Τεχνολογία brake by wire από την KTM

Cruise Control με radar, brake by wire και Blind Spot Detection
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/6/2018

Η KTM ανακοινώσε ότι εργάζεται πάνω στην εξέλιξη δύο συστημάτων που θα βοηθούν τον αναβάτη να νοιώσει πιο ασφαλής κατά την οδήγηση της μοτοσυκλέτας του σε δρόμους όπου κινούνται γύρο του και άλλα οχήματα. Το ένα ονομάζεται Adaptive Cruise Control και το άλλο Blind Spot Detection, δηλαδή το πρώτο είναι ένα cruise control που αυτορυθμίζει την ταχύτητα της μοτοσυκλέτας αναλόγως της ταχύτητας του προπορευόμενου οχήματος και το άλλο προειδοποιεί τον αναβάτη για την ύπαρξη οχημάτων περιφερειακά και έξω από το οπτικό του πεδίο.

  Πρόκειται για δύο συστήματα που εμφανίστηκαν πριν δεκαπέντε χρόνια στην Mercedes S-Class και έκτοτε έχουν διαδοθεί ως έξτρα εξοπλισμός σε πιο φτηνά γερμανικά κυρίως αυτοκίνητα. Το hardware των συστημάτων αυτών βασίζεται σε μικρά ραντάρ που έχουν τοποθετηθεί σε στρατηγικά σημεία της μοτοσυκλέτας. Να πούμε εδώ ότι το mega scooter C 650 GT της BMW έχει ήδη ένα σύστημα Blind Spot Detection και μπορείτε να διαβάσετε γι΄αυτό στο τεύχος 559 όταν το κάναμε τεστ στην Ελλάδα.

Όμως το Adaptive Cruise Control εμφανίζεται πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα. Ο αναβάτης έχει τη δυνατότητα να ρυθμίσει την ταχύτητα που επιθυμεί, αλλά και την απόσταση που θέλει να έχει από το προπορευόμενο όχημα. Έτσι αν για παράδειγμα έχεις ρυθμίσει την ταχύτητα στα 140km/h και την απόσταση στα 20 μέτρα, μόλις το όχημα μπροστά σου κόψει ταχύτητα ή κάποιο άλλο όχημα από την διπλανή λωρίδα κυκλοφορίας βρεθεί μπροστά σου, το Adaptive Cruise Control θα μειώσει ή θα κλείσει το ride by wire γκάζι και θα ενεργοποιήσει τα φρένα αν κριθεί απαραίτητο, με σκοπό να διατηρήσεις τα 20 μέτρα απόστασης από το εμπρός όχημα. Αν το όχημα εμπρός σου επιταχύνει, τότε και η μοτοσυκλέτα σου θα επιταχύνει ανάλογα, διατηρώντας πάντα τα είκοσι μέτρα της απόστασης. Σε περίπτωση που φύγει το όχημα από μπροστά σου, θα επιταχύνει μέχρι την ταχύτητα που έχεις ορίσει ως μέγιστη.  

Από προσωπική εμπειρία με αυτοκίνητα που είχαν αυτό το σύστημα, μπορούμε να σας πούμε ότι δουλεύει φανταστικά στους ελληνικούς δρόμους. Όμως σε κάποια πιο παλιά μοντέλα που το είχαμε δοκιμάσει, μας δημιουργούσε πρόβλημα στις κλειστές στροφές με μπαριέρα, όπου η ακτίνα του ραντάρ έπεφτε πάνω στη μπαριέρα και το σύστημα θεωρούσε ότι μπήκε άλλο όχημα στην πορεία του αυτοκινήτου μας, με αποτέλεσμα να φρενάρει χωρίς αιτία. Πάντως στα καινούρια αυτοκίνητα δεν μπερδεύεται τόσο εύκολα. Όπως ίσως έχετε καταλάβει, για να δουλέψει το Adaptive Cruise Control, χρειάζεται ένας επιπλέον μηχανισμός στο κύκλωμα των φρένο, που θα επεμβαίνει αυτόνομα, δηλαδή θα είναι brake by wire. Η KTM αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο στάδιο δοκιμών και υπόσχεται ότι στην παραγωγή θα είναι διαθέσιμο από τα μοντέλα του 2021.

Ήδη κάλεσε δημοσιογράφους από την Μ. Βρετανία να το δοκιμάσουν πάνω σε ένα 1290 Adventure στη μορφή που βρίσκεται σήμερα και όπως  δήλωσε ο PR Manager (για τις μοτοσυκλέτες δρόμου) κύριος Luke Brackenbury, η KTM ήταν η πρώτη που έβαλε cornering ABS στις μεγάλες μοτοσυκλέτες και η πρώτη που έβαλε συνδυασμένο δικάναλο ABS σε μοτοσυκλέτα 125 κυβικών και θα συνεχίσει να πρωτοπορεί στις τεχνολογίες των ηλεκτρονικών συστημάτων ενεργητικής ασφάλειας.

Ακολουθεί το video με την δημοσιογραφική παρουσίαση:

Οι παλιοί βρετανικοί κινητήρες ήταν σχεδιασμένοι να στάζουν λάδια! Πως έλυσαν το πρόβλημα οι Ιάπωνες

Ο σχεδιασμός που έκανε τη διαφορά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/7/2022

Όταν τα Ιαπωνικά εργοστάσια μπήκαν στο χώρο της βιομηχανίας μοτοσυκλετών και έκαναν μαζικά εξαγωγές στις χώρες της δύσης, οι πρώτες μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν έμοιαζαν υπερβολικά ίδιες με τις δικύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες των βρετανών, δηλαδή τις Triumph, τις Norton και τις BSA. Η επιλογή των βρετανικών εν σειρά κινητήρων ως “πρότυπο” για τις δικές τους μοτοσυκλέτες δεν έγινε τυχαία από τους Ιάπωνες.

Ο δικύλινδρος εν σειρά είναι πολύ πιο απλός σχεδιαστικά από οποιασδήποτε άλλης αρχιτεκτονικής δικύλινδρο κινητήρα (π.χ. τους περίπλοκους ιταλικούς και γερμανικούς V2 και Boxer οι οποίοι απαιτούν διπλάσια εξαρτήματα) και αυτό παίζει τεράστιο ρόλο στο κατασκευαστικό κόστος και στην ταχύτητα των γραμμών παραγωγής. Οι Ιάπωνες ήθελαν να επιτύχουν όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή (ανταγωνιστική) και να επεκταθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται σε όλες τις αγορές του κόσμου.

Ο δικύλινδρος εν σειρά των βρετανών είχε όλα τα χαρακτηριστικά για να πετύχουν  το στόχο τους και ακριβώς για τους ίδιους λόγους είναι ο πιο δημοφιλής κινητήρας αυτή την εποχή στους μικρομεσαίους κυβισμούς και έχει κυριαρχήσει έναντι των V2 στα μοντέλα όπου η τιμή παίζει καθοριστικό ρόλο.

Αυτή η υπερβολική ομοιότητα στην εμφάνιση και στις προδιαγραφές των ιαπωνικών δικύλινδρων εν σειρά με τις βρετανικές μοτοσυκλέτες, έκανε πολλούς να λένε υποτιμητικά ότι οι Ιάπωνες απλώς φτιάχνουν “αντίγραφα” χρησιμοποιώντας τις κονσέρβες που άφησε ο στρατός της δύσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αλήθεια όμως είναι κάπως διαφορετική, διότι οι Ιάπωνες γνώριζαν τις βασικές αδυναμίες των βρετανικών δικύλινδρων εν σειρά πριν ξεκινήσουν την κατασκευή μοτοσυκλετών για εξαγωγή σε όλο τον κόσμο.

Τα βρετανικά εργοστάσια μοτοσυκλετών χρησιμοποιούσαν στροφάλους με χρονισμό 360⁰, όπου τα δύο έμβολα παλινδρομούσαν μαζί δίπλα-δίπλα σαν μονοκύλινδρος. Η επιλογή αυτή έγινε λόγω της δυνατότητας που σου δίνει να χρησιμοποιείς ένα κοινό καρμπυρατέρ και για τους δύο κυλίνδρους, αλλά και τη δυνατότητα να χρησιμοποιείς το ίδιο σύστημα ανάφλεξης με εκείνο των μονοκύλινδρων. Σήμερα με τους ηλεκτρονικούς ψεκασμούς και τις ECU ακούγεται αστείο, όμως τότε ήταν πάρα πολύ σημαντικό διότι η τεχνολογία ήταν ακριβή και τα εργατικά χέρια φτηνά.

Από καθαρά κατασκευαστική άποψη, οι βρετανικοί δικύλινδροι εν σειρά ήταν οι πιο απλοί και οι πιο φτηνοί στην κατασκευή από κάθε άλλο δικύλινδρο εν σειρά έχουμε δει έως σήμερα στην παραγωγή.

Μάλιστα για να απλοποιήσουν ακόμα περισσότερο τη διαδικασία παραγωγής, τα κάρτερ στις βρετανικές δικύλινδρες εν σειρά ήταν κάθετα χωρισμένα, κάνοντας πολύ εύκολη και γρήγορη τη συναρμολόγησή τους.

Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα για τα βρετανικά εργοστάσια είχαν όμως και κάποια σοβαρά μειονεκτήματα για τους ιδιοκτήτες των βρετανικών μοτοσυκλετών.

Το πρώτο μειονέκτημα ήταν φυσικά οι κραδασμοί πρώτης τάξης λόγω της ταυτόχρονης κίνησης πάνω-κάτω των δύο εμβόλων μαζί. Πέρα από ενοχλητικοί στην οδήγηση, οι κραδασμοί πρώτης τάξης είναι “επώδυνοι” για τον ίδιο τον κινητήρα και βάζουν σε κίνδυνο την υγεία του στις υψηλές στροφές.

 

Το δεύτερο πρόβλημα ήταν οι τεράστιοι λεκέδες από λάδια που άφηναν σε όποιο σημείο τις παρκάριζες.

 

Το πρόβλημα αυτό δεν είχε καμία σχέση με την ποιότητα κατασκευής ή την ποιότητα υλικών των βρετανικών μοτοσυκλετών εκείνης της εποχής. Ίσα-ίσα που ήταν πολύ ανώτερη από των ιαπωνικών μοτοσυκλετών.

 

Το πρόβλημα ήταν ξεκάθαρα σχεδιαστικό, γι΄αυτό και παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα και ακόμα και η πιο τέλεια ανακατασκευασμένη βρετανική μοτοσυκλέτα του ’60 και του ’70 θα αρχίσει να σουρώνει λάδια μετά από μερικά χιλιόμετρα χρήσης, όποιο σύγχρονο διαστημικό υλικό στεγανοποίησης κι αν χρησιμοποιήσεις.

 

Υπάρχουν δύο αιτίες που δημιουργούν το πρόβλημα. Την πρώτη μάλλον την έχετε ήδη βρει, αφού είναι αρκετά εύκολο να καταλάβεις πως τα κάθετα χωρισμένα τμήματα των κάρτερ μεταβάλουν διαρκώς τη δύναμη που τα κρατά ενωμένα λόγω της διαστολής και συστολής των μετάλλων όταν ο κινητήρας είναι ζεστός ή κρύος.

 

Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, λόγω της εσωτερικής πίεσης αέρα που δημιουργεί ο χρονισμός του στροφάλου των 360⁰, αφού τα δύο έμβολα συμπιέζουν τον αέρα μέσα στα κάρτερ όταν κατεβαίνουν ταυτόχρονα προς τα κάτω, πιέζοντας τα λάδια να βγουν έξω από τα κάρτερ.

 

Αυτή η εσωτερική πίεση αέρα μέσα στα κάρτερ που δημιουργούν τα έμβολα είναι που κάνουν τις παλιές βρετανικές δικύλινδρες εν σειρά να σουρώνουν ακόμα περισσότερο λάδια όταν ο κινητήρας αρχίζει να κρυώνει, τα μέταλλα συστέλλονται και τα λάδια βρίσκουν πιο εύκολο δρόμο διαφυγής.

Βέβαια και όταν ο κινητήρας είναι ζεστός και τα μέταλλα διαστέλλονται η κατάσταση δεν βελτιώνεται πολύ, αφού η λειτουργία του κινητήρα σε υψηλότερες στροφές αυξάνει ακόμα περισσότερο την εσωτερική πίεση.

 

Οι Ιάπωνες έλυσαν αυτά τα προβλήματα των βρετανικών δικύλινδρων εν σειρά χρησιμοποιώντας στους δικούς τους κινητήρες στρόφαλο 180⁰, όπου όταν το ένα έμβολο ανεβαίνει, το άλλο κατεβαίνει, εξισορροπώντας την πίεση του αέρα μέσα στα κάρτερ και εξουδετερώνοντας με επιτυχία τους κραδασμούς πρώτης τάξης.

 

Ταυτόχρονα, οι Ιάπωνες χώρισαν οριζόντια τα κάρτερ, οπότε το κάτω τμήμα τους αποτελεί λεκάνη και δεν υπάρχουν ενώσεις μεταλλικών επιφανειών που να επιτρέπουν διαρροές λαδιού.  

Έτσι παρά το γεγονός πως η ποιότητα μετάλλων στις ιαπωνικές μοτοσυκλέτες της εποχής δεν ήταν καλύτερη των βρετανικών, εν τούτοις λόγω της διαφορετικής επιλογής χρονισμού του στροφάλου, οι Ιάπωνες κατάφεραν να λύσουν όλα τα προβλήματα που είχαν οι βρετανικές μοτοσυκλέτες επί δεκαετίες!