Γιατί έχει ξηρό συμπλέκτη η νέα Ducati Panigale V4R

… και γιατί δεν έχουν πλέον οι υπόλοιπες Ducati
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/12/2018

Η Ducati επαναφέρει τον ξηρό μονόδρομο συμπλέκτη στην Panigale V4R, που πριν μερικά χρόνια ήταν το ηχητικό σήμα κατατεθέν των μοτοσυκλετών της εταιρείας. Οι Ducatisti λάτρευαν τόσο πολύ τον χαρακτηριστικό ήχο του ξηρού συμπλέκτη, που πλήρωναν επιπλέον χρήματα για να αγοράζουν ανοιχτά καπάκια, ώστε το “Χράκα-Χράκα-Χράκα” να ακούγεται ακόμα πιο δυνατά και να βλέπουν την περιστροφή της καμπάνας. Φυσικά αυτός ο άγριος μηχανικός ήχος δεν αρέσει σε όλους και κυρίως δεν αρέσει στις προδιαγραφές θορύβου της Ε.Ε. Έτσι σιγά-σιγά η Ducati άρχισε να αντικαθιστά τους ξηρούς συμπλέκτες με συμβατικούς ή για να είμαστε πιο ακριβείς, με υποβοηθούμενους συμπλέκτες APTC.

Γιατί όμως τώρα επαναφέρει την λύση του ξηρού συμπλέκτη στην κορυφαία έκδοση R της Panigale V4, ενώ δεν την υιοθετεί στις υπόλοιπες εκδόσεις;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να καταλάβουμε ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τύπους συμπλεκτών και ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε μίας τους.

Οι ξηροί συμπλέκτες δεν έρχονται σε επαφή με το λάδι του κινητήρα και ως εκ τούτου δεν βρομίζουν το λάδι με κατάλοιπα από την τριβή των δίσκων. Καθώς δεν περιστρέφονται μέσα σε λάδι, έχουν μικρότερες απώλειες δύναμης (άρα ο κινητήρας ανεβάζει πιο εύκολα στροφές και αυξάνεται η ιπποδύναμή του).

Το γεγονός ότι δεν κολυμπάει μέσα στο ζεστό λάδι του κινητήρα και ότι βρίσκεται εκτεθειμένος στον κρύο αέρα, του επιτρέπει να διατηρεί την μέγιστη απόδοσή του για περισσότερη ώρα, κάτι σημαντικό στους αγώνες.   

Επίσης, η τοποθέτησή του “εξωτερικά” των κάρτερ, κάνει πολύ εύκολη την αντικατάσταση των δίσκων και των ελατηρίων για τους μηχανικούς στα πιτς, χωρίς να χρειάζεται να αλλάζουν φλάτζες στεγανοποίησης και να έχουν όλη την φασαρία με τα λάδια του κινητήρα.

Για τον αναβάτη, οι ξηροί μονόδρομοι συμπλέκτες προσφέρουν καλύτερη αίσθηση στα “άγρια” κατεβάσματα και επιπλέον μπορεί να ρυθμιστεί το ποσοστό που φρενάρει ο κινητήρας στο κλείσιμο του γκαζιού, τον πίσω τροχό.   

Η Ducati βάζει στα θετικά και τον ήχο, αλλά όπως είπαμε δεν είναι όλοι οπαδοί των μηχανικών ήχων και κυρίως δεν περνάς εύκολα προδιαγραφές.

Αυτοί είναι και οι δύο βασικοί λόγοι που οι ξηροί μονόδρομοι συμπλέκτες εξαφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια από τις μοτοσυκλέτες δρόμου και χρησιμοποιούνται μόνο από τις αγωνιστικές. Υπάρχει και ένας τρίτος, που αφορά κυρίως τον άμεσο τρόπο σύμπλεξης.

Για απότομες εκκινήσεις με τέρμα γκάζι (όπως μια εκκίνηση σε αγώνα), οι ξηροί συμπλέκτες είναι μια χαρά. Όμως για καθημερινή χρήση μέσα στην κίνηση της πόλης, δεν έχουν την προοδευτικότητα σύμπλεξης που έχουν οι συμβατικοί συμπλέκτες και η συμπεριφορά τους στην αργή οδήγηση δεν είναι τόσο γλυκιά.

Οπότε η χρήση συμβατικού συμπλέκτη στις υπόλοιπες εκδόσεις της Panigale V4 είναι λογική, όπως λογική είναι και η χρήση ξηρού συμπλέκτη στην έκδοση R, όπου μοναδικός σκοπός ύπαρξής της είναι οι αγώνες του Παγκόσμπιου Πρωταθλήματος SBK.

Στο video που ακολουθεί, μπορείτε να απολαύσετε έναν γύρο πάνω στη σέλα της Panigale V4R, από την πίστα της Jerez. Εκεί έγινε και η δημοσιογραφική παρουσίαση της μοτοσυκλέτας, όπου ήταν παρόν ο συνεργάτης μας Alan Cathcart και θα έχουμε τις εντυπώσεις του από την οδήγηση της καθαρόαιμης ιταλικής V4 σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ:

 

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από την παρουσίαση της Panigale V4R:

 


 

Διαβάστε στο επόμενο τεύχος πλήρη οδηγική εμπειρία - αποκλειστικά

 

 

Ετικέτες

Νέα πατέντα Honda για VVT

Πιο σοφιστικέ σύστημα από το VTEC
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

10/1/2019

Ο μεταβλητός χρονισμός των βαλβίδων, είναι αναμφίβολα το trend της εποχής στην μοτοσυκλετιστική βιομηχανία και σε συνδυασμό με τις πιο αυστηρές προδιαγραφές των Euro5 που θα τεθούν σε εφαρμογή την επόμενη χρονιά, όλο και περισσότεροι κατασκευαστές στρέφονται προς αυτή την λύση. Η μέθοδος πάντως του μεταβλητού χρονισμού, δεν είναι κάτι καινούργιο στην τεχνολογία κινητήρων εσωτερικής καύσης, καθώς η φιλοσοφία της προσαρμογής του κύκλου των βαλβίδων σε συνάρτηση με τον ρυθμό περιστροφής του κινητήρα, είναι κάτι που έχει τις ρίζες του στην δεκαετία του 1920! Από τότε βέβαια χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 60 χρόνια για να αρχίσουν οι βιομηχανίες να επενδύουν πάνω στην συγκεκριμένη τεχνολογία, καθώς την δεκαετία του '80 άρχισε να μπαίνει σε εφαρμογή στα αυτοκίνητα. Για ιστορικούς λόγους να θυμίσουμε ότι το πρώτο αυτοκίνητο παραγωγής με μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων, ήταν το Alfa Romeo Spider του 1980.
Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικός ο μεταβλητός χρονισμός των βαλβίδων και ιδιαίτερα στις μέρες μας που οι προδιαγραφές γίνονται όλο και πιο αυστηρές; Οι κινητήρες υψηλής απόδοσης –όπως για παράδειγμα αυτοί των superbikes- βασίζονται στην απόδοση της μέγιστης ισχύος μέσα σε συγκεκριμένα όρια. Χωρίς την βοήθεια ενός υπερσυμπιεστή (όπως συμβαίνει στο Η2 της Kawasaki), αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αύξηση των στροφών. Εκεί πρέπει να αντιμετωπιστεί το θέμα του χρονισμού των βαλβίδων. Ένας κινητήρας που ανεβάζει πολλές στροφές χρειάζεται ένα μεγάλο overlap στις βαλβίδες (ο χρόνος δηλαδή που μένουν ανοιχτές ταυτόχρονα οι βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής στο τέλος της φάσης της εκτόνωσης). Αυτό βοηθά  στο να απομακρυνθούν τα καυσαέρια και ταυτόχρονα να γίνει η πλήρωση του θαλάμου με φρέσκο μείγμα. Το overlap λοιπόν αποδίδει εξαιρετικά στις υψηλές στροφές. Όταν όμως ο κινητήρας δουλεύει σε χαμηλές στροφές, αυτό το overlap μπορεί να επιτρέψει στο άκαυστο μείγμα να "δραπετεύσει" από τις βαλβίδες εξαγωγής πριν κλείσουν αυτές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις απώλειες στην απόδοση και τους αυξημένους ρύπους. Άρα είναι αναγκαίο ένα σύστημα που θα ρυθμίζει το overlap ανάλογα με το ρυθμό περιστροφής του κινητήρα.


H Honda εφάρμοσε την δική της προσέγγιση στα αυτοκίνητά της το 1989, το γνωστό VTEC που είχε να κάνει τόσο με τον χρονισμό, όσο και με το βύθισμα των βαλβίδων. Αυτό βέβαια δεν είχε σχέση με το VTEC που χρησιμοποίησε στις μοτοσυκλέτες, το οποίο ενεργοποιούσε ή απενεργοποιούσε σε ένα συγκεκριμένο ρυθμό περιστροφής ένα ζεύγος βαλβίδων. Με άλλα λόγια, μετέτρεπε τον κάθε κύλινδρο από διβάλβιδο σε τετραβάλβιδο.
Πριν από λίγες μέρες όμως, στις 3 Ιανουαρίου, η Honda κατέθεσε μία πατέντα που δείχνει ένα διαφορετικό σύστημα VVT που μοιάζει περισσότερο με το ShiftCam της BMW. Για να το περιγράψουμε απλά, ο κάθε κύλινδρος διαθέτει τέσσερις βαλβίδες, στις οποίες αντιστοιχούν δύο λοβοί των εκκεντροφόρων για κάθε μία από αυτές. Τα πιο ήπια έκκεντρα κινούν τις βαλβίδες στις χαμηλές στροφές, ενώ τα πιο "άγρια" αναλαμβάνουν δράση στους υψηλότερους ρυθμούς περιστροφής. Σε αντίθεση με το σύστημα της BMW που ουσιαστικά μετακινεί μόνο τους εκκεντροφόρους εισαγωγής, το VVT της Honda δρα και στους δύο εκκεντροφόρους (εισαγωγής/εξαγωγής). Κάθε εκκεντροφόρος έχει δύο άξονες (έναν εσωτερικό κι έναν εξωτερικό) με τα έκκεντρα να βρίσκονται πάνω στον εξωτερικό ο οποίος ολισθαίνει πάνω στον εσωτερικό άξονα. Η βασική διαφορά του συστήματος της Honda σε σχέση με αυτό που χρησιμοποιεί η BMW στον κινητήρα του S1000RR, είναι ότι αυτή η αρχιτεκτονική στην Honda είναι εφαρμοσμένη σε κάθε εκκεντροφόρο για κάθε κύλινδρο ξεχωριστά, ενώ η BMW το χρησιμοποιεί αυτό ανά ζεύγος κυλίνδρων.

Με δεδομένο λοιπόν ότι για να γίνει η μετάβαση από τον πιο ήπιο χρονισμό στον πιο άγριο θα πρέπει να συμβεί όταν οι βαλβίδες είναι κλειστές (που σε έναν τετρακύλινδρο εν σειρά πάντα μία εισαγωγής ή μία εξαγωγής είναι ανοιχτή κάθε στιγμή) καταλαβαίνουμε ότι το σύστημα της Honda έχει μεγαλύτερο "χρονικό παράθυρο" κι ευελιξία στο να κάνει την μετάβαση. Άλλη μια διαφορά είναι ότι το σύστημα που ενεργοποιεί την "ολίσθηση" στους εκκεντροφόρους της Honda είναι μεν πιο σοφιστικέ και πιο πολύπλοκο από της BMW, έχοντας όμως το πλεονέκτημα να μην μεγαλώνει τον όγκο που χρειάζεται το σύστημα.

Η πατέντα, όπως φαίνεται και από τα σκίτσα, αφορά έναν τετρακύλινδρο κινητήρα, για τον οποίο προς το παρόν μπορούμε μόνο να υποθέσουμε (με μια σχετική ασφάλεια), ότι αφορά το επόμενο CBR1000RR Fireblade που ευελπιστούμε να δούμε το 2020