Kawasaki Z900RS - Στα χνάρια του θρύλου: Τεχνική ανάλυση!

Όλα όσα θέλετε να μάθετε για το νέο Z900RS!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

27/10/2017

Το νέο Z900RS δεν είναι απλώς ένα Ζ900 με ρετρό κουστούμι. Ούτε όμως ακολουθεί την παλιά  λογική σχεδιασμού των αερόψυκτων Zephyr 750/1100, που έβαζε σε δεύτερη μοίρα την τεχνολογία και τις επιδόσεις. Για τον σχεδιασμό της νέας Z900RS, η Kawasaki επιστράτεψε όλη την τεχνολογική γνώση της, τόσο σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό και την απόδοση των μηχανικών μερών, αλλά και σε ό,τι αφορά την ποιότητα κατασκευής.

Διαβάζοντας το press kit που αφορά την νέα Z900RS, πρέπει να μολογήσουμε πως μας δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με τον σχεδιασμό της, έδωσαν απίστευτη προσοχή στις λεπτομέρειες, αλλά κυρίως το έκαναν με βαθύ σεβασμό στην ιστορία των Ζ900 και της Kawasaki. Οι φράσεις "ποιότητα κατασκευής", "ποιότητα υλικών" και "ποιότητα Φινιρίσματος", υπάρχουν σε κάθε πρόταση που έχει γραφτεί για την Z900RS. Βέβαια αρκεί να διαβάσεις σε πόσους τομείς και πόσες διαφορές έχει από το Ζ900 στο οποίο (υποτίθεται) ότι βασίζεται για να καταλάβεις πόσο μεγάλη προσοχή έδωσαν.

Κι αυτό ακριβώς θα κάνουμε εμείς εδώ τώρα!

Επειδή η λίστα είναι τεράστια, θα χωρίσουμε σε ενότητες κάθε τμήμα της μοτοσυκλέτας για να μην χαθούμε μέσα στο λαβύρινθο των αλλαγών.

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Όπως ξέρουμε ήδη, ως βάση έχουμε τον κινητήρα του νέου streetfighter Z900 με τα 948 κυβικά. Όμως η Kawasaki λέει ξεκάθαρα ότι ο βασικός της στόχος ήταν η απόλαυση στην ήρεμη και σβέλτη οδήγηση και όχι στις απόλυτες επιδόσεις στην ευθεία ή μέσα σε μια πίστα. Μάλιστα σε κάποιο σημείο λέει ότι δεν ήθελαν το Z900RS να είναι “too quick”. Επειδή αυτή η φράση μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις, να συμπληρώσουμε ότι η Kawasaki τονίζει πως έως τις 7.000 στροφές ο κινητήρας του RS έχει πιο δυνατό “τράβηγμα” από του Z900. Οπότε είναι καλύτερα να δούμε μία-μία τις αλλαγές που έκαναν, για να κατανοήσουμε ότι αυτό που εννοούν δεν έχει καμιά σχέση με μια αργή μοτοσυκλέτα, αλλά με μια μοτοσυκλέτα που έχει συνολικά πιο φιλικό χαρακτήρα από το streetfighter Z900.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νέος στρόφαλος που είναι 12% βαρύτερος. Όπως γνωρίζουμε από την εμπειρία μας, όσο πιο βαρύς είναι ένας στρόφαλος, τόσο μειώνεται η ταχύτητα ανόδου των στροφών του κινητήρα. Ταυτόχρονα όμως, οι κινητήρες με βαρύ στρόφαλο δίνουν στον αναβάτη την αίσθηση ότι η μοτοσυκλέτα τους έχει περισσότερα κυβικά και η λειτουργία τους έχει λιγότερους κραδασμούς υψηλής συχνότητας. Γενικά οι κινητήρες με βαρύ στρόφαλο έχουν πιο ποιοτική και πολιτισμένη λειτουργία από εκείνους που έχουν ελαφρύ στρόφαλο και η απόδοση της δύναμης είναι πιο γραμμική και ομοιογενής.

Μαζί με τον νέο στρόφαλο, έχουμε νέους, πιο ήπιου χρονισμού, εκκεντροφόρους (εισαγωγής 248⁰ και εξαγωγής 244⁰), ενώ ο λόγος συμπίεσης είναι πλέον 10,8:1 από 11,8;1 του Ζ900. Μικρότερη συμπίεση συνήθως σημαίνει και λιγότερο φρένο κινητήρα στο κλείσιμο του γκαζιού, όπου μαζί με την στροφορμή του βαρύτερου στρόφαλου πιστεύουμε ότι θα έχει δώσει στον κινητήρα του Z900RS πιο γλυκιά συμπεριφορά όταν οδηγείς μέσα στην πόλη ή στον επαρχιακό δρόμο, που ανοιγοκλείνεις συνεχώς το γκάζι και ανεβοκατεβάζεις ταχύτητες. Εδώ να συμπληρώσουμε ότι η πρώτη σχέση στο εξατάχυτο κιβώτιο είναι κοντύτερη (35/12 από 35/13).

Ο ψεκασμός με τους αυλούς των 36mm έχει δύο πεταλούδες σε κάθε έναν, με την κάτω πεταλούδα να ελέγχεται από την ECU, ρυθμίζοντας το μείγμα ανεξάρτητα από την κίνηση του χεριού του αναβάτη στο γκάζι, με στόχο την ιδανική τροφοδοσία του κινητήρα.

Ενδιαφέρον έχει και η προσοχή που έδωσαν στο ζύγισμα του δευτερεύοντος αντικραδασμικού άξονα, όπου ναι μεν περιορίζει τους κραδασμούς του κινητήρα, αλλά έχουν επίτηδες αφήσει κάποιους από αυτούς να δραπετεύουν προς το σώμα του αναβάτη για να του δώσουν την αίσθηση ότι οδηγά μια μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτα.

Φυσικά ο μονόδρομος συμπλέκτης με την υποβοήθηση του Z900, παραμένει και στο RS.

Καθώς η εξωτερική εμφάνιση του κινητήρα είναι σημαντικότατο στοιχείο για μια γυμνή μοτοσυκλέτα και ειδικά για μια ρετρό, η Kawasaki έχει αλλάξει τις διαδρομές ολόκληρης της καλωδίωσης και όσων σωληνώσεων μπορούσε. Μαζί με την προσθήκη ψυκτρών στο μπλοκ των κυλίνδρων και την σχεδίαση στα καπάκια των κάρτερ που είναι εμπνευσμένη από το θρυλικό Ζ1, έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό η οπτική ενός κλασικού αερόψυκτου. Σημαντική λεπτομέρεια για τους καστομάδες είναι ότι η χύτευση των αλουμινένιων καπακιών είναι τέτοια, ώστε αναλόγως με τον τρόπο που θα επιλέξεις να τα βουρτσίσεις θα έχεις και διαφορετικό τελικό φινίρισμα!    

Για το νέο φιλτροκούτι θα έπρεπε να αναφερθούμε πιο πάνω που μιλούσαμε για την τροφοδοσία, όμως στην πραγματικότητα έχει πιο στενούς δεσμούς με την εξάτμιση. Γιατί; Μα γιατί και η εισπνοή του φρέσκου αέρα και η εκπνοή των καυσαερίων, γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε οι ήχοι που παράγει να είναι… μουσική για τα αυτιά του αναβάτη, με ιδιαίτερη έμφαση στις χαμηλές και μεσαίες στροφές του κινητήρα.

Στο Z900 RS η ανοξείδωτη εξάτμιση έχει σωλήνες μικρότερης εσωτερικής διατομής (28,6 αντί 32) με διπλά τοιχώματα για να μην κιτρινίζει από την θερμότητα των καυσαερίων όσο περνάνε τα χρόνια και έχουν αφαιρεθεί οι ενώσεις ανάμεσα στους σωλήνες 1-2 και 3-4 που υπάρχουν στο Ζ900. Για το (ελαφρώς σατινέ) χρώμιο που την καλύπτει, έχει ακολουθηθεί μια διαδικασία τριών σταδίων που εξασφαλίζει βάθος, στιλπνότητα και αντοχή στο χρόνο. Για την χροιά του ήχου που παράγει αυτή η εξάτμιση, η Kawasaki έχει αφιερώσει χιλιάδες ώρες δοκιμών. Σχεδίασαν, κατασκεύασαν και δοκίμασαν είκοσι διαφορετικές εξατμίσεις πριν καταλήξουν σε αυτή. Όσο λιτός και κλασσικός είναι ο εξωτερικός της σχεδιασμός, άλλο τόσο περίπλοκος και τεχνολογικά προηγμένος είναι ο εσωτερικός. Διαθέτει εσωτερική βαλβίδα ροής των καυσαερίων, τα οποία στις χαμηλές στροφές ακολουθούν μια πιο ελεύθερη οδό εξόδου. Το πάχος των μετάλλων, ακόμα και οι κυψέλες του καταλύτη έχουν επιλεχθεί με βασικό κριτήριο τον ήχο!    

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Μην ορκιστείς ότι τουλάχιστον το πλαίσιο είναι ολόιδιο με του Ζ900, διότι θα πέσεις έξω. Ακόμα κι εδώ οι σχεδιαστές έβαλαν το χεράκι τους για να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας και να την κάνουν καλύτερη σε συνθήκες βόλτας και σβέλτης οδήγησης.

Πριν όμως από το καθαρά τεχνικό κομμάτι, έπρεπε πρώτα να ικανοποιήσουν την αισθητική πλευρά. Το χαρακτηριστικό ρεζερβουάρ-δάκρυ που δείχνει να έρχεται κατευθείαν από το Ζ1, δεν έμπαινε στο πλαίσιο το Ζ900. Οπότε ο επανασχεδιασμός ολόκληρου του εμπρός τμήματος του πλαισίου ήταν απαραίτητος. Μαζί άλλαξαν και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Η κατανομή του βάρους είναι λιγότερο εμπροστόβαρη από του Ζ900, για πιο ελαφρύ τιμόνι στις χαμηλές ταχύτητες και για τον ίδιο λόγο το ίχνος έχει μειωθεί (μέσω της αύξησης του offset της πάνω πλάκας στα 34mm από 28mm).

Το υποπλαίσιο είναι φυσικά ολοκαίνουριο, αφού το RS έχει μια κανονικότατη επίπεδη σέλα για δύο άτομα και όχι δύο ξεχωριστές με μεγάλη υψομετρική διαφορά όπως του Z900.

Οι αναρτήσεις του Z900RS, κάθε άλλο παρά ρετρό είναι. Αντιθέτως μπορούμε να πούμε ότι είναι αναβαθμισμένες σε σύγκριση με του Ζ900.

Το upside down πιρούνι των 41mm είναι πλήρως ρυθμιζόμενο σε απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς και έχει πάνω του monoblock ακτινικές δαγκάνες και ακτινική τρόμπα, αντί για τις συμβατικές του Ζ900. Οι δίσκοι εμπρός είναι 300mm, ο πίσω 250 και το ABS είναι της Nissin.

Το πίσω αμορτισέρ είναι επίσης ρυθμιζόμενο, παραμένει οριζόντια τοποθετημένο και έχει προοδευτικό μοχλικό.

Οι αλουμινένιες ζάντες έχουν σύγχρονες διαστάσεις, αλλά είναι ειδικά σχεδιασμένες για να ταιριάζουν με την neoretro αισθητική, όπως και τα ελαστικά GPR-300 της Dunlop.

 

ΕΡΓΟΝΟΜΙΑ-ΘΕΣΗ ΟΔΗΓΗΣΗΣ

Κανείς δεν είχε παράπονο από την άνεση της θέσης οδήγησης του Ζ900, όμως για το RS η Kawasaki ήθελε να προσφέρει ακόμα πιο χαλαρή ατμόσφαιρα στον αναβάτη. Η πάνω πλάκα του πιρουνιού είναι 40mm πιο ψηλά, αυξάνοντας το ύψος του τιμονιού χωρίς αυτό να χρειαστεί να έχει σχήμα που να θυμίζει cruiser. Έτσι μπόρεσαν να βάλουν έναν όμορφο ίσιο και φαρδύ τιμόνι, που επιτρέπει στον αναβάτη να το χειρίζεται καταβάλοντας λιγότερη δύναμη στα χέρια. Το ύψος της βασικής σέλας είναι στα 835mm, αλλά υπάρχει στα αξεσουάρ και χαμηλότερη σέλα στα 800mm. Το κάλυμμά τους αποτελείται από δύο διαφορετικά υλικά και έχει λευκή ραφή. Φυσικά η πιο όρθια θέση του πάνω μέρους του σώματος επέβαλε και την αλλαγή της θέσης των μαρσπιέ, που τώρα είναι 20mm πιο χαμηλά και 20mm πιο μπροστά.   

 

ΑΣΦΑΛΕΙΑ-ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Πέρα από το ABS, το Z900RS είναι εξοπλισμένο και με σύστημα traction control. Ρυθμίζεται σε δύο θέσεις, όμως όσοι έχουν εντρυφήσει στα συστήματα αυτά, γνωρίζουν ότι τα traction control της Kawasaki έχουν κάποιες διαφορές στον τρόπο που επεμβαίνουν. Για να μην ξαναγράφουμε από την αρχή ολόκληρη τεχνική ανάλυση, κρατήστε απλώς αυτό: Κάθε μία ρύθμιση ευαισθησίας του traction control της Kawasaki έχει το ίδιο φάσμα με δύο ή τρεις ρυθμίσεις των άλλων κατασκευαστών. Δηλαδή μεταβάλει μόνο του την ευαισθησία του αναλόγως τον τρόπο που οδηγείς. Στη θέση 1 η επέμβασή του είναι λιγότερο παρεμβατική και στη θέση 2 γίνεται πιο συχνή και έντονη. Έχεις τη δυνατότητα να το απενεργοποιήσεις αλλά ενεργοποιείται ξανά αν σβήσεις τον κινητήρα από το κλειδί.

Σε μια γυμνή μοτοσυκλέτα και ειδικά σε μια neoretro, η απλότητα και ο νοσταλγικός σχεδιασμός έχουν τον πρώτο λόγο, αλλά όπως είδαμε από το Z900RS δεν λείπουν οι σύγχρονες τεχνολογικές πινελιές. Τέτοιες πινελιές συναντάμε στα full LED φώτα εμπρός – πίσω και στην LCD οθόνη ανάμεσα στο αναλογικό στροφόμετρο και ταχύμετρο.

Ο αναβάτης μπορεί να εμπλουτίσει ακόμα περισσότερο τον εξοπλισμό, μέσα από την γκάμα αξεσουάρ που ήδη έχει σχεδιάσει η Kawasaki ειδικά για να ταιριάζουν με τη φιλοσοφία του Z900RS. Πέρα λοιπόν από τη χαμηλότερη σέλα, υπάρχει χειρολαβή για τον συνεπιβάτη, διάφορες διακοσμητικές βίδες και τάπες, θερμαινόμενα γκριπ, κλασσικά λογότυπα για το ρεζερβουάρ κ.τ.λ.

 

  ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ          
Αντιπρόσωπος:
ΤΕΟΜΟΤΟ ΑΕ
Τιμή:
Αναμένεται
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2100
Ύψος (mm):
1150
Μεταξόνιο (mm):
1470
Απόσταση από το έδαφος (mm):
130
Ύψος σέλας (mm):
835/800
Ίχνος (mm):
98
Γωνία κάστερ (˚):
25
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο
Πλάτος (mm):
865
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/215
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετρακύλινδρος σε σειρά με 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
73,4 Χ 56
Χωρητικότητα (cc):
948
Σχέση συμπίεσης:
10,8:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
111/8500
Ροπή (kg.m/rpm):
10/6500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
117
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός 36 Χ 4
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Μονόδρομος με υποβοήθηση
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
1,627
Τελική μετάδοση / σχέση:
2,800
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,917
2α
2,059
3η
1,650
4η
1,409
5η
1,222
6η
0,967
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
 
Διαδρομή (mm):
140
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
5Χ17
Ελαστικό:
180/55-17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 250mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, trip master, full LED φώτα εμπρός και πίσω, ρυθμιζόμενο traction control, ABS
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Upside down τηελσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/41
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5Χ17
Ελαστικό:
120/70-17
ΦΡΕΝΟ
 
 
 
 
 

Δείτε πλήρες φωτογραφικό υλικό της νέας Kawasaki Z900RS:

Ετικέτες

Honda XL 750 Transalp εναντίον Suzuki V-Strom 800 DE: Ποιο έχει τον “καλύτερο” κινητήρα;

Ίδια συνταγή εντελώς διαφορετική φιλοσοφία σχεδιασμού
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

24/11/2022

Όταν τα λεφτά στις τσέπες λιγοστεύουν, τότε οι δικύλινδροι εν σειρά θριαμβεύουν! Τόσο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και τώρα, το κόστος κατασκευής και τα χρήματα που έχουν οι μοτοσυκλετιστές για την αγορά μιας καινούριας μοτοσυκλέτας αποκτούν κυρίαρχο ρόλο. Σε αυτό το περιβάλλον οικονομικής πίεσης προς τους κατασκευαστές και τους αγοραστές, ο δικύλινδρος εν σειρά έχει όλα τα πλεονεκτήματα με το μέρος του, διότι έχει ελάχιστα μεγαλύτερο κατασκευαστικό κόστος από έναν μονοκύλινδρο, είναι ελάχιστα μεγαλύτερος σε όγκο και βάρος από έναν μονοκύλινδρο και την ίδια στιγμή έχει απόδοση και ποιότητα λειτουργίας αντίστοιχη ενός V2. Αν μάλιστα του βάλεις στρόφαλο 270⁰, τότε ακούγεται σαν V2 και έχει το ίδιο πλεονέκτημα πρόσφυσης του πίσω τροχού με έναν V2 λόγω των μεγαλύτερων χρονικών κενών μεταξύ των αναφλέξεων σε σχέση με ένα δικύλινδρο εν σειρά με στρόφαλο 180⁰.  

Μέχρι τα 500 κυβικά, οι κατασκευαστές προτιμούν τους δικύλινδρους εν σειρά με στρόφαλο 180⁰ διότι έχουν λιγότερους κραδασμούς δεύτερης τάξης, δεν χρειάζονται μεγάλου βάρους αντικραδασμικούς άξονες και ως αποτέλεσμα ανεβάζουν ταχύτερα περισσότερες στροφές, ευνοώντας την επίτευξη μεγαλύτερης ιπποδύναμης και πιο… σπορ συμπεριφοράς.

Γι΄αυτό τα δικύλινδρα Yamaha MT-03/R3, Honda CB 500 και Kawasaki Ζ400/Ninja400/Versys 300 έχουν στροφάλους 180⁰ ώστε να βγάζουν όσα περισσότερα άλογα γίνεται από τους μικρούς κυλίνδρους τους.

Αντίθετα στις μοτοσυκλέτες άνω των 500 κυβικών όπου μπορείς να έχεις σχετικά εύκολα ικανοποιητική ιπποδύναμη λόγω κυβικών, οι κατασκευαστές χρησιμοποιούν στροφάλους 270⁰ που προσφέρουν πιο “χορταστική” αίσθηση ροπής στις μεσαίες, καλύτερη πρόσφυση στον πίσω τροχό και φυσικά πιο μπάσο και βαρβάτο ήχο. Αυτή τη συνταγή ακολουθούν η Yamaha (MT-07), η ΚΤΜ (790/890 Duke), η Honda (Africa Twin 1100) και πλέον και η BMW στη νέα σειρά F750/850/900.

Μόνο η Suzuki κράταγε τον V2 κινητήρα των 650 κυβικών στην παραγωγή έως σήμερα, συμπληρώνοντας 23 χρόνια ζωής και έχοντας επιβιώσει από τις προδιαγραφές Euro4 και Euro5 που σκότωσαν όλους τους υπόλοιπους πολυκύλινδρους κινητήρες της μεσαίας κατηγορίας.

Τώρα ήρθε η ώρα και για την Suzuki να προσαρμοστεί στις πραγματικές ανάγκες της εποχής μας και να παρουσιάσει τον δικό της δικύλινδρο εν σειρά στη μεσαία κατηγορία κυβισμού. Μια απόφαση που είχε πάρει πολλά χρόνια πριν, όταν έδειξε το πρωτότυπο Recursion.

Εκεί λοιπόν που μετράει το κόστος κατασκευής και η τιμή πώλησης, οι δικύλινδροι εν σειρά αποτελούν την πιο λογική επιλογή για έναν κατασκευαστή.

Από τη στιγμή που η Honda είχε ακολουθήσει αυτή τη συνταγή στο Africa Twin 1000/1100, ήταν απόλυτα λογικό να την ακολουθήσει και στην περίπτωση του νέου Transalp 750.

Στη θεωρία λοιπόν, ο νέος κινητήρας της Suzuki και ο νέος κινητήρας της Honda ακολουθούν την ίδια ακριβώς συνταγή και μάλιστα οι ομοιότητες συνεχίζονται με τα μοντέλα που θα τον χρησιμοποιήσουν , καθώς πέραν των On-Off (Transalp 750/V-Strom 800) χρησιμοποιούνται και σε μοτοσυκλέτες δρόμου (Hornet 750/GSX-8S).

Μόνο που η συνταγή των σχεδιαστών της Honda και η συνταγή των σχεδιαστών της Suzuki έχει εντελώς – μα εντελώς λέμε – διαφορετικά υλικά και δοσολογία!

Ναι και οι δύο έφτιαξαν τούρτα, αλλά ο ένας έφτιαξε τούρτα-σοκολάτα και ο άλλος τούρτα-βανίλια!

Αν ήμασταν στη δεκαετία του ’90 που οι μοτοσυκλετιστές διάβαζαν περιοδικά, θα αρκούσε να αναφέρουμε τις διαφορές στη Διάμετρο Χ Διαδρομή των εμβόλων, τις διαφορές στα σώματα ψεκασμού, τις διαφορές στους εκκεντροφόρους και φυσικά τις διαφορές στη σχέση συμπίεσης και όλοι θα καταλάβαιναν πως ο κινητήρας της Honda έχει πιο “Street” χαρακτήρα και ο κινητήρας της Suzuki πιο “On-Off”. Για αποφυγή παρεξηγήσεων από εκείνους που κάνουν scoll-down σε οκταπύρινο smartphone και βγάζουν συμπεράσματα πριν προλάβουν να κατανοήσουν τί διάβασαν, να υπογραμμίσουμε πως ο χαρακτηρισμός “πιο street” και “πιο on-off” δεν σημαίνει “μόνο για street” και “μόνο για on-off”. Σημαίνει πως έχει χαρακτηριστικά σχεδίασης που ταιριάζουν περισσότερο σε μία από τις δύο αυτές χρήσεις. 

Επειδή λοιπόν ζούμε “στην εποχή του internet” όπου “τα βρίσκεις όλα τσάμπα” είμαστε αναγκασμένοι να επαναλαμβάνουμε κάθε φορά την αλφάβητο ακόμα και για τις αυτονόητες μηχανολογικές επιλογές των σχεδιαστών.

Παρά την ονομαστική διαφορά των 50 κυβικών, στην πραγματικότητα ο κινητήρας της Honda έχει 755 κυβικά και της Suzuki 776 κυβικά, δηλαδή η πραγματική διαφορά τους είναι μόλις 21 κυβικά υπέρ του κινητήρα της Suzuki.

Παρ΄ όλα αυτά, ο κινητήρας της Suzuki έχει μικρότερη διάμετρο εμβόλου στα 84mm ενώ της Honda έχει 87mm. Φυσικό επακόλουθο είναι η διαδρομή του εμβόλου της Suzuki να είναι αισθητά μεγαλύτερη στα 70mm, αντί για τα 63mm του κινητήρα της Honda.

Αυτό σημαίνει πως οι σχεδιαστές της Honda έχουν επιλέξει μια “υψηλής απόδοσης υπερτετράγωνη” αρχιτεκτονική για τον θάλαμο καύσης, που ευνοεί την επίτευξη μεγαλύτερης ιπποδύναμης στις υψηλές στροφές και οι σχεδιαστές της Suzuki επέλεξαν μια λιγότερη υπερτετράγωνη αρχιτεκτονική που ευνοεί την αμεσότητα απόκρισης στο γκάζι στις χαμηλές και μεσαίες στροφές.

Εδώ είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως είναι διαφορετικό πράγματα η ροπή ως αριθμός που εμφανίζεται στο διάγραμμα ενός δυναμόμετρου και διαφορετικό πράγμα η αίσθηση της ροπής που έχει ένας κινητήρας στο δρόμο. Στο δρόμο ο αναβάτης αισθάνεται περισσότερο την απόκριση στο γκάζι και αυτό αποκαλεί “ροπή”. Ο βασικός σχεδιασμός του κινητήρα της Suzuki ευνοεί την άμεση απόκριση στο άνοιγμα του γκαζιού και όπως θα δούμε παρακάτω, το ίδιο σκεπτικό ακολουθεί η επιλογή του ψεκασμού.

 

Οι σχεδιαστές της Honda, χάρη στη μεγαλύτερη διάμετρο εμβόλου μπορούν να βάλουν αντίστοιχα μεγαλύτερες βαλβίδες και η μικρή διαδρομή του εμβόλου ευνοεί την τοποθέτηση μικρότερου και ελαφρύτερου στροφάλου.

Καθώς οι κραδασμοί υψηλής συχνότητας δημιουργούνται κυρίως από την κίνηση της μπιέλας δεξιά-αριστερά (δυστυχώς η μπιέλα δεν παλινδρομεί μόνο κάθετα όπως το έμβολο για να εξουδετερώνονται οι δυνάμεις με το αντίβαρο του στροφάλου, αλλά ακολουθεί τα κομβία του στροφάλου), η μικρή διαδρομή εμβόλου σημαίνει αντίστοιχα μικρή απόσταση των λοβών του στροφάλου από το κέντρο περιστροφής του, οπότε και η κίνηση της μπιέλας δεξιά-αριστερά είναι μικρότερη στον κινητήρα της Honda σε σχέση με τον κινητήρα της Suzuki. Μια ματιά στα τεχνικά χαρακτηριστικά, μας αποκαλύπτει πως ο κινητήρας της Honda έχει έναν αντικραδασμικό άξονα, ενώ ο κινητήρας της Suzuki έχει δύο.

Αν ήμασταν στη δεκαετία του ’90 πιθανόν να είχαμε στα press kit στοιχεία και για το μήκος της μπιέλας, όμως στην εποχή του internet που… “τα βρίσκεις όλα”, οι εταιρείες στα press kit δεν γράφουν πια ούτε τα βασικά…

Όπως κι αν έχει, εμείς βάζουμε στοίχημα πως ο κινητήρας της Honda έχει πιο μεγάλου μήκους μπιέλες από της Suzuki, όπως συνηθίζεται στους αγωνιστικούς κινητήρες και ευνοεί την λειτουργία στις υψηλές στροφές, καθώς μειώνει την μέγιστη γωνία (ως προς την κάθετη κίνηση του εμβόλου) που έχει η μπιέλα όταν ο λοβός του στροφάλου είναι στις 90⁰ και 270⁰.

Μα καλά! Χαζοί είναι στη Suzuki και δεν έκαναν το ίδιο; Όχι βέβαια! Λέτε να μην ξέρουν να σχεδιάζουν κινητήρες εκείνοι που έφτιαξαν τον V2 του V-Strom 650 και ήταν επί 23 χρόνια κορυφαίος σε χαρακτηριστικά απόδοσης στην κατηγορία του; Προφανώς και ξέρουν, απλώς είχαν διαφορετικές προτεραιότητες και επέλεξαν διαφορετικές απαντήσεις στα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν σε λίγα χρόνια με τις Euro5+ προδιαγραφές.

Διαφορετικές επιλογές και όχι λάθος ή σωστές επιλογές.

Διότι ναι μεν η σχεδίαση της Honda φαίνεται πιο μοντέρνα και πιο κοντά σε εκείνη των superbike, όμως ο κινητήρας των Transalp 750 και Hornet 750 δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πανάκριβα υλικά και τις χρονοβόρες και εξειδικευμένες μεθόδους κατασκευής των εξαρτημάτων που έχει ένας κινητήρας superbike.

Αν λοιπόν ρίξουμε μια ματιά στη σχέση συμπίεσης του κινητήρα της Honda, θα δούμε πως έχει 11:1 ενώ της Suzuki έχει 12,8:1. Ώπα μάγκες, εδώ κάτι πάει λάθος! Ναι, αν ήμασταν στη δεκαετία του ’90 το λογικό θα ήταν ο “αγωνιστικός” κινητήρας της Honda να έχει πιο υψηλή  συμπίεση από της Suzuki, διότι η μεγαλύτερη διάμετρος του εμβόλου και η μικρότερη διαδρομή χρειάζονται την υψηλότερη συμπίεση για ταχύτατη καύση του μείγματος έως τις άκρες του εμβόλου.

Χωρίς υψηλή συμπίεση, ο “ρηχός” και “πλατύς” θάλαμος καύσης της Honda θα εκτόξευε στο περιβάλλον μεγάλες ποσότητες άκαυστου μείγματος και θα είχε προβλήματα ανομοιογενούς διασποράς της θερμότητας στο έμβολο. Τίποτα από τα δύο αυτά συμπτώματα δεν είναι καλό…

Όχι, ούτε οι σχεδιαστές της Honda είναι χαζοί για να μην ξέρουν τα προβλήματα. Κινητήρες με οβάλ έμβολα έφτιαχναν οι άνθρωποι, λέτε να μην ξέρουν από θαλάμους καύσης;

Το πρόβλημά τους δεν είναι πως δεν γνωρίζουν. Το πρόβλημά τους είναι πως οι προδιαγραφές Euro5 και σε λίγο Euro5+ επιβάλουν την χρήση ελατηρίων εμβόλων χαμηλής τάσης  για μείωση της κατανάλωσης καυσίμου. Τόσο ο κινητήρας της Honda, όσο και της Suzuki έχουν μαλακή αντιτριβηκή επικάλυψη, που επιβάλει τη χρήση “low friction” ελατηρίων εμβόλου.

Όσο μεγαλώνει η διάμετρος του εμβόλου, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η τάση των ελατηρίων για να σφραγίζουν σωστά τον θάλαμο καύσης για να μην περνάνε εύκολα τα καυσαέρια και το φιλμ λαδιού από τα τοιχώματα των κυλίνδρων στα κάρτερ και αντίστοιχα αυξάνεται το επίπεδο τριβών μεταξύ του ελατηρίου συμπίεσης του εμβόλου και των τοιχωμάτων του κυλίνδρου.

Η συμπίεση του 11:1 του κινητήρα της Honda δεν είναι μικρή μεν, όμως αν οι σχεδιαστές μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ελατήρια εμβόλου υψηλής τάσης όπως τον παλιό καλό καιρό, να είστε βέβαιοι πως θα ξεπερνούσαν το 12,5:1.

H Suzuki από την άλλη μεριά, χάρη στη μικρότερη διάμετρο εμβόλου, είχε τη δυνατότητα να αυξήσει τη συμπίεση στο 12,8:1, διότι τα “low friction” μαλακά ελατήρια εμβόλου έχουν μικρότερη επιφάνεια να σφραγίσουν και μικρότερη επιφάνεια επααφής με τον κύλινδρο, άρα και λιγότερες τριβές στα τοιχώματα των κυλίνδρων.

Για να καταλάβετε πόσο δύσκολα έχουν γίνει τα πράγματα για τους σχεδιαστές κινητήρων λόγω των νέων προδιαγραφών ρύπων, στα αυτοκίνητα είναι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν λάδια 0W-20 και 0W-16 προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσουν κάθε παρασιτική απώλεια τριβών στις χαμηλές και μεσαίες στροφές, ώστε να μειωθεί η κατανάλωση καυσίμου, άρα και οι εκπομπές ρύπων. Τώρα αν ρωτάτε πόσο καλά προστατεύουν τον κινητήρα σε βάθος χρόνου αυτά τα… “νεροζούμια”, δεν ξέρουμε να σας απαντήσουμε ακόμα…

Η Honda δίνει λάδι 10W-30 για τον κινητήρα της, που είναι αρκετά πιο λεπτόρευστο σε θερμοκρασία λειτουργίας από τα 10W-40 που είχαν έως σήμερα οι περισσότεροι κινητήρες μοτοσυκλετών (στις αγωνιστικές είναι συνήθως από 15W-50 έως 20W-60 ή μονότυπα, καθώς δουλεύουν για μεγάλα διαστήματα σε υψηλές στροφές και υψηλές θερμοκρασίες και χρειάζονται παχύρευστα λάδια που να μην σκουπίζονται εύκολα από τις επιφάνειες των μετάλλων).

Για τον κινητήρα της Suzuki δεν έχουμε τις προδιαγραφές λαδιού, αλλά το πιθανότερο είναι και αυτή να χρησιμοποιεί πιο λεπτόρευστο λάδι από το 10W-40 του V-Strom 650.

Στα παράδοξα των δύο κινητήρων είναι το σύστημα κίνησης των βαλβίδων, όπου ο “αγωνιστικός” της Honda έχει μόνο έναν επικεφαλής εκκεντροφόρο και κοκοράκι, ενώ ο “ροπάτος” της Suzuki έχει δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους όπως κάθε υψηλής απόδοσης  κινητήρας.

Το παράδοξο αυτό έχει λογική εξήγηση, υπό την έννοια πως ο κινητήρας της Honda δεν πρόκειται να δει ποτέ στη ζωή του πάνω από τις 12.000 στροφές, οπότε το σύστημα Unicam που χρησιμοποιεί στους κινητήρες motocross των CRF450R (και στα Africa Twin/VFR 1200F) φτάνει και περισσεύει.

Η επιλογή της Suzuki από την άλλη μεριά, μοιάζει υπερβολική για τον “ροπάτο” χαρακτήρα του κινητήρα της, όμως αν δούμε λίγο προς το μέλλον, ο κινητήρας της Suzuki μπορεί πολύ εύκολα να αποκτήσει έκδοση μεγαλύτερου κυβισμού και ιπποδύναμης με την φτηνή κατασκευαστικά αύξηση της διαμέτρου των εμβόλων.

Αντιθέτως ο κινητήρας της Honda χρειάζεται αλλαγή στροφάλου για να του αυξήσεις τα κυβικά στο μέλλον και η δημιουργία έκδοσης υψηλής απόδοσης είναι σαφώς πιο ακριβή υπόθεση.

Τον διαφορετικό χαρακτήρα των δύο κινητήρων δείχνουν και οι επιλογές στο σύστημα τροφοδοσίας.

Η Honda έχει επιλέξει σώματα ψεκασμού με διάμετρο 46mm το κάθε ένα, ώστε να τροφοδοτεί με μεγάλες ποσότητες αέρα τον κινητήρα στις υψηλές στροφές. Το μειονέκτημα των μεγάλης διατομής αυλών εισαγωγής είναι φυσικά η μειωμένη ταχύτητα του αέρα προς τον θάλαμο καύσης στις χαμηλές και μεσαίες στροφές.

Η Suzuki, αν και ελαφρώς μεγαλύτερος σε κυβισμό ο κινητήρας της, έχει δύο σώματα ψεκασμού με διάμετρο 42mm το κάθε ένα. Η μικρότερη διάμετρος αυξάνει την ταχύτητα του αέρα προς τον θάλαμο καύσης στις χαμηλές και μεσαίες στροφές, ευννοώντας την αμεσότητα στην απόκριση του γκαζιού.

Επίσης μια ματιά στο φιλτροκούτι της Suzuki μας αποκαλύπτει την προσπάθεια των σχεδιαστών να μεγαλώσουν όσο γίνεται το μήκος του, βοηθώντας ακόμα περισσότερο την ταχύτητα και την ομαλότητα ροής του αέρα.

Οι ιπποδυνάμεις που ανακοινώνουν οι δύο Ιάπωνες κατασκευαστές δείχνουν πως συμβαδίζουν με την λογική του σχεδιασμού των κινητήρων τους.

Η Honda υπόσχεται 90,6 ίππους στις 9.500 στροφές και 7,6kg/m ροπής στις 7.250 στροφές.

Ο κινητήρας της Suzuki έχει 84 ίππους μεν, αλλά 1000 στροφές πιο χαμηλά, στις 8.500 και 8kg/m ροπής, επίσης πιο χαμηλά, στις 6.800 στροφές.

Πιθανόν τα πραγματικά νούμερα των μέγιστων ιπποδυνάμεων να μας επιφυλάσσουν εκπλήξεις όταν ανέβουν οι μοτοσυκλέτες στο δυναμόμετρο, αλλά ως προς τις στροφές που θα δούμε τις απόλυτες τιμές τους δεν πιστεύουμε πως θα υπάρξουν εκπλήξεις.

Το σίγουρο είναι πως πριν ρωτήσεις ποιος από τους δύο έφτιαξε τον καλύτερο κινητήρα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσεις τι ακριβώς θεωρείς ως “καλύτερο”.