδευση στην Ιταλία. Μέσα απ' αυτό, δίδεται η δυνατότητα σε νεαρούς Ιταλούς να κάνουν το επόμενο βήμα σ' αυτούς τους τομείς και είναι βασισμένο στο σύστημα που χρησιμοποιείται ήδη στην Γερμανία. Ουσιαστικά, παρέχει την ευκαιρία στο να προχωρήσει η εκπαίδευση μέσα από την πρακτική άσκηση σε πραγματικές συνθήκες, μέσα στην εταιρεία. Σε συνεργασία με τα κολέγια Fiorovanti Belluzzi και Aldini Valeriani, συμμετείχαν 48 φοιτητές την πρώτη χρονιά και 26 την δεύτερη σε τρεις διαφορετικούς τομείς της παραγωγικής διαδικασία, παίρνοντας ένα πολύτιμο εφόδιο για την μετέπειτα ένταξή τους στην αγορά εργασίας.

 

Το νέο μουσείο της Ducati

Για την Ducati, κάθε προϊόν της αποτελεί ένα έργο τέχνης και ως τέτοια θα έπρεπε να έχουν τον δικό τους ξεχωριστό χώρο για να εκτίθενται στα μάτια του κοινού.

 

Γι' αυτό το λόγο, το 1998, ιδρύθηκε το μουσείο της Ducati, που συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στις εγκαταστάσεις του Borgo Panigale. Πρόκειται για έναν χώρο 850 τετραγωνικών μέτρων το οποίο μέχρι πρότινος στέγαζε μόνο το αγωνιστικό κομμάτι της ιστορίας της Ducati. Πρόσφατα, ο χώρος ανακαινίσθηκε και αναδιοργανώθηκε και πλέον εκτίθενται όλα τα μοντέλα-ορόσημα της Ducati, μαζί με τις καινοτομίες και τα τεχνολογικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν.

Το καλωσόρισμα στο μουσείο γίνεται από μια ιστορική αναδρομή με εκθέματα από τότε που η Ducati δεν κατασκεύαζε μοτοσυκλέτες αλλά πυκνωτές και εξαρτήματα ραδιοφώνων, μαζί με φωτογραφίες από τα αδέρφια Ducati και το σπίτι τους, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο εργοστάσιο της φίρμας.

Η συνέχεια είναι αφιερωμένη στις μοτοσυκλέτες, οι οποίες είναι μοιρασμένες σε τέσσερα δωμάτια και σε τρεις τομείς, με το λευκό χρώμα να κυριαρχεί στους τοίχους προκειμένου οι μοτοσυκλέτες να ξεχωρίζουν και να μην αποσπά τίποτε το βλέμμα από πάνω τους, όπως μας είπαν οι άνθρωποι που μας ξενάγησαν στον ανακαινισμένο χώρο.

Ο ένας τομέας έχει να κάνει με την ιστορία των μοτοσυκλετών παραγωγής παραθέτοντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία της εποχής που δημιουργήθηκαν. Ο δεύτερος τομέας αφορά τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες και την αγωνιστική παράδοση της εταιρείας, όπου τα εκθέματα συνοδεύονται από τα αμέτρητα τρόπαια που έχουν κερδίσει σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ο τρίτος τομέας είναι αφιερωμένος στους ίδιους τους αναβάτες της Ducati, τους "ήρωες της Ducati", όπως τους αποκαλούν οι άνθρωποι της εταιρείας.

Συνολικά εκτίθενται 46 μοτοσυκλέτες, εκ των οποίων οι 19 είναι μοτοσυκλέτες παραγωγής, ενώ για μερικές από αυτές είναι η πρώτη φορά που ποζάρουν ως εκθέματα.

Ετικέτες

MV Agusta: Έχει πλάνο ανερχόμενης δύναμης

Συνδέοντας τα κομμάτια ενός πολύ μεγάλου παζλ
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/10/2020

Όταν μιλάμε για ιταλική βιομηχανία μοτοσυκλετών, στο μυαλό μας υπάρχουν δύο μεγάλες εταιρείες. Η μία είναι ο όμιλος της Piaggio που έχει κάτω από την ομπρέλα της την Aprilia και την Moto Guzzi (τυπικά ξεχωριστές εταιρείες είναι η Vespa και οι Gilera) και φυσικά η Ducati που έχει ισχυρή παρουσία στα παγκόσμια πρωταθλήματα MotoGP και WSBK, έστω κι αν παραγωγή των δύο εργοστασίων της σε Ιταλία και Ταϊλάνδη δεν είναι στο μέγεθος της Piaggio. Το όνομα της Benelli προστέθηκε στη λίστα των μεγάλων ιταλικών εταιρειών τα τελευταία χρόνια χάρη στην επιτυχημένη εμπορική πορεία του TRK 502 (κυρίως στην ιταλική αγορά), έστω κι αν υπάρχουν αντιρρήσεις από κάποιους ως προς την ιταλική “γνησιότητά” τους. Η MV Agusta από την άλλη μεριά είχε πάντα την εικόνα που έχουν οι εταιρείες της οικογένειας Castiglioni. Δηλαδή την εικόνα μικρών boutique που φτάνουν έως το σημείο να κάνουν ένα άλμα ανάπτυξης, αλλά πάντα κάτι συμβαίνει με τα οικονομικά και η παραγωγή σταματά, γυρίζοντας πίσω στο μηδέν… Σε αυτό το σημείο βρέθηκε για πολλοστή φορά η MV Agusta το 2016, παρά το γεγονός πως λίγους μήνες πριν είχε ανακοινωθεί μια σημαντική οικονομική σύμπραξη με την AMG (θυγατρική εταιρεία του γερμανικού κολοσσού της Mercedes-Benz). Τράπεζες, προμηθευτές και ιταλικό κράτος στρίμωξαν στη γωνία τον Giovanni Castiglioni, ο οποίος αναγκάστηκε να συνεργαστεί με έναν νεαρό Ρώσο επιχειρηματία, που μέχρι τότε δεν είχαμε ακούσει το όνομά του.

Ο Timur Sardarov και ο αδερφός του Ratmir Sardarov κατέληξαν να έχουν το 100% των μετοχών της MV Agusta το 2019, βγάζοντας έξω από κάθε διοικητικό ρόλο των Giovanni Castiglioni. Έως τότε ο κόσμος παρακολουθούσε με καχυποψία τους δύο Ρώσους, καθώς δεν φαινόταν να ρίχνουν με το τσουβάλι λεφτά για την εξέλιξη νέων μοντέλων και την αύξηση της παραγωγής. Δηλαδή δεν έκαναν ό,τι έκαναν οι κινέζοι της QJ με την Benelli, όπου μέσα σε δύο χρόνια παρουσίασαν δέκα διαφορετικά νέα μοντέλα σε όλες τις κατηγορίες. Όμως στην πορεία αποδείχτηκε πως οι δύο Ρώσοι επενδυτές κάθε άλλο παρά “αεριτζήδες” είναι. Κοιτώντας σήμερα το ανθρώπινο δυναμικό της MV Agusta, θα δούμε σε θέσεις κλειδιά πολύ γνωστά ονόματα του χώρου της βιομηχανίας, με τεράστιες επιτυχίες στην καριέρα τους. Το πιο οικείο είναι φυσικά του Massimo Bordi που όχι μόνο σχεδίασε τους Desmo τετραβάλβιδους κινητήρες των Ducati 851/916 αλλά κατείχε και τη θέση του CEO της Ducati όταν την είχαν αγοράσει οι Αμερικάνοι επενδυτές. Ήταν αυτός που έκανε την Ducati κερδοφόρα, ώστε να μπορέσουν οι Αμερικάνοι επενδυτές να την πουλήσουν… με το αζημίωτο.  

Το Νοέμβριο του 2019, ο Timur Sardarov ανακοίνωσε το νέο οργανόγραμμα της εταιρείας και το πενταετές αναπτυξιακό πλάνο, το οποίο σηματοδοτεί το τέλος της εποχής Castiglioni και την επιστροφή μιας θρυλικής προσωπικότητας, του Massimo Bordi, στη θέση του Εκτελεστικού Αντιπροέδρου, με πλήρη έλεγχο πάνω στην παραγωγή και τον ποιοτικό έλεγχο του εργοστασίου. Ο Bordi έδωσε μια άκρως αποκαλυπτική και διαφωτιστική συνέντευξη στο αμερικάνικο Cycle Word, μιλώντας για όλους και για τα πάντα, καθώς πέρα από τον Sardarov είναι κι αυτός ένας εκ των εμπνευστών του πλάνου. Το πρώτο μέρος του σχεδιασμού είναι να ολοκληρώσουν την χρονιά έχοντας πετύχει τον στόχο των 3.000 μοτοσυκλετών στην παραγωγή, κάτι που δεν ήταν –όπως προκύπτει μέχρι τώρα- κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, ενώ οι πωλήσεις των εκδόσεων Serie Oro, των Superveloce 800 και Brutale 1000, έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στα έσοδα της εταιρείας. Το επόμενο βήμα είναι να αυξάνεται η παραγωγή κατά 3.000 μονάδες (ή και παραπάνω) κάθε χρόνο!

Δεν πρόκειται για ένα εύκολο καθήκον και ο Bordi τόνισε ότι θα στηριχθούν σε τρεις πυλώνες για να πετύχουν κάτι τέτοιο. Αρχικά, θα παρουσιάσουν ένα δυνατό πρόγραμμα που θα είναι στοχευμένο στην διαρκή εξέλιξη των τρικύλινδρων κινητήρων, τόσο από πλευράς ποιότητας, όσο και αξιοπιστίας, απόδοσης και ευκολίας. Μέχρι στιγμής, ο συγκεκριμένος κινητήρας έχει αποδειχθεί ως το δυνατό χαρτί της MV Agusta και η γκάμα των μοτοσυκλετών που τον χρησιμοποιούν δημιουργεί μια ισχυρή εικόνα για την εταιρεία. Το πρώτο βήμα θα είναι η αύξηση του κυβισμού στα 950cc, μια δύσκολη πρόκληση διότι θέλουν να το καταφέρουν χωρίς να αυξήσουν αντίστοιχα το βάρος και τις διαστάσεις. Υπολογίζεται ότι η απόδοσή του θα είναι κοντά στους 170 ίππους, δημιουργώντας έναν εξαιρετικό λόγο κιλών ανά ίππο.

"Το επόμενο βήμα θα είναι ένας κινητήρας με υπερσυμπιεστή ο οποίος θα κινείται ηλεκτρικά", λέει ο Bordi και εξηγεί ότι αυτή η λύση είναι η ιδανικότερη για μοτοσυκλέτες, καθώς η λειτουργία του θα ελέγχεται πλήρως από την ECU. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μια ευθεία γραμμή στο διάγραμμα της ροπής σε συνδυασμό με πρωτόγνωρα επίπεδα ισχύος και εξαιρετική κατανάλωση. Με δεδομένο το παρελθόν του Bordi στην μηχανολογία τα τελευταία 50 χρόνια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για όλα αυτά που λέει υπάρχει τεκμηριωμένο υπόβαθρο.

"Ο δεύτερος πυλώνας θα είναι η συνεργασία που πρόσφατα υπέγραψε ο Timur με τον κινέζικο κολοσσό την Loncin Motor Co, της οποίας τα αποτελέσματα θα τα δούμε πολύ σύντομα και θα αφορούν μια νέα γενιά δικύλινδρων κινητήρων 350cc, και αργότερα 500cc". Οι κινητήρες αυτοί σχεδιάζονται και εξελίσσονται από την MV Agusta στο εργοστάσιό της, ενώ αυτός των 350cc θα έχει προτεραιότητα, καθώς ο Bordi θεωρεί ότι ο συγκεκριμένος κυβισμός είναι από τους πιο δημοφιλείς στην παγκόσμια αγορά. "Η συνεργασία με την Loncin Motor Co στο συγκεκριμένο project", δήλωσε ο Bordi, "θα επιτρέψει στην MV Agusta να πετύχει τέτοια νούμερα στην παραγωγή της που δεν είχε δει ποτέ το εργοστάσιο στην Schiranna, ούτε καν την εποχή της Aermacchi – Harley Davidson."

Όμως φαίνεται η συνεργασία με τις κινέζικες εταιρείες δεν σταματά εδώ. Τον Σεπτέμριο του 2020 η MV Agusta ανακοίνωσε τη νέα στρατηγική συνεργασία με την QJ-Motor Co. για την διάθεση των μοτοσυκλετών του ιταλικού εργοστασίου στην Κίνα. Το γκρουπ QJ είναι ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές στην Κίνα και η συμφωνία περιλαμβάνει –αρχικά όπως τονίζεται- την εμπορική διάθεση των MV Agusta μέσω ενός δικτύου μεγάλων καταστημάτων σε όλη την χώρα. Σε δεύτερο στάδιο, η συνεργασία θα περιλαμβάνει την από κοινού εξέλιξη σε βιομηχανικό επίπεδο και την συνεργασία σε νέα projects. Ήδη η QJ έχει υποσχεθεί πως θα έχει έναν νέο τετρακύλινδρο εν σειρά κινητήρα 1000 κυβικών και η φωτογραφία που έδειξε, έμοιαζε σε όλους μας πολύ με τον προηγούμενο κινητήρα των F4 1000 και Brutale 1000 της MV Agusta.

Μέσα σε όλες αυτές τις κινήσεις ο CEO της MV Agusta, Sardarov προσέλαβε τον Enrico Pellegrino για τη θέση του Head of Business & Network Development. Ο κ. Pellegrino έχει 30 χρόνια εμπειρίας στο χώρο της βιομηχανίας και η πρώτη του θέση ήταν στην Ford. Στην καριέρα του έχει συνεργαστεί με την Ducati και την Yamaha Motor Company. Πριν από δέκα χρόνια ξεκίνησε να εργάζεται στην Peugeot Motorycles, που πρόσφατα αγοράστηκε απ’ την Mahindra και ήταν Managing Director πριν γίνει Global Commercial Director του Ομίλου. Βλέπουμε λοιπόν, πως μαζί με τις καθαρά επιχειρηματικές κινήσεις σε επίπεδο συνεργασιών, ο Timur Salvador φροντίζει να τοποθετεί στους σωστούς ανθρώπους στις σωστές θέσεις. Είναι πλέον πέρα για πέρα ξεκάθαρο, πως η MV Agusta έχει κάνει την απαραίτητη προεργασία για το επόμενο μεγάλο βήμα που θα την καθιερώσει ως μία από τις μεγάλες ιταλικές εταιρείες, όχι μόνο ως προς την αίγλη και την ιστορία του ονόματός της, αλλά και ως προς την εμπορική της παρουσία στις παγκόσμιες αγορές.