CFC: Το ελληνικό carbon που κατέκτησε την Αμερική και όχι μόνο

Όταν ο άνθρακας γίνεται χρυσό
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

10/12/2019

Τον Νίκο Τσεμπερλή τον γνωρίσαμε πρώτη φορά από κοντά στην πίστα των Μεγάρων το 2017. Ήταν μια ηλιόλουστη Παρασκευή και ο πολυπρωταθλητής Σάκης Συνιώρης έβγαλε από το φορτηγό της ομάδας την αγωνιστική του Aprilia RSV4 RF, “ντυμένη” με ένα εντυπωσιακό full carbon “κουστούμι”. Με τον δυνατό ήλιο να φωτίζει κάθε λεπτομέρεια και να διαπερνά σε βάθος τις ίνες της πλέξης του carbon fiber, ήταν αδύνατον να μην θαυμάσεις την ποιότητα της δουλειάς που είχε γίνει σε αυτό το χειροποίητο “κουστούμι”. Ακόμα και η κατεύθυνση της πλέξης σε όσα σημεία υπήρχε ένωση δύο κομματιών ήταν ακριβώς στις 45⁰, και ακριβώς στο κέντρο όλης της μοτοσυκλέτας είχε δημιουργηθεί μια "ένωση V " όπως στα ιταλικά supercars που κοστίζουν εκατομμύρια ευρώ. “Από πού το αγόρασες;” ρωτήσαμε τον Σάκη, διότι δεν είχαμε ξαναδεί κάτι αντίστοιχο και γενικά δεν υπάρχουν στην διεθνή αγορά πολλά carbon fiber “κουστούμια” που να χρησιμοποιούν τρία διαφορετικά είδη πλέξης. “Είναι χειροποίητο. Εδώ, ο Νίκος το έφτιαξε” μας είπε ο Σάκης και κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας με τον Νίκο Τσεμπερλή, που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε βάλει τα εμπορικά θεμέλια της CFC (carbon fiber customs) και έκανε επιλεγμένα βήματα στο δρόμο της διεθνούς αναγνώρισης που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια. Η ιστορία του όμως ξεκινούσε μια ολόκληρη δεκαετία πιο πριν, όταν αφιέρωνε ατελείωτες ώρες, κόπο και χρήμα, φτιάχνοντας “για την πάρτη του” εξαρτήματα από carbon fiber στο σπίτι του. Έχοντας έτοιμη στημένη οικογενειακή επιχείρηση και με σπουδές στην Ελλάδα και 2 μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, θα μπορούσε να συνεχίσει με αυτό το “hobby” και να περνάει απλώς δημιουργικά την ώρα του.

Όμως όταν έχεις το “μικρόβιο” δεν κάθεσαι εύκολα στα αβγά σου. Χωρίς κανείς να του εγγυηθεί την εμπορική επιβίωση – πόσο δε μάλλον τη διεθνή επιτυχία – ο Νίκος ρίσκαρε τα πάντα και αφιερώθηκε σε αυτό που αγαπά. Μιλάμε για μια επιχειρηματική κίνηση στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης, όταν οι πωλήσεις των αυτοκινήτων και των μοτοσυκλετών έπεφταν σαν οβίδα στο κενό. Όμως όταν αυτό που κάνεις έχει πραγματική αξία και καλύπτει μια πραγματική ανάγκη της αγοράς, τότε δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Η διαδικασία κατασκευής εξαρτημάτων από carbon fiber μοιάζει λίγο με εκείνη των fiberclass σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς τα δύο βασικά υλικά που χρησιμοποιείς είναι το ύφασμα και η ρητίνη. Όμως όταν βάζεις συγκεκριμένα κριτήρια στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αποτελέσματος που θέλεις να έχεις, τότε τον κυρίαρχο ρόλο αναλαμβάνει η γνώση, η εμπειρία και τα υλικά που χρησιμοποιείς. Πάνω σε αυτές τις υψηλές απαιτήσεις είναι που επικεντρώθηκε ο Νίκος και αυτομάτως διαχώρισαν τα προϊόντα της βιοτεχνίας του.

Όταν φτάνεις στο σημείο το 80% να είναι πελάτες από το εξωτερικό και να έχεις για παράδειγμα Αμερικάνους πελάτες, που θέλουν να αγοράσουν ελληνικό carbon fiber καπό, φτερά και αλλά aftermarket αξεσουάρ για την Corvette τους, τότε κάτι κάνεις πολύ καλά. Μιλάμε για την μεγαλύτερη αγορά του κόσμου και για ένα αμερικάνικο supercar που η after market αγορά έχει στην κυριολεξία ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Όμως αυτοί που έχουν χρησιμοποιήσει εξαρτήματα carbon fiber, ξέρουν πως η ποιότητα της δουλειάς και των υλικών παίζει τεράστιο ρόλο. Καθώς τα υφάσματα carbon fiber είναι πανάκριβα και η διαδικασία κατασκευής επίπονη και  χρονοβόρα, οι περισσότεροι προσπαθούν να βγάλουν κέρδος μειώνοντας τα υλικά και τον χρόνο. Έτσι δεν είναι λίγες οι φορές που ένα carbon fiber κομμάτι ζυγίζει περισσότερο από ένα πολυεστερικό ή σπάει εύκολα ή ξεθωριάζει. Ο Νίκος δεν πήρε ποτέ τον εύκολο δρόμο και ό,τι φτιάχνει έχει δύο αδιαπραγμάτευτα στοιχεία: Το ένα είναι η αναλογία υφάσματος/ρητίνης στο 65/35 όπως είναι τα αγωνιστικά εξαρτήματα carbon των επαγγελματικών ομάδων του εξωτερικού - όπως λέει και ο Νίκος άλλωστε Lighter = Faster και το δεύτερο είναι η αδιαπραγμάτευτη αντοχή στην ηλιακή ακτινοβολία και τον χρόνο. Ακούγεται εύκολο και αυτονόητο, αλλά στην πραγματικότητα αυτά τα δύο στοιχεία απαιτούν ειδικές γνώσης κατά την διαδικασία παραγωγής, απαιτούν ειδικά υλικά και εν τέλει εκτοξεύουν το κόστος. Φυσικά η βασική μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Νίκος είναι η έκχυσης ρητίνης με υποπίεση και της “σκλήρυνσης” μέσα σε φούρνους  και καλούπια– που ο ίδιος έχει κατασκευάσει!

Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, η αντοχή ενός κομματιού carbon δεν ταυτίζεται με την ποσότητα των υλικών που χρησιμοποιείς - αλλά πως τα χρησιμοποιείς.  Όλα έχουν να κάνουν με την λέξη: ΙΔΑΝΙΚΗ. Με παραπάνω ρητίνη από το ιδανικό η αντοχή, όχι μόνο δεν αυξάνεται, αλλά μειώνεται! Ακόμα κι αν βάλεις λίγο πιο πέρα τα σωληνάκια υποπίεσης για την ροή της ρητίνης μέσα στη “σακούλα” μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά δομικά ή αισθητικά προβλήματα στο τελικό αποτέλεσμα.

Τριγυρίζοντας μέσα στο εργαστήριο του Νίκου θα δεις πολλά εξαρτήματα παρατημένα στην άκρη. “Αυτά γιατί τα έχεις να σκονίζονται;” τον ρωτήσαμε.”Έχουν ατέλειες, δεν είναι για πούλημα. Έξω από αυτούς τους τοίχους βγαίνουν μόνο όσα έχουν περάσει τα standards ποιότητας. Δεν πρόκειται ποτέ να κυκλοφορήσει στην αγορά δικό μου κομμάτι που να έχει σφάλματα”. Στα δικά μας τα μάτια δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα, όμως τα έμπειρα μάτια του Νίκου μπορούν να δουν ακόμα και αν η πλέξη είναι απόλυτα ευθύγραμμη. “Να, βλέπεις εδώ. Το ύφασμα έχει στραβοπατήσει. Είναι για πέταμα”. Να πούμε την αλήθεια, έχουμε δει επώνυμα αξεσουάρ carbon fiber για Ducati, που έχουν καμιά δεκαριά τέτοια ελαττώματα το κάθε ένα!  Αν όμως ο Νίκος δεν ήταν τόσο “ψείρας”, δεν ήταν τόσο αυστηρός με τον εαυτό του και δεν πρόσεχε τι προϊόν παραδίδει στον πελάτη, δεν θα είχε παραγγελίες από την παγκόσμια αγορά εξαρτημάτων carbon για Nissan GTR και από την Αγγλία για Aston Martin.

Η αισθητική είναι μόνο ο ένας τομέας που η ελληνική CFC ανταγωνίζεται στην ιαπωνική αγορά μεγαθήρια όπως είναι η Nismo, η Amuse, η Mine’s και η Spoon. Ο σημαντικότερος τομέας είναι η αντοχή στη σκληρή χρήση. Σε αυτό το πεδίο η CFC έχει γράψει τη δική της ιστορία και η δουλειά του Νίκου έχει δοκιμαστεί σκληρά στις πίστες και στο δρόμο σε αγωνιστική χρήση. Πέρα από την πανέμορφη αγωνιστική Aprilia του Συνιώρη και την BMW S1000RR του Δημήτρη Βάμβα όσοι παρακολουθούν αγώνες ταχύτητας του Π.Π. Αυτοκινήτου θα έχουν θαυμάσει την Ferrari 458 Challenge με το ανθρακονημάτινο καπό, τα αεροδυναμικά αξεσουάρ και την τεραστία χειροποίητη αεροτομή και φυσικά το μοναδικό στον κόσμο  Full Carbon C5 Corvette. Αυτές είναι μόνο μερικές από τις δημιουργίες που έχουν custom carbon κομμάτια από τα χέρια του Νίκου.

Τελευταίο, αλλά πιθανόν να είναι και το σημαντικότερο όλων, έχει να κάνει με την εφαρμογή των εξαρτημάτων που φτιάχνει ο Νίκος. Σπάνια θα πάρεις ένα μη-εργοστασιακό carbon εξάρτημα που να μην χρειάζεται έστω και λίγη φαναρτζοδουλειά για να το βάλεις σωστά πάνω στη μοτοσυκλέτα ή το αυτοκίνητό σου. Ο Νίκος έχει εμμονή με τη φιλοσοφία “plug and play” και θέλει ο πελάτης του να βιδώνει κατευθείαν το εξάρτημα, χωρίς να πρέπει να κάνει μετατροπές ή τρύπες ή να πρέπει να το κόψει. Είναι αυτές οι μικρές, αλλά πάρα πολλές λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν όσα carbon κομμάτια έχουν πάνω τους το πιστοποιητικό γνησιότητας και το αυτοκόλλητο της CFC.

Προφανώς η διεθνής αναγνώριση, δεν άλλαξε την αρχική custom φιλοσοφία της CFC. Ο Νίκος δεν έχει μπει στη λογική της μαζικής παραγωγής και το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του εξακολουθεί να είναι 1 of 1 κατασκευές σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κάθε πελάτη ξεχωριστά. Από το ποια πλέξη θα έχει το carbon ύφασμα, το είδος του βερνικιού, μέχρι το σχήμα που θα έχει το εξάρτημα που θέλεις, η CFC σου δίνει απεριόριστες επιλογές.

Εκεί που δεν έχεις επιλογή με τον Νίκο είναι να παίξεις με την ποιότητα της δουλειάς του. Ο δουλειές του ποδαριού… παίρνουν πόδι! Όλη αυτή η φιλοσοφία και το παθός για την τέχνη του ανθρακονήματος αντικατοπτρίζεται και στο ξεχωριστής αισθητικής κτήριο της CFC στη λεωφόρο Βάρης-Κορωπίου, που έχει επιμεληθεί ο ίδιος ο Νίκος. Εξωτερικά τα curbs και το γρασίδι θυμίζουν έντονα με πίστα αγώνων του παγκοσμίου πρωταθλήματος και εσωτερικά οι πίνακες και οι κλειστές γυάλινες βιτρίνες των χειροποίητων “έργων τέχνης" από ανθρακόνημα,  είναι ένας από τους λόγους που συνήθως βλέπεις απ'εξω παρκαρισμένα Aston Martin, Ferrari, Mclaren  και ό,τι άλλο super car μπορείς να φανταστείς. Διότι πάντα η ποιότητα της δουλειάς σου καθορίζει και την πελατεία σου- Quality attracts quality όπως λέει και ο ίδιος!

Σαμπρέλες στα ελαστικά: Γιατί είναι ένα κατάλοιπο του παρελθόντος

Όλα τα προβλήματα που τις συνοδεύουν
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

3/9/2019

Έχει γίνει πολύ κουβέντα για τις σαμπρέλες στα ελαστικά των on-off μοτοσυκλετών τα τελευταία χρόνια και η αιτία δεν είναι άλλη από την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί η Honda και η Yamaha για να δικαιολογήσει τη χρήση τους στα Africa Twin και Tenere 700.

Σύμφωνα με τις δύο ιαπωνικές εταιρείες, σε περίπτωση που “πάθεις λάστιχο” απλώς αλλάζεις τη σαμπρέλα και όλα είναι μια χαρά. Μάλιστα ενισχύουν την επιχειρηματολογία τους λέγοντας πως αν είχες tubeless ελαστικό θα το πέταγες, ενώ με τις σαμπρέλες μπορείς να κρατήσεις το τρύπιο ελαστικό σου σαν να μην έχει τρύπα… Και το τερματίζουν λέγοντας πως τα καθαρόαιμα enduro και motocross έχουν σαμπρέλες, αρά οι σαμπρέλες είναι άλλη μια απόδειξη για τις off-road  δυνατότητές τους. Βέβαια οι αγωνιστικές μοτοσυκλέτες enduro έχουν mousse μέσα στα ελαστικά τους και οι αγώνες motocross γίνονται σε πίστα με ένα van γεμάτο εργαλεία και δεν έχουν καμία σχέση με την δική σου εκδρομή στην Αράχοβα, που θα πας στο Σ/Κ δικάβαλος.

Με λίγα λόγια, όλα αυτά τα επιχειρήματα είναι εκτός πραγματικότητας και ο μοναδικός λόγος που το Africa Twin και το Tenere έχουν ελαστικά με σαμπρέλες είναι επειδή οι tubeless ζάντες είναι ακριβότερες από τις συμβατικές.

Αν πάθεις λάστιχο σε μοτοσυκλέτα με σαμπρέλες σε μια εκδρομή ή ένα ταξίδι, τότε θα καταλάβεις γιατί τα tubeless ελαστικά είναι πολύ καλύτερα για εσένα.

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να έχεις μαζί σου δύο σαμπρέλες, μία για τον εμπρός τροχό και μία για τον πίσω, αφού έχουν διαφορετικές διαστάσεις. Επίσης θα πρέπει να ελπίζεις πως θα πάθεις μόνο μία φορά λάστιχο στο ταξίδι που θα πας.

Αντιθέτως, αν είχες tubeless ελαστικά θα χρειαζόσουν ένα μικρό κιτ με κορδόνια (περιέχει τουλάχιστον 10, δηλαδή μπορείς να πάθεις δέκα φορές λάστιχο…) και αμπούλες με πεπιεσμένο αέρα που όλα μαζί χωράνε κάτω από τη σέλα οποιασδήποτε μοτοσυκλέτας.

Αν έχεις μοτοσυκλέτα με σαμπρέλες, θα πρέπει να έχεις μαζί σου λεβιέδες για να ξεζαντάρεις το ελαστικό και εργαλεία για να βγάλεις τον τροχό και φυσικά ένα σταντ για να την στηρίξεις στον αέρα όταν βγάλεις τον τροχό. Κάνει δουλειά το διπλό σταντ, αλλά αν έχεις μόνο πλαϊνό… την πάτησες!

 Επιπλέον είναι και πιο ασφαλές να έχεις tubeless ελαστικά, καθώς τα καινούρια on-off μπορούν να ταξιδεύουν εύκολα με ταχύτητες άνω των 150-160km/h για ώρες και το βάρος τους μαζί με δύο άτομα στη σέλα και αποσκευές ξεπερνά τα 350 κιλά, οπότε δεν θέλεις να έχεις τις σαμπρέλες που δημιουργούν μεγάλες μεταβολές στη θερμοκρασία του αέρα, επηρεάζοντας τις πιέσεις.

Και όλα αυτά είναι το καλό σενάριο, δηλαδή στην περίπτωση που έχεις προετοιμαστεί κατάλληλα για ένα ταξίδι. Διότι αν πάθεις λάστιχο με μοτοσυκλέτα που έχει σαμπρέλες μέσα στην πόλη και πας σε βουλκανιζατέρ για να στο επισκευάσουν, τότε θα βρεθείς σε μια άλλη μεγάλη έκπληξη.

Κορδόνια για tubeless ελαστικά έχουν όλα τα βουλκανιζατέρ αυτοκινήτων, όμως σαμπρέλες στις διαστάσεις της μοτοσυκλέτας σου και σταντ για να βγάλουν τον τροχό έχουν μόνο όσα πουλάνε ελαστικά και για μοτοσυκλέτες (αν φυσικά έχουν σε στοκ εκείνη τη στιγμή τη σαμπρέλα σου…).

Το μοναδικό πλεονέκτημα της σαμπρέλας είναι στις περιπτώσεις που η τρύπα είναι πολύ μεγάλη και δεν μπορεί να την κλείσει ένα κορδόνι. Όμως και πάλι μπορείς να έχεις δύο-τρία εσωτερικά μπαλώματα για tubeless ελαστικά (έχουν όγκο και μέγεθος Hansaplast…) και να ακολουθήσεις την ίδια διαδικασία με την αλλαγή σαμπρέλας.

Έτσι όλη αυτή η παραφιλολογία για τα πλεονεκτήματα των on-off μοτοσυκλετών με σαμπρέλες την σημερινή εποχή είναι απλώς για να δικαιολογήσουν το επιπλέον κόστος που έχουν οι tubeless ζάντες για τα ίδια τα εργοστάσια και τίποτα περισσότερο.