Honda XL 750 Transalp εναντίον Suzuki V-Strom 800 DE: Ποιο έχει τον “καλύτερο” κινητήρα;

Ίδια συνταγή εντελώς διαφορετική φιλοσοφία σχεδιασμού
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

24/11/2022

Όταν τα λεφτά στις τσέπες λιγοστεύουν, τότε οι δικύλινδροι εν σειρά θριαμβεύουν! Τόσο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και τώρα, το κόστος κατασκευής και τα χρήματα που έχουν οι μοτοσυκλετιστές για την αγορά μιας καινούριας μοτοσυκλέτας αποκτούν κυρίαρχο ρόλο. Σε αυτό το περιβάλλον οικονομικής πίεσης προς τους κατασκευαστές και τους αγοραστές, ο δικύλινδρος εν σειρά έχει όλα τα πλεονεκτήματα με το μέρος του, διότι έχει ελάχιστα μεγαλύτερο κατασκευαστικό κόστος από έναν μονοκύλινδρο, είναι ελάχιστα μεγαλύτερος σε όγκο και βάρος από έναν μονοκύλινδρο και την ίδια στιγμή έχει απόδοση και ποιότητα λειτουργίας αντίστοιχη ενός V2. Αν μάλιστα του βάλεις στρόφαλο 270⁰, τότε ακούγεται σαν V2 και έχει το ίδιο πλεονέκτημα πρόσφυσης του πίσω τροχού με έναν V2 λόγω των μεγαλύτερων χρονικών κενών μεταξύ των αναφλέξεων σε σχέση με ένα δικύλινδρο εν σειρά με στρόφαλο 180⁰.  

Μέχρι τα 500 κυβικά, οι κατασκευαστές προτιμούν τους δικύλινδρους εν σειρά με στρόφαλο 180⁰ διότι έχουν λιγότερους κραδασμούς δεύτερης τάξης, δεν χρειάζονται μεγάλου βάρους αντικραδασμικούς άξονες και ως αποτέλεσμα ανεβάζουν ταχύτερα περισσότερες στροφές, ευνοώντας την επίτευξη μεγαλύτερης ιπποδύναμης και πιο… σπορ συμπεριφοράς.

Γι΄αυτό τα δικύλινδρα Yamaha MT-03/R3, Honda CB 500 και Kawasaki Ζ400/Ninja400/Versys 300 έχουν στροφάλους 180⁰ ώστε να βγάζουν όσα περισσότερα άλογα γίνεται από τους μικρούς κυλίνδρους τους.

Αντίθετα στις μοτοσυκλέτες άνω των 500 κυβικών όπου μπορείς να έχεις σχετικά εύκολα ικανοποιητική ιπποδύναμη λόγω κυβικών, οι κατασκευαστές χρησιμοποιούν στροφάλους 270⁰ που προσφέρουν πιο “χορταστική” αίσθηση ροπής στις μεσαίες, καλύτερη πρόσφυση στον πίσω τροχό και φυσικά πιο μπάσο και βαρβάτο ήχο. Αυτή τη συνταγή ακολουθούν η Yamaha (MT-07), η ΚΤΜ (790/890 Duke), η Honda (Africa Twin 1100) και πλέον και η BMW στη νέα σειρά F750/850/900.

Μόνο η Suzuki κράταγε τον V2 κινητήρα των 650 κυβικών στην παραγωγή έως σήμερα, συμπληρώνοντας 23 χρόνια ζωής και έχοντας επιβιώσει από τις προδιαγραφές Euro4 και Euro5 που σκότωσαν όλους τους υπόλοιπους πολυκύλινδρους κινητήρες της μεσαίας κατηγορίας.

Τώρα ήρθε η ώρα και για την Suzuki να προσαρμοστεί στις πραγματικές ανάγκες της εποχής μας και να παρουσιάσει τον δικό της δικύλινδρο εν σειρά στη μεσαία κατηγορία κυβισμού. Μια απόφαση που είχε πάρει πολλά χρόνια πριν, όταν έδειξε το πρωτότυπο Recursion.

Εκεί λοιπόν που μετράει το κόστος κατασκευής και η τιμή πώλησης, οι δικύλινδροι εν σειρά αποτελούν την πιο λογική επιλογή για έναν κατασκευαστή.

Από τη στιγμή που η Honda είχε ακολουθήσει αυτή τη συνταγή στο Africa Twin 1000/1100, ήταν απόλυτα λογικό να την ακολουθήσει και στην περίπτωση του νέου Transalp 750.

Στη θεωρία λοιπόν, ο νέος κινητήρας της Suzuki και ο νέος κινητήρας της Honda ακολουθούν την ίδια ακριβώς συνταγή και μάλιστα οι ομοιότητες συνεχίζονται με τα μοντέλα που θα τον χρησιμοποιήσουν , καθώς πέραν των On-Off (Transalp 750/V-Strom 800) χρησιμοποιούνται και σε μοτοσυκλέτες δρόμου (Hornet 750/GSX-8S).

Μόνο που η συνταγή των σχεδιαστών της Honda και η συνταγή των σχεδιαστών της Suzuki έχει εντελώς – μα εντελώς λέμε – διαφορετικά υλικά και δοσολογία!

Ναι και οι δύο έφτιαξαν τούρτα, αλλά ο ένας έφτιαξε τούρτα-σοκολάτα και ο άλλος τούρτα-βανίλια!

Αν ήμασταν στη δεκαετία του ’90 που οι μοτοσυκλετιστές διάβαζαν περιοδικά, θα αρκούσε να αναφέρουμε τις διαφορές στη Διάμετρο Χ Διαδρομή των εμβόλων, τις διαφορές στα σώματα ψεκασμού, τις διαφορές στους εκκεντροφόρους και φυσικά τις διαφορές στη σχέση συμπίεσης και όλοι θα καταλάβαιναν πως ο κινητήρας της Honda έχει πιο “Street” χαρακτήρα και ο κινητήρας της Suzuki πιο “On-Off”. Για αποφυγή παρεξηγήσεων από εκείνους που κάνουν scoll-down σε οκταπύρινο smartphone και βγάζουν συμπεράσματα πριν προλάβουν να κατανοήσουν τί διάβασαν, να υπογραμμίσουμε πως ο χαρακτηρισμός “πιο street” και “πιο on-off” δεν σημαίνει “μόνο για street” και “μόνο για on-off”. Σημαίνει πως έχει χαρακτηριστικά σχεδίασης που ταιριάζουν περισσότερο σε μία από τις δύο αυτές χρήσεις. 

Επειδή λοιπόν ζούμε “στην εποχή του internet” όπου “τα βρίσκεις όλα τσάμπα” είμαστε αναγκασμένοι να επαναλαμβάνουμε κάθε φορά την αλφάβητο ακόμα και για τις αυτονόητες μηχανολογικές επιλογές των σχεδιαστών.

Παρά την ονομαστική διαφορά των 50 κυβικών, στην πραγματικότητα ο κινητήρας της Honda έχει 755 κυβικά και της Suzuki 776 κυβικά, δηλαδή η πραγματική διαφορά τους είναι μόλις 21 κυβικά υπέρ του κινητήρα της Suzuki.

Παρ΄ όλα αυτά, ο κινητήρας της Suzuki έχει μικρότερη διάμετρο εμβόλου στα 84mm ενώ της Honda έχει 87mm. Φυσικό επακόλουθο είναι η διαδρομή του εμβόλου της Suzuki να είναι αισθητά μεγαλύτερη στα 70mm, αντί για τα 63mm του κινητήρα της Honda.

Αυτό σημαίνει πως οι σχεδιαστές της Honda έχουν επιλέξει μια “υψηλής απόδοσης υπερτετράγωνη” αρχιτεκτονική για τον θάλαμο καύσης, που ευνοεί την επίτευξη μεγαλύτερης ιπποδύναμης στις υψηλές στροφές και οι σχεδιαστές της Suzuki επέλεξαν μια λιγότερη υπερτετράγωνη αρχιτεκτονική που ευνοεί την αμεσότητα απόκρισης στο γκάζι στις χαμηλές και μεσαίες στροφές.

Εδώ είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως είναι διαφορετικό πράγματα η ροπή ως αριθμός που εμφανίζεται στο διάγραμμα ενός δυναμόμετρου και διαφορετικό πράγμα η αίσθηση της ροπής που έχει ένας κινητήρας στο δρόμο. Στο δρόμο ο αναβάτης αισθάνεται περισσότερο την απόκριση στο γκάζι και αυτό αποκαλεί “ροπή”. Ο βασικός σχεδιασμός του κινητήρα της Suzuki ευνοεί την άμεση απόκριση στο άνοιγμα του γκαζιού και όπως θα δούμε παρακάτω, το ίδιο σκεπτικό ακολουθεί η επιλογή του ψεκασμού.

 

Οι σχεδιαστές της Honda, χάρη στη μεγαλύτερη διάμετρο εμβόλου μπορούν να βάλουν αντίστοιχα μεγαλύτερες βαλβίδες και η μικρή διαδρομή του εμβόλου ευνοεί την τοποθέτηση μικρότερου και ελαφρύτερου στροφάλου.

Καθώς οι κραδασμοί υψηλής συχνότητας δημιουργούνται κυρίως από την κίνηση της μπιέλας δεξιά-αριστερά (δυστυχώς η μπιέλα δεν παλινδρομεί μόνο κάθετα όπως το έμβολο για να εξουδετερώνονται οι δυνάμεις με το αντίβαρο του στροφάλου, αλλά ακολουθεί τα κομβία του στροφάλου), η μικρή διαδρομή εμβόλου σημαίνει αντίστοιχα μικρή απόσταση των λοβών του στροφάλου από το κέντρο περιστροφής του, οπότε και η κίνηση της μπιέλας δεξιά-αριστερά είναι μικρότερη στον κινητήρα της Honda σε σχέση με τον κινητήρα της Suzuki. Μια ματιά στα τεχνικά χαρακτηριστικά, μας αποκαλύπτει πως ο κινητήρας της Honda έχει έναν αντικραδασμικό άξονα, ενώ ο κινητήρας της Suzuki έχει δύο.

Αν ήμασταν στη δεκαετία του ’90 πιθανόν να είχαμε στα press kit στοιχεία και για το μήκος της μπιέλας, όμως στην εποχή του internet που… “τα βρίσκεις όλα”, οι εταιρείες στα press kit δεν γράφουν πια ούτε τα βασικά…

Όπως κι αν έχει, εμείς βάζουμε στοίχημα πως ο κινητήρας της Honda έχει πιο μεγάλου μήκους μπιέλες από της Suzuki, όπως συνηθίζεται στους αγωνιστικούς κινητήρες και ευνοεί την λειτουργία στις υψηλές στροφές, καθώς μειώνει την μέγιστη γωνία (ως προς την κάθετη κίνηση του εμβόλου) που έχει η μπιέλα όταν ο λοβός του στροφάλου είναι στις 90⁰ και 270⁰.

Μα καλά! Χαζοί είναι στη Suzuki και δεν έκαναν το ίδιο; Όχι βέβαια! Λέτε να μην ξέρουν να σχεδιάζουν κινητήρες εκείνοι που έφτιαξαν τον V2 του V-Strom 650 και ήταν επί 23 χρόνια κορυφαίος σε χαρακτηριστικά απόδοσης στην κατηγορία του; Προφανώς και ξέρουν, απλώς είχαν διαφορετικές προτεραιότητες και επέλεξαν διαφορετικές απαντήσεις στα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν σε λίγα χρόνια με τις Euro5+ προδιαγραφές.

Διαφορετικές επιλογές και όχι λάθος ή σωστές επιλογές.

Διότι ναι μεν η σχεδίαση της Honda φαίνεται πιο μοντέρνα και πιο κοντά σε εκείνη των superbike, όμως ο κινητήρας των Transalp 750 και Hornet 750 δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πανάκριβα υλικά και τις χρονοβόρες και εξειδικευμένες μεθόδους κατασκευής των εξαρτημάτων που έχει ένας κινητήρας superbike.

Αν λοιπόν ρίξουμε μια ματιά στη σχέση συμπίεσης του κινητήρα της Honda, θα δούμε πως έχει 11:1 ενώ της Suzuki έχει 12,8:1. Ώπα μάγκες, εδώ κάτι πάει λάθος! Ναι, αν ήμασταν στη δεκαετία του ’90 το λογικό θα ήταν ο “αγωνιστικός” κινητήρας της Honda να έχει πιο υψηλή  συμπίεση από της Suzuki, διότι η μεγαλύτερη διάμετρος του εμβόλου και η μικρότερη διαδρομή χρειάζονται την υψηλότερη συμπίεση για ταχύτατη καύση του μείγματος έως τις άκρες του εμβόλου.

Χωρίς υψηλή συμπίεση, ο “ρηχός” και “πλατύς” θάλαμος καύσης της Honda θα εκτόξευε στο περιβάλλον μεγάλες ποσότητες άκαυστου μείγματος και θα είχε προβλήματα ανομοιογενούς διασποράς της θερμότητας στο έμβολο. Τίποτα από τα δύο αυτά συμπτώματα δεν είναι καλό…

Όχι, ούτε οι σχεδιαστές της Honda είναι χαζοί για να μην ξέρουν τα προβλήματα. Κινητήρες με οβάλ έμβολα έφτιαχναν οι άνθρωποι, λέτε να μην ξέρουν από θαλάμους καύσης;

Το πρόβλημά τους δεν είναι πως δεν γνωρίζουν. Το πρόβλημά τους είναι πως οι προδιαγραφές Euro5 και σε λίγο Euro5+ επιβάλουν την χρήση ελατηρίων εμβόλων χαμηλής τάσης  για μείωση της κατανάλωσης καυσίμου. Τόσο ο κινητήρας της Honda, όσο και της Suzuki έχουν μαλακή αντιτριβηκή επικάλυψη, που επιβάλει τη χρήση “low friction” ελατηρίων εμβόλου.

Όσο μεγαλώνει η διάμετρος του εμβόλου, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η τάση των ελατηρίων για να σφραγίζουν σωστά τον θάλαμο καύσης για να μην περνάνε εύκολα τα καυσαέρια και το φιλμ λαδιού από τα τοιχώματα των κυλίνδρων στα κάρτερ και αντίστοιχα αυξάνεται το επίπεδο τριβών μεταξύ του ελατηρίου συμπίεσης του εμβόλου και των τοιχωμάτων του κυλίνδρου.

Η συμπίεση του 11:1 του κινητήρα της Honda δεν είναι μικρή μεν, όμως αν οι σχεδιαστές μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ελατήρια εμβόλου υψηλής τάσης όπως τον παλιό καλό καιρό, να είστε βέβαιοι πως θα ξεπερνούσαν το 12,5:1.

H Suzuki από την άλλη μεριά, χάρη στη μικρότερη διάμετρο εμβόλου, είχε τη δυνατότητα να αυξήσει τη συμπίεση στο 12,8:1, διότι τα “low friction” μαλακά ελατήρια εμβόλου έχουν μικρότερη επιφάνεια να σφραγίσουν και μικρότερη επιφάνεια επααφής με τον κύλινδρο, άρα και λιγότερες τριβές στα τοιχώματα των κυλίνδρων.

Για να καταλάβετε πόσο δύσκολα έχουν γίνει τα πράγματα για τους σχεδιαστές κινητήρων λόγω των νέων προδιαγραφών ρύπων, στα αυτοκίνητα είναι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν λάδια 0W-20 και 0W-16 προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσουν κάθε παρασιτική απώλεια τριβών στις χαμηλές και μεσαίες στροφές, ώστε να μειωθεί η κατανάλωση καυσίμου, άρα και οι εκπομπές ρύπων. Τώρα αν ρωτάτε πόσο καλά προστατεύουν τον κινητήρα σε βάθος χρόνου αυτά τα… “νεροζούμια”, δεν ξέρουμε να σας απαντήσουμε ακόμα…

Η Honda δίνει λάδι 10W-30 για τον κινητήρα της, που είναι αρκετά πιο λεπτόρευστο σε θερμοκρασία λειτουργίας από τα 10W-40 που είχαν έως σήμερα οι περισσότεροι κινητήρες μοτοσυκλετών (στις αγωνιστικές είναι συνήθως από 15W-50 έως 20W-60 ή μονότυπα, καθώς δουλεύουν για μεγάλα διαστήματα σε υψηλές στροφές και υψηλές θερμοκρασίες και χρειάζονται παχύρευστα λάδια που να μην σκουπίζονται εύκολα από τις επιφάνειες των μετάλλων).

Για τον κινητήρα της Suzuki δεν έχουμε τις προδιαγραφές λαδιού, αλλά το πιθανότερο είναι και αυτή να χρησιμοποιεί πιο λεπτόρευστο λάδι από το 10W-40 του V-Strom 650.

Στα παράδοξα των δύο κινητήρων είναι το σύστημα κίνησης των βαλβίδων, όπου ο “αγωνιστικός” της Honda έχει μόνο έναν επικεφαλής εκκεντροφόρο και κοκοράκι, ενώ ο “ροπάτος” της Suzuki έχει δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους όπως κάθε υψηλής απόδοσης  κινητήρας.

Το παράδοξο αυτό έχει λογική εξήγηση, υπό την έννοια πως ο κινητήρας της Honda δεν πρόκειται να δει ποτέ στη ζωή του πάνω από τις 12.000 στροφές, οπότε το σύστημα Unicam που χρησιμοποιεί στους κινητήρες motocross των CRF450R (και στα Africa Twin/VFR 1200F) φτάνει και περισσεύει.

Η επιλογή της Suzuki από την άλλη μεριά, μοιάζει υπερβολική για τον “ροπάτο” χαρακτήρα του κινητήρα της, όμως αν δούμε λίγο προς το μέλλον, ο κινητήρας της Suzuki μπορεί πολύ εύκολα να αποκτήσει έκδοση μεγαλύτερου κυβισμού και ιπποδύναμης με την φτηνή κατασκευαστικά αύξηση της διαμέτρου των εμβόλων.

Αντιθέτως ο κινητήρας της Honda χρειάζεται αλλαγή στροφάλου για να του αυξήσεις τα κυβικά στο μέλλον και η δημιουργία έκδοσης υψηλής απόδοσης είναι σαφώς πιο ακριβή υπόθεση.

Τον διαφορετικό χαρακτήρα των δύο κινητήρων δείχνουν και οι επιλογές στο σύστημα τροφοδοσίας.

Η Honda έχει επιλέξει σώματα ψεκασμού με διάμετρο 46mm το κάθε ένα, ώστε να τροφοδοτεί με μεγάλες ποσότητες αέρα τον κινητήρα στις υψηλές στροφές. Το μειονέκτημα των μεγάλης διατομής αυλών εισαγωγής είναι φυσικά η μειωμένη ταχύτητα του αέρα προς τον θάλαμο καύσης στις χαμηλές και μεσαίες στροφές.

Η Suzuki, αν και ελαφρώς μεγαλύτερος σε κυβισμό ο κινητήρας της, έχει δύο σώματα ψεκασμού με διάμετρο 42mm το κάθε ένα. Η μικρότερη διάμετρος αυξάνει την ταχύτητα του αέρα προς τον θάλαμο καύσης στις χαμηλές και μεσαίες στροφές, ευννοώντας την αμεσότητα στην απόκριση του γκαζιού.

Επίσης μια ματιά στο φιλτροκούτι της Suzuki μας αποκαλύπτει την προσπάθεια των σχεδιαστών να μεγαλώσουν όσο γίνεται το μήκος του, βοηθώντας ακόμα περισσότερο την ταχύτητα και την ομαλότητα ροής του αέρα.

Οι ιπποδυνάμεις που ανακοινώνουν οι δύο Ιάπωνες κατασκευαστές δείχνουν πως συμβαδίζουν με την λογική του σχεδιασμού των κινητήρων τους.

Η Honda υπόσχεται 90,6 ίππους στις 9.500 στροφές και 7,6kg/m ροπής στις 7.250 στροφές.

Ο κινητήρας της Suzuki έχει 84 ίππους μεν, αλλά 1000 στροφές πιο χαμηλά, στις 8.500 και 8kg/m ροπής, επίσης πιο χαμηλά, στις 6.800 στροφές.

Πιθανόν τα πραγματικά νούμερα των μέγιστων ιπποδυνάμεων να μας επιφυλάσσουν εκπλήξεις όταν ανέβουν οι μοτοσυκλέτες στο δυναμόμετρο, αλλά ως προς τις στροφές που θα δούμε τις απόλυτες τιμές τους δεν πιστεύουμε πως θα υπάρξουν εκπλήξεις.

Το σίγουρο είναι πως πριν ρωτήσεις ποιος από τους δύο έφτιαξε τον καλύτερο κινητήρα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσεις τι ακριβώς θεωρείς ως “καλύτερο”.

 

Μοτοσυκλέτα σε ακινησία: Τί κάνω πριν και μετά

Τα προβλήματα και οι λύσεις για να βγει ξανά στους δρόμους
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

15/4/2020

Μετά την επιβολή περιορισμού και ουσιαστικά την απαγόρευσης κυκλοφορίας, λόγω των μέτρων κατά της εξάπλωσης της πανδημίας, αρκετός κόσμος αγχώθηκε για το τι θα συμβεί στην μοτοσυκλέτα του αν μείνει ακίνητη για τόσες πολλές μέρες ή και μήνες. Άραγε είναι δικαιολογημένη αυτή η ανησυχία ή μήπως υπερβάλουμε; Σε αυτό το ερώτημα θα απαντήσουμε εδώ, αναφέροντας ένα-ένα τα προβλήματα μαζί με τις λύσεις τους.

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να καταλάβουμε πως το τι θα συμβεί σε μια ακίνητη μοτοσυκλέτα εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες. Τη χρονική διάρκεια της ακινησίας, τη λειτουργική κατάσταση της μοτοσυκλέτας και την ηλικία της μοτοσυκλέτας. Αυτοί οι τρεις παράμετροι αλληλεπιδρούν ο ένας  με τον άλλον και δημιουργούν διαφορετικά προβλήματα. Οπότε δεν μπορούν να γίνουν απόλυτες γενικεύσεις και να λέμε συμβουλές τύπου: “βγάλε την μπαταρία” ή “βάλε τη μοτοσυκλέτα πάνω σε τάκους” ή “άδειασε τη βενζίνη”.

Για να γίνουμε πιο ξεκάθαροι, μια καινούρια μοτοσυκλέτα σε άριστη κατάσταση που θα μείνει ακίνητη σε κλειστό χώρο για ένα ή και δύο μήνες δεν χρειάζεται την ίδια φροντίδα και προετοιμασία με μια παλιά μοτοσυκλέτα σε μέτρια κατάσταση που θα μείνει ακίνητη για πολλούς μήνες. Γι΄αυτό θα πρέπει να πάρουμε τα σενάρια ένα-ένα και ξεχωριστά.  

Ακινησία 1-2 μηνών

Στο σενάριο που η ακινησία της μοτοσυκλέτας δεν ξεπερνά το χρονικό διάστημα των δύο μηνών, όσα λιγότερα πράγματα πειράξουμε, τόσο το καλύτερο! Ιδιαίτερα αν η μοτοσυκλέτα μας είναι καινούρια και σε άριστη κατάσταση. Ξεκινάμε με ένα καλό πλύσιμο για να φύγουν από πάνω της όλα τα οξέα και τα χημικά που έχει μαζέψει από τον δρόμο με τρεχούμενο νερό και απαλό σαπούνι. Αν χρησιμοποιείτε πιεστικό, μην το παρακάνετε με την πίεση και κυρίως ΜΗΝ προσπαθήστε να καθαρίσετε από τα λιπαρά κατάλοιπα την αλυσίδα, τις αναρτήσεις, τα φρένα και τους άξονες με την πίεση του νερού. ΠΟΤΕ! Θα καταστρέψεις τα τσιμουχάκια, θα μπει νερό στα ρουλεμάν και θα προκαλέσεις σοβαρές και πανάκριβες ζημιές.  Ένα πινελάκι με ειδικό καθαριστικό και τρεχούμενο νερό είναι το μόνο που επιτρέπεται. Αν δεν έχεις ειδικά καθαριστικά, απλώς σκούπισε όσα περισσότερα κατάλοιπα μπορείς με χαρτί ή πανί που δεν μαδάει. Στεγνώνουμε πολύ καλά την μοτοσυκλέτα μας σε όλα τα κρυφά σημεία της. ΑΜΕΣΩΣ μετά βάζουμε σπρέι στην αλυσίδα μας για να την προστατεύσουμε από την οξείδωση. Οι τελειομανείς μπορείτε να ψεκάσετε με ένα σπρέι σιλικόνης στα άβαφα μαύρα πλαστικά και τις εμφανείς καλωδιώσεις. Τα σπρέι για τα ταμπλό των αυτοκινήτων κάνουν κι αυτά καλή δουλειά. ΠΡΟΣΟΧΗ! Το σπρέι πρέπει να είναι σιλικόνης για πλαστικές και ελαστικές επιφάνειες και ΟΧΙ με βάση το πετρέλαιο, διότι θα καταστρέψει αντί να προστατεύσει τα πλαστικά, τις τσιμούχες και τα καλώδια.

Φουσκώνουμε τα ελαστικά μας με περισσότερη πίεση απ’ όση προτείνει ο κατασκευαστής για να μειώσουμε την παραμόρφωση του σκελετού, αλλά και για να αποφύγουμε μεγάλες απώλειες πίεσης από την ακινησία. Το τελευταίο πράγμα που θέλεις όταν πας να πάρεις από υπόγειο γκαράζ μια μοτοσυκλέτα είναι να έχει κλαταρισμένα ελαστικά. Αν έχεις διπλό σταντ βάλε τη σε αυτό. Αν έχεις κάλυμμα, σκέπασέ τη.  Δώσε της ένα φιλάκι και φύγε…

Στο σενάριο που μιλάμε για καινούρια μοτοσυκλέτα και το διάστημα ακινησίας δεν ξεπερνά τις 45-60 ημέρες, η μπαταρία και η βενζίνη δεν θα μας δημιουργήσουν προβλήματα.

Οι βενζίνες, ακόμα και αυτές που έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε αιθανόλη, μένουν σταθερές για 60 ημέρες τουλάχιστον. Εκείνο που έχει σημασία σε μοτοσυκλέτες με μεταλλικό ρεζερβουάρ είναι να τις έχουμε γεμίσει με βενζίνη, ώστε τα μεταλλικά τοιχώματα του ρεζερβουάρ να μην έρχονται σε επαφή με τον αέρα που λόγω οξυγόνου δημιουργεί οξείδωση, δηλαδή σκουριά.

Η μπαταρία δεν χρειάζεται να αποσυνδεθεί, ειδικά στις καινούριες μοτοσυκλέτες με can/bus και περίπλοκα ηλεκτρονικά, διότι σε κάποιες από αυτές ίσως χρειαστεί μετά να την πας με γερανό στην αντιπροσωπεία για να γίνει reset των ηλεκτρονικών της. Σε αυτές τις μοτοσυκλέτες η καλύτερη λύση είναι οι συντηρητές μπαταρίας (προτιμήστε τους εργοστασιακούς με τις μόνιμες πρίζες υποδοχής). Αν δεν έχεις, κάνε μια μεγάλη βόλτα πριν ξεκινήσεις τη διαδικασία ακινητοποίησης για να είναι η μπαταρία γεμάτη. Αν για οποιοδήποτε λόγο αποφασίσεις να αποσυνδέσεις τη μπαταρία, τότε βγάλε τη εντελώς από τη μοτοσυκλέτα και μην ξεβιδώσεις απλά τους πόλους. Το τελευταίο πράγμα που θέλεις είναι να ακουμπήσουν τα καλώδια στους πόλους και να κάνουν σπινθήρα. Οι μόνοι λόγοι για να βγάλουμε τη μπαταρία όταν η ακινησία έχει διάρκεια μικρότερη των 60 ήμερών, είναι στην περίπτωση που υπάρχει κάποιο πρόβλημα διαρροής ρεύματος. Αν π.χ. έχουμε κάνει πρόχειρες μετατροπές στα φώτα, έχουμε προσθέσει κακής ποιότητας after market ηλεκτρικά/ηλεκτρονικά αξεσουάρ ή γενικά έχουμε κάνει παράξενες πατέντες στα καλώδια. Αν τώρα μιλάμε για μοτοσυκλέτες άνω των 10-15 ετών, χωρίς περίπλοκα ηλεκτρονικά και δεν έχετε ασχοληθεί ποτέ με τη μπαταρία της από τότε που την πήρατε, τότε βγάλτε τη. Έτσι κι αλλιώς, μια τόσο ταλαιπωρημένη μπαταρία θα χρειαστεί αντικατάσταση.

 

 

Ακινησία άνω των 60 ημερών

Σε περίπτωση που μιλάμε για ακινησία άνω των δύο μηνών, τότε πριν κάνουμε όλα όσα έχουμε πει έως τώρα, θα χρειαστεί να κάνουμε και ένα καλό service. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, η αλλαγή όλων των υγρών είναι το ίδιο χρήσιμη, είτε οδηγούμε τη μοτοσυκλέτα είτε κάθεται ακίνητη. Τα παλιά λάδια, τα παλιά υγρά φρένων και το παλιό ψυκτικό έχουν μαζέψει υγρασία και διάφορα άλλα κατάλοιπα, που θα αρχίσουν να “τρώνε” και να διαβρώνουν μεταλλικές επιφάνειες και τσιμουχάκια/λαστιχάκια με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό απ’ ότι αν η μοτοσυκλέτα ήταν σε κίνηση. Για τον ίδιο λόγο, το ρεζερβουάρ μας πρέπει να είναι γεμάτο με φρέσκια βενζίνη και να προσθέσουμε ένα σταθεροποιητή, αν η βενζίνη περιέχει μεγάλη αναλογία αιθανόλης. Το άδειασμα του ρεζερβουάρ δεν θα κάνει απολύτως τίποτα, παρά μόνο προβλήματα σκουριάς, στα μεταλλικά ρεζερβουάρ. Εκτός κι αν είσαι μηχανικός και αποσυνδέσεις όλο το σύστημα τροφοδοσίας και μετά κάτσεις και καθαρίσεις ένα-ένα τα εξαρτήματά του από τη βενζίνη… σουρεαλισμός!

Οι καινούριες μοτοσυκλέτες δεν έχουν πρόβλημα με τις βενζίνες που περιέχουν αιθανόλη σε ό,τι αφορά το σύστημα τροφοδοσίας τους. Αν όμως έχεις μοτοσυκλέτα άνω των 10 ετών ή με πλαστικό ρεζερβουάρ, θα πρέπει να προσθέσεις σταθεροποιητή σε περίπτωση που η ακινησία διαρκέσει άνω του τριμήνου. Σε ό,τι αφορά τη μπαταρία, ισχύει ακριβώς το ίδιο με την μικρής διάρκειας ακινησία. Στις καινούριες μοτοσυκλέτες χρησιμοποιούμε τους μόνιμους συντηρητές-φορτιστές (έχουν σχεδιαστεί ακριβώς για αυτή τη δουλειά) ή απλώς βάζουμε μια καινούρια και καλά φορτισμένη μπαταρία. Στις παλιές μοτοσυκλέτες μπορείτε να κάνετε το ίδιο ή να αφαιρέσετε τελείως την μπαταρία αν έχεις υποψίες για διαρροές ρεύματος. Το ίδιο και για τα ελαστικά, που αν τα φουσκώσουμε καλά, δεν πρόκειται να χαλάσει μόνιμα ο σκελετός τους, ακόμα κι αν μείνουν ακίνητα για μερικούς μήνες. Στην πρώτη μεγάλη βόλτα θα επανέλθουν στο κανονικό σχήμα τους, όποτε είναι υπερβολή να βάλεις τη μοτοσυκλέτα σε τάκους για να μην ακουμπάνε τα λάστιχα στο έδαφος. Δεν μιλάμε για χρόνια ακινησίας, αλλά για μερικούς μήνες. Εκτός βέβαια αν τα ελαστικά σου είναι ήδη πολύ παλιά, οπότε έτσι κι αλλιώς θα είναι για πέταμα. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι τα ελαστικά να είναι καθαρά, δηλαδή χωρίς χώματα, σκόνη τσιμέντου κ.τ.λ. που θα τα ξεράνουν.

 

Ακινησία άνω του έτους

Ελπίζουμε πως η καραντίνα δεν θα διαρκέσει τόσο πολύ που να χρειαστούμε συμβουλές για ακινητοποίηση μοτοσυκλέτας άνω των 12 μηνών, αλλά αφού πιάσαμε αυτό το θέμα ας το ολοκληρώσουμε. Η διαδικασία ακινητοποίησης μοτοσυκλέτας για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα βασίζεται στην αποφυγή ακριβών προβλημάτων, όταν θα έρθει η ώρα να την οδηγήσουμε ξανά. Το πλήρες service εδώ είναι απαραίτητο, όμως θα χρειαστεί να κάνουμε δύο-τρία επιπλέον πράγματα αν η ακινητοποίηση διαρκέσει 2-3 χρόνια. Στον κινητήρα θα πρέπει να μπει φρέσκο λάδι και αν η μοτοσυκλέτα είναι υγρόψυκτη, τότε το ψυκτικό υγρό πέρα από καινούριο, θα πρέπει να έχει διάρκεια ζωής 5 ετών και όχι τα φτηνά των 2 ετών. Κάνουμε πλήρες service στα φρένα με αλλαγή στα τσιμουχάκια όπου είναι δυνατόν. Κάποιοι συλλέκτες πανάκριβων ιστορικών οχημάτων δεν αδειάζουν τα ρεζερβουάρ από βενζίνη, αλλά τα γεμίζουν με αγωνιστική βενζίνη (σαν αυτή που χρησιμοποιήσαμε στη δυναμομέτρηση του H2R) η οποία κοστίζει βέβαια μια περιουσία, αλλά το ίδιο ακριβό θα είναι να καθαρίσεις όλο το σύστημα τροφοδοσίας αν η συμβατική βενζίνη γίνει σαν μέλι. Πάντως οι σταθεροποιητές έχουν αποδείξει πως κρατάνε σε καλή κατάσταση τη συμβατική βενζίνη πρατηρίου με αιθανόλη για περισσότερο από ένα χρόνο. Αν τώρα μιλάμε για πολύ παλιές μοτοσυκλέτες με καρμπυρατέρ -και ειδικά για δίχρονες- τότε το λύσιμο του συστήματος τροφοδοσίας και ο καθαρισμός του από καύσιμο είναι εύκολη δουλειά και θα σε σώσει από μεγάλους μπελάδες, όταν θα έρθει η ώρα να ξαναχρησιμοποιήσεις τη μοτοσυκλέτα σου.

Για τα ελαστικά, το καλύτερο που έχετε να κάνετε σε αυτή την περίπτωση είναι να βρείτε ένα ζευγάρι άχρηστα μεταχειρισμένα με 10-20 ευρώ ή τσάμπα και να τα βάλετε, αποθηκεύοντας τα καλά ελαστικά σας σε ξηρό, δροσερό περιβάλλον και μακριά από τον ήλιο. Δώστε ιδιαίτερη προσοχή σε σκουριές, γδαρσίματα και γενικά σε γυμνές επιφάνειες μετάλλου. Βάλτε τα ειδικά σπρέι και υγρά για να τα προστατεύσετε από την οξείδωση και το ίδιο κάντε για τις πλαστικές και ελαστικές επιφάνειες. Επαναλαμβάνουμε: ΟΧΙ πετρελαιοειδή και οινοπνευματοειδή χημικά σε πλαστικά και λάστιχα.  

 

Tο μετά

Σε όλες τις περιπτώσεις, πριν την πρώτη βόλτα μετά από μια μεγάλης διάρκειας ακινητοποίηση της μοτοσυκλέτας μας, κάνουμε έναν γενικό και λεπτομερή έλεγχο για να βεβαιωθούμε πως είναι στην ίδια κατάσταση όπως την αφήσαμε. Γάτες, ποντίκια (κανονικά και ανθρωποειδή...) μπορεί να έχουν προκαλέσει κρυφές ζημιές (π.χ. σε καλώδια). Κάνουμε πρώτα μικρών αποστάσεων βόλτες, χωρίς να ζορίζουμε τη μοτοσυκλέτα και την τύχη μας. Ναι, μετά από την κλεισούρα θέλουμε να φύγουμε για εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, όμως αν κάτι έχει πάει στραβά, είναι καλύτερα να το μάθουμε κοντά στην περιοχή μας, που ξέρουμε με ποιον τρόπο θα βρούμε γρήγορα και εύκολα λύση, και όχι με 200km/h κάπου στην μέση του πουθενά.