Όταν γράφαμε για τη μεταγραφή του Bautista στη Honda για το 2020, δεν ήταν ακόμη γνωστό ποιον αναβάτη θα αντικαταστήσει… Ο γρίφος φαίνεται πως λύθηκε σήμερα με την ανακοίνωση της ιταλική ομάδας BARNI Racing Team, πως ο Βρετανός Leon Camier θα είναι μαζί της από του χρόνου. Έτσι, εκτός απροόπτου, ο Ryuichi Kiyonari θα είναι ο ομόσταβλος του Bautista.
Ο Leon Camier έκανε το ντεμπούτο του στα Superbikes πριν από δέκα χρόνια ως wildcard συμμετοχή στο Donington Park, με την πρώην ομάδα της GSE Racing που χρησιμοποιούσε την R1 της Yamaha και κατάφερε να τερματίσει έκτος στο δεύτερο σκέλος, ενώ αργότερα την ίδια χρονιά στέφθηκε πρωταθλητής στο BSB, όπου συμμετείχε. Το 2010 έλαβε κανονικά μέρος στο Motul WSBK, όντας εργοστασιακός αναβάτης της Aprilia με teammate τον Max Biaggi. Κατάφερε να βρεθεί τρεις φορές στο βάθρο πριν χάσει τους τελευταίους αγώνες του πρωταθλήματος, λόγω του κατάγματος που απέκτησε στον καρπό στον αγώνα της Γερμανίας. Παρέμεινε άλλη μια χρονιά στην Aprilia και μάλιστα τερμάτισε τέσσερις φορές ανάμεσα στους τρεις πρώτους, ενώ ολοκλήρωσε το πρωτάθλημα στην έβδομη θέση. Τα επόμενα δύο χρόνια, το 2012 και το 2013 πήγε στην Voltcom Crescent Suzuki Team, όπου παρά τους τραυματισμούς που είχε εκείνες τις σεζόν κατάφερε να βρεθεί δύο φορές σε μια θέση του βάθρου. Την επόμενη σεζόν, πέρασε στο παρασκήνιο και αγωνιζόταν μόνο όταν χρειαζόταν να αντικαταστήσει κάποιον αναβάτη που είχε τραυματιστεί. Ωστόσο, οι επιδόσεις του τράβηξαν το ενδιαφέρον της MV Agusta και από το 2015 έως και το 2018 έτρεχε με τα χρώματά της. Την τελευταία διετία αγωνίζεται για την ομάδα της Honda και ο καλύτερος τερματισμός του ήταν πέρσι στην Ταϊλάνδη, όπου ήρθε τέταρτος. Η BARNI Racing Team θα είναι η έκτη ομάδα με την οποία θα συμμετέχει ο Camier στο παγκόσμιο πρωτάθλημα Superbike και σε συνδυασμό με την εμπειρία του, αλλά και την V4 R, ο Βρετανός αναβάτης στοχεύει για μια θέση στο βάθρο, που όπως φαίνεται κυνηγά εδώ και αρκετό καιρό...
Οι πρώτες επίσημες δοκιμές για την ερχόμενη σεζόν δεν αργούν και για την ακρίβεια θα πραγματοποιηθούν σε λιγότερο από ένα μήνα, στις 13 και 14 Νοεμβρίου. Εκεί, ο Camier θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με την Ducati V4 R της ομάδας και θα ξεκινήσει να την φέρνει στα μέτρα του, ώστε να είναι έτοιμος για την ερχόμενη χρονιά. Σε δηλώσεις του ανέφερε: “Ανυπομονώ να αντιμετωπίσω τις προκλήσεις της νέας χρονιάς. Θα χρησιμοποιήσω όλες μου τις γνώσεις και ικανότητες, ώστε μαζί με τον Marco (σ.σ. διευθυντή της ομάδας) και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Έχουν πολύ στενές σχέσεις με τη Ducati και είναι ένα μια ομάδα μηχανικών που οδηγείται απ’ το πάθος με στόχο τις επιτυχίες και πιστεύω πως θα έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία.”
Το φετινό πρωτάθλημα οδεύει στον τελευταίο του γύρο και ο χορός των μεταγραφών κοντεύει να τελειώσει, αφού οι περισσότερες ομάδες έχουν εξασφαλίσει τα συμβόλαια με τους αναβάτες που ήθελαν. Σιγά – σιγά, περνάμε στη φάση των δοκιμών και αναμένουμε την επόμενη σεζόν με μεγάλη ανυπομονησία, μιας και αναμένεται να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον!
Motul WSBK – Έφτασε τους 950 αγώνες στο ιστορικό Assen: Ευκαιρία για μια ιστορική αναδρομή
Το πρωτάθλημα Motul WSBK μετρά ήδη 36 χρόνια ιστορίας
Από τον
Αλέξανδρο Λαμπράκη
23/4/2024
Ο δεύτερος αγώνας στην θρυλική πίστα TT του Assen, σήμανε ταυτόχρονα και τον 950ο για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα SBK, που από το μακρινό 1988 γράφει ιστορία, προσφέροντας θέαμα με μάχες σώμα με σώμα, ενώ ταυτόχρονα βελτιώνει το είδος, δίνοντας μας σήμερα την ευκαιρία να αποκτήσουμε μία μοτοσυκλέτα πολύ κοντά σε αυτές που βλέπουμε στις οθόνες μας.
Η αρχή έγινε 36 ολόκληρα χρόνια πριν, το 1988, όταν για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή του το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα SBK. Η φιλοσοφία πίσω από την ίδρυσή του ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή των GP, όπου έτρεχαν πρωτότυπες μοτοσυκλέτες με στόχο την εξέλιξη μέσα από τους αγώνες - και τις οποίες δεν μπορούσες να αγοράσεις. Τα Motul WSBK ήταν το αντίθετο, μοτοσυκλέτες παραγωγής, οι οποίες βέβαια σταδιακά ολοένα και δέχονταν περισσότερες και μεγάλης έκτασης τροποποιήσεις για να αγωνιστούν στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Με το ίδιο μοτίβο συνεχίζει να πορεύεται, γι’ αυτό και βλέπουμε τους κατασκευαστές που συμμετέχουν στα Motul WSBK να εμφανίζουν εξωτικές, πανάκριβες, πανίσχυρες και περιορισμένης παραγωγής εκδόσεις, όπως για παράδειγμα οι Ducati Panigale V4R και M 1000 RR των 240 ίππων και 51.000€ και 212 ίππων και 34.900€, αντίστοιχα.
Αρχικά, το πρόγραμμα περιλάμβανε 2 αγώνες σε κάθε γύρο, από το 2019 και μετά ήρθε να προστεθεί ένας ακόμα 10 γύρων, ο οποίος ονομάζεται Superpole. Από το 1990 και μετά, το πρωτάθλημα μεγάλωσε, με την κατηγορία WSSP να προστίθεται στην κατηγορία, με στόχο να συμπεριληφθούν στο Πρωτάθλημα και οι μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτες. Ως υποστηρικτικές κατηγορίες υπήρξαν επίσης και η κατηγορία European Superstock 1000, που λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε η European Superstock 600. Η τελευταία σταμάτησε το 2015, ενώ από το 2017 έχει ενσωματωθεί στην πιο νέα προσθήκη, την WSSP 300. Το 2018, ήρθε και το τέλος της μεγαλύτερης Superstock 1000.
Πρώτος νικητής του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος SBK ήταν ο Fred Merkel με την αγωνιστική έκδοση του VFR750F της Honda, την ιστορική RC30. Το 1989 ο Αμερικανός επανέλαβε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά τον άθλο του. Το 1990 είχε έρθει η ώρα της αλλαγής των σκήπτρων, με τον Raymond Roche και την Ducati 851 να γίνεται ο δεύτερος κατά σειρά αναβάτης που παίρνει τον Παγκόσμιο τίτλο SBK στο σπίτι του.
Το 1991 και 1992 η Ducati συνέχισε να βρίσκεται στην μοναχική θέση της κορυφής με τον Doug Polen στην σέλα του 888. Οι τρεις αυτοί αναβάτες βρέθηκαν στο πρώτο σκαλί του βάθρου τα πρώτα πέντε χρόνια των Motul WSBK, με τον θεσμό να έχει περάσει από όλο τον κόσμο, από το Η.Β. μέχρι την Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία, τον Καναδά και παντού στο ενδιάμεσο.
Μετράμε ήδη 100 αγώνες, όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, τα WSBK ετοιμαζόντουσαν για την πρώτη τους “Χρυσή Εποχή”, με τον Carl Fogarty να είναι ο βασικός πρωταγωνιστής. Ο αναβάτης της Ducati έμελλε να μετατραπεί σε έναν από τους πιο επιτυχημένους αναβάτες, όχι μόνο για τα SBK, αλλά γενικότερα του μηχανοκίνητου αθλητισμού, αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα αθλητών της Βρετανίας. O “Foggy” έφερε κόσμο στις κερκίδες, έχοντας ιδιαίτερο οδηγικό στυλ και μερικές από τις πιο έντονες αντιπαλότητες στην ιστορία του αθλήματος που προκάλεσαν και τράβηξαν τα βλέμματα πάνω τους. Μεταξύ των αναβατών ήταν οι Aaron Slight, John Kocinski και Pierfrancesco Chili.
Το 1994 πήρε τον πρώτο του τίτλο με την Ducati 916, κάνοντας το back-to-back με το εργοστάσιο του Borgo Panigale. Το 1996, ο Troy Corser με την δική του Ducati 916 έκοψε την φόρα στον Fogarty, χαρίζοντας έναν ακόμα τίτλο στο ιταλικό εργοστάσιο. Την επόμενη χρονιά, το 1997 ήταν η σειρά της Honda και του μεγάλου του αντιπάλου του Fogarty, τον John Kocinski καβάλα στο θρυλικό RC45. To 1998 και το 1999, ο “Foggy” επέστρεψε στην κορυφή, συγκεντρώνοντας συνολικά τέσσερις παγκόσμιους τίτλους. Το όνομά του βρίσκεται επίσης στην δεύτερη θέση με τις περισσότερες νίκες, έχοντας συνολικά 59 πρώτα βάθρα. Το 2011, ο Carl Fogarty πέρασε στο πάνθεον των θρύλων της FIM.
Η στροφή της χιλιετίας, είδε τους ήδη γνωστούς από παλαιότερα Colin Edwards, Noriyuki Haga, Troy Corser και Pierfrancesco Chili να κοντράρονται για τον Παγκόσμιο τίτλο του 2000, χρονιά που ο ήχος των superbike μοτοσυκλετών άλλαξε, με ορισμένους κατασκευαστές να επιλέγουν την V2 διάταξη που μέχρι τότε ήταν χαρακτηριστικό κυρίως της Ducati. Παγκόσμιος Πρωταθλητής του 2000 αναδείχθηκε ο Edwards με την ολοκαίνουργια δικύλινδρη Honda VTR1000SP-2 – γνωστή και με την κωδική ονομασία, RC51.
Η έκπληξη, όμως, ήρθε από τον νεοεμφανιζόμενο τότε Troy Bayliss, ο οποίος αντικατέστησε τον Fogarty, που μετά την πτώση του στο Philip Island της Αυστραλίας, τερμάτισε την καριέρα του. Η είσοδος του Bayliss θα είχε σαν αποτέλεσμα μία από τις μεγαλύτερες αντιπαλότητες όλων των εποχών με τον Colin Edwards. Οι δυο τους μάχονταν στις πίστες, χαρίζοντας θέαμα σε όσους παρακολουθούσαν, φτάνοντας στο αποκορύφωμα στον αγώνα της Imola το 2002. Με τους Bayliss/Ducati και Edwards/Honda να μετρούν από έναν τίτλο στην αυγή του 21ου αιώνα και μόλις 6 βαθμούς να τους χωρίζουν για την κατάκτηση του δεύτερου, το σκηνικό για έναν δραματικό τελευταίο γύρο της σεζόν είχε στηθεί. Νικητής τελικά θα ήταν ο Edwards, χαρίζοντας έναν ακόμα τίτλο στο Big H.
Την επόμενη χρονιά, το 2003 η Ducati θα βρεθεί ξανά στο προσκήνιο, με τον Neil Hodgson και την 999 να παίρνουν τον τίτλο. Το 2004, ο James Toseland γράφει την δική του σελίδα στην ιστορία των WSBK, ως ο νεότερος αναβάτης που κατακτά τον τίτλο, με τον δεύτερο να έρχεται το 2007. Το 2005 βρίσκει τον Troy Corser να φέρνει τον τίτλο στην Suzuki, ενώ την επόμενη χρονιά ο Bayliss θα βρεθεί ξανά στην κορυφή. Ο τρίτος του τίτλος ήρθε το 2008, την χρονιά που αποχαιρέτισε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, κρεμώντας την φόρμα του.
Μία ακόμα αλλαγή ήρθε το 2009, όταν ο Ben Spies ήρθε στην Yamaha, φέρνοντας μαζί του τον δικό του υπεύθυνο ομάδας από την Αμερική, τον Tom Houseworth. Ο rookie της Iwata έκλεισε την πόρτα στον πολύπειρο Haga, παίρνοντας τον τίτλο εκείνης της σεζόν. Ένα χρόνο αργότερα, στο κλείσιμο της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ήταν ο ιταλικός μαγικός ζωμός των Max Biaggi και Aprilia που κυριάρχησε, με τον Carlos Checa και την Ducati 1098R να μην τον αφήνει να κάνει το back-to-back το 2011. Ο “Ρωμαίος Αυτοκράτορας”, Massimiliano Biaggi ήρθε το 2012 να διεκδικήσει ξανά τον τίτλο, ξεφεύγοντας μόλις από την καυτή ανάσα του Tom Sykes, που πήρε τελικά τον τίτλο το 2013. Η Aprilia με το RSV4 των 1.000 κυβικών βρέθηκε για τελευταία φορά στο βάθρο το 2014, με τον Sylvain Guintoli.
Από το 2015 και έπειτα, ξεκινά η “πράσινη” κυριαρχία του Jonathan Rea με το εργοστάσιο του Akashi, κατατροπώνοντας τον Chaz Davies και την Ducati. Ο τέταρτος τίτλος του Βορειοιρλανδού το 2018, κατέστησε τον Rea τον μοναδικό που κατάφερε κάτι τέτοιο, μετά τον Fogarty. Μόνο που εδώ μιλάμε για τέσσερις συνεχόμενους τίτλους. Ο Rea προχώρησε για να γίνει ο μόνος αναβάτης των Motul WSBK που έχει κερδίσει έξι συνεχόμενους τίτλους (2015-2020), ανεβάζοντας ταυτόχρονα το ρεκόρ για τις περισσότερες νίκες στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Ήδη, όμως από το 2019, τα πράγματα φαινόταν ότι θα άλλαζαν. Φεύγοντας από τα MotoGP, ο Ισπανός αστέρας Alvaro Bautista, ήρθε στην οικογένεια των SBK και της εργοστασιακής ομάδας Aruba.it Racing – Ducati. Την ίδια χρονιά κατάφερε να κερδίσει του πρώτους 11 αγώνες, θέτοντας τα θεμέλια για την κατάκτηση του τίτλου. Η ατυχία, ωστόσο του χτύπησε την πόρτα, με πτώσεις και έναν τραυματισμό, που άφησαν το πεδίο ελεύθερο για τον Rea και τον πέμπτο του τίτλο.
Η επισφράγιση για τον Βορειοιρλανδό της Kawasaki ήρθε στο Magny-Cours της Γαλλίας, εκεί που ένας ανερχόμενος και πολλά υποσχόμενος αστέρας έκανε την εμφάνισή του. Ο Toprak Razgatlioglu, που μετρούσε ήδη ένα τίτλο στα STK600 (ο τελευταίος νικητής για την κατηγορία), επέδειξε απίστευτες ικανότητες για να βρεθεί στο βάθρο. Με μία καταπληκτική μάχη στον τελευταίο γύρο, τόσο στον 1ο αγώνα (o 800ος για τα WSBK), όσο και στον Superpole – τη νέα προσθήκη για το 2019 – τον είδε να σκαρφαλώνει από την 16η θέση του grid, στο πρώτο σκαλί του βάθρου με την Kawasaki ZX-10R της Puccetti Racing. Το τέρας είχε ξυπνήσει και όταν ο Toprak βρέθηκε στην Yamaha, ήταν έτοιμος να πετάξει το γάντι στους αντιπάλους του.
Η πρώτη του νίκη με τα χρώματα της Iwata ήρθε στον 1ο Αγώνα του Philip Island στην Αυστραλία, το 2020. Ήθελε, όμως, ακόμα χρόνο να προσαρμοστεί. Στο μεταξύ, ο Bautista είχε φύγει από την Ducati για την Honda, μένοντας πίσω στην διεκδίκηση του τίτλου. Ο αντικαταστάτης του στην Ducati, Scott Redding ήταν αυτός που προσπάθησε μέχρι και τον τελευταίο γύρο, όμως ο Rea και η Kawasaki αναδείχθηκαν για έκτη συνεχόμενη φορά νικητές. Αυτό που δεν κατάφερε το 2020 ο Toprak, ήρθε το 2021. Μετά από μία δύσκολη χρονιά, που ολοκληρώθηκε με μία μάχη μέχρις εσχάτων στην Ινδονησία, ο αναβάτης της Yamaha πήρε τον τίτλο στα χέρια του, διακόπτοντας έτσι το θεαματικό σερί του Rea. Μία από τις μεγαλύτερες αντιπαλότητες μεταξύ αναβατών είχε αρχίσει να διαμορφώνεται και θα ολοκληρωνόταν την επόμενη χρονιά.
Με την επιστροφή του Bautista στην Ducati και τους Razgatlioglu και Rea να μένουν σε Yamaha και Kawasaki, αντίστοιχα, ετοιμαζόμασταν για μία τιτάνια μάχη των τριών. Το Titanic Trio, όπως ονομάστηκαν οι τρεις αναβάτες, δεν απογοήτευσε. Η σεζόν του 2022 μπήκε δυναμικά από την πίστα του Estoril με δυνατές μάχες μεταξύ των διεκδικητών. Στον 1ο αγώνα στην Mandalika της Ινδονησίας, ο Razgatlioglu είχε μία νίκη που του κράτησε ζωντανές τις ελπίδες για κατάκτηση του τίτλου. Στον 2ο αγώνα όμως, ο Bautista δεν άφησε κανένα περιθώριο και 16 χρόνια μετά τον τίτλο του στα 125 κυβικά, στέφθηκε για ακόμα μία φορά πρωταθλητής. Η κυριαρχία Ducati / Bautista συνεχίστηκε και το 2023, με τον Ισπανό να αμύνεται και τελικά να κρατά το ν.1 στην μοτοσυκλέτα του. Οι επιδόσεις του ήταν τέτοιες, που με την ολοκλήρωση της σεζόν του 2023, οι κανονισμοί άλλαξαν, με στόχο να βοηθήσουν τα υπόλοιπα εργοστάσια να γίνουν ξανά ανταγωνιστικά.
Η σεζόν του 2024 έρχεται με νέους κανονισμούς, αλλαγές και νέα πρόσωπα στο grid και ανερχόμενους αστέρες. Οι περιορισμοί για το κατώτερο επιτρεπόμενο βάρος αναβάτη-μοτοσυκλέτας, η προσθήκη ενός ακόμα πρωταθλήματος αυτό των Ομάδων δίπλα στο Κατασκευαστών και Αναβατών, τον Toprak να πηγαίνει στην Yamaha και τον Rea να έρχεται να καλύψει το κενό στην Yamaha, έκαναν τα πράγματα να δείχνουν πολλά υποσχόμενα. Αν τώρα προσθέσουμε και την επιστροφή του Andrea Iannone, την είσοδο του Nicolo Bulega ο οποίος το 2023 στέφθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής στην κατηγορία WSSP και την προσθήκη του Sam Lowes στην ELF Marc BDS Racing Team, βλέπουμε ότι η χρονιά προμηνύεται δυναμική. Μέχρι στιγμής, τα προγνωστικά δεν έχουν βγει έξω, μετρώντας 5 διαφορετικούς νικητές σε 9 αγώνες και 8 διαφορετικούς αναβάτες στο βάθρο, μαζί με την επιστροφή της BMW στην κορυφή. Και είμαστε ακόμα στην αρχή της σεζόν, με μόλις έξι πόντους να χωρίζουν τον πρωτοπόρο της βαθμολογίας, Alvaro Bautista με τον Toprak Razgatlioglu και τον rookie της φετινής σεζόν, Nicolo Bulega στην τρίτη θέση. Περιμένουμε με ανυπομονησία να μάθουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον, μέχρι και τις 20 Οκτωβρίου, όταν και θα ολοκληρωθεί η σεζόν του 2024.