Riding Tips: Οδήγηση Flat Track

Τα μυστικά της αριστερόστροφης οδήγησης
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2017

Η άφιξη του Aaron Colton στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς μια φιέστα για να έχουν τα media έναν celebrity να ασχοληθούν στα εγκαίνια της πρώτης πίστας Flat Τrack στη χώρα μας. Ο νεαρός αμερικάνος αναβάτης του Flat Track είναι ένας γνήσιος πρεσβευτής του αθλήματος και αφιέρωσε όλο του το χρόνο για να μοιραστεί μαζί μας τα μυστικά ενός γρήγορου γύρου και να μας κάνει να απολαύσουμε ακόμα περισσότερο την εμπειρία οδήγησης μέσα σε μια οβάλ πίστα. Δική μας υποχρέωση είναι να μεταφέρουμε αυτά τα μυστικά σε όλους όσους δεν μπόρεσαν να βρεθούν εκεί για να τα ακούσουν από πρώτο χέρι, εμπλουτισμένα από τη δική μας προσωπική εμπειρία. Η θεωρία, η πράξη αλλά και τα λάθη του πρωτάρη που όλοι έκαναν (ακόμα και πρωταθλητές του enduro) και πως θα τα αποφύγεις για να… τους σκίσεις όλους!

Η θεωρία της ιδανικής γραμμής

Όπως σε όλα τα πράγματα, έτσι και στην οδήγηση μέσα σε πίστα Flat Track, το μυστικό είναι να κατανοήσεις τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών και να προσπαθήσεις να εκμεταλλευτείς τα πλεονεκτήματα και να μειώσεις τις επιπτώσεις από τα μειονεκτήματα.

Οι λόγοι που η οδήγηση σε μια Flat Track πίστα διαφέρει από τον τρόπο που οδηγούμε στο Motocross ή το Enduro, έχουν να κάνουν καθαρά με το περιβάλλον και τη μοτοσυκλέτα. Όπως λέει και το όνομά της, η πίστα είναι εντελώς επίπεδη, το χώμα σκληρό με ομοιογενή σύνθεση (δεν έχει πέτρες, λούκια, λάσπες κ.τ.λ.) και το οβάλ σχήμα της σημαίνει ότι ουσιαστικά έχεις πάντα μπροστά σου μια μικρή ευθεία και μια αριστερή στροφή σταθερής τροχιάς, που επαναλαμβάνεται διαρκώς. Η μοτοσυκλέτα συμπεριφέρεται επίσης με διαφορετικό τρόπο από μια μοτοσυκλέτα motocross ή enduro, παρά το γεγονός ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες για Flat Track. Η κύρια διαφορά είναι στην πρόσφυση των ελαστικών (κυρίως του πίσω), καθώς εδώ δεν έχουμε λάστιχα με μεγάλα τακούνια, άρα το σπινάρισμα έρχεται πιο εύκολα όταν ανοίγεις το γκάζι (όχι όμως τόσο εύκολα όσο νομίζεις!). Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και την είσοδο της μοτοσυκλέτας στη στροφή. Η πιο μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι δεν χρησιμοποιείς το εμπρός φρένο. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, δεν χρησιμοποιείς καθόλου τα φρένα! Το μόνο κοινό του Flat Track με όλες τις υπόλοιπες μορφές αγώνων μοτοσυκλέτας είναι ότι πρέπει πάντα να προσπαθείς να μειώσεις τον χρόνο και την απόσταση που η μοτοσυκλέτα πλαγιάζει και στρίβει, ώστε να αυξηθεί η απόσταση και ο χρόνος που η μοτοσυκλέτα είναι όρθια και επιταχύνει.

 

Η ιδανική είσοδος
Από τη στιγμή που δεν έχεις εμπρός φρένο, η μείωση της ταχύτητας της μοτοσυκλέτας όταν πλησιάζεις στη στροφή, πρέπει να γίνει μέσω του ντριφτ των τροχών της. Αυτό επιβάλει να αλλάξεις εντελώς το σημείο που αρχίζεις να πλαγιάζεις τη μοτοσυκλέτα, αλλά και τον τρόπο που την πλαγιάζεις. Τόσο στο Motocross/Enduro, όσο και στη οδήγηση μέσα σε ασφάλτινη πίστα, όλοι προσπαθούμε να φρενάρουμε όσο πιο καθυστερημένα γίνεται. Στο Flat Track δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, γιατί δεν έχεις τη δύναμη πέδησης που χρειάζεσαι (δεν υπάρχει εμπρός φρένο…), ούτε έχεις την πρόσφυση που χρειάζεσαι για να στρίψεις και να επιταχύνεις μετά το φρενάρισμα. Όλη η μαγκιά (και όλη η απόλαυση…) είναι να καταφέρεις να “ξαπλώσεις” απότομα και με μεγάλη κλίση τη μοτοσυκλέτα σου. Αυτό πρέπει να γίνει αρκετά πιο νωρίς από το σημείο που θα φρενάριζες αν είχες μοτοσυκλέτα με τρακτερωτά ελαστικά υψηλής πρόσφυσης και εμπρός φρένο.

 

Ιδανική έξοδος
Μετά τη ζώνη επιβράδυνσης, ακολουθεί η επιλογή της γραμμής που θα σε βγάλει από τη στροφή. Καθώς το πίσω ελαστικό δεν έχει επαρκή πρόσφυση όσο η μοτοσυκλέτα είναι πλαγιασμένη, ο στόχος σου είναι να σηκωθεί εντελώς όρθια, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Το μυστικό εδώ είναι στη φράση: “Εντελώς όρθια”. Αν η μοτοσυκλέτα είναι έστω και λίγο πλαγιασμένη, η δύναμη του κινητήρα χάνεται σε σπιναρίσματα και όχι σε επιτάχυνση. Καθώς δεν μπορείς να “απλώσεις” τη γραμμή σου στην έξοδο, είναι απαραίτητο η μοτοσυκλέτα να έχει ήδη ολοκληρώσει το στρίψιμο πριν φτάσει στην κορυφή της στροφής.

 

Στάση σώματος
Το σώμα σου πάνω στη μοτοσυκλέτα θα πρέπει να είναι σε εντελώς διαφορετική θέση, ώστε από τη μία μεριά να επιτευχθεί η δυσανάλογα μεγάλη κλίση ως προς την ταχύτητα που έχεις και την ίδια στιγμή να εξασφαλιστεί το ομοιογενές ντριφτ και η αναλογική επιβράδυνση. Με τα τρακτερωτά ελαστικά, το πάνω μέρος του σώματός σου μπορεί να έχει την ίδια γωνία κλίσης με τη μοτοσυκλέτα, καθώς η πρόσφυση που προσφέρουν στο επιτρέπει.

Στο Flat Track όμως θέλεις να επιτύχεις συνθήκες υψηλής πρόσφυσης μόνο στην έξοδο από τη στροφή. Στην είσοδο χρειάζεσαι το απότομο γλίστρημα του πίσω τροχού, οπότε πρέπει να φορτίζεται με όσο λιγότερο βάρος γίνεται. Αντίθετα ο εμπρός χρειάζεται επιπλέον βάρος για να μπορέσει να κατευθύνει τη μοτοσυκλέτα όσο πιο γρήγορα γίνεται προς την έξοδο της στροφής. Οπότε πρέπει να κάθεσαι όσο πιο κοντά γίνεται στο ρεζερβουάρ, με το πάνω μέρος του σώματός σου κάθετο ως προς το έδαφος. Για να επιτευχθεί αυτή η στάση, πρέπει να μάθεις να περιστρέφεις τον κώλο σου στη σέλα και όχι να βγαίνεις από τη σέλα όπως στις street μοτοσυκλέτες ή να ρίχνεις το βάρος του σώματός σου στο εσωτερικό της στροφής.

 

Η συνομιλία με τον Aaron Colton ξεκίνησε με δική του πρωτοβουλία, πλησιάζοντας τον Θάνο που εκείνη την στιγμή έβαζε το “The Slider” στο σταντ, μαζί με τον Πέτρο, τον άνθρωπο που κατασκεύασε το ελληνικό αυτό Flat Track. Απόλυτα φιλικός και προσιτός, ο Colton μας είπε πολλά για το Flat Track κι αυτά είναι ορισμένα από τα πιο βασικά:

A.Colton για το Flat Track:

Το άθλημα αυτό μεγαλώνει στην Ευρώπη, είναι κάτι που το βλέπω συνέχεια. Το θέμα είναι ότι μεγαλώνει και στην Αμερική. Ναι δεν είναι στάσιμο, ούτε έχει φτάσει στο απόγειο. Από την Άνοιξη μέχρι το Φθινόπωρο γίνονται αγώνες κάθε Σαββατοκύριακο στις κεντρικές πολιτείες και τουλάχιστον κάθε δεύτερο σε όλη την χώρα. Είναι αμέτρητα τα πρωταθλήματα που μπορείς να πάρεις μέρος. Οι αναβάτες κερδίζουν αναγνωρισιμότητα και σε ορισμένες πόλεις είναι οι τοπικοί ήρωες.... ...Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, η κατασκευή μίας πίστα Flat Track έχει προδιαγραφές και δεν είναι απλά ένας λάκκος ή ένα κομμάτι πατημένου χώματος. Ωστόσο εκεί ακριβώς μαθαίνουν οι περισσότεροι κι εκεί μπορεί να ξεκινήσει ο καθένας. Έτσι θα έχει και το προβάδισμα, καθώς στην διάρκεια του αγώνα η πίστα αλλάζει και μάλιστα πολύ. Δημιουργούνται αυλάκια, και «πατήματα» κι ένας αναβάτης που έχει προπονηθεί στην ύπαιθρο είναι έτοιμος να τα αντιμετωπίσει καλύτερα. Το πρώτο μυστικό είναι απλά: παίξε. Όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους!

ΕΛΑΣΤΙΚΑ Track-day & Αγωνιστικά

Πώς επιλέγουμε γόμμα
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

30/10/2017

Τα τελευταία χρόνια οι αναβάτες των MotoGP έχουν μεγαλύτερη ελευθερία να μιλάνε μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες και η ίδια η Dorna τους παρέχει ακόμα περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο με τις δημοσιογραφικές συνεντεύξεις που διοργανώνει πριν τον αγώνα, μετά τα χρονομετρημένα δοκιμαστικά και μετά τον αγώνα. Σε αυτές πάντα κυριαρχεί το θέμα επιλογής γόμμας των ελαστικών. Παρ’ όλα αυτά, ο περισσότερος κόσμος δυσκολεύεται ακόμα να κατανοήσει τί ακριβώς καθορίζει την επιλογή σκληρότητας της γόμμας σε έναν αγώνα και γιατί βλέπει αναβάτες με μαλακιά γόμμα να κινούνται ταχύτερα στο τέλος ενός αγώνα, από αναβάτες με σκληρότερη γόμμα. Λογικά θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, σωστά; Όχι! Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να κατανοήσουμε έναν-έναν τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή. Πριν από αυτό όμως θα πρέπει να κατανοήσουμε, ότι όλοι οι αναβάτες είναι υποχρεωμένοι να βάλουν ελαστικά της ίδια εταιρείας.

 

Η πίστα: Παλαιότητα ασφαλτοτάπιτα

Οι πίστες δεν έχουν όλες το ίδιο ποσοστό πρόσφυσης. Πέρα από την κατασκευή και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ασφαλτοτάπητα, η ηλικία της πίστας παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόσφυση που προσφέρει. Μια νεαρής ηλικίας πίστα αποκτά το μέγιστο κράτημά της μετά από ένα ή δύο χρόνια λειτουργίας! Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια ολοκαίνουρια πίστα έχει ακόμα “λιπαρή” επιφάνεια λόγω της φρέσκιας πίσσας. Το κράτημα που προσφέρει είναι “μαλακό”, δηλαδή προκαλεί πρόωρο ντριφτάρισμα των τροχών.

Ένα πολύ μαλακής γόμμας ελαστικό, συνήθως δεν έχει μεγάλο πλεονέκτημα έναντι ενός σκληρότερου, όμως ακριβώς λόγω του “μαλακού” γκριπ της ασφάλτου, η διάρκεια ζωής του αυξάνεται. Οι πίστες με ολοκαίνουρια άσφαλτο έχουν πολύ έντονες διακυμάνσεις στο επίπεδο κρατήματος που προσφέρουν, αναλόγως της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Η ζέστη “λιώνει” την πίσσα και η επιφάνεια γίνεται πολύ λιπαρή, ενώ όταν δεν επικρατούν πολύ υψλές θερμοκρασίες, αυξάνονται κατακόρυφα τα επίπεδα πρόσφυσης, άρα σου επιτρέπει την χρήση σκληρότερης γόμμας. Όμως την ίδια στιγμή, γνωρίζουμε ότι τα μαλακά ελαστικά δεν έχουν αντοχή σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας περιβάλλοντος.  Οπότε η λογική ότι με τα μαλακά ελαστικά θα κάνεις χρόνο και με τα σκληρότερα θα έχεις διάρκεια δεν ισχύει σε μια καινούρια πίστα.

Ούτε όμως σε μια πίστα με γερασμένο ασφαλτοτάπητα. Ακριβώς την ίδια συμπεριφορά με τις καινούριες πίστες, έχουν και οι πιο παλιές. Μόνο που εδώ τα πράγματα γίνονται αρκετά πιο περίπλοκα. Οι παλιές πίστες δεν επηρεάζονται μόνο από την θερμοκρασία, αλλά και από την χρήση που έχει γίνει πριν μερικά λεπτά. Οι παλιές πίστες μπορούν να αλλάζουν το επίπεδο πρόσφυσης μέσα σε διάστημα μικρότερο της μισής ώρας!

Το μέγιστο κράτημά τους το προσφέρουν όταν επικρατεί δροσιά και όταν έχουν μπει αρκετά οχήματα μέσα, καθαρίζοντας την επιφάνειά της. Όμως αυτό μπορεί να αλλάξει μέσα σε μερικά λεπτά, διότι το επίπεδο κρατήματος εξαρτάται από την γόμμα που έχουν αφήσει τα οχήματα πάνω της. Με άλλα λόγια, η επιφάνειά της αποκτά τις ίδιες ιδιότητες που έχουν τα λάστιχα, άρα αποκτά και τις ίδιες ευαισθησίες. Στις παλιές πίστες αρέσουν τα μαλακά ελαστικά περισσότερο και είναι πολύ φιλικές μαζί τους στη διάρκεια ενός αγώνα, όμως η υπερβολική ζέστη μπορεί να μειώσει δραματικά τα πλεονεκτήματά τους

 

Ο κινητήρας καθορίζει την γόμμα

Ένας άλλος παράγοντας που καταρρίπτει τη θεωρία ότι τα σκληρά ελαστικά αντέχουν περισσότερο είναι η δύναμη του κινητήρα. Αν η δύναμη του κινητήρα είναι πολύ μεγάλη και πολύ απότομη, τότε ένα σκληρό πίσω ελαστικό θα ντριφτάρει συνεχώς και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτό με την σειρά του θα προκαλέσει πρόωρη υπερθέρμανση, με αποτέλεσμα πτώση της απόδοσης.

Αντιθέτως ένα μαλακότερο ελαστικό που μπορεί να κατεβάσει την δύναμη του κινητήρα στην άσφαλτο χωρίς να ντριφτάρει συνεχώς, έχει μικρότερη φθορά και μπορεί να κρατήσεις τους χρόνους χαμηλά μέχρι το τέλος του αγώνα!

Όπως βλέπουμε δηλαδή, οι παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή γόμμας είναι πιο σύνθετοι από την απλοποιημένη αντίληψη ότι τα σκληρά αντέχουν και τα μαλακά κρατάνε. Κυρίως όμως, αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι οι βασικότεροι παράγοντες μεταβάλλονται διαρκώς κατά την διάρκεια της ημέρας και ότι αρκεί ένα μικρό σύνεφο να μπει μπροστά από τον ήλιο για μερικά λεπτά και η τέλεια επιλογή ελαστικού που είχες κάνει όλη την ημέρα να πάρει στράφι, ειδικά από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι τα ελαστικά που χρησιμοποιούν φέτος στα MotoGP είναι πάρα πολύ ευαίσθητα ακόμη και στην παραμικρή μεταβολή των συνθηκών, κάτι που παραδέχτηκαν και οι άνθρωποι της Michelin.