Οι παλιοί βρετανικοί κινητήρες ήταν σχεδιασμένοι να στάζουν λάδια! Πως έλυσαν το πρόβλημα οι Ιάπωνες

Ο σχεδιασμός που έκανε τη διαφορά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/7/2022

Όταν τα Ιαπωνικά εργοστάσια μπήκαν στο χώρο της βιομηχανίας μοτοσυκλετών και έκαναν μαζικά εξαγωγές στις χώρες της δύσης, οι πρώτες μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν έμοιαζαν υπερβολικά ίδιες με τις δικύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες των βρετανών, δηλαδή τις Triumph, τις Norton και τις BSA. Η επιλογή των βρετανικών εν σειρά κινητήρων ως “πρότυπο” για τις δικές τους μοτοσυκλέτες δεν έγινε τυχαία από τους Ιάπωνες.

Ο δικύλινδρος εν σειρά είναι πολύ πιο απλός σχεδιαστικά από οποιασδήποτε άλλης αρχιτεκτονικής δικύλινδρο κινητήρα (π.χ. τους περίπλοκους ιταλικούς και γερμανικούς V2 και Boxer οι οποίοι απαιτούν διπλάσια εξαρτήματα) και αυτό παίζει τεράστιο ρόλο στο κατασκευαστικό κόστος και στην ταχύτητα των γραμμών παραγωγής. Οι Ιάπωνες ήθελαν να επιτύχουν όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή (ανταγωνιστική) και να επεκταθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται σε όλες τις αγορές του κόσμου.

Ο δικύλινδρος εν σειρά των βρετανών είχε όλα τα χαρακτηριστικά για να πετύχουν  το στόχο τους και ακριβώς για τους ίδιους λόγους είναι ο πιο δημοφιλής κινητήρας αυτή την εποχή στους μικρομεσαίους κυβισμούς και έχει κυριαρχήσει έναντι των V2 στα μοντέλα όπου η τιμή παίζει καθοριστικό ρόλο.

Αυτή η υπερβολική ομοιότητα στην εμφάνιση και στις προδιαγραφές των ιαπωνικών δικύλινδρων εν σειρά με τις βρετανικές μοτοσυκλέτες, έκανε πολλούς να λένε υποτιμητικά ότι οι Ιάπωνες απλώς φτιάχνουν “αντίγραφα” χρησιμοποιώντας τις κονσέρβες που άφησε ο στρατός της δύσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αλήθεια όμως είναι κάπως διαφορετική, διότι οι Ιάπωνες γνώριζαν τις βασικές αδυναμίες των βρετανικών δικύλινδρων εν σειρά πριν ξεκινήσουν την κατασκευή μοτοσυκλετών για εξαγωγή σε όλο τον κόσμο.

Τα βρετανικά εργοστάσια μοτοσυκλετών χρησιμοποιούσαν στροφάλους με χρονισμό 360⁰, όπου τα δύο έμβολα παλινδρομούσαν μαζί δίπλα-δίπλα σαν μονοκύλινδρος. Η επιλογή αυτή έγινε λόγω της δυνατότητας που σου δίνει να χρησιμοποιείς ένα κοινό καρμπυρατέρ και για τους δύο κυλίνδρους, αλλά και τη δυνατότητα να χρησιμοποιείς το ίδιο σύστημα ανάφλεξης με εκείνο των μονοκύλινδρων. Σήμερα με τους ηλεκτρονικούς ψεκασμούς και τις ECU ακούγεται αστείο, όμως τότε ήταν πάρα πολύ σημαντικό διότι η τεχνολογία ήταν ακριβή και τα εργατικά χέρια φτηνά.

Από καθαρά κατασκευαστική άποψη, οι βρετανικοί δικύλινδροι εν σειρά ήταν οι πιο απλοί και οι πιο φτηνοί στην κατασκευή από κάθε άλλο δικύλινδρο εν σειρά έχουμε δει έως σήμερα στην παραγωγή.

Μάλιστα για να απλοποιήσουν ακόμα περισσότερο τη διαδικασία παραγωγής, τα κάρτερ στις βρετανικές δικύλινδρες εν σειρά ήταν κάθετα χωρισμένα, κάνοντας πολύ εύκολη και γρήγορη τη συναρμολόγησή τους.

Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα για τα βρετανικά εργοστάσια είχαν όμως και κάποια σοβαρά μειονεκτήματα για τους ιδιοκτήτες των βρετανικών μοτοσυκλετών.

Το πρώτο μειονέκτημα ήταν φυσικά οι κραδασμοί πρώτης τάξης λόγω της ταυτόχρονης κίνησης πάνω-κάτω των δύο εμβόλων μαζί. Πέρα από ενοχλητικοί στην οδήγηση, οι κραδασμοί πρώτης τάξης είναι “επώδυνοι” για τον ίδιο τον κινητήρα και βάζουν σε κίνδυνο την υγεία του στις υψηλές στροφές.

 

Το δεύτερο πρόβλημα ήταν οι τεράστιοι λεκέδες από λάδια που άφηναν σε όποιο σημείο τις παρκάριζες.

 

Το πρόβλημα αυτό δεν είχε καμία σχέση με την ποιότητα κατασκευής ή την ποιότητα υλικών των βρετανικών μοτοσυκλετών εκείνης της εποχής. Ίσα-ίσα που ήταν πολύ ανώτερη από των ιαπωνικών μοτοσυκλετών.

 

Το πρόβλημα ήταν ξεκάθαρα σχεδιαστικό, γι΄αυτό και παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα και ακόμα και η πιο τέλεια ανακατασκευασμένη βρετανική μοτοσυκλέτα του ’60 και του ’70 θα αρχίσει να σουρώνει λάδια μετά από μερικά χιλιόμετρα χρήσης, όποιο σύγχρονο διαστημικό υλικό στεγανοποίησης κι αν χρησιμοποιήσεις.

 

Υπάρχουν δύο αιτίες που δημιουργούν το πρόβλημα. Την πρώτη μάλλον την έχετε ήδη βρει, αφού είναι αρκετά εύκολο να καταλάβεις πως τα κάθετα χωρισμένα τμήματα των κάρτερ μεταβάλουν διαρκώς τη δύναμη που τα κρατά ενωμένα λόγω της διαστολής και συστολής των μετάλλων όταν ο κινητήρας είναι ζεστός ή κρύος.

 

Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, λόγω της εσωτερικής πίεσης αέρα που δημιουργεί ο χρονισμός του στροφάλου των 360⁰, αφού τα δύο έμβολα συμπιέζουν τον αέρα μέσα στα κάρτερ όταν κατεβαίνουν ταυτόχρονα προς τα κάτω, πιέζοντας τα λάδια να βγουν έξω από τα κάρτερ.

 

Αυτή η εσωτερική πίεση αέρα μέσα στα κάρτερ που δημιουργούν τα έμβολα είναι που κάνουν τις παλιές βρετανικές δικύλινδρες εν σειρά να σουρώνουν ακόμα περισσότερο λάδια όταν ο κινητήρας αρχίζει να κρυώνει, τα μέταλλα συστέλλονται και τα λάδια βρίσκουν πιο εύκολο δρόμο διαφυγής.

Βέβαια και όταν ο κινητήρας είναι ζεστός και τα μέταλλα διαστέλλονται η κατάσταση δεν βελτιώνεται πολύ, αφού η λειτουργία του κινητήρα σε υψηλότερες στροφές αυξάνει ακόμα περισσότερο την εσωτερική πίεση.

 

Οι Ιάπωνες έλυσαν αυτά τα προβλήματα των βρετανικών δικύλινδρων εν σειρά χρησιμοποιώντας στους δικούς τους κινητήρες στρόφαλο 180⁰, όπου όταν το ένα έμβολο ανεβαίνει, το άλλο κατεβαίνει, εξισορροπώντας την πίεση του αέρα μέσα στα κάρτερ και εξουδετερώνοντας με επιτυχία τους κραδασμούς πρώτης τάξης.

 

Ταυτόχρονα, οι Ιάπωνες χώρισαν οριζόντια τα κάρτερ, οπότε το κάτω τμήμα τους αποτελεί λεκάνη και δεν υπάρχουν ενώσεις μεταλλικών επιφανειών που να επιτρέπουν διαρροές λαδιού.  

Έτσι παρά το γεγονός πως η ποιότητα μετάλλων στις ιαπωνικές μοτοσυκλέτες της εποχής δεν ήταν καλύτερη των βρετανικών, εν τούτοις λόγω της διαφορετικής επιλογής χρονισμού του στροφάλου, οι Ιάπωνες κατάφεραν να λύσουν όλα τα προβλήματα που είχαν οι βρετανικές μοτοσυκλέτες επί δεκαετίες!

 

Σαμπρέλες στα ελαστικά: Γιατί είναι ένα κατάλοιπο του παρελθόντος

Όλα τα προβλήματα που τις συνοδεύουν
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

3/9/2019

Έχει γίνει πολύ κουβέντα για τις σαμπρέλες στα ελαστικά των on-off μοτοσυκλετών τα τελευταία χρόνια και η αιτία δεν είναι άλλη από την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί η Honda και η Yamaha για να δικαιολογήσει τη χρήση τους στα Africa Twin και Tenere 700.

Σύμφωνα με τις δύο ιαπωνικές εταιρείες, σε περίπτωση που “πάθεις λάστιχο” απλώς αλλάζεις τη σαμπρέλα και όλα είναι μια χαρά. Μάλιστα ενισχύουν την επιχειρηματολογία τους λέγοντας πως αν είχες tubeless ελαστικό θα το πέταγες, ενώ με τις σαμπρέλες μπορείς να κρατήσεις το τρύπιο ελαστικό σου σαν να μην έχει τρύπα… Και το τερματίζουν λέγοντας πως τα καθαρόαιμα enduro και motocross έχουν σαμπρέλες, αρά οι σαμπρέλες είναι άλλη μια απόδειξη για τις off-road  δυνατότητές τους. Βέβαια οι αγωνιστικές μοτοσυκλέτες enduro έχουν mousse μέσα στα ελαστικά τους και οι αγώνες motocross γίνονται σε πίστα με ένα van γεμάτο εργαλεία και δεν έχουν καμία σχέση με την δική σου εκδρομή στην Αράχοβα, που θα πας στο Σ/Κ δικάβαλος.

Με λίγα λόγια, όλα αυτά τα επιχειρήματα είναι εκτός πραγματικότητας και ο μοναδικός λόγος που το Africa Twin και το Tenere έχουν ελαστικά με σαμπρέλες είναι επειδή οι tubeless ζάντες είναι ακριβότερες από τις συμβατικές.

Αν πάθεις λάστιχο σε μοτοσυκλέτα με σαμπρέλες σε μια εκδρομή ή ένα ταξίδι, τότε θα καταλάβεις γιατί τα tubeless ελαστικά είναι πολύ καλύτερα για εσένα.

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να έχεις μαζί σου δύο σαμπρέλες, μία για τον εμπρός τροχό και μία για τον πίσω, αφού έχουν διαφορετικές διαστάσεις. Επίσης θα πρέπει να ελπίζεις πως θα πάθεις μόνο μία φορά λάστιχο στο ταξίδι που θα πας.

Αντιθέτως, αν είχες tubeless ελαστικά θα χρειαζόσουν ένα μικρό κιτ με κορδόνια (περιέχει τουλάχιστον 10, δηλαδή μπορείς να πάθεις δέκα φορές λάστιχο…) και αμπούλες με πεπιεσμένο αέρα που όλα μαζί χωράνε κάτω από τη σέλα οποιασδήποτε μοτοσυκλέτας.

Αν έχεις μοτοσυκλέτα με σαμπρέλες, θα πρέπει να έχεις μαζί σου λεβιέδες για να ξεζαντάρεις το ελαστικό και εργαλεία για να βγάλεις τον τροχό και φυσικά ένα σταντ για να την στηρίξεις στον αέρα όταν βγάλεις τον τροχό. Κάνει δουλειά το διπλό σταντ, αλλά αν έχεις μόνο πλαϊνό… την πάτησες!

 Επιπλέον είναι και πιο ασφαλές να έχεις tubeless ελαστικά, καθώς τα καινούρια on-off μπορούν να ταξιδεύουν εύκολα με ταχύτητες άνω των 150-160km/h για ώρες και το βάρος τους μαζί με δύο άτομα στη σέλα και αποσκευές ξεπερνά τα 350 κιλά, οπότε δεν θέλεις να έχεις τις σαμπρέλες που δημιουργούν μεγάλες μεταβολές στη θερμοκρασία του αέρα, επηρεάζοντας τις πιέσεις.

Και όλα αυτά είναι το καλό σενάριο, δηλαδή στην περίπτωση που έχεις προετοιμαστεί κατάλληλα για ένα ταξίδι. Διότι αν πάθεις λάστιχο με μοτοσυκλέτα που έχει σαμπρέλες μέσα στην πόλη και πας σε βουλκανιζατέρ για να στο επισκευάσουν, τότε θα βρεθείς σε μια άλλη μεγάλη έκπληξη.

Κορδόνια για tubeless ελαστικά έχουν όλα τα βουλκανιζατέρ αυτοκινήτων, όμως σαμπρέλες στις διαστάσεις της μοτοσυκλέτας σου και σταντ για να βγάλουν τον τροχό έχουν μόνο όσα πουλάνε ελαστικά και για μοτοσυκλέτες (αν φυσικά έχουν σε στοκ εκείνη τη στιγμή τη σαμπρέλα σου…).

Το μοναδικό πλεονέκτημα της σαμπρέλας είναι στις περιπτώσεις που η τρύπα είναι πολύ μεγάλη και δεν μπορεί να την κλείσει ένα κορδόνι. Όμως και πάλι μπορείς να έχεις δύο-τρία εσωτερικά μπαλώματα για tubeless ελαστικά (έχουν όγκο και μέγεθος Hansaplast…) και να ακολουθήσεις την ίδια διαδικασία με την αλλαγή σαμπρέλας.

Έτσι όλη αυτή η παραφιλολογία για τα πλεονεκτήματα των on-off μοτοσυκλετών με σαμπρέλες την σημερινή εποχή είναι απλώς για να δικαιολογήσουν το επιπλέον κόστος που έχουν οι tubeless ζάντες για τα ίδια τα εργοστάσια και τίποτα περισσότερο.