Kawasaki Z900RS - Στα χνάρια του θρύλου: Τεχνική ανάλυση!

Όλα όσα θέλετε να μάθετε για το νέο Z900RS!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

27/10/2017

Το νέο Z900RS δεν είναι απλώς ένα Ζ900 με ρετρό κουστούμι. Ούτε όμως ακολουθεί την παλιά  λογική σχεδιασμού των αερόψυκτων Zephyr 750/1100, που έβαζε σε δεύτερη μοίρα την τεχνολογία και τις επιδόσεις. Για τον σχεδιασμό της νέας Z900RS, η Kawasaki επιστράτεψε όλη την τεχνολογική γνώση της, τόσο σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό και την απόδοση των μηχανικών μερών, αλλά και σε ό,τι αφορά την ποιότητα κατασκευής.

Διαβάζοντας το press kit που αφορά την νέα Z900RS, πρέπει να μολογήσουμε πως μας δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με τον σχεδιασμό της, έδωσαν απίστευτη προσοχή στις λεπτομέρειες, αλλά κυρίως το έκαναν με βαθύ σεβασμό στην ιστορία των Ζ900 και της Kawasaki. Οι φράσεις "ποιότητα κατασκευής", "ποιότητα υλικών" και "ποιότητα Φινιρίσματος", υπάρχουν σε κάθε πρόταση που έχει γραφτεί για την Z900RS. Βέβαια αρκεί να διαβάσεις σε πόσους τομείς και πόσες διαφορές έχει από το Ζ900 στο οποίο (υποτίθεται) ότι βασίζεται για να καταλάβεις πόσο μεγάλη προσοχή έδωσαν.

Κι αυτό ακριβώς θα κάνουμε εμείς εδώ τώρα!

Επειδή η λίστα είναι τεράστια, θα χωρίσουμε σε ενότητες κάθε τμήμα της μοτοσυκλέτας για να μην χαθούμε μέσα στο λαβύρινθο των αλλαγών.

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Όπως ξέρουμε ήδη, ως βάση έχουμε τον κινητήρα του νέου streetfighter Z900 με τα 948 κυβικά. Όμως η Kawasaki λέει ξεκάθαρα ότι ο βασικός της στόχος ήταν η απόλαυση στην ήρεμη και σβέλτη οδήγηση και όχι στις απόλυτες επιδόσεις στην ευθεία ή μέσα σε μια πίστα. Μάλιστα σε κάποιο σημείο λέει ότι δεν ήθελαν το Z900RS να είναι “too quick”. Επειδή αυτή η φράση μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις, να συμπληρώσουμε ότι η Kawasaki τονίζει πως έως τις 7.000 στροφές ο κινητήρας του RS έχει πιο δυνατό “τράβηγμα” από του Z900. Οπότε είναι καλύτερα να δούμε μία-μία τις αλλαγές που έκαναν, για να κατανοήσουμε ότι αυτό που εννοούν δεν έχει καμιά σχέση με μια αργή μοτοσυκλέτα, αλλά με μια μοτοσυκλέτα που έχει συνολικά πιο φιλικό χαρακτήρα από το streetfighter Z900.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νέος στρόφαλος που είναι 12% βαρύτερος. Όπως γνωρίζουμε από την εμπειρία μας, όσο πιο βαρύς είναι ένας στρόφαλος, τόσο μειώνεται η ταχύτητα ανόδου των στροφών του κινητήρα. Ταυτόχρονα όμως, οι κινητήρες με βαρύ στρόφαλο δίνουν στον αναβάτη την αίσθηση ότι η μοτοσυκλέτα τους έχει περισσότερα κυβικά και η λειτουργία τους έχει λιγότερους κραδασμούς υψηλής συχνότητας. Γενικά οι κινητήρες με βαρύ στρόφαλο έχουν πιο ποιοτική και πολιτισμένη λειτουργία από εκείνους που έχουν ελαφρύ στρόφαλο και η απόδοση της δύναμης είναι πιο γραμμική και ομοιογενής.

Μαζί με τον νέο στρόφαλο, έχουμε νέους, πιο ήπιου χρονισμού, εκκεντροφόρους (εισαγωγής 248⁰ και εξαγωγής 244⁰), ενώ ο λόγος συμπίεσης είναι πλέον 10,8:1 από 11,8;1 του Ζ900. Μικρότερη συμπίεση συνήθως σημαίνει και λιγότερο φρένο κινητήρα στο κλείσιμο του γκαζιού, όπου μαζί με την στροφορμή του βαρύτερου στρόφαλου πιστεύουμε ότι θα έχει δώσει στον κινητήρα του Z900RS πιο γλυκιά συμπεριφορά όταν οδηγείς μέσα στην πόλη ή στον επαρχιακό δρόμο, που ανοιγοκλείνεις συνεχώς το γκάζι και ανεβοκατεβάζεις ταχύτητες. Εδώ να συμπληρώσουμε ότι η πρώτη σχέση στο εξατάχυτο κιβώτιο είναι κοντύτερη (35/12 από 35/13).

Ο ψεκασμός με τους αυλούς των 36mm έχει δύο πεταλούδες σε κάθε έναν, με την κάτω πεταλούδα να ελέγχεται από την ECU, ρυθμίζοντας το μείγμα ανεξάρτητα από την κίνηση του χεριού του αναβάτη στο γκάζι, με στόχο την ιδανική τροφοδοσία του κινητήρα.

Ενδιαφέρον έχει και η προσοχή που έδωσαν στο ζύγισμα του δευτερεύοντος αντικραδασμικού άξονα, όπου ναι μεν περιορίζει τους κραδασμούς του κινητήρα, αλλά έχουν επίτηδες αφήσει κάποιους από αυτούς να δραπετεύουν προς το σώμα του αναβάτη για να του δώσουν την αίσθηση ότι οδηγά μια μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτα.

Φυσικά ο μονόδρομος συμπλέκτης με την υποβοήθηση του Z900, παραμένει και στο RS.

Καθώς η εξωτερική εμφάνιση του κινητήρα είναι σημαντικότατο στοιχείο για μια γυμνή μοτοσυκλέτα και ειδικά για μια ρετρό, η Kawasaki έχει αλλάξει τις διαδρομές ολόκληρης της καλωδίωσης και όσων σωληνώσεων μπορούσε. Μαζί με την προσθήκη ψυκτρών στο μπλοκ των κυλίνδρων και την σχεδίαση στα καπάκια των κάρτερ που είναι εμπνευσμένη από το θρυλικό Ζ1, έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό η οπτική ενός κλασικού αερόψυκτου. Σημαντική λεπτομέρεια για τους καστομάδες είναι ότι η χύτευση των αλουμινένιων καπακιών είναι τέτοια, ώστε αναλόγως με τον τρόπο που θα επιλέξεις να τα βουρτσίσεις θα έχεις και διαφορετικό τελικό φινίρισμα!    

Για το νέο φιλτροκούτι θα έπρεπε να αναφερθούμε πιο πάνω που μιλούσαμε για την τροφοδοσία, όμως στην πραγματικότητα έχει πιο στενούς δεσμούς με την εξάτμιση. Γιατί; Μα γιατί και η εισπνοή του φρέσκου αέρα και η εκπνοή των καυσαερίων, γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε οι ήχοι που παράγει να είναι… μουσική για τα αυτιά του αναβάτη, με ιδιαίτερη έμφαση στις χαμηλές και μεσαίες στροφές του κινητήρα.

Στο Z900 RS η ανοξείδωτη εξάτμιση έχει σωλήνες μικρότερης εσωτερικής διατομής (28,6 αντί 32) με διπλά τοιχώματα για να μην κιτρινίζει από την θερμότητα των καυσαερίων όσο περνάνε τα χρόνια και έχουν αφαιρεθεί οι ενώσεις ανάμεσα στους σωλήνες 1-2 και 3-4 που υπάρχουν στο Ζ900. Για το (ελαφρώς σατινέ) χρώμιο που την καλύπτει, έχει ακολουθηθεί μια διαδικασία τριών σταδίων που εξασφαλίζει βάθος, στιλπνότητα και αντοχή στο χρόνο. Για την χροιά του ήχου που παράγει αυτή η εξάτμιση, η Kawasaki έχει αφιερώσει χιλιάδες ώρες δοκιμών. Σχεδίασαν, κατασκεύασαν και δοκίμασαν είκοσι διαφορετικές εξατμίσεις πριν καταλήξουν σε αυτή. Όσο λιτός και κλασσικός είναι ο εξωτερικός της σχεδιασμός, άλλο τόσο περίπλοκος και τεχνολογικά προηγμένος είναι ο εσωτερικός. Διαθέτει εσωτερική βαλβίδα ροής των καυσαερίων, τα οποία στις χαμηλές στροφές ακολουθούν μια πιο ελεύθερη οδό εξόδου. Το πάχος των μετάλλων, ακόμα και οι κυψέλες του καταλύτη έχουν επιλεχθεί με βασικό κριτήριο τον ήχο!    

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Μην ορκιστείς ότι τουλάχιστον το πλαίσιο είναι ολόιδιο με του Ζ900, διότι θα πέσεις έξω. Ακόμα κι εδώ οι σχεδιαστές έβαλαν το χεράκι τους για να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας και να την κάνουν καλύτερη σε συνθήκες βόλτας και σβέλτης οδήγησης.

Πριν όμως από το καθαρά τεχνικό κομμάτι, έπρεπε πρώτα να ικανοποιήσουν την αισθητική πλευρά. Το χαρακτηριστικό ρεζερβουάρ-δάκρυ που δείχνει να έρχεται κατευθείαν από το Ζ1, δεν έμπαινε στο πλαίσιο το Ζ900. Οπότε ο επανασχεδιασμός ολόκληρου του εμπρός τμήματος του πλαισίου ήταν απαραίτητος. Μαζί άλλαξαν και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Η κατανομή του βάρους είναι λιγότερο εμπροστόβαρη από του Ζ900, για πιο ελαφρύ τιμόνι στις χαμηλές ταχύτητες και για τον ίδιο λόγο το ίχνος έχει μειωθεί (μέσω της αύξησης του offset της πάνω πλάκας στα 34mm από 28mm).

Το υποπλαίσιο είναι φυσικά ολοκαίνουριο, αφού το RS έχει μια κανονικότατη επίπεδη σέλα για δύο άτομα και όχι δύο ξεχωριστές με μεγάλη υψομετρική διαφορά όπως του Z900.

Οι αναρτήσεις του Z900RS, κάθε άλλο παρά ρετρό είναι. Αντιθέτως μπορούμε να πούμε ότι είναι αναβαθμισμένες σε σύγκριση με του Ζ900.

Το upside down πιρούνι των 41mm είναι πλήρως ρυθμιζόμενο σε απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς και έχει πάνω του monoblock ακτινικές δαγκάνες και ακτινική τρόμπα, αντί για τις συμβατικές του Ζ900. Οι δίσκοι εμπρός είναι 300mm, ο πίσω 250 και το ABS είναι της Nissin.

Το πίσω αμορτισέρ είναι επίσης ρυθμιζόμενο, παραμένει οριζόντια τοποθετημένο και έχει προοδευτικό μοχλικό.

Οι αλουμινένιες ζάντες έχουν σύγχρονες διαστάσεις, αλλά είναι ειδικά σχεδιασμένες για να ταιριάζουν με την neoretro αισθητική, όπως και τα ελαστικά GPR-300 της Dunlop.

 

ΕΡΓΟΝΟΜΙΑ-ΘΕΣΗ ΟΔΗΓΗΣΗΣ

Κανείς δεν είχε παράπονο από την άνεση της θέσης οδήγησης του Ζ900, όμως για το RS η Kawasaki ήθελε να προσφέρει ακόμα πιο χαλαρή ατμόσφαιρα στον αναβάτη. Η πάνω πλάκα του πιρουνιού είναι 40mm πιο ψηλά, αυξάνοντας το ύψος του τιμονιού χωρίς αυτό να χρειαστεί να έχει σχήμα που να θυμίζει cruiser. Έτσι μπόρεσαν να βάλουν έναν όμορφο ίσιο και φαρδύ τιμόνι, που επιτρέπει στον αναβάτη να το χειρίζεται καταβάλοντας λιγότερη δύναμη στα χέρια. Το ύψος της βασικής σέλας είναι στα 835mm, αλλά υπάρχει στα αξεσουάρ και χαμηλότερη σέλα στα 800mm. Το κάλυμμά τους αποτελείται από δύο διαφορετικά υλικά και έχει λευκή ραφή. Φυσικά η πιο όρθια θέση του πάνω μέρους του σώματος επέβαλε και την αλλαγή της θέσης των μαρσπιέ, που τώρα είναι 20mm πιο χαμηλά και 20mm πιο μπροστά.   

 

ΑΣΦΑΛΕΙΑ-ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Πέρα από το ABS, το Z900RS είναι εξοπλισμένο και με σύστημα traction control. Ρυθμίζεται σε δύο θέσεις, όμως όσοι έχουν εντρυφήσει στα συστήματα αυτά, γνωρίζουν ότι τα traction control της Kawasaki έχουν κάποιες διαφορές στον τρόπο που επεμβαίνουν. Για να μην ξαναγράφουμε από την αρχή ολόκληρη τεχνική ανάλυση, κρατήστε απλώς αυτό: Κάθε μία ρύθμιση ευαισθησίας του traction control της Kawasaki έχει το ίδιο φάσμα με δύο ή τρεις ρυθμίσεις των άλλων κατασκευαστών. Δηλαδή μεταβάλει μόνο του την ευαισθησία του αναλόγως τον τρόπο που οδηγείς. Στη θέση 1 η επέμβασή του είναι λιγότερο παρεμβατική και στη θέση 2 γίνεται πιο συχνή και έντονη. Έχεις τη δυνατότητα να το απενεργοποιήσεις αλλά ενεργοποιείται ξανά αν σβήσεις τον κινητήρα από το κλειδί.

Σε μια γυμνή μοτοσυκλέτα και ειδικά σε μια neoretro, η απλότητα και ο νοσταλγικός σχεδιασμός έχουν τον πρώτο λόγο, αλλά όπως είδαμε από το Z900RS δεν λείπουν οι σύγχρονες τεχνολογικές πινελιές. Τέτοιες πινελιές συναντάμε στα full LED φώτα εμπρός – πίσω και στην LCD οθόνη ανάμεσα στο αναλογικό στροφόμετρο και ταχύμετρο.

Ο αναβάτης μπορεί να εμπλουτίσει ακόμα περισσότερο τον εξοπλισμό, μέσα από την γκάμα αξεσουάρ που ήδη έχει σχεδιάσει η Kawasaki ειδικά για να ταιριάζουν με τη φιλοσοφία του Z900RS. Πέρα λοιπόν από τη χαμηλότερη σέλα, υπάρχει χειρολαβή για τον συνεπιβάτη, διάφορες διακοσμητικές βίδες και τάπες, θερμαινόμενα γκριπ, κλασσικά λογότυπα για το ρεζερβουάρ κ.τ.λ.

 

  ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ          
Αντιπρόσωπος:
ΤΕΟΜΟΤΟ ΑΕ
Τιμή:
Αναμένεται
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2100
Ύψος (mm):
1150
Μεταξόνιο (mm):
1470
Απόσταση από το έδαφος (mm):
130
Ύψος σέλας (mm):
835/800
Ίχνος (mm):
98
Γωνία κάστερ (˚):
25
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο
Πλάτος (mm):
865
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/215
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετρακύλινδρος σε σειρά με 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
73,4 Χ 56
Χωρητικότητα (cc):
948
Σχέση συμπίεσης:
10,8:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
111/8500
Ροπή (kg.m/rpm):
10/6500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
117
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός 36 Χ 4
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Μονόδρομος με υποβοήθηση
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
1,627
Τελική μετάδοση / σχέση:
2,800
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,917
2α
2,059
3η
1,650
4η
1,409
5η
1,222
6η
0,967
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
 
Διαδρομή (mm):
140
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
5Χ17
Ελαστικό:
180/55-17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 250mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, trip master, full LED φώτα εμπρός και πίσω, ρυθμιζόμενο traction control, ABS
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Upside down τηελσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/41
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5Χ17
Ελαστικό:
120/70-17
ΦΡΕΝΟ
 
 
 
 
 

Δείτε πλήρες φωτογραφικό υλικό της νέας Kawasaki Z900RS:

Ετικέτες

Συστήματα κίνησης εκκεντροφόρων και βαλβίδων: Η ανωτερότητα των γραναζιών και η απόλυτη κυριαρχία της αλυσίδας

Όταν τα μέταλλα συμπεριφέρονται ως λάστιχα
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/9/2022

Σε έναν τετράχρονο κινητήρα, για κάθε δύο πλήρεις περιστροφές του στροφάλου πρέπει να έχουμε μια πλήρη περιστροφή του εκκεντροφόρου (2:1). Για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε ένα σύστημα υποπολλαπλασιασμού, δηλαδή έναν μηχανισμό που να μειώνει στο μισό τις στροφές που περιστρέφεται ο εκκεντροφόρος σε σχέση με τον στρόφαλο.

Η απλούστερη λύση είναι να βάλουμε στην άκρη του στροφάλου ένα μικρό γρανάζι και στην άκρη του εκκεντροφόρου ένα γρανάζι με διπλάσιο μέγεθος από εκείνο του στροφάλου.

Αυτό θα ήταν πολύ εύκολο να γίνει αν η απόσταση μεταξύ στροφάλου και εκκεντροφόρου ήταν πολύ μικρή, ώστε τα δύο γρανάζια να έχουν άμεση επαφή μεταξύ τους.

Στην πραγματικότητα όμως η απόσταση που χωρίζει τον εκκεντροφόρο από τον στρόφαλο είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο θα μας βόλευε για να κάνουμε την δουλειά μας μόνο με δύο γρανάζια.

Έτσι οι σχεδιαστές κινητήρων είναι αναγκασμένοι να φτιάξουν έναν πιο περίπλοκο μηχανισμό για την μεταφορά της κίνησης από τον στρόφαλο προς τον εκκεντροφόρο.

Έως σήμερα, έχουμε δει στον κόσμο της μοτοσυκλέτας κινητήρες με ωστήρια, κινητήρες με άξονα, κινητήρες με ιμάντα, κινητήρες με αλυσίδα, κινητήρες με γρανάζια και κινητήρες που έχουν και αλυσίδα και γρανάζια ταυτόχρονα!

Από όλα αυτά τα διαφορετικά συστήματα κίνησης των εκκεντροφόρων, η αλυσίδα έχει κυριαρχήσει απόλυτα στους κινητήρες παραγωγής μοτοσυκλετών, με τους ιμάντες, τα γρανάζια και τα ωστήρια να αποτελούν σπάνιες εξαιρέσεις του κανόνα σε έναν σύγχρονο κινητήρα παραγωγής.

 

Κατασκευαστικά, ο φτηνότερος και ταχύτερος τρόπος για να μεταφέρεις την κίνηση από τον στρόφαλο στον εκκεντροφόρο και τις βαλβίδες είναι η χρήση ωστηρίων.

Τοποθετώντας τον εκκεντροφόρο πολύ κοντά στο στρόφαλο (μέσα στα κάρτερ) μεταφέρεις την κίνηση με τη βοήθεια μιας μικρής αλυσίδας. Από τον εκκεντροφόρο στα κάρτερ, μεταφέρεις την παλινδρομική πλέον κίνηση στην κεφαλή του κινητήρα χρησιμοποιώντας μεταλλικές ράβδους (ωστήρια). Εκεί στην κεφαλή έχεις μία “τραμπάλα” δηλαδή ένα “κοκκοράκι” όπου στη μία άκρη το σπρώχνει προς τα πάνω το ωστήριο και στην άλλη άκρη πιέζει προς τα κάτω την βαλβίδα και το ελατήριο επαναφοράς.

Τα βασικά μειονεκτήματα αυτού του είδους μηχανισμού έχει να κάνει κυρίως με το φαινόμενο διαστολής των μετάλλων όταν ζεσταίνονται και το βάρος των μεγάλων εξαρτημάτων που παλινδρομούν.  

Καθώς τα ωστήρια έχουν μεγάλο μήκος για να καλύψουν την απόσταση από τα κάρτερ έως την κεφαλή, το μήκος τους μεταβάλλεται έντονα όταν ο κινητήρας έρχεται σε θερμοκρασία λειτουργίας. Οπότε σχεδιάζοντας έναν κινητήρα με ωστήρια για την κίνηση των βαλβίδων, θα πρέπει να υπολογίσεις πολύ μεγάλα διάκενα.

Τα πολύ μεγάλα διάκενα δημιουργούν έντονους μηχανικούς θορύβους μέχρι να έρθει σε θερμοκρασία λειτουργίας ο κινητήρας. Έτσι στους κινητήρες με ωστήρια που προορίζονται για καθημερινή χρήση, χρησιμοποιούν μεταξύ του εκκεντροφόρου και του ωστηρίου “μεταλλικές κάψουλες” που περιέχουν λάδι κινητήρα ή για να είμαστε πιο ακριβείς στην περιγραφή θα μπορούσαμε να τα αποκαλέσουμε φυσίγγια με λάδι.

Η πίεση λαδιού (η οποία μεταβάλλεται από τις στροφές του κινητήρα και ελαφρώς από την θερμοκρασία, η οποία επηρεάζει και την ρευστότητα του λαδιού) μέσα σε αυτές τις μεταλλικές κάψουλες/φυσίγγια δημιουργεί ένα “μαξιλαράκι” που “μαζεύει” τα διάκενα σε όλο το φάσμα των στροφών. Τέτοιες “κάψουλες” χρησιμοποιούνται και σε κινητήρες με επικεφαλής εκκεντροφόρους, οπότε όπου διαβάζετε πως ένας κινητήρας έχει “υδραυλικές, αυτορυθμιζόμενες βαλβίδες” σημαίνει πως τα διάκενα μεταξύ εκκεντροφόρου και βαλβίδας διατηρούνται στο επιθυμητό επίπεδο χάρη σε αυτές τις κάψουλες με λάδι (hydraulic lifters).

Όλα σχεδόν τα σύγχρονα αυτοκίνητα έχουν τέτοιες “κάψουλες”, ενώ στις μοτοσυκλέτες τις χρησιμοποίησε η Honda στις αρχές των 90ies στο Pacific Coast 800 (V2 κινητήρας βασισμένος στον κινητήρα του XLV 750) και τώρα η Harley Davidson στον νέο υγρόψυκτο κινητήρα του Panamerica 1250.

Πρακτικά αυτοί οι κινητήρες δεν χρειάζονται ποτέ ρύθμιση βαλβίδων, όμως καλό είναι να γίνεται ένας έλεγχος, διότι πάντα υπάρχει η πιθανότητα κάποια από αυτές τις κάψουλες να μην μπορεί να διατηρήσει τη σωστή πίεση λαδιού.

Οι κινητήρες με ωστήρια και υδραυλικά αυτορυθμιζόμενες βαλβίδες μπορούν να ανεβάσουν χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα έως και τις 8.000 στροφές. Όμως στους αγωνιστικούς κινητήρες με ωστήρια που χρησιμοποιούνται στους αμερικάνικους αγώνες dragster και NASCAR (οι κανονισμοί επιβάλουν τη χρήση ωστηρίων) οι οποίοι έχουν κόφτη στις 10.000-11.000 στροφές, οι σχεδιαστές χρησιμοποιούν συμπαγείς “καψουλες” με καπελότα ή συμπαγείς “κάψουλες” με τη ρύθμιση του διάκενου να γίνεται πάνω στην κεφαλή μεταξύ κοκκοράκι/βαλβίδας με κόντρα-παξιμάδι.

Ο βασικός λόγος που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούν ωστήρια σε σύγχρονους κινητήρες (αμερικάνικης σχεδίασης και κατασκευής στην πλειοψηφία τους) είναι πως αυτού του τύπου το σύστημα κίνησης εκκεντροφόρου/βαλβίδας “συγχωρεί” πολλές ατέλειες στην κατασκευή των εξαρτημάτων ενός κινητήρα και μπορείς να έχεις υψηλό ρυθμό παραγωγής και “χαλαρό” ποιοτικό έλεγχο. Αντιθέτως όλα τα υπόλοιπα συστήματα κίνησης εκκεντροφόρου/βαλβίδας απαιτούν πολύ πιο αυστηρό ποιοτικό έλεγχο, διότι το παραμικρό κατασκευαστικό σφάλμα θα έχει καταστροφικές συνέπιες για τον κινητήρα.

Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε πως στις γραμμές παραγωγής οι άνθρωποι και τα ρομπότ δεν ελέγχουν ένα-ένα τα εξαρτήματα ενός κινητήρα. Αυτό υποτίθεται πως έχει γίνει πριν, δηλαδή κατά την διαδικασία κατασκευής των εξαρτημάτων. Τα συστήματα κίνησης των βαλβίδων με ωστήρια, αφήνουν πολύ μεγάλα περιθώρια ρύθμισης στις γραμμές συναρμολόγησης ενός κινητήρα και μπορείς να φτιάξεις έναν απόλυτα λειτουργικό κινητήρα που θα αντέξει εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα, ακόμα κι αν το μήκος των ωστηρίων δεν είναι ακριβώς ίδιο!

Άλλο ένα πλεονέκτημα των συστημάτων κίνησης των βαλβίδων με ωστήρια είναι το πολύ μικρότερο ύψος της κεφαλής. Αυτό μπορεί να μην έχει σχέση με την απόδοση του κινητήρα, όμως έχει σχέση με την χωροταξία και την αισθητική των μοτοσυκλετών. Ποτέ δεν πρόκειται να πετύχεις τη χαμηλή και μακριά σιλουέτα μιας Brough Superior ή μιας Indian του 1930 χρησιμοποιώντας κινητήρα με εκκεντροφόρο επικεφαλής.

Τι γίνεται όμως όταν θέλεις να φτιάξεις έναν κινητήρα που έχει κόφτη πάνω από τις 10.000 στροφές; Σε αυτή την περίπτωση η ακρίβεια στη μεταφορά της κίνησης είναι κρίσιμη και τα ωστήρια δεν μπορούν να την προσφέρουν.

Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, η συμπεριφορά των κινούμενων και περιστρεφόμενων μετάλλων ενός κινητήρα στις υψηλές στροφές θυμίζει περισσότερο λάστιχο παρά κάποιο συμπαγές και άκαμπτο υλικό.

Πέρα από τη διαστολή των μετάλλων όταν ζεσταίνονται, τα ίδια τα μέταλλα παρουσιάζουν ελαστικότητες λόγω των ισχυρών δυνάμεων που τους ασκούνται.

Καθώς η συμπίεση του μείγματος μέσα στο θάλαμο καύσης έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταχύτητα και την ποιότητα της καύσης στις υψηλές στροφές, οι βαλβίδες θα πρέπει να σφραγίζουν τον θάλαμο καύσης τη στιγμή που έχουν σχεδιαστεί να το κάνουν με όσο το δυνατόν μικρότερη απόκλιση.

Απόκλιση πάντα θα υπάρχει διότι όλα τα ζωτικά κινούμενα εξαρτήματα ενός κινητήρα θα πρέπει να έχουν μεταξύ τους διάκενα, ώστε να περνά το λάδι ανάμεσά τους και να αποφεύγεται η καταστροφική επαφή μεταξύ τους. Όμως όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση, τόσο μεγαλύτερη η πτώση της συμπίεσης στις υψηλές στροφές, οπότε… αντίο ιπποδύναμη!

Ο καλύτερος τρόπος για να μειώσεις στο ελάχιστο την απόκλιση μεταξύ του θεωρητικού και του πραγματικού χρονισμού των βαλβίδων στις υψηλές στροφές είναι να φέρεις τον εκκεντροφόρο όσο πιο κοντά γίνεται στις βαλβίδες.  

Μειώνοντας το μέγεθος και τον αριθμό των μεταλλικών εξαρτημάτων μεταξύ εκκεντροφόρου και βαλβίδας, αυτομάτως μειώνεις τις επιπτώσεις από τη διαστολή των μετάλλων και μειώνεις τον αριθμό των διάκενων, οπότε η βαλβίδα ακολουθεί όσο πιο πιστά γίνεται τις εντολές του εκκεντροφόρου. Όλοι οι αγωνιστικοί κινητήρες έχουν εκκεντροφόρους επικεφαλής (εξαιρούνται τα αγωνιστικά Nascar και τα Dragster στις ΗΠΑ λόγω κανονισμών που επιβάλουν τα ωστήρια).

 

Όμως ανεβάζοντας τον εκκεντροφόρο στην κεφαλή, αυτομάτως τον απομακρύνεις από τον στρόφαλο.  

Σαφώς η μεταφορά της περιστροφικής κίνησης του στροφάλου προς τον εκκεντροφόρο ο οποίος επίσης περιστρέφεται είναι πιο απλή υπόθεση από την μεταφορά και μετατροπή της περιστροφικής κίνησης του εκκεντροφόρου σε παλινδρομική στις βαλβίδες, όμως το “πιο απλή” δεν σημαίνει πως είναι “απλή”.

Θυμάστε που είπαμε πιο πάνω πως τα μέταλλα συμπεριφέρονται σαν λάστιχα στις υψηλές στροφές; Ακριβώς αυτό συμβαίνει και με τη μεταφορά της κίνησης από τον στρόφαλο προς τον εκκεντροφόρο στην κεφαλή.

Η χρήση αλυσίδας είναι η πιο διαδεδομένη πρακτική στις μέρες μας, διότι είναι η δεύτερη φτηνότερη λύση κατασκευαστικά μετά τα ωστήρια και συγχωρεί κάποια μικρά κατασκευαστικά λάθη στις γραμμές παραγωγής.

Καθώς το μήκος της είναι αρκετά μεγάλο (μεγαλύτερο απ’ όσο πραγματικά χρειάζεται για να διευκολύνει τους εργάτες στη συναρμολόγηση), η χρήση τεντωτήρα και γλίστρας είναι απαραίτητη για να μαζεύει τα μπόσικα, κυρίως όμως για να μειώνει στο ελάχιστο τον θόρυβο στους κινητήρες παραγωγής.

Όσο καλές κι αν έχουν γίνει οι αλυσίδες σε ποιότητα σήμερα (χειρότερες έχουν γίνει αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…) οι αλυσίδες πάντα θα ξεχειλώνουν και πάντα θα καθυστερούν να μεταφέρουν την κίνηση του στροφάλου προς τον εκκεντροφόρο στις πολύ υψηλές στροφές, ρίχνοντας τη συμπίεση στο θάλαμο καύσης, οπότε και την ιπποδύναμη.

Μια εξίσου φτηνή λύση κατασκευαστικά που έχει λιγότερα προβλήματα από τη διαστολή των μετάλλων και τα διάκενα μεταξύ των μετάλλων, είναι η αντικατάσταση της αλυσίδας με ιμάντα.

Ο ιμάντας δεν μεταβάλει το μήκος του όταν ζεσταίνεται (οι περισσότεροι κατασκευάζονται από ίνες Kevlar ή carbon) και δεν “ξεχειλώνει” τόσο έντονα όσο η αλυσίδα στις πολύ υψηλές στροφές, όμως έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής, διότι το λάστιχο που περιβάλει τις ίνες kavlar/carbon δεν αγαπάει καθόλου τις υψηλές θερμοκρασίες και καταστρέφεται.

Ιμάντες χρησιμοποίησε η Ducati στους V2 κινητήρες της από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 με σκοπό για να μειώσει το κόστος κατασκευής και τον θόρυβο, αντικαθιστώντας το σύστημα με άξονα (Bevel) που χρησιμοποιούσε έως τότε.

Οι ιμάντες έγιναν δημοφιλείς και στους κινητήρες αυτοκινήτων, λόγω του χαμηλού θορύβου, όμως το ακριβό κόστος αντικατάστασής τους και η αμέλεια (ασχετοσύνη…) των οδηγών αυτοκινήτων για την ανάγκη αντικατάστασής τους (αυστηρά κάθε πέντε χρόνια ανεξαρτήτως χιλιομέτρων) έχει κάνει τους κατασκευαστές να επιστρέφουν στις αλυσίδες.

Στα μειονεκτήματα του ιμάντα θα πρέπει να προσθέσουμε και το μεγαλύτερο πλάτος του σε σχέση με την αλυσίδα. Αν μιλάμε για ένα στενό V2 δεν υπάρχει πρόβλημα, όμως αν μιλάμε για τετρακύλινδρο εν σειρά τότε το μειονέκτημα γίνεται πονοκέφαλος για τον σχεδιασμό του πλαισίου μιας σπορ μοτοσυκλέτας.

Η χρήση άξονα για την μεταφορά της κίνησης από τον στρόφαλο προς τον εκκεντροφόρο ήταν η πιο συνηθισμένη επιλογή για τους κινητήρες με επικεφαλής εκκεντροφόρο έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρέμεινε αρκετά δημοφιλής στους αγωνιστικούς κινητήρες έως τη δεκαετία του ’60 διότι προσφέρει εξαιρετική ακρίβεια στη μεταφορά της κίνησης, ακόμα και στις πολύ υψηλές στροφές.

Το βασικό του μειονέκτημα είναι φυσικά το υψηλό κόστος κατασκευής, όχι μόνο λόγω των ακριβότερων και δύσκολων στην κατασκευή εξαρτημάτων του, αλλά και λόγω του χρόνου συναρμολόγησης που απαιτεί στις γραμμές παραγωγής. Εντελώς ακατάλληλο δηλαδή για μαζική παραγωγή σε οχήματα ευρείας κατανάλωσης.

Εξίσου σημαντικό πρόβλημα είναι και ο όγκος που προσθέτει στα κάρτερ και την κεφαλή το ζεύγος γραναζιών στις άκρες του άξονα, αλλά και το μεγάλο συνολικό βάρος του μηχανισμού για μια σπορ ή αγωνιστική μοτοσυκλέτα.

Αν θέλεις να έχεις έναν μικρών εξωτερικών διαστάσεων και ελαφρύ κινητήρα όπως εκείνοι που χρησιμοποιούν αλυσίδα, αλλά την ίδια στιγμή να έχεις το επίπεδο ακρίβειας του άξονα, τότε η μόνη λύση είναι να χρησιμοποιήσεις μια συστοιχία από γρανάζια υποπολλαπλασιασμού.

Πρόκειται για το σύστημα που χρησιμοποιούν όλοι οι κατασκευαστές κινητήρων στη Formula 1 και τα MotoGP, δηλαδή σε κινητήρες που δουλεύουν πάνω από τις 16.000 στροφές και παράγουν σοβαρές ιπποδυνάμεις έως και τις 20.000 στροφές.

Είναι απόλυτα σημαντικό να καταλάβουμε τη διαφορά μεταξύ ενός κινητήρα που έχει κόφτη στροφών στις 18.000 στροφές/λεπτό και ενός κινητήρα που συνεχίζει να αυξάνει την ιπποδύναμή του έως τις 18.000 στροφές. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.

Ώπα! Αφού είναι τόσο καλά τα γρανάζια γιατί δεν τα έχουν όλοι οι υψηλής απόδοσης κινητήρες παραγωγής; Για δύο βασικούς λόγους, τους οποίους μάλλον έχετε ήδη καταλάβει.

Κόστος και θόρυβος. Η Honda τα χρησιμοποίησε σε κάποια V4 μοντέλα της που είτε προορίζονταν για αγωνιστική χρήση όπως τα VF 1000 R, VFR 750 R και RVF 750 R (RC 30 / RC 45) είτε είχαν κινητήρα που βασιζόταν σε αυτά τα μοντέλα.

Τα τελευταία χρόνια όμως τα εγκατέλειψε και αυτή, διότι οι αυστηρότερες προδιαγραφές θορύβου, σε συνδυασμό με την ανάγκη μείωσης του κόστους παραγωγής δεν άφησαν περιθώρια για τέτοιου είδους πολυτέλειες. Ειδικά όταν μιλάμε για V2 ή V4 κινητήρες, όπου έχεις δυο ξεχωριστά συστήματα για τη μεταφορά της κίνησης στους εκκεντροφόρους και όχι ένα όπως στους μονοκύλινδρους και στους εν σειρά πολυκύλινδρους, το κόστος και ο θόρυβος είναι πολύ πιο σημαντικά μειονεκτήματα απ’ όσο φαίνεται αρχικά.

Μια λύση που βρήκε η Honda για να μειώσει το κόστος και τους μηχανικούς θορύβους στους V4 κινητήρες παραγωγής πριν τους καταργήσει εντελώς όταν μπήκαν σε εφαρμογή οι προδιαγραφές Euro 5, ήταν να χρησιμοποιήσει ένα υβριδικό σύστημα κίνησης που συνδύαζε τα γρανάζια με μια πολύ μικρού μήκους αλυσίδα.

Το πλεονέκτημα αυτής της λύσης είναι πως η μικρή αλυσίδα “λαστιχάρει” πολύ λιγότερο στις υψηλές στροφές σε σχέση με μια τριπλάσιου μήκους αλυσίδα που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν και μειώνει αρκετά τους μηχανικούς θορύβους σε σχέση με ένα σύστημα που έχει μόνο γρανάζια. Το σπουδαιότερο όλων είναι πως διατηρεί σε λογικά επίπεδα το κόστος στη γραμμή παραγωγής, διότι η αλυσίδα απλοποιεί τη διαδικασία συναρμολόγησης ενός κινητήρα και δεν χρειάζεται να είσαι μηχανικός του HRC για να “κουμπώσεις” σωστά τα γρανάζια μεταξύ τους.

Ακριβώς αυτή τη λύση ακολούθησε και η Ducati στους δικούς της V4 κινητήρες παραγωγής, όχι όμως στους αγωνιστικούς των MotoGP.

Αν οι προδιαγραφές Euro 5 και Euro 5+ δεν ήταν τόσο αυστηροί με τον θόρυβο, να είστε σίγουροι πως όλα τα superbike παραγωγής της τελευταίας διετίας θα είχαν γρανάζια για την κίνηση των εκκεντροφόρων. Τα προηγούμενα χρόνια δεν χρειαζόταν διότι οι κανονισμοί των WSBK επέτρεπαν στους κατασκευαστές να κάνουν πολύ μεγάλες αλλαγές στο σχεδιασμό των κινητήρων που χρησιμοποιούσαν στους αγώνες.