Ναυαγός στον Ορυζώνα
Πυρίπους Στούκερμαν ατραπόν ζητήσει εφ’ ής χοροίσιν φάος γεγηρακός,
Έτεκεν δε Δείκτην Ευμέγεθόν τε και Δεινόν θιγγάνη αελίου κύκλος,
Ως τέλους σκιώδη καθεδείται γέρων-Κογιότ...
Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!
Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.
... από μια πόλη-ξέφτι του πολιτισμού ξεκίνα να τη λιώσεις μια βδομάδα τέρμα γκάζι σε κάποιον ημίρευστο ασφάλτινο διαπολιτειακό που κάποτε έρχεται να σβήσει οριστικά μεσ’ την παχειά καυτή άμμο.
Μεσοκαλόκαιρο στην έρημο της Αριζόνας και οι αντικατοπτρισμοί, λίμνες με κρύα νερά σαν ξαπλωμένες Σειρήνες που σε καλούν λικνιζόμενες στο φως απέραντων οριζόντων κόκκινης άμμου, ροζ μεγαλιθικά δάχτυλα που υψώνονται δείχνοντας επίμονα κάτι φανταστικό στον άδειο ουρανό, και κάκτοι της Άγριας Δύσης που σκύβουν και υποκλίνονται καθώς προσπερνάς να σου βγάλουν το καπέλο, είναι σχήματα που δεν μπορείς να πεις αν πράγματι υπάρχουν ή αν υπήρξαν ποτέ. Ντάλα μεσημέρι με σταθερή πορεία στους 49 βαθμούς Κελσίου ακόμα και τα άλλοτε σίγουρα σημεία αναφοράς, τα όργανα της μοτοσυκλέτας, φαντάζουν σαν χυμένα ρολόγια του Νταλί που μετρούν υγρά χιλιόμετρα και ιδρωμένες στροφές.
Στις γκαλερί τέχνης το μάθημα ελευθερίας του σουρεαλισμού ποτέ δεν το αισθάνεσαι στο πετσί σου. Αφηρημένες καταπιεστικές έννοιες όπως “υπερδύναμη”, “πόλεμος”, “υπερκαταναλωτισμός”, “ρουτίνα”, “αφεντικό”, “μελαχροινή από του Ζωγράφου”, δεν αντιπαλεύονται με άλλες αφηρημένες έννοιες. Εκεί είναι που γιατρεύει η έρημος. Αλλά πώς φτάνει κανείς εκεί;
Οι ρέιντζερς τον σταμάτησαν στα σύνορα με αμφιβολίες για την αυτονομία της μηχανής και την ανυπαρξία σημειωμένων στο χάρτη βενζινάδικων...
Αν κάνεις κάτι, καν’ το με στυλ. Πάρε μιαν εντούρο του λίτρου, γλυπτό σε γυμνό μέταλλο μασίφ να θυμίζει δεκαθλητή που έχει καταπιεί δυό κουβάδες αναβολικά, φόρτωσέ τη μισό βαρέλι βενζίνη και εφόδια εκστρατείας, κι από μια πόλη-ξέφτι του πολιτισμού ξεκίνα να τη λιώσεις μια βδομάδα τέρμα γκάζι σε κάποιον ημίρευστο ασφάλτινο διαπολιτειακό που κάποτε έρχεται να σβήσει οριστικά μεσ’ την παχειά καυτή άμμο. Πάρε κι έναν τύπο σαν τον Στούκερμαν, που ψοφάει να ντύνεται σα ναυαγός, και δώστου μιαν αγκαλιά στρατιωτικούς χάρτες κι έναν ψίθυρο στ’ αυτί κάτι να ψάξει. Αν είσαι στον Πειραιά, χρειάζεσαι γιατρό. Αν βρίσκεσαι στην μεσοδυτική Αμερική, you have a story.
Όποιος αγοράζει τέτοια μοτοσυκλέτα πρέπει απαραίτητα να διαθέτει και μια κοσμοθεωρία. Να πιστεύει σε κάτι. Ένας πιστεύει στο Θεό, άλλος πιστεύει ότι πρέπει να παραγγείλει άλλη μια μπύρα. Αν είσαι ο Στούκερμαν, έχεις πιστέψει τον Κεφαλονίτη αρχαιολάτρη ζητιάνο που χρόνια τώρα κάνει πιάτσα στο πεζοδρόμιο ανάμεσα στις παρκαρισμένες μοτοσυκλέτες του ΜΟΤΟ, και ο οποίος σου έχει σφυρίξει την ιδέα ότι οι ινδιάνοι Νavajos είναι λέει ψυχή μου με το συμπάθειο απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι πολύ πριν εκείνες τις αγριοαδερφάρες τους Βίκινγκς και τη μισοριξιά τον Κολόμβο, διέσχισαν τον Ατλαντικό πρώτοι και ναυάγησαν στις ακτές της Αμερικής.
Ναυαγός. Δηλαδή Navajos.
Θεωρία απλή, του δρόμου, όπως όλες οι μοιραίες θεωρίες αυτού του κόσμου, μόνο που ο ορίτζιναλ ζητιάνος μπορεί να έχει χάσει πραγματικά το φως του και κάποιος πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Ο Νορβηγός Θωρ Χέιερνταλ που το 1947 είχε διαπλεύσει με σχεδία τον Ειρηνικό για ν’ αποδείξει τη δυνατότητα εποικισμού της προϊστορικής Πολυνησίας από την ανατολική Νότιο Αμερική, είχε καθελκύσει το καλαμένιο του Kon Tiki. Ο Δαρβίνος το 1853 είχε μπαρκάρει στο Beagle. Ήταν Ιούνιος όταν ο Στούκερμαν είχε απλώς σηκώσει το τηλέφωνο, και αλλάζοντας τη φωνή είχε ζητήσει από τον πιό όμορφο διευθυντή της ΒΜW μια ολοκαίνουργια R1150GS Αdventure.
Ο Καραχάλιωβ το έμαθε και είπε: “Ωραία! Επιτέλους θα τον ξεφορτωθούμε. Να πάρει όποιο μηχανάκι ζητήσει, αρκεί να έχει μεγάλο ρεζερβουαρ για να πάει να χαθεί όσο πιό μακρυά γίνεται.”
Ο Ζαμπέτογλου είπε: “Καρντάσι, έχω μια κουβέρτα του στρατού να σε δώκω.”
Ο Θεοδωράκης είπε: “Πάρε κι ένα πολύ φαρδύ κατσαβίδι μαζί. Θα σου χρειαστεί.”
Η στυφοκυδώνα η γραμματέφς του γενικού έφορου αρχαιοτήτων Ακροπόλεως είπε: “Τελικά ο κύριος γενικός συμφώνησε να σας δεχθεί, αλλά όχι πριν τον χειμώνα του δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα έξι.”
Ο Χατζάρας, που καταλαβαίνει από τέχνη και κβαντομηχανική, ανέβασε τα πόδια στο γραφείο, φύσηξε αργά δεκατρία παχειά δαχτυλίδια καπνού από την πουράκλα του, και κοιτάζοντας στο κενό έξω από το παράθυρο είπε: “Γουστάρω! Και μη δω κανέναν να γελάσει.. Χε, χε! Όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις έτσι ξεκίνησαν. Σύμφωνα με την Αρχή της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, σε συνάρτηση με το Διττεντροπικό Αξίωμα 441 του Πουανκαρέ περί μαθηματικώς ενδείξιμων παράλληλων συμπάντων, ο Στούκερμαν έχει ακριβώς τόσες πιθανότητες να βγάλει τη θεωρία σωστή όσες έχει κι ο οποιοσδήποτε αμφισβητίας αυτής της θεωρίας, εάν η θέση παρατήρησης του αμφισβητία τώρα ως παρατηρούμενης οντότητας στη διαλεκτική σχέση αμφισβήτησης παραμένει - και είναι σαφές ότι παραμένει! - τεχνικώς απροσδιοριστέα σε σχέση με την κατάσταση επακριβούς καθορισμού της θέσης που κάνει πιάτσα ο ζητιάνος.”
Ο Μαυράκης τότε βάρεσε την παλάμη στο μέτωπο και είπε: “Αααμμμμάάάάάννν!! Μέσα είσαι δικέ μου!!! Να ’ρθω και ’γω ρε;”
Την πρώτη φορά που το έχασε πήγαινε με καμμιά ογδονταριά σταθερά και βαριεστημένα, με τη ματιά για ώρες χαμένη γύρω στον ορίζοντα να ψάχνει τα σημάδια του Ινδιάνου.
Όπου το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο Αγγίζει τον Δίσκο του Ήλιου
Ήταν κοντά τρεις μήνες τώρα που ο δικός μας είχε αφήσει πίσω του και την τελευταία σιγουριά του highway, ακολουθώντας μια σειρά μονολιθικά δάκτυλα με γενική πορεία δυτικά-νοτιοδυτικά του Σάντα Φε. Σ’ εκείνο το σημείο οι τουριστικοί χάρτες έδειχναν μια περιχαρακωμένη περιοχή 16 εκατομμυρίων εκταρίων που χωράει πέντε Ελλάδες, αλλά άδεια από δρόμους, χωριά και άλλα σημεία αναφοράς, με την επισήμανση “Περιοχή Έθνους Νάβαχο”. Οι ρέιντζερς που τον σταμάτησαν στα σύνορα με αμφιβολίες για την αυτονομία της μηχανής και την ανυπαρξία σημειωμένων στο χάρτη βενζινάδικων, τον είχαν ειδοποιήσει ότι εισέρχεται με δική του ευθύνη σε περιοχή ημιαυτόνομη από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, ένα έθνος προστατευμένο με δικό του σύνταγμα, νόμους και αστυνομία. Αλλά ο Στούκερμαν άνοιξε τις αλουμινένιες βαλίτσες στο πίσω μέρος της μοτοσυκλέτας κι έδειξε τα τέσσερα μπετόνια βενζίνης που ανέβαζαν την αυτονομία στα 900+ χιλιόμετρα. Κι όταν του είπαν ότι η έρημος της Αριζόνας είναι “πιό έρημος από τις άλλες ερήμους” γιατί οι Νάβαχος είναι οι μοναδικοί Ινδιάνοι που έχουν την κουφή συνήθεια αντί για μπάφαλος να εκτρέφουν αιγοπρόβατα, χαμογέλασε με νόημα και τους άφησε στη σκόνη του.
Στο πρώτο πουέμπλο που μπήκε μετά από τέσσερις μέρες στρωτό χωματόδρομο όπου ο αριστερός κύλινδρος άρχισε να του σιγοψήνει το πόδι, ένας νεαρός Ινδιάνος καθόταν έξω από το σαλούν κι έπινε μόνος παραμιλώντας. σε μιαν άγνωστη γλώσσα. Στο τραπέζι του δυό ντουζίνες άδεια μπουκάλια Μεξικάνικης μπύρας, κι ανάμεσά τους μια λαδόκολλα με καλοψημένα παϊδάκια. Ο Στούκερμαν πήγε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι και παράγγειλε χόρτα και τηγανητές πατάτες. Μετά άνοιξε ένα σάκκο κι έβγαλε ένα συντακτικό αρχαιοελληνικών, μια σιντιέρα με μικρά ηχεία, και μια νταμουτζάνα ρετσίνα να κεράσει. Με το που ήρθαν τα ραδίκια, έβαλε το “Ρίξε στο Γυαλί Φαρμάκι” του Αγγελόπουλου και τσούγκρισαν τα ποτήρια. Στο “Εγώ Δεν Έχω Βγάλει το Σκολείο” του Ζαμπέτα ο Ινδιάνος παράγγειλε κι άλλα παϊδάκια. Κι όταν στο απέναντι φαράγγι αντήχησε το “Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι”, ο Ινδιάνος, κομπλέ με κορακί μακρύ μαλλί, γυμνό στήθος και μοκασίνια, σηκώθηκε και χόρεψε μια ζεϊμπεκιά που θα τη χειροκρόταγε και η Μπέλλου.
Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο ή όχι, ο πρώτος φόβος του Στούκερμαν ήταν μη τυχόν και του πέσει το μηχανάκι. Στο Μεγκατέστ του καλοκαιριού τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα είχανε γράψει ότι άμα σου πέσει η - ξεφόρτωτη εκεί - Μπέμπα στις δροσερές φλαταδούρες μεταξύ Μετσόβου-Γρεβενών, είσαι κάτω του 1.80 και δεν έχεις τρία άτομα παρέα να σου τη σηκώσουν, την έχεις βάψει.. Κουβέντα οι μάγκες για το τι γίνεται άμα τελειώνεις στο 1.74, και το συνολάκι μηχανής-βενζίνης-φορτίου-αναβάτη φλερτάρει τον μισό τόνο πλέοντας μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, σε μια θάλασσα αφράτης άμμου και σε θερμοκρασίες που ξεχειλώνουν τα πλαστικά. Λέξη για την περίπτωση όπου πέρα από τους σκορπιούς, τους κροταλίες, τα κογιότ κι εκείνους τους παλιοχαραχτήρες τους γύπες που εμφανίζονται από το πουθενά άμα δουν να κάνεις στραβοτιμονιά και κλείσεις το γκάζι, έχεις παρέα μόνο τα ξασπρισμένα από τον ήλιο κρανία άλλων άτυχων ζώων που βρέθηκαν εκεί μόνα.
Όμως ως γνωστόν, πεπρωμένον ου φυγήν έχει. Την πρώτη φορά που το έχασε πήγαινε με καμμιά ογδονταριά σταθερά και βαριεστημένα, με τη ματιά για ώρες χαμένη γύρω στον ορίζοντα να ψάχνει τα σημάδια του Ινδιάνου. Όταν ξέθαψε τη μύτη του από την άμμο, ανακάλυψε ότι το τράβηγμα από το τιμόνι να τη σηκώσει ήταν σα να προσπαθείς να ξεριζώσεις τσιμεντοκολώνα με τα χέρια.
Αλλά αφού δάκρυσε από τα νεύρα του τραβώντας μάταια, κι ύστερα του στέρεψε το σάλιο στα παρακάλια “σήκω καλή μου να φύγουμε και νυχτώνει”, κατασκήνωσε και πέρασε τη βραδυά δίπλα στην ξαπλωμένη μηχανή. Και στο τουρτούρισμα του ξημερώματος κατέβασε ιδέα. Eίναι απλό: Βγάζεις το γείσο του κράνους και το φαρδύ κατσαβίδι του Θεοδωράκη και σκάβεις κάτω από την πεσμένη μηχανή, έτσι ώστε να γλυστρήσει και να πέσει όρθια μέσα στην τρύπα. Μπορεί βέβαια μετά να έχεις δημιουργήσει άλλο πρόβλημα (πώς θα τη βγάλεις από την τρύπα), αλλά έχεις όλο τον χρόνο να σκεφτείς τι σε περιμένει αν δεν τη βγάλεις, και τελικά το δεύτερο πρόβλημα αποδεικνύεται μικρότερο από το πρώτο.
... δυό βδομάδες μέσα στη γη των Ναυαγών δεν ήξερε πλέον πού βρισκόταν
Ο δεύτερος φόβος ήρθε στην κατανόηση ότι ο τουριστικός χάρτης ήταν πλέον άχρηστος. Αυτό το εμπέδωσε εντελώς όταν έμεινε από βενζίνη έχοντας προσπεράσει χωριά που το φως τους τη νύχτα φαινόταν από πολύ μακρυά, προσπαθώντας με την πυξίδα να μείνει στην πορεία του “μονοπατιού που χορεύει το γερασμένο φως”. Για “μονοπάτι” βέβαια ούτε λόγος. Η άγια γη των Ναυαγών είναι άδεια από τα συνήθη σημεία αναφοράς, μια αφαιρετική ποίηση από πολύχρωμα φαράγγια και μεγαλιθικά τραπέζια, ώρες και συχνά μέρες απόσταση το ένα από το άλλο. Απλώς έτρεχε γενικώς δυτικά, αφού μάλλον αυτό εννούσε ο Ινδιάνος με το “γερασμένο φως”. Κι ήταν δύσκολο να το δεχθεί, αλλά δυό βδομάδες μέσα στη γη των Ναυαγών δεν ήξερε πλέον πού βρισκόταν. Η τελευταία πινακίδα που συνάντησε έδειχνε βενζινάδικο στα 300 μίλια βόρεια, που σήμαινε ότι μόνο με τη μισή του αυτονομία και πάνω μπορούσε να βγει από την πορεία του και να πάει να βάλει βενζίνη, απ’ όπου όμως βέβαια θα ξαναγυρνούσε εκεί που ξεκίνησε όχι με περισσότερη από με τη μισή του αυτονομία. Δηλαδή δώρον άδωρον. Έτσι αποφάσισε να συνεχίζει δυτικά κι ο Θεός βοηθός. Όμως αν και είναι πολύ σέξυ να τρέχεις στην έρημο με προορισμό γενικώς γενικό, διανύοντας κατά μέσον όρο 300 χιλιόμετρα την ημέρα τα 30+24 λίτρα βενζίνης στραγγίζουν σε περίπου τρεις με τέσσερις μέρες πορεία. Μετά μένεις στη σιωπή της ερήμου ν’ ακούς τα τικ-τικ της μηχανής που κρυώνει και να βλέπεις τους γύπες από ψηλά να φωνάζουν και τους φίλους τους.
Έτσι αφού έθαψε τη μηχανή στην άμμο για να την κρύψει (στην έρημο μπορείς να κρύψεις κάτι μόνο κάτω από την έρημο), ο δικός μας βάδισε τέσσερα μερόνυχτα στο βαθύ ίχνος των τεράστιων τακουνιών του Continental Twinduro 150/70, ώσπου συνάντησε δύο νεαρούς Navajo πάνω σε άλογα. Αφού τους μέτρησε τις μύτες με βερνιέρο για σύγκριση αργότερα με την ανθρωπομετρία του Κανόνα του Φειδία, αυτοί έσκασαν στα γέλια γιατί δεν είχαν ιδέα ούτε τι είναι η Ελλάδα. Είχαν όμως και του πούλησαν τη ρομαντική λύση ενός ασέλωτου αλόγου, και του είπαν για έναν παλιό σταθμό ανεφοδιασμού του αμερικάνικου ιππικού τρεις μέρες ανατολικά, που μπορεί να είχε και βενζίνη. Όποιος βρήκε τη σέλα της μπέμπας “σχετικά σκληρή” (ΜΟΤΟ, τεύχος 308, σ. 58), απλώς δεν έχει συναντήσει ακόμα δύο ινδιάνους Navajo να του πουλήσουν την ρομαντική λύση ενός ασέλωτου αλόγου και να του πουν για έναν παλιό σταθμό ανεφοδιασμού του ιππικού τρεις μέρες ανατολικά που μπορεί να έχει και βενζίνη..
Στο σταθμό έφτασε μετά από μια βδομάδα. Αγόρασε κάνιστρα βενζίνη, ένα μικρό αναδιπλούμενο φτυάρι και ένα owner’s manual για το πώς αμπραγιάρει, πώς ξεκινάει, πώς στρίβει, πώς φρενάρει και πώς σταματάει να κλάνει ένα ρομαντικό άλογο, και κάλπασε τώρα πίσω ακολουθώντας το τρακτερωτό ίχνος του Twinduro να ξεθάψει τη μηχανή και να επιστρέψει για περισσότερα εφόδια.
Οι ινδιάνοι του πούλησαν τη ρομαντική λύση ενός ασέλωτου άλογου, και του είπαν για έναν παλιό σταθμό εφοδιασμού του αμερικάνικου ιππικού τρεις μέρες ανατολικά, που μπορεί να είχε και βενζίνη
Πέρασαν δυό βδομάδες πριν ο Στούκερμαν σταθεί και πάλι στην πόρτα του σταθμού, αυτή τη φορά αναμαλλιασμένος, αδυνατισμένος, ηλιοκαμμένος και με τα ρούχα του, σα Γερμανός αρχαιοκάπηλος, σκονισμένα πέραν αναγνωρίσεως. Σύρθηκε μέσα και με χαμηλή φωνή ζήτησε “αν υπάρχει κανένας καλός φορητός ανιχνευτής μετάλλων, κι ένα μεγάλο φτυάρι”. Ο σταθμάρχης, ένας ψηλός γέρο-μονοπόδαρος τρισέγγονας του Στρατηγού Κάρσον μ’ ένα τεράστιο μαύρο καπέλο, πλησίασε στον πάγκο κοπανώντας το μακρύ του τακούνι, έφτυσε το ταμπάκο του στο ξύλινο πάτωμα και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω σα να έβλεπε φρέσκα σκατά. “Ο κύριος με την ξένη προφορά και το Γερμανικό όνομα που, αν θυμάμαι καλά, πριν δυό βδομάδες αγόρασε και ένα μικρό φτυάρι, θα πρέπει να γνωρίζει ότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές από ιδιώτες στην Αριζόνα συνιστούν ομοσπονδιακό έγκλημα”, είπε. “Και τί τον ήθελε ο κύριος τον ανιχνευτή μετάλλων;” “Α μπα, τίποτα”, απάντησε αδιάφορα το Ψημένο Πόδι. “Κάπου έθαψα μια ξένη μοτοσυκλέτα δεκαέξι χιλιάδων δολαρίων, πέρασαν μέρες, ο αέρας έσβυσε τα ίχνη και... Να.. Είπα να περάσω να πώ μια καλημέρα...”
Όποιος βρήκε τη σέλα της μπέμπας ‘σχετικά σκληρή’ (ΜΟΤΟ, τεύχος 308, σ. 58), απλώς δεν έχει συναντήσει ακόμα δύο Ινδιάνους Navajo να του πουλήσουν την ρομαντική λύση ενός ασέλωτου άλογου ...
Πέρασαν άλλες δυό βδομάδες πριν ο δικός μας σταθεί για τρίτη φορά στην πόρτα του μονοπόδαρου, με τη φάτσα τώρα ακόμα πιό αγνώριστη, αλλά αυτή τη φορά με διακριτό πίσω από τη σκόνη ένα τεράστιο καφεκόκκινο χαμόγελο. Κι αν δεν ήταν ο αέρας που είχε εντωμεταξύ ξεθάψει τον αριστερό καθρέφτη της Μπέμπας, κι ο ήλιος που του έστειλε από τον καθρέφτη μια φλασιά μίλια μακρυά από κει που έσκαβε, ακόμα θα άνοιγε τρύπες στην έρημο μουρμουρίζοντας όρκους “να μη σώσει να ξαναθάψει μοτοσυκλέτα”.
Ο σταθμάρχης του αντάλλαξε το άλογο και τα εργαλεία για μισό βαρέλι μπαγιάτικη βενζίνη με την οποία γέμισε και άπειρα μπουκαλάκια που έχωσε σ' όλες τις τσέπες, κι ακόμα θολό ποταμίσιο νερό, καφέ, γαλέτα, κονσέρβες φασόλια, κι αποξηραμένο λαρδί. Συν μιαν αγκαλιά χάρτες και βιβλία για όλες τις φυλές της περιοχής: Απάτσε, Σαϊέν, Αραπάχο και Μεσκαλέρο. Σ’ ένα προσκωλυόμενο παράπηγμα από σανίδες με την ταμπέλα “Dineh Restaurant” έφαγε το πιό καυτό τσίλι, κι έμαθε ότι οι Νavajos αποκαλούν τους εαυτούς τους και “Dineh”. Την τελευταία βδομάδα του Ιουλίου ο Στούκερμαν αφέθηκε στα βελούδινα χέρια μιας Τεξανής γελαδάρησας σε κάτι διπλανά ράντσα, όπου αναζωογόνησε και το απόθεμα μετρητών, βγάζοντας καλά λεφτά στο σαλάγημα βοοειδών. Για κάποιον άγνωστο λόγο τα κοπάδια των θηλυκών μουσκαριών έπεφταν σε κεραυνοβόλο έρωτα με τη Μπέμπα, και την ακολουθούσαν αγεληδόν τρέχοντας από ράντσο σε ράντσο όπως βόλευε τους φαρμαδόρους. Λυσσαλέα αντίρρηση έδειξαν να έχουν οι ταύροι, αλλά αυτούς τους είχαν αλυσσοδεμένους.
Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο
Αρχές Αυγούστου, κι αφού είχε στραγγίξει πιά όλος ο κάου μπόυ από μέσα του, βγήκε πάλι στην έρημο, στη ρουτίνα για την διατήρηση των αποθεμάτων βενζίνης και νερού, και της έρευνας για το “Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο”. Για το οποίο, όπως είν’ εύκολο ν’ αντιληφθεί κανείς, δεν μπορούσε να ρωτήσει παρά μόνο να ψάξει. Οι μέρες περνούσαν καβάλα στη Μπέμπα, οι νύχτες κάτω από μια σκηνούλα που στηνόταν τεντώνοντας ένα πράσινο καραβόπανο ανάμεσα στη μηχανή και το έδαφος, με μια μικρή λάμπα θυέλλης, τα βιβλία και τους χάρτες απλωμένα στο πιό μεγάλο γραφείο του κόσμου, τη ζεστή άμμο της ερήμου.
... Κι αν δεν ήταν ο αέρας που είχε εντωμεταξύ ξεθάψει τον αριστερό καθρέφτη της Μπέμπας, κι ο ήλιος που του έστειλε από τον καθρέφτη μια φλασιά μίλια μακρυά από κει που έσκαβε, ακόμα θα άνοιγε τρύπες στην έρημο μουρμουρίζοντας όρκους “να μη σώσει να ξαναθάψει μοτοσυκλέτα
Η μελέτη έφερε νέες ελπίδες. Πρώτα απ' όλα, το όνομα "Dineh" στο εστιατόριο, δεν μπορούσε να συνιστά άλλο από χρονική παραφθορά του ονόματος των Ομηρικών Δαναών, και συγκεκριμένα του πληρώματος εκείνου του ενός πλοίου που έλλειπε στην τελική καταμέτρηση των καραβιών του Οδυσσέα. Έπειτα ήταν οι θεοί τους. Όπως και των αρχαίων Ελλήνων, η κοσμογονία των Navajos ξεκινούσε από το Χάος με μια μητέρα Γη κι έναν πατέρα Ουρανό, και είχε θεούς πολλούς και δημοκρατικούς. Ο πιό αγαπητός τους θεός, το Κοκοπέλλι, ήταν φτυστός ο Διόνυσος. Άσε που σαν όνομα μύριζε καταγωγή από Κρήτη ή Μυτηλήνη. Δουλειά του ο χορός, το ξελόγιασμα των κοριτσιών, να παίζει τη φλογέρα για να φέρνει βροχή και να βλασταίνει η έρημος. Ένα από τα βιβλία είχε περιγραφές της χαμένης, αρχαίας αγγειοπλαστικής τους τέχνης, η οποία θύμιζε έντονα αυτή των Ελλήνων της Μέσης Γεωμετρικής Περιόδου, δηλαδή του Ομηρικού όγδοου αιώνα. Αλλά τα πιό ακλόνητα στοιχεία αφορούσαν την αρχαία τοπική προέλευση των Navajos. Χαρακτηριστικότατα ελληνική, αν και δύσκολο να πεις ακριβώς από ποιά περιοχή της Ελλάδας είχαν έρθει. Πρώτα απ’ όλα, η μυθολογία τους έλεγε ότι είχαν έρθει “από τους 12 κόσμους” (Δωδεκάνησα!) Τα βιβλία έγραφαν ότι ήταν πολυγαμικοί, και ότι δημιουργούν συνεχώς συμμαχίες και μετά τις σπάνε και πολεμούν παλιούς φίλους, (αρετές διαχρονικώς πανελλήνιες). Γνωστό ακόμα ότι, συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλον Ινδιάνο, ο Ναυαγός υπερτερούσε σε ευφυία (κάργα Πειραιωτάκι). Άμα μια οικογένεια είχε βλάψει μιαν άλλη, το κακό έπρεπε να ανταποδοθεί εκατέρωθεν και στο διηνεκές (Μανιάτες;) Επίσης ήταν άσσοι στην τέχνη της ζωοκλοπής (Κρήτη). Μετά γούσταραν να φυτεύουν πεπόνια (Αργίτες;) Τέλος, μερικοί συνήθιζαν να έχουν σκλάβους για υπηρέτες (Φιλοθέη!) Κι όσο γι’ αυτήν ακόμα την εξήγηση της ονομασίας ολόκληρης της πολιτείας της Αριζόνας, εκεί ήταν όλα τα λεφτά: Όταν ναυάγησαν εδώ οι Δαναοί, η περιοχή δεν μπορεί παρά να ήταν ένας αχανής ορυζώνας. Arizona. Δηλαδή ορυζώνας..
Την τελευταία βδομάδα του Ιουλίου αφέθηκε στα βελούδινα χέρια μιας Τεξανής γελαδάρησας σε κάτι διπλανά ράντσα..
Όπου η Τύχη του Χαμογελά Δείχνοντας το Σάπιο της Δόντι
Το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο εμφανίστηκε μπροστά του ξαφνικά, σ’ ένα από ’κείνα τα βουβά απομεσήμερα στα μέσα του Ιούλη που η μηχανή φαινόταν να πηγαίνει από μόνη της στο πουθενά, ακούοντας το σιωπηλό κάλεσμα ενός ακόμα μακρυνού φαραγγιού. Λουσμένο στον ιδρώτα, το Ψημένο Πόδι είτε κοιμόταν όρθιο και πήγαινε πάλι γυρεύοντας για τούμπα, είτε είχε παραισθήσεις: Πότε κολυμπούσε σε κάποιο κρυστάλλινο λιμανάκι της Σίφνου ανάμεσα σε άπειρα μπουκάλια μπύρας, και πότε φορούσε μαύρη λιβρέα κι ανέβαινε με όλες τις επισημότητες στο βάθρο της Ακαδημίας Αθηνών να βραβευτεί για την σημαντικότερη αρχαιολογική ανακάλυψη όλων των εποχών.
Το φως είχε γλυκάνει, τόσο που όταν η μηχανή πλησίασε κι άρχισε να τρέχει παράλληλα στο φαράγγι, ο δίσκος του ήλιου φάνηκε ν’ αγγίζει την κορυφή ενός λεπτού μονόλιθου που ξεχώρισε να υψώνεται καμμιά τριανταριά ορόφους δίπλα στον εξωτερικό τοίχο του φαραγγιού. Όταν φρενάρισε στη ρίζα του Φοβερού Μακρυού Δάχτυλου, είδε την άκρη της σκιάς του να πέφτει μισό χιλιόμετρο μακρυά στο εσωτερικό του φαραγγιού. Εκεί ήταν στημένη μια λευκή ινδιάνικη σκηνή με κόκκινα σχέδια, κι από την κορυφή της έβγαινε πυκνός λευκός καπνός.
Μέσα, το γερο-Κογιότ φορούσε την πολεμική στολή της φυλής με τα φτερά λευκού αετού, το πέτρινο πρόσωπό του σκαμμένο από τους αιώνες στον άνεμο και την άμμο της ερήμου. Καθισμένος ανακούρκουδα κάπνιζε με κλειστά μάτια την πίπα με το χλωρό πεγιότ, μουρμουρίζοντας το μονότονο τραγούδι των Νavajos: “Χέιιιγια, έιιγια, χει, ει-έιιααα...”
Ο Στούκερμαν μπήκε και κάθισε στο χώμα απέναντί του.
Χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια ο Ινδιάνος τότε είπε:
Ο Ινδιάνος μπροστά, το Ψημένο Πόδι πίσω, σκαρφάλωσαν από ένα στενό μονοπάτι ώσπου έφτασαν ψηλά σ’ ένα πλινθόκτιστο χάλασμα γαντζωμένο στον εξωτερικό τοίχο του φαραγγιού. Το γέρο-Κογιότ στάθηκε απ’ έξω και του έγνεψε να προχωρήσει. Ο δικός μας έσκυψε και μπήκε μέσα. Στο πάτωμα σκόρπια κτερίσματα κεραμικής τέχνης που έδειχναν το Κοκοπέλλι, τον Διόνυσο των Ναυαγών, και κομμάτια μιας πήλινης λήκυθου με σχέδια της Μέσης Γεωμετρικής Περιόδου. Η ματιά του πάγωσε όταν ανάμεσα στα θραύσματα ξεχώρισε ένα που έφερε καθαρά χαραγμένο στην Ιωνική διάλεκτο το αινιγματικό επίγραμμα: “ΠΟΥΠΑΣΡΕΚΑΡΑΜΗΤΡΟ”. Με χέρι που έτρεμε τα μάζεψε βιαστικά και βγήκε.
Η γιαγιά Navajo, αφού επιβεβαίωσε με γέλια την παρόμοια κοσμολογία της φυλής της μ’ αυτήν του Ησίοδου, τον προειδοποίησε...
Ο Στούκερμαν επέστρεψε στη μηχανή σκεφτικός. Είχε τώρα τρία προβλήματα να λύσει: Πρώτον, πώς να μην ξαναμείνει από βενζίνη. Δεύτερον, πώς να βρει έναν χάρτη που να δείχνει τα βενζινάδικα και το ανάγλυφο της ερήμου. Και τρίτον, πώς να ψάξει να βρει μόνος του, δίχως χάρτη και χωρίς να χρειαστεί να κάνει σε κανένα την άγαρμπη ερώτηση, αν “από τα Τρία Δάχτυλα το Μεσαίο είναι το Μακρύτερο”. Το πρώτο πρόβλημα λυνόταν μόνο αν λυνόταν το δεύτερο. Το δεύτερο λυνόταν μόνο αν λυνόταν το τρίτο. Το τρίτο λυνόταν μόνο αν λυνόταν το πρώτο. Μύλος. Έπρεπε να είχε πάρει μαζί τον Μαυράκη..
Αλλά στο επόμενο πουέμπλο που μπήκε μετά από δυό μέρες γι’ ανεφοδιασμό, μέσα σε μια τουαλέτα η θεά Τύχη του χαμογέλασε διάπλατα δείχνοντας το σάπιο της δόντι. Εκεί που είχε ξεχαστεί διαβάζοντας “Τ’ Απομνημονεύματα Μιάς Μοναχής”, άνοιξε η πόρτα και μπήκε κάποιος για μπίζινες στο διπλανό χώρισμα. Ο Στούκερμαν κοίταξε από κάτω και είδε ένα ζευγάρι καλογυαλισμένες στρατιωτικές μπότες. Ο τύπος, που σιγοσφύριζε αμέριμνα νομίζοντας ότι ήτανε μόνος, έβγαλε και κρέμασε στο μεσοχώρισμα ένα χακί πουκάμισο, μια στρατιωτική ζώνη κι έναν μισοδιπλωμένο χάρτη. Ο δικός μας στραβοκοίταξε και είδε ότι ο χάρτης ήταν στρατιωτικός. Και τα μάτια του γούρλωσαν όταν πρόσεξε ότι όχι μόνο είχε το ανάγλυφο του εδάφους της περιοχής, αλλά σημαδεμένα και τα βενζινάδικα. Αμέσως σήκωσε τα παντελόνια, κι ύστερα έριξε κάτω απ’ το χώρισμα ένα δολάριο. Μόλις το Αμερικανάκι έσκυψε από κάτω να το μαζέψει, ο Πειραιάς τσίμπησε από πάνω τον χάρτη και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια.
Αρχές Αυγούστου βγήκε πάλι στην έρημο, στη ρουτίνα της αγωνίας για την διατήρηση των αποθεμάτων βενζίνης και νερού, και της έρευνας για το ‘Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο
Με τον στρατιωτικό χάρτη, προσεκτικό σχεδιασμό και το νου στα βενζινάδικα, του πήρε μόνο μια βδομάδα να τσεκάρει από μονόλιθο σε μονόλιθο και τελικά να βρει εκείνον με τα τρία δάχτυλα. Και οι οιωνοί ήταν καλοί, γιατί το μεσαίο δάχτυλο ήταν το κοντύτερο και μακρύτερο το αριστερό, οπότε για την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού έπρεπε να τραβήξει τώρα καρφί νότια προς τα σύνορα με το Μεξικό.
Οι τελευταίες ψυχές που συνάντησε πριν χωθεί στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, ήταν δυο Ινδιάνες τσελιγκοπούλες που έβοσκαν τα προβατάκια τους στις όχθες ενός ξεροπόταμου
Όταν έχεις τέτοια μηχανούκλα, χάρτη να βγάλεις ρότα μια βδομάδα μπροστά και τ’ αμπάρια τίγκα βενζίνη, νερό και κονσέρβα, τα μονολιθικά τραπέζια γίνονται νησιά και η έρημος θάλασσα. Με θερμοκρασίες κοντά στους 50 βαθμούς στα μέσα Αυγούστου, η έρημος ερχόταν τώρα με ρυθμό, βουβά πελαγίσια κύματα ξανθοκόκκινης άμμου μ’ αφρισμένες πράσινες κορφές από κοντούς θάμνους. Άν ψιλοκαθόσουν πίσω με λυγισμένα γόνατα, κρατούσες πορεία κοιτάζοντας μακρυά, δεν έκλεινες το γκάζι και δεν την έγερνες πάνω από δέκα μοίρες με τόση βενζίνη αποθηκευμένη ψηλά, η Μπέμπα δεν κουνούσε πολύ στο πέσιμο από κύμα σε κύμα, αλλά κρατούσε την τετάρτη γεμάτη με μισό γκάζι, γουργουρίζοντας σταθερά σα τορπιλλάκατος σε καλοκαιρινή περιπολία. Και μη ρωτήσει κανείς αν το σύστημα είναι τέλεια στημένο για τέτοιες διαδρομές. Τέτοιο μηχανάκι το παίρνεις όπως είναι. Το γράφει και στην ούγια: Adventure. Πως λέμε Περιπέτεια.
Όπου, Ού Γαρ του Λεκέ, Στρατιωτικός Χάρτης Γουν Έστιν Ακριβής
Οι τελευταίες ψυχές που συνάντησε πριν χωθεί στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, ήταν δυό Ινδιάνες τσελιγκοπούλες που έβοσκαν τα προβατάκια τους στις όχθες ενός ξεροπόταμου. Αυτές γαργαλήθηκαν με την ιδέα και το είδαν πολύ μπλαζέ. Θα το προτιμούσαν είπαν εντελώς - “μα τι λέμε τώρα, από πάντα το ήξεραν” - ότι κατάγονται από την Ελλάδα αντί για τη Μογγολία όπως οι υπόλοιποι, ποβρ Ινδιάνοι. Κι ύστερα του πρόσφεραν φραγκόσυκα και φρέσκο καλαμπόκι, και τον οδήγησαν στη σκηνή της γιαγιάς τους στον καταυλισμό. Η γιαγιά Navajo, που - στο τιμόνι που κρατάω - την έλεγαν και “Ατένα”, αφού επιβεβαίωσε με γέλια την παρόμοια κοσμολογία της φυλής της μ’ αυτήν του Ησίοδου, τον προειδοποίησε. “Αχ παιδάκι μου, το γέρο-Κογιότ ξεκούτιανε πιά. Χρόνια τώρα ζει μονάχος του στην από δω άκρη της ερήμου που οι φεντεράλες έχουν κάνει πυρηνικές δοκιμές, και δεν είναι να δίνεις βάση τι λέει.” Αλλά τα λόγια της γιαγιάς Navajo μέσα στη σκηνή δεν μπορούσαν να έχουν καμμία ισχύ μπροστά σ’ αυτό που περίμενε τον Στούκερμαν απ’ έξω: μια νεαρή Μπέμπα ξέχειλη στη βενζίνη.
...Οι νύχτες κάτω από μια σκηνούλα που στηνόταν τεντώνοντας ένα πράσινο καραβόπανο...
Ούτε και η προειδοποίηση αμέσως μετά, στο πέρασμα από τον Ξεροπόταμο του Γουρουνιού, της πινακίδας που έγραφε “DO NOT ENTER VALLEY - RIO PUERCO RADIOACTIVE AREA” είχε καμμιά αποτρεπτική ισχύ. Αυτήν απλώς δεν την είδε. Αλλά με το που μπήκε στην περιοχή των πυρηνικών δοκιμών, μέσα σε δυό μέρες πορεία η έρημος άλλαξε εντελώς πρόσωπο. Τα κύματα ξανθοκόκκινης άμμου με τους διάσπαρτους χαμηλούς θάμνους και το γήινο άρωμα της καυτής άμμου διαδέχτηκε ένας άδειος, επίπεδος ορίζοντας από μια επιφανειακή ασπροκίτρινη γλίτσα που έζεχνε μια απίστευτη, εμετική βρώμα σαν σίδερο σαπισμένο στο θειάφι, και στην οποία η γερμανική τορπιλλάκατος βυθίστηκε αύτανδρη πάλι και πάλι, ώσπου ο δικός μας σιχάθηκε να σκάβει για να την ξανασηκώνει. Τελικά, μετά από αλλεπάλληλες τούμπες συμμορφώθηκε με την ιδέα να σέρνεται με πρώτη, 5-10 χ.α.ω. και τα πόδια κάτω για γλύστρες. Το μαρτύριο κράτησε πέντε μέρες, όπου διάνυσε λιγότερα από 200 χιλιόμετρα με το θερμοκρασιόμετρο της Μπέμπας συνεχώς στο κόκκινο. Μετά η γλύτσα ξεράθηκε, και τη διαδέχτηκαν τελικιάσματα a la πάρτα-μωρή-άρρωστη πάνω σ’ έναν ατέλειωτο καθρέφτη από τραγανό κρυσταλλικό αλάτι, το οποίο σε συνδυασμό με τις θερμοκρασίες της ημέρας ξύριζε ό,τι είχε απομείνει από τα ήδη φθαρμένα τακούνια των ελαστικών.
Το φεγγάρι κρεμόταν από το στερέωμα σιωπηλό όταν στο κρύο του φως ο Στούκερμαν έφερε την ευτραφή φροϋλάιν ως τη ρίζα του μυτερού κάκτου...
Μελανιασμένος από το τουμπίδι, το λαιμό και τα μάτια να καίνε από το αλάτι και τα χείλη σκασμένα από τον ήλιο, για να κάνει οικονομία σε δυνάμεις, λάστιχα και νερό άρχισε να κοιμάται τη μέρα και να συνεχίζει στις δροσιές της νύχτας. Όλη μέρα λαγοκοιμόταν, διάβαζε Novalis και άλλους Γερμανούς ρομαντικούς, κι έστιβε το μυαλό του να λύσει το ύστατο αρχαιολογικό αίνιγμα του 21ου αιώνα: Πώς γινόταν οι Navajos, ενώ ήσαν απόγονοι των ναυτών του χαμένου πλοίου του Οδυσσέα, δηλαδή Δαναών της Ύστερης Μυκηναϊκής Περιόδου στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, να χρησιμοποιούσαν γραφή στην Ιωνική διάλεκτο αντί της Γραμμικής Β. Επίσης, πώς γίνεται, δεδομένης της προ-Ομηρικής τους καταγωγής, η κεραμική τους να ήταν της Μέσης Γεωμετρικής Εποχής, δηλαδή του όγδοου αιώνα. Και πώς γινόταν να γνώριζαν ήδη τον Διόνυσο, ο οποίος ως γνωστόν αναφέρεται για πρώτη φορά ως νεόφερτος Φρύγης θεός στις Βάκχες του Ευρυπίδη τον πέμπτο αιώνα..
... Οι οιωνοί ήταν καλοί, γιατί το μεσαίο δάχτυλο ήταν το κοντύτερο και το μακρύτερο το αριστερό, οπότε για την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού έπρεπε να τραβήξει τώρα καρφί νότια προς τα σύνορα με το Μεξικό
Εντωμεταξύ τα μεταλλαγμένα σερσέμια είχαν βρει πελάτη. Τελικά δεν υπάρχει χειρότερο εντομοαπωθητικό από το να έχεις βδομάδες να κάνεις μπάνιο. Ο ύπνος του ρηχός, βουτηγμένος στον ιδρώτα και τις παραισθήσεις. Στην πικρή ακινησία της Κοιλάδας του Αλατιού που η σιωπή κούφαινε, σκληρές μελωδίες από σαξόφωνα έφταναν από κάπου στον ορίζοντα. Μεγάλα στρατιωτικά αεροπλάνα περνούσαν από ψηλά αφήνοντας πίσω τους στον ουρανό λεπτές άσπρες γραμμές, σα γρατζουνιές από μαύρες θυμωμένες γάτες. Κι όταν ο δίσκος του ήλιου κρεμόταν στην αιωνιότητα του μεσημεριού και η ύπαρξη σχοινοβατούσε στη διαφορά λίγων βαθμών Κελσίου, έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τον εαυτό του πάλι τρίχρονο πιτσιρικά να τοποθετεί τραπουλόχαρτα στις ρόδες και να χαράζει τακούνια στα λάστιχα του πρώτου του ποδήλατου. Πόσο απέραντη κι ανεξερεύνητη του είχε φανεί τότε η πίσω αυλή..
... Μελανιασμένος από το τουμπίδι, το λαιμό και τα μάτια να καίνε από το αλάτι και τα χείλη σκασμένα από τον ήλιο, για να κάνει οικονομία σε δυνάμεις, λάστιχα και νερό άρχισε να κοιμάται τη μέρα και να συνεχίζει στις δροσιές της νύχτας
Μέσα σ’ ένα μαύρο ανοιχτό Mustang Mach III του 1972 είδε πάλι τη μελαχροινή να κατεβαίνει από του Ζωγράφου προς το μυστικό τους ραντεβού στην Πανεπιστημίου. Στο έρεβος των ματιών της δυό κάρβουνα πυρακτωμένα, τα μακρυά σγουρά της μαλλιά ν’ ανεμίζουν σαν αγριεμένα φίδια φαρμακερά.. Κάθιδρος κάτω από το μικρό του πράσινο καραβόπανο είδε τους αιώνες της ανθρωπότητας να προσπερνούν από μακρυά, αστράφτοντας και μπουμπουνίζοντας σαν φοβερές καταιγίδες. Οι χαμένοι αργοναύτες του Οδυσσέα έβγαιναν από την ξεκοιλιασμένη τους τριήρη και τσαλαβουτούσαν σα μεθυσμένοι αλαλλάζοντας από χαρά στον αρχαίο ορυζώνα. Με το που έπεφτε ο ήλιος και η έρημος άρχιζε να κρυώνει, άνοιγε μια κονσέρβα, έφτιαχνε καφέ για το δρόμο, φόρτωνε και συνέχιζε αλαφιασμένος στο απόκοσμο τοπίο. Γύρω στα μεσάνυχτα που το φεγγάρι ανέβαινε ψηλά, οι κρύσταλλοι του αλατιού λαμπύριζαν στη δυνατή δέσμη του διπλού προβολέα, έτσι που η μηχανή φαινόταν να τρέχει στο διάστημα πάνω σ’ ένα σύννεφο από φως με μόνο οδηγό την πυξίδα.
Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο
Με απραξία όλη τη μέρα και τα μεσημέρια ν’ αρχίζουν στις δέκα το πρωί και να τελειώνουν στις οκτώ το βράδυ, ο χρόνος φαινόταν να λαστιχάρει. Ήταν άραγε ακόμα Αύγουστος; Και πόσο νότια είχε κατέβει; Πουθενά μια ψυχή να ρωτήσει. Κι εκείνος ο λεκές στον χάρτη που τον υπολόγιζε για χωριό ανεφοδιασμού, εντέλει είχε κάνει μεγάλη ζημιά. Του πήρε μισή βδομάδα πορεία πριν καταλάβει το λάθος. Δεν ήθελε δα και GPS. Παντού άδεια έρημος εκεί που έπρεπε να βρίσκεται καταυλισμός, ούτ’ ένας χωματόδρομος να οδηγεί κάπου, κι ύστερα, “αμάν!”, ένα απλό ξύσιμο του λεκέ με το νύχι..
Με βενζίνη πλέον μόνο από τα μπετόνια και τα παντού χωμένα μπουκαλάκια, πήγαινε με τη ροπή στις χαμηλές στροφές συνεχίζοντας νότια με την ψυχή στο στόμα, ώσπου οι κόκκοι της άμμου άρχισαν να γίνονται περισσότεροι από αυτούς του αλατιού και το τοπίο άρχισε πάλι ν’ αλλάζει. Για καμμιά-δυό μέρες το έδαφος έγινε πετρώδες, με τη μηχανή να τρέχει πάνω σε πλάκες γεμάτες απολιθωμένα ίχνη από πατήματα δεινόσαυρων. Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά που όριζαν από δύση και ανατολή την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο. Ποιό απ’ αυτά ήταν άραγε το Βαθύ Φαράγγι Όπου Όλα Μιλάν;
Μπροστά ο ορίζοντας γέμισε χαμηλούς θαμνόσπαρτους αμμόλοφους που ανεβοκατέβαιναν χωρίς τελειωμό. Παντού άρχισαν να φυτρώνουν ψηλοί ξεμαλλιασμένοι κάκτοι με μακρυά μυτερά αγκάθια. Εξόν του λεκέ, ο στρατιωτικός χάρτης ήταν βέβαια ακριβής, αλλά δεν βοηθούσε αν δεν είχες πιά ιδέα πού βρίσκεσαι μέσα σ’ αυτόν, ή ακόμα χειρότερα, αν νόμιζες ότι είχες ιδέα και βέβαια έκανες λάθος. Και τώρα κάκτοι στην Αριζόνα; Τέτοιοι κάκτοι ήξερε ότι υπήρχαν μόνο στην έρημο Σονόρα. Μήπως είχε περάσει στο Μεξικό;
Όσο υπήρχε ακόμα βενζίνη στα μπετόνια, τις πίσω πλευρές των λόφων τις κουτρουβαλούσε σβυστός. Πέρασαν έτσι λίγες ακόμα μέρες μοτοσυκλετιστικής πανδαισίας. Με το που έφτασε να ψάχνει για τα μπουκαλάκια, κατέβαινε κι έσπρωχνε όπου εύρισκε επίπεδο έδαφος. Κι όταν είδε να τελειώνει και η εμφιαλωμένη χωρίς να φαίνεται χωριό ή δρόμος πουθενά, άρχισε να σπρώχνει και στις ανηφόρες.
Τώρα μπορεί ν’ ακούγεται παράξενο, αλλά αν δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, αν δεν έχεις ιδέα πού πας, και παρεμπιπτόντως σπρώχνεις για μέρες και μια φορτωμένη GS1150R στην ανηφόρα από αφράτη άμμο στους 50 βαθμούς Κελσίου, δεν έχει πιά και τόση σημασία το προς τα πού τη σπρώχνεις. Περισσότερη σημασία έχει το τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου.
Νύχτωνε πάλι κι ένα τεράστιο φεγγάρι, γκρι σα γαλάζιο και διάφανο σα νεκροκεφαλή ανέβαινε το στερέωμα, όταν στα μισά ενός ακόμα λόφου που ανηφόριζε μπροστά στο στόμα ενός βαθιού φαραγγιού, ο Στούκερμαν λύγισε και γονάτισε δίπλα στη μηχανή με κομμένη την ανάσα. Εκεί που στράγγιζε τον ιδρώτα ακούστηκε από πίσω του η στριγγή, αντιπαθητική φωνή του κάκτου.
Και τώρα κάκτοι στην Αριζόνα; Μήπως είχε περάσει στο Μεξικό;
Τάδε έφη η Μπέμπα, κι ύστερα έσβυσε τα φώτα και όλοι πήγαν για ύπνο. Το φεγγάρι κρεμόταν από το στερέωμα σκεφτικό, όταν στο κρύο του φως ο Στούκερμαν κύλησε τη φροϋλάιν ως τη ρίζα του μυτερού κάκτου, τέντωσε το καραβόπανο, έβγαλε τις παγκοσμίου φήμης μπότες του κι έστρωσε στην άμμο την κουβέρτα να κοιμηθεί. Η έρημος κρύωνε γρήγορα τώρα κι ένα ελαφρό αεράκι έφερνε τα ξηρά της αρώματα από παντού. Τη νύχτα η έρημος γίνεται διαστημόπλοιο. Μιά νύχτα στην έρημο, και ποτέ πιά δεν θα βρεθείς τόσο κοντά στ’ άστρα. Μιά νύχτα στη ρίζα του κάκτου, και ποτέ πριν δεν στάθηκες πιό κοντά στην πόρτα της αρχαίας πολιτείας των Ναυαγών. Έτσι ο δικός μας θα συνέχιζε ώσπου να στερέψει και η τελευταία σταγόνα βενζίνης σ’ εκείνο το τελευταίο μπουκαλάκι κολώνιας. Έτσι, φτάνει η Μηχανή να κυλάει, ακόμα και με μιζιές. Έτσι μέχρι να παγώσει η κόλαση. Κι είχε βάλει ένα ψόφο πάλι απόψε..