Hλεκτροστατικές Βαφές

Από το

Στόμα του Λύκου

6/6/2014

Ένας σύγχρονος, παραγωγικός και ευρέως διαδεδομένος τρόπος βαφής διαφόρων μεταλλικών αντικειμένων είναι εδώ και αρκετά χρόνια η ηλεκτροστατική βαφή.

Τι είναι αυτή και τι εξοπλισμό προϋποθέτει όμως;

Χρειάζεται ένα γκρούπ βασικών εργαλείων αρχικά, ένα πιστόλι ηλεκτροστατικής βαφής, έναν θάλαμο αμμοβολής ,ένα κομπρεσέρ αέρα, έναν φούρνο σε πολλούς ερασιτέχνες αρκεί και κουζίνας, αλλά είναι προτιμότερο να φτιαχτεί ένας ειδικά για αυτή τη χρήση,καθότι οι ηλεκτροστατικές πούδρες(χρώματα της ηλεκτροστατικής σε μορφή σκόνης) απαιτούν η καθεμιά πολλές φορές διαφορετική θερμοκρασία ψησίματος η οποία αναγράφεται στο κουτάκι κάθε πούδρας μαζί με τον χρόνο που πρέπει να ψηθεί εντός φουρνου για να επιτύχουμε το καλύτερο και το πιο σωστό αποτέλεσμα.

Έτσι χρειάζεται ένας φούρνος φτιαγμένος να ανεβάζει θερμοκρασίες γύρω στους 400-500 βαθμούς Κελσίου. Μπορεί να φτιαχτεί από οποιονδήποτε με λίγες βασικές γνώσεις στον τομέα των ηλεκτρολογικών.

Χρειάζεται ένα πλαίσιο ντυμένο με σάντουιτς λαμαρίνας και μονωτικού υλικού και μια πόρτα εξίσου ντυμένη. Αντιστάσεις για τον φούρνο κυκλοφορούν στο εμπόριο, είναι εύκαμπτες σε διάφορα μήκη και διατομές για να βολέψουν τον καθένα στον φούρνο του.

Ποιά είναι η σειρά των πραγμάτων όταν θέλεις να επιχειρήσεις μια ηλεκτροστατική βαφή;

Αρχικά πρέπει να φροντίσουμε το μέταλλο το οποίο θα βαφτεί να έχει χτυπηθεί με αμμοβολή χοντρή και αν χρειάζεται και ψιλή π.χ υαλοβολή για τη δημιουργία λίγο πιο λεπτομερούς επιφάνειας στο αντικείμενο. Εφόσον το έχουμε κάνει αυτό προχωράμε στην λεγόμενη απολάδωση του αντικειμένου διώχνοντας κάθε λιπαρό υγρό από επάνω του όπως λάδι. Για παράδειγμα, απολάδωση μπορούμε να κάνουμε με πιστόλι βαφής χρησιμοποιώντας διαλυτικό. Λόγω του ότι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν στέγνωσε το διαλυτικό επάνω από το κομμάτι με γυμνό μάτι το εισάγουμε στον φούρνο για στέγνωμα. Αν παραλείψουμε το ζέσταμα στον φούρνο και το αφήσουμε να στεγνώσει στον αέρα έξω για λιγότερο απ ότι πρέπει μετά βάφοντας το ίσως αντικρίσουμε το δυσάρεστο φαινόμενο η μπογιά να κάνει φουσκάλες, να φεύγει και με το νύχι ή πολλά άλλα..

 

 

Μετά το στέγνωμα λοιπόν αφαιρούμε το αντικείμενο από το φούρνο όπου αναλαμβάνει τη δουλειά το πιστόλι της ηλεκτροστατικής, φορτίζοντας την πούδρα με ηλεκτρικό φορτίο αντίθετο με το φορτίο που βρίσκεται στην γείωση η οποία τοποθετείται στο κομμάτι. Ψεκάζοντας το τραβάει σαν μαγνήτης την πούδρα το κομμάτι επάνω του δίχως ν’αφήνει ατέλειες ή σημεία άβαφτα το οποίο αποτελεί και ένα πλεονέκτημα για την ηλεκτροστατική βαφή. Αυτό εξαρτάται στο πώς έχει στηριχθεί και το κομμάτι φυσικά αν έχει περαστεί κάποιου είδους σύρμα σε κάποια τρύπα που έρχεται σε επαφή με το κομμάτι. Εκεί δεν εισχωρεί πούδρα λόγω της επαφής σύρματος και κομματιού. Επόμενο βήμα το εισάγουμε στον φούρνο με τη θερμοκρασία που μας λέει ο παρασκευαστής της συγκεκριμένης πούδρας στο κουτάκι της συνήθως παρέα με τον χρόνο που θα χρειαστεί να μείνει σ’ αυτή τη θερμοκρασία. Μετά απ αυτό το βήμα το αφαιρούμε από εντός του φούρνου και το αφήνουμε να κρυώσει σε θερμοκρασία δωματίου, δεν είναι ανάγκη να μείνει στο φούρνο καθώς τον έχουμε κλείσει βέβαια, το κομμάτι μας θα ψηθεί για αρκετή ώρα παραπάνω ακόμη μέχρι να πέσει η θερμοκρασία του φούρνου, οπότε όχι! Γενικότερα η ηλεκτροστατική βαφή θέλει πολύ υπομονή και όσο περισσότερη περιποίηση του κομματιού προς βαφή τόσο καλύτερο θα ‘ναι και το αποτέλεσμα. Στο εμπόριο επίσης κυκλοφορούν πολλά σχετικά της ηλεκτροστατικής όπως τάπες σιλικόνης όταν δεν θέλουμε να βαφτούν σημεία όπως τρύπες που φέρουν σπείρωμα κ.α. Tο κόστος του πιστολιού της ηλεκτροστατικής είναι γύρω στα 400€ για πιστόλι ερασιτέχνη.

Αντώνης Σαράντης

Δυο ποτιστήρια μια κιθάρα κι ένα μάθημα - Η σελίδα του MOTO που έγινε "viral"

27/9/2016

Γράφω για μοτοσυκλέτες. Ή τουλάχιστον αυτή είναι μια πρόφαση για να γράψω για κάποια πράγματα σημαντικά. Και πάντα μ’ αρέσει το απλό γράψιμο, αν έχεις να πεις κάτι δε χρειάζεται να λες πολλά. Αν δεν έχεις, μπορείς να γεμίσεις σελίδες. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι να βλέπεις ότι αυτό που λες φτάνει κάπου. Για το κείμενο με τίτλο ‘wabi sabi’ το inbox μου γέμισε μηνύματα από ανθρώπους άσχετους με μοτοσυκλέτα.

Σήμερα πήρα μια φωτογραφία, της κομμένης σελίδας μου από το περιοδικό να έχει αναρτηθεί σε ένα γραφείο καθηγητών. Πως έφτασε εκεί το βλέπετε στα μηνύματα παρακάτω. Γι’ αυτό αποφάσισα κατ’ εξαίρεση να δημοσιευτεί διαδικτυακά για όποιον θέλει να το διαβάσει. Ακολουθεί λοιπόν και όλο το κείμενο του ‘Wabi Sabi’ ή όπως δημοσιεύτηκε ‘Δυο ποτιστήρια μια κιθάρα κι ένα μάθημα’.

 

---------

«Καλησπέρα!

Βρήκα την αφορμή να σας στείλω αυτό το μήνυμα, αφού διάβασα το " 2 ποτιστήρια, μια κιθάρα και ένα μάθημα". Δεν είμαι μηχανόβια (!!!) αλλά ο σύζυγος μου νομίζω πως με αγαπάει λίγο(...μόνο λίγο) περισσότερο από τη F800GS του, πράγμα που σημαίνει ότι ειναι φανατικός του MOTO.

Για να μη μακρηγορώ, ήθελα απλώς να σας πω ότι το άρθρο σας όχι απλά με συγκίνησε αλλά με έκανε να αναλογιστώ κάποια πράγματα που θεωρώ δεδομένα. Θα το εκτυπώσω και θα το έχω στο γραφείο μου, για να μην ξεχνώ πως το απλό, παλιό, φθαρτό υπάρχει στη ζωή μας, για να θυμίζει το νόημα που χάνουμε μες στην πολύβουη ζωή μας.

Συγχαρητήρια και για τον τρόπο που γράφετε αλλά κυρίως για τα νοήματα που αποτυπώνετε!!

Καλή συνέχεια και καλές εμπνεύσεις.

Φιλικά,

Κωνσταντίνα Γεώργα»

 

-----------

«Διαβάζω το ΜΟΤΟ του Αυγούστου και πάντα αρχίζω από την τελευταία σελίδα (Στο στόμα του Λύκου). Με τον Λύκο είχαμε (και έχουμε) τις διαφορές μας, αλλά αυτό ποτέ δεν με εμπόδισε να κρίνω με όσο πιο καθαρό μάτι μπορώ.

Διαβάζω λοιπόν το Αυγουστιάτικο "Δυο ποτιστήρια, μια κιθάρα κι ένα μάθημα" και αν ήμουν Λύκος θα αποφάσιζα να μην ξαναγράψω.

Γιατί δεν νομίζω ότι ο Λάζαρος θα μπορέσει να γράψει καλύτερο, πιο ατμοσφαιρικό, πιο αληθινό κείμενο!

Θα την κρατήσω την σελίδα του περιοδικού (ως φανατικός.. "νεκρόφιλος").

Λάζαρε.... μπράβο κι ευχαριστώ !!!»

Μάνος Κιλημάντζος

-----------------

 

Ρε σύντροφε… τι ήταν αυτό το τελευταίο κείμενο στο ΜΟΤΟ… Με έστειλες, με χάζεψες, με βούρκωσες… Πολλά μπράβο! (και από την Τζένη τη γυναίκα μου).

Χάρης Μωραιτίνης.

 

Wabi Sabi

δυο ποτιστήρια μια κιθάρα κι ένα μάθημα

του Λάζαρου Αλεξάκη

 

Ναι το ξέρω σα τίτλος δε λέει και πολλά. Του λείπει το σασπένς και η ένταση. Το ζουμί όμως είναι στο μάθημα, οπότε μείνετε για λίγο μέχρι να φτάσουμε εκεί.

Να ξεκινήσουμε από τα ποτιστήρια. Τα είδα πριν από όχι πολύ καιρό σε ένα κήπο που πέρασα. Κι επειδή το να γράφεις είναι το τι παρατηρείς έκατσα λίγο παραπάνω και τα κοίταζα.

Το ένα ήταν παλιό, πολύ παλιό. Σιδερένιο, σκουριασμένο, μ’ εκείνη την όμορφη χαλκοπράσινη σκουριά που ξεκίναγε απ’ τη βάση του και ανέβαινε μέχρι πάνω αλλάζοντας όλους τους τόνους του καφέ και μερικούς του πορτοκαλί μέχρι τη βάση για το στέλεχος που κατέληγε σε κείνο το μεγάλο κωνικό παλιομοδίτικο στόμιο. Το χερούλι του είχε στραβώσει λίγο και κισσός το είχε πιάσει και το είχε τυλίξει. Ήταν ακουμπισμένο σε ένα περβάζι παραθύρου κοντά σε μια βρύση. Ήταν όμορφο. Ήταν πολύ όμορφο.

Κάτω από το περβάζι, στη βάση του μικρού τοίχου ήταν ακουμπισμένο ένα κίτρινο πλαστικό ποτιστήρι. Βρώμικο. Δεν ήξερα αν είναι παλιό ή καινούριο - οι γνώσεις μου στα ποτιστήρια είναι πολύ περιορισμένες. Ήταν σπασμένο. Είχε ένα μεγάλο βαθύ σκίσιμο στο πλάι του που έχασκε. Προφανώς δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πια, αλλά δεν έφταιγε αυτό. Το βρώμικο κίτρινο χρώμα του το έκανε άσχημο. Το έκανε σκουπίδια. Φύλλα δεν είχαν πιάσει πάνω του, ήταν σαν η φύση να είχε τραβηχτεί γύρω του να μην το ακουμπήσει.

Κάποιος είχε χρόνια το σιδερένιο, μετά είχε πάρει το πλαστικό σαν πιο ελαφρύ και εύχρηστο. Κι όταν αυτό αχρηστεύτηκε ξανάπιασε το παλιό το σιδερένιο. Το πρώτο θα μπορούσε να είναι θέμα ενός πίνακα, ή μιας ωραίας φωτογραφίας, ειδικά με την πρωινή πάχνη πάνω του. Το άλλο δεν έπιανε καν πάχνη λόγω της στιλπνής του επιφάνειας. Αν το σιδερένιο σταματούσε να ποτιστηριάζει (το ωραίο με το να γράφεις είναι να φτιάχνεις ρήματα), κάποιος ίσως το γέμιζε με χώμα και το γέμιζε φυτά. Γιατί ήταν όμορφο. Το άλλο ήθελε απλά πέταμα. 

Δίπλωσα προσεχτικά τις παρατηρήσεις μου για τα ποτιστήρια σε ένα νοητό μπλοκάκι που κρατάω και συνέχισα. Το ξεδίπλωσα πολλούς μήνες αργότερα, κι έφταιγε μια κιθάρα.

Μια κιθάρα custom για να είμαι ακριβής. Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έχω πάρει τις τελευταίες φωτογραφίες της από το φίλο Διονύση Δικέφαλο που την φτιάχνει στο χέρι. Είναι μια κιθάρα σε χρώμα φυσικού ξύλου, που θα έχει πάνω ένα φετίχ μου, το great wave off kanagawa του Hokusai σχεδιασμένο στο χέρι από το Διονύση. Συζητάμε λοιπόν το τι και το πώς. Και φυσικά στην αρχή σκέφτομαι η κιθάρα να βγει ‘τέλεια’. Να βαφτεί έτσι και να πέσει τέτοιο βερνίκι που να γίνει ‘τέλεια’, και να γίνει μια κιθάρα που μετά θα πρέπει να την προσέχω να μην πάθει τίποτα και να μη φθαρεί και να δείχνει (αιώνια;) όλη την τέχνη που έχει πάνω της. Ο Διονύσης θέλει να μη βαφτεί και να μείνει φυσικό το ξύλο πάνω της. Και μου στέλνει ένα link με δυο λέξεις. Wabi-Sabi.

 

Διαβάζω και ανακαλύπτω τον τρόπο να συνοψίσω πολλά απ’ αυτά που σκέφτομαι σ’ αυτές τις δυο λέξεις. Το wabi-sabi είναι στην ουσία του ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης που γεννήθηκε στην Ιαπωνία αρκετά χρόνια πριν. Και αναφέρεται και στα δυο ποτιστήρια μου. Βγάζω νοητά το διπλωμένο χαρτάκι απ’ τον κήπο, το αφήνω δίπλα, φτιάχνω κι ένα καφέ και διαβάζω.

Το wabi-sabi αναφέρεται στην ομορφιά ενός αντικειμένου που είναι ατελές, που είναι φθαρτό. Που είναι ταπεινό. Που κάποια μέρα θα χαθεί όπως χάνονται όλα. Δεν αφορά την αγάπη για κάτι άφθαρτο, νεανικό και αψεγάδιαστο αλλά το σεβασμό για κάτι που περνάει, που είναι εύθραυστο, που έχει πάνω του τη μελαγχολία του τέλους του.

Το wabi-sabi αφορά την πεποίθηση ότι κάτι είναι πάντα ομορφότερο όταν φέρνει πάνω του τα σημάδια του χρόνου και της προσωπικής ενασχόλησης. Συγκεκριμένα η λέξη sabi αφορά το πώς τα σημάδια του χρόνου και της φθοράς ενισχύουν ένα αντικείμενο, ένα αντικείμενο που αποτυπώνει πάνω του σε χαρακιές, σε σπασίματα, σε γδαρσίματα, σε φθορές όλα τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη ‘ζωή’ του. Και φυσικά αυτό μας φέρνει στην ιδέα ότι μέσα από αυτό αποδεχόμαστε και εμείς το πόσο φθαρτοί και περαστικοί είμαστε και απορρίπτει την ψευδαίσθηση του ‘αθάνατου’. Σε κάνει όχι μόνο να καταλάβεις αλλά και να αποδεχτείς ‘τον κύκλο’.

Αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που το πλαστικό σαν υλικό με απωθούσε πάντα έντονα. Πολύ περισσότερο στις μοτοσυκλέτες που είναι και φετίχ μετακίνησης για μένα. Το πλαστικό και η μαζική παραγωγή είναι η μαρκετίστικη και οικονομικά ‘συμφέρουσα’ επιλογή στο να μη δεχτείς αυτόν τον κύκλο. Χάλασε; Το πετάς και παίρνεις άλλο. Ξαφνικά τα ‘αντικείμενα’ δεν έχουν ζωή και κύκλο, δεν έχουν πορεία στο χρόνο γιατί αυτή δεν αποτυπώνεται πάνω τους, έχουν απλά ένα ‘ον’ και ‘οφφ’. Είτε δουλεύει και το κρατάς είτε δε δουλεύει και το πετάς και παίρνεις ένα άλλο. Κι έτσι μαθαίνεις λίγο και σε μια αναλώσιμη νοοτροπία που βολεύει τους καιρούς που ζούμε. Αναλώσιμοι εργαζόμενοι, εργοδότες, σχέσεις. Μπορεί να σε πάει σε επικίνδυνα μονοπάτια το αναλώσιμο, πέρα από την αισθητική.

Όμως αυτή είναι η τάση των καιρών. Η απόφαση έχει προ πολλού παρθεί. Και τα αντικείμενα που ‘χαράζονται’ απ’ το χρόνο όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και πιο σπάνια και γι’ αυτό πιο πολύτιμα. Το να βρεις μια φωτογραφία σε ένα συρτάρι, κιτρινισμένη, ξεφτισμένη, στη γωνία σχισμένη, γραμμένο πίσω με στυλό ‘εκδρομή Μάιος 1975’ δεν είναι το ίδιο με το να βρεις ένα jpeg σε φάκελο. Το να βρεις το βιβλίο που διάβαζες μικρός, με τις σημειώσεις σου, με τα χαζά σχέδια στο οπισθόφυλλο, με αρχικά που μόνο εσύ ξέρεις τι σημαίνουν δεν είναι το ίδιο με το pdf στο tablet. Μερικά πράγματα ρουφάνε τη ζωή κι αφήνονται στη φθορά της. Άλλα είναι απλά προϊόντα.

Έχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουν γεράσει μέσα σ’ ένα παλιό αμάξι, πάνω στη σέλα μιας Φλορέτας. Μέσα και πάνω σε σίδερα που φτιάχτηκαν – αν τα πρόσεχες – να κρατήσουν για μια ζωή. Κι αυτά κράτησαν.

Χαμογελάω συνήθως όταν ακούω κάποιον με τον οποίο μιλάω για μοτοσυκλέτες, ποτιστήρια ή παλιές φωτογραφίες να μου μιλάει – λογικά βέβαια – για τη χρήση τους. Μα αφού έτσι είναι πιο ελαφρύ, πιο εύκολο, πιο γρήγορο, τα βιβλία σε pdf δεν πιάνουν χώρο, τα jpg έχουν ανάλυση πολλά megapixels, τα πλαστικά εργαλεία, τα πλαστικά πιάτα, τα πλαστικά κουτάλια, ευκολία – και μετά; Μετά το πετάς.

Τα άλογα μας τα συνηθίσαμε σιδερένια. Όχι πλαστικά. Τα συνηθίσαμε να καταλαβαίνουμε πως δουλεύουν. Όχι μ’ ένα μάτσο ηλεκτρικά. Τα συνηθίσαμε να αποτυπώνουν πάνω τους τη ζωή μας, όχι να τα πετάμε και να παίρνουμε άλλα. Τα συνηθίσαμε να τα φτιάχνουμε με μέταλλα κι όχι με 3d-printer. Συνηθίσαμε να βλέπουμε τη ζωή μας που πέρασε πάνω στις γρατζουνιές τους και τα σημάδια τους και να προσπαθούμε να τα γιατρέψουμε. Η σκουριά ποτέ δεν κοιμάται έλεγε κι ο άλλος ο παλιοροκάς. Rust never sleeps. Όσο εσύ τρίβεις και φτιάχνεις και μαζεύεις, αυτή κάνει τη δουλειά της, 24 ώρες τη μέρα, 365 μέρες το χρόνο, η σκουριά δεν κοιμάται. Κι όταν τη χάσουμε τη μάχη με το χρόνο, γιατί πάντα τη χάνουμε, θα το κρατήσουμε σε μια γωνιά γιατί έχει να πει μια ιστορία. Ατελή, πονεμένη, γεμάτη σπασίματα και αποτυχίες δικές του και δικές μας – μα μια ιστορία. Μια δική μας ιστορία.

Κι όταν μεγαλώσω κι έχω σε μια γωνία το μηχανάκι μου, την κιθάρα του Διονύση, και μερικά άλλα ‘παλιοπράγματα’, θέλω να βλέπω ιστορίες γύρω μου, όχι σκουπίδια. Θέλω να χουν κάτι να μου πούνε και κάτι να τους πω. Καλές ιστορίες και καλούς δρόμους αδέρφια.