Δοκιμή HJC RPHA-11 Spicho

Συμβιώνοντας με το κορυφαίο κράνος της HJC
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

16/1/2017

Το RPHA-11 είναι η νέα ναυαρχίδα της κορεάτικης εταιρείας στα full face-racing κράνη και ο διάδοχος του πολύ επιτυχημένου RPHA-10, για το οποίο έχετε διαβάσει εδώ την κριτική μας μετά από πέντε χρόνια συνεχόμενης χρήσης.

Η αιχμή του δόρατος της HJC είναι ουσιαστικά η εξέλιξη του RPHA-10, με πολλά στοιχεία να παραμένουν αναλλοίωτα, αλλά ταυτόχρονα και με πολλές βελτιώσεις σε καίρια σημεία που αναβαθμίζουν σημαντικά το κράνος σε πολλούς τομείς.

Η σύνθεση του κελύφους εξακολουθεί να αποτελείται από τον συνδυασμό υλικών που το εργοστάσιο ονομάζει Advanced P.I.M. Plus (Premium Integrated Matrix Plus), με η συνταγή να περιλαμβάνει ανθρακονήματα, fiberglass και αραμίδιο εξασφαλίζοντας έτσι αντοχή και μικρό βάρος που είναι και το ζητούμενο. Ο σχεδιασμός του μπροστινού μέρους έχει αλλάξει ελαφρώς, προσφέροντας πλέον ένα ευρύτερο οπτικό πεδίο –κυρίως στο πάνω μέρος- το οποίο γίνεται άμεσα αντιληπτό από όσους έχουν εμπειρία από τον προκάτοχό του. Αντίστοιχα βελτιωμένη είναι και η σχεδίαση των αεραγωγών που αποτελούν το σύστημα ACS της HJC, με την ρύθμιση να γίνεται από τις δύο ροδέλες στο πάνω μέρος, ενώ υπάρχει και κεντρικός αεραγωγός που ανοίγει και κλείνει πιο εύκολα σε σχέση με το RPHA-10.


Η εσωτερική επένδυση είναι κατασκευασμένη από MultiCool, αντιβακτηριδιακή, με καλύτερη αποβολή της υγρασίας και πιο γρήγορο στέγνωμα σε σχέση με το RPHA-10, ενώ το πάνω μέρος και τα "μάγουλα" είναι αφαιρούμενα και μπορούν να πλυθούν, καθώς υπάρχει δυνατότητα και για αντικατάστασή τους, έτσι ώστε να ταιριάξει το κράνος σε μια μεγάλη γκάμα χαρακτηριστικών προσώπου και μεγέθους.

Στην εσωτερική επένδυση του RPHA-11 μάλιστα, έχει γίνει και καλύτερη μελέτη για να χωράνε τα μπράτσα των γυαλιών του αναβάτη στα πλαϊνά τμήματα, όπως υπάρχει και πρόβλεψη για την τοποθέτηση ακουστικών για συστήματα ενδοσυνεννόησης, ενώ το σύστημα Rapifire II Shield Replacement System είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό για την άμεση και ασφαλή αφαίρεση του εσωτερικού τμήματος χωρίς εργαλεία σε περίπτωση ατυχήματος, έτσι ώστε να γίνει η αφαίρεση του κράνους από το κεφάλι του αναβάτη χωρίς κίνδυνο.

O αεροδυναμικός σχεδιασμός ανεβάζει τα ήδη υψηλά στάνταρ του RPHA-10 σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο

Εδώ και μερικούς μήνες, για να μας κρατήσει… update η ελληνική αντιπροσωπεία της HJC, μας παραχώρησε ένα RPHA-11 Spicho MC-2. Από τότε, το συγκεκριμένο κράνος βαδίζει στα χνάρια του προκατόχου του, πράγμα που σημαίνει ότι πέρα από τις φωτογραφίσεις στις οποίες έχει φορεθεί χρησιμοποιείται καθημερινά από τον υπογράφοντα, γεγονός που μας έχει επιτρέψει να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη άποψη γι' αυτό χάρη στην… back to back χρήση.

Το πρώτο πράγμα που καταγράφεται στις διαφορές , δεν αφορά τόσο την εφαρμογή –η οποία κινείται πάνω κάτω στα ίδια επίπεδα με το RPHA-10, με μικρές διαφοροποιήσεις προς το καλύτερο κυρίως στο πάνω μέρος και τα μάγουλα- αλλά στον διαφορετικό σχεδιασμό του επιρρίνιου και του υποσιάγωνου. Στο RPHA-10 το επιρρίνιο ήταν κουμπωτό, χωρίς σωστή εφαρμογή και ιδιαίτερο μεγάλο σε επιφάνεια. Στο δε υποσιάγωνο, οι προεκτάσεις που σφήνωναν στο κράνος ήταν ευπαθείς, με αποτέλεσμα να σπάνε πολύ εύκολα. Και τα δύο αυτά θέματα, λύθηκαν αποτελεσματικά στο RPHA-11, με το επιρρίνιο να έχει διαφορετική στήριξη, πολύ πιο σωστή, όπως και πιο λογικό μέγεθος. Το υποσιάγωνο έχει βελτιωθεί κι αυτό και είναι πλέον πιο εύκολη η τοποθέτηση-αφαίρεσή του.

Η σημαντική και ουσιαστική διαφοροποίηση αφορά τα κανάλια του εξαερισμού, καθώς στο RPHA-11 η κυκλοφορία του αέρα είναι πολύ πιο αποτελεσματική, κυρίως χάρη στον επανασχεδιασμό των αεραγωγών στο πίσω μέρος που βελτιώνουν το φαινόμενο venturi. Αυτό βέβαια έχει και σαν αποτέλεσμα να δημιουργείται λίγο παραπάνω θόρυβος, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα κράνος αγωνιστικών προδιαγραφών, που δεν προορίζεται για τουριστική χρήση. Παρόλα αυτά, το επίπεδο του θορύβου δεν φτάνει στα όρια του ανυπόφορου, αλλά σε περίπτωση που θέλετε να ταξιδέψετε μ' αυτό καλό θα είναι να το συνδυάσετε με ένα ζευγάρι ωτοασπίδες.\

Και αν το μειονέκτημά του στις υψηλές ταχύτητες είναι ο θόρυβος, το πλεονέκτημα αρκεί για να αντισταθμίσει το κόστος. Ο λόγος για τον αεροδυναμικό σχεδιασμό, που ανεβάζει τα ήδη υψηλά στάνταρ του RPHA-10 σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο. Η μελέτη των αεροτομών και της συνολικής σχεδίασης αποδίδει ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει ζελατίνα και φαίρινγκ, ή εκεί όπου υπάρχουν αλλά ο λάθος σχεδιασμός δημιουργεί στροβιλισμούς και υποπίεση. Ακόμη και σε τέτοιες καταστάσεις το RPHA-11 πραγματικά συνεισφέρει τα μέγιστα για την μικρότερη δυνατή αντίσταση στο κεφάλι και κατ' επέκταση στον αυχένα. Πολύ σταθερό και σε συνδυασμό με το μικρό βάρος (1.365gr) είναι ιδιαίτερα ξεκούραστο κράνος σε όλες τις συνθήκες.
Βελτιωμένο και ελαφρώς πιο εργονομικό και ανθεκτικό είναι το κούμπωμα του Double D Ring σε σχέση με τον προκάτοχό, του ένα σημείο που όπως είχαμε επισημάνει στο RPHA-10 είχε παρουσιάσει σημαντική φθορά στο πέρασμα του χρόνου.

Το RPHA-11 έρχεται κι αυτό με δύο ζελατίνες (διάφανη και σκούρα φιμέ), οι οποίες είναι pinlock ready με το pinlock να συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στην συσκευασία.

Γιατί έχει ξηρό συμπλέκτη η νέα Ducati Panigale V4R

… και γιατί δεν έχουν πλέον οι υπόλοιπες Ducati
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/12/2018

Η Ducati επαναφέρει τον ξηρό μονόδρομο συμπλέκτη στην Panigale V4R, που πριν μερικά χρόνια ήταν το ηχητικό σήμα κατατεθέν των μοτοσυκλετών της εταιρείας. Οι Ducatisti λάτρευαν τόσο πολύ τον χαρακτηριστικό ήχο του ξηρού συμπλέκτη, που πλήρωναν επιπλέον χρήματα για να αγοράζουν ανοιχτά καπάκια, ώστε το “Χράκα-Χράκα-Χράκα” να ακούγεται ακόμα πιο δυνατά και να βλέπουν την περιστροφή της καμπάνας. Φυσικά αυτός ο άγριος μηχανικός ήχος δεν αρέσει σε όλους και κυρίως δεν αρέσει στις προδιαγραφές θορύβου της Ε.Ε. Έτσι σιγά-σιγά η Ducati άρχισε να αντικαθιστά τους ξηρούς συμπλέκτες με συμβατικούς ή για να είμαστε πιο ακριβείς, με υποβοηθούμενους συμπλέκτες APTC.

Γιατί όμως τώρα επαναφέρει την λύση του ξηρού συμπλέκτη στην κορυφαία έκδοση R της Panigale V4, ενώ δεν την υιοθετεί στις υπόλοιπες εκδόσεις;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να καταλάβουμε ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τύπους συμπλεκτών και ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε μίας τους.

Οι ξηροί συμπλέκτες δεν έρχονται σε επαφή με το λάδι του κινητήρα και ως εκ τούτου δεν βρομίζουν το λάδι με κατάλοιπα από την τριβή των δίσκων. Καθώς δεν περιστρέφονται μέσα σε λάδι, έχουν μικρότερες απώλειες δύναμης (άρα ο κινητήρας ανεβάζει πιο εύκολα στροφές και αυξάνεται η ιπποδύναμή του).

Το γεγονός ότι δεν κολυμπάει μέσα στο ζεστό λάδι του κινητήρα και ότι βρίσκεται εκτεθειμένος στον κρύο αέρα, του επιτρέπει να διατηρεί την μέγιστη απόδοσή του για περισσότερη ώρα, κάτι σημαντικό στους αγώνες.   

Επίσης, η τοποθέτησή του “εξωτερικά” των κάρτερ, κάνει πολύ εύκολη την αντικατάσταση των δίσκων και των ελατηρίων για τους μηχανικούς στα πιτς, χωρίς να χρειάζεται να αλλάζουν φλάτζες στεγανοποίησης και να έχουν όλη την φασαρία με τα λάδια του κινητήρα.

Για τον αναβάτη, οι ξηροί μονόδρομοι συμπλέκτες προσφέρουν καλύτερη αίσθηση στα “άγρια” κατεβάσματα και επιπλέον μπορεί να ρυθμιστεί το ποσοστό που φρενάρει ο κινητήρας στο κλείσιμο του γκαζιού, τον πίσω τροχό.   

Η Ducati βάζει στα θετικά και τον ήχο, αλλά όπως είπαμε δεν είναι όλοι οπαδοί των μηχανικών ήχων και κυρίως δεν περνάς εύκολα προδιαγραφές.

Αυτοί είναι και οι δύο βασικοί λόγοι που οι ξηροί μονόδρομοι συμπλέκτες εξαφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια από τις μοτοσυκλέτες δρόμου και χρησιμοποιούνται μόνο από τις αγωνιστικές. Υπάρχει και ένας τρίτος, που αφορά κυρίως τον άμεσο τρόπο σύμπλεξης.

Για απότομες εκκινήσεις με τέρμα γκάζι (όπως μια εκκίνηση σε αγώνα), οι ξηροί συμπλέκτες είναι μια χαρά. Όμως για καθημερινή χρήση μέσα στην κίνηση της πόλης, δεν έχουν την προοδευτικότητα σύμπλεξης που έχουν οι συμβατικοί συμπλέκτες και η συμπεριφορά τους στην αργή οδήγηση δεν είναι τόσο γλυκιά.

Οπότε η χρήση συμβατικού συμπλέκτη στις υπόλοιπες εκδόσεις της Panigale V4 είναι λογική, όπως λογική είναι και η χρήση ξηρού συμπλέκτη στην έκδοση R, όπου μοναδικός σκοπός ύπαρξής της είναι οι αγώνες του Παγκόσμπιου Πρωταθλήματος SBK.

Στο video που ακολουθεί, μπορείτε να απολαύσετε έναν γύρο πάνω στη σέλα της Panigale V4R, από την πίστα της Jerez. Εκεί έγινε και η δημοσιογραφική παρουσίαση της μοτοσυκλέτας, όπου ήταν παρόν ο συνεργάτης μας Alan Cathcart και θα έχουμε τις εντυπώσεις του από την οδήγηση της καθαρόαιμης ιταλικής V4 σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ:

 

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από την παρουσίαση της Panigale V4R:

 


 

Διαβάστε στο επόμενο τεύχος πλήρη οδηγική εμπειρία - αποκλειστικά

 

 

Ετικέτες