Ασφαλής οδήγηση ανάμεσα σε αυτοκίνητα

Εσύ τον είδες, όμως αυτός σε είδε;
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

27/11/2017

Μπορεί τη συζήτηση γύρω από την ασφάλεια και τα τροχαία ατυχήματα να την μονοπωλούν κυρίως όσα είναι θανατηφόρα, όμως το μεγαλύτερο ποσοστό σοβαρών τραυματισμών γίνεται με μικρές ταχύτητες μέσα στην πόλη. Όσοι ανατρέξετε σε προσωπικές εμπειρίες ή θυμηθείτε ιστορίες φίλων σας, θα βρείτε δεκάδες τέτοια παραδείγματα, που καθόλου τυχαία περιγράφουν την σύγκρουση ή επαφή μιας μοτοσυκλέτας και ενός αυτοκινήτου. Το πιο συνηθισμένο σκηνικό είναι μια μοτοσυκλέτα να κινείται ανάμεσα στην κίνηση των αυτοκινήτων και ένα από αυτά να αλλάζει λωρίδα απροειδοποίητα την τελευταία στιγμή.  Αν προλάβεις να αποφύγεις  την επαφή φωνάζεις δυνατά: Τυφλός είσαι ρε!. Αν δεν την προλάβεις όμως, ο λογαριασμός ξεκινάει με υλικές ζημιές και φτάνει ως τις σοβαρές και μόνιμες αναπηρίες, στην περίπτωση που καταλήξεις σε κάγκελα, κολόνες, γωνίες πεζοδρομίων κ.τ.λ.  Κι όλα αυτά με ταχύτητες που δεν ξεπερνούν τα 50km/h, μπορεί και κάτω από 30km/h. Η φράση "μου πετάχτηκε αυτοκίνητο", είναι πολύ δημοφιλής στους διαδρόμους του ΚΑΤ…

 

Τυφλοί οδηγοί ή τυφλά σημεία;

Εδώ δεν θα συζητήσουμε για το πόσο φταίνε οι οδηγοί αυτοκινήτου και ο γενικότερος "ωχαδερφισμός" του Έλληνα. Έχουν ειπωθεί δεκάδες φορές και το μόνο αποτέλεσμα είναι πεταμένο μελάνι και χαρτί. Το θέμα είναι πώς θα προστατευτούμε εμείς ως μοτοσυκλετιστές, αλλά και πώς μπορούμε να μειώσουμε την πιθανότητες να μας συμβεί ένα τέτοιο περιστατικό.

Το πρώτο πράγματα που χρειαζόμαστε είναι να καταλάβουμε τί μπορεί να δει ένας οδηγός αυτοκινήτου. Μάλιστα υπάρχει τεράστια διαφορά στην ορατότητα ανάλογα τον τύπο, την χρονολογία κατασκευής και τον εξοπλισμό! Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων πιέζονται πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια στον τομέα της παθητικής ασφάλειας, με τα crash test να γίνονται διαρκώς αυστηρότερα. Για να επιτύχουν υψηλή βαθμολογία σε αυτά, απαιτείται ο κλωβός του αυτοκινήτου να είναι άκαμπτος. Ταυτόχρονα όμως πιέζονται και για την μείωση των εκπομπών ρύπων, οπότε τα αυτοκίνητά τους θα πρέπει να είναι όσο πιο ελαφριά γίνεται. Η μόνη λύση που έχουν βρει μέχρι σήμερα είναι να σχεδιάζουν πολύ χοντρές κολώνες, μειώνοντας τις επιφάνειες των τζαμιών. Αυτό όμως μπλοκάρει την ορατότητα προς τις γωνίες του αυτοκινήτου και δημιουργεί πολύ μεγαλύτερα τυφλά σημεία σε σύγκριση με τα παλαιότερης γενιάς αυτοκίνητα. Είναι τόσο μεγάλα αυτά τα τυφλά σημεία, που μπορεί πίσω τους να κρυφτεί ολόκληρο φορτηγό. Μια μοτοσυκλέτα που κινείται ανάμεσα στα αυτοκίνητα γίνεται κυριολεκτικά αόρατη για τον οδηγό, μόλις βρεθεί  κοντά στο πίσω δεξί ή αριστερό φανάρι ενός αυτοκινήτου. Οπότε, ακόμα κι αν ένας οδηγός αυτοκινήτου, δεν μιλάει στο κινητό, δεν στέλνει μηνύματα, δεν χαζεύει, δεν είναι μαστουρωμένος, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αλλάξει απότομα λωρίδα διότι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ δεν μπορούσε να σε δει.

Ένα άλλο πρόβλημα που έχουν οι οδηγοί αυτοκινήτων όταν μένουν μποτιλιαρισμένοι για αρκετή ώρα, είναι η αδυναμία τους να εκτιμήσουν την διαφορά ταχύτητας ανάμεσα στο δικό τους όχημα και στην μοτοσυκλέτα που έρχεται πιο γρήγορα από πίσω τους. Αυτό έχει σαν συνέπεια να νομίζουν ότι προλαβαίνουν να αλλάξουν λωρίδα, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι εφικτό.

Τα καλά νέα για εμάς είναι ότι οι κατασκευαστές αυτοκινήτων (σε αντίθεση με τους νομοθέτες και τις ΜΚΟ που έχουν μείνει στο "Μπαμπά μην τρέχεις" και στο "Οδηγώ προσεκτικά"…) προσπαθούν μέσω νέων τεχνολογιών να βοηθήσουν τους οδηγούς τους να μην κινδυνεύουν να συγκρουστούν με άλλα οχήματα αλλάζοντας λωρίδα. Στα αγγλικά η τεχνολογία αυτή ονομάζεται Blind Spot Alarm και χρησιμοποιεί ραντάρ που ανιχνεύουν τα υπόλοιπα οχήματα γύρω σου. Τα πιο φτηνά συστήματα απλώς ειδοποιούν τον οδηγό με ένα ηχητικό βόμβο, ενώ τα πιο εξελιγμένα (και πολύ ακριβότερα…) μπορούν να επέμβουν στα φρένα του αυτοκινήτου και στο τιμόνι, κρατώντας το αυτοκίνητο σε σταθερή απόσταση από τα υπόλοιπα οχήματα.

Καθώς υπήρχαν πολλά ρεπορτάζ στις χώρες του εξωτερικού τον τελευταίο καιρό, ότι τα συστήματα αυτά δεν μπορούν να ανιχνεύσουν τις μοτοσυκλέτες λόγω μικρότερου όγκου, εμείς ζητήσαμε από την BMW Hellas να μας δώσει ένα αυτοκίνητο με την τελευταία γενιά της τεχνολογίας Blind Spot Alarm ώστε να μπούμε για λίγες ημέρες στα παπούτσια ενός οδηγού αυτοκινήτου και να διαπιστώσουμε από πρώτο χέρι αν μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι δεν μας βλέπει.

 

Δεν ακούω τίποτα, δεν βλέπω τίποτα

Βρέχει κι έχουμε κολλήσει στον Κηφισό, κάνοντας δέκα μέτρα εμπρός κάθε δύο λεπτά. Λόγω τις συννεφιάς, τα φώτα των αυτοκινήτων είναι αναμμένα και κοιτώντας τους μεγάλους καθρέπτες της X1 είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβεις ποιο φανάρι πίσω σου ανήκει σε αυτοκίνητο και ποιο σε μοτοσυκλέτα. Επειδή οι μοτοσυκλέτες κινούνται με μικρές ταχύτητες ανάμεσα στα αυτοκίνητα, το φανάρι τους δεν κουνιέται πολύ και φαίνονται στους καθρέπτες σαν σταματημένα. Άρα η εντύπωση που έχουμε ότι ένας οδηγός αυτοκινήτου μπορεί εύκολα να μας διακρίνει στους καθρέπτες του είναι εντελώς λανθασμένη, ειδικά σε τέτοιες συνθήκες.

Εκείνο όμως που μας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πόσο δύσκολο ήταν να εκτιμήσουμε σωστά τον χρόνο που η μοτοσυκλέτα πίσω θα έφτανε ακριβώς δίπλα μας. Τα περιμετρικά ραντάρ της Χ1 έπιαναν την κίνηση της μοτοσυκλέτας σε απόσταση περίπου  δύο μέτρων. Στην πράξη ήταν ικανοποιητική και έγκυρη η προειδοποίηση αν η μοτοσυκλέτα είχε χαμηλή ταχύτητα διέλευσης. Όσοι όμως περνούσαν πολύ γρήγορα δίπλα μας, δεν επαρκούσαν αυτά τα δύο μέτρα για να δώσουν χρόνο αντίδρασης σε οδηγό αυτοκινήτου και αναβάτη μοτοσυκλέτας να αποφύγουν πιθανή σύγκρουση.

Άρα τα συστήματα αυτά είναι αποτελεσματικά μόνο στις χαμηλές ταχύτητες διέλευσης, μέσα στο κέντρο της πόλης και όχι σε φαρδύς μποτιλιαρισμένους δρόμους που υπάρχει χώρος ανάμεσα στα αυτοκίνητα για να κινηθούν με μεγαλύτερες ταχύτητες οι μοτοσυκλέτες.

Το δεύτερο σύστημα ενεργητικής ασφάλειας που δοκιμάσαμε στην BMW X1 ήταν η αποτροπή ακούσιας αλλαγής λωρίδας όταν το αυτοκίνητο κινείται με υψηλότερες ταχύτητες. Το σύστημα αυτό θα έπρεπε κατά την γνώμη μας να είναι υποχρεωτικός δια νόμου εξοπλισμός σε όποιο αυτοκίνητο εισάγεται στην Ελλάδα. Γιατί; Γιατί αν δεν βγάλεις φλας το τιμόνι του αυτοκινήτου αρχίζει να τρέμει μόλις πλησιάζεις κοντά σε διαχωριστικές γραμμές!  Όσο κόπανος κι αν είσαι, το σύστημα αυτό σε αναγκάζει να βγάλεις φλας πριν αλλάξεις λωρίδα και όλοι οι μοτοσυκλετιστές ξέρουμε από πρώτο χέρι πόσες φορές έχουμε έρθει κοντά στην στούκα με αυτοκίνητα που αλλάζουν λωρίδες χωρίς να προειδοποιούν με φλας.

Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα, απ’ όλα αυτά; Πρώτα απ’ όλα ότι οι οδηγοί αυτοκινήτων δεν έχουν τόσο καλή ορατότητα και αντίληψη της κίνησης όσο οι μοτοσυκλετιστές. Οπότε να βασίζεις τη ζωή σου ή τη σωματική ακεραιότητά σου σε αυτούς δεν είναι πολύ καλή ιδέα. Έχει μεγαλύτερη αξία να σκέπτεσαι πώς να τους διευκολύνεις να σε δουν, από το να κρύβεσαι πίσω από τα τυφλά σημεία του αμαξώματος των αυτοκινήτων και μετά να τους βρίζεις. Σημασία δεν έχει να έχεις δίκιο μετά το ατύχημα, αλλά να μην έχεις γύψο…

 

Τα βασικά tips είναι τα ακόλουθα:

Σε δρόμους με περισσότερες από δύο λωρίδες και φυσιολογική κίνηση, κάτσε ακριβώς στο κέντρο πίσω από το αυτοκίνητο, βεβαιώσου ότι σε είδε και μετά προσπέρασέ το.

Σε δρόμους με περισσότερες από δύο λωρίδες και μποτιλιάρισμα σιγουρέψου ότι τα τρία-τέσσερα αυτοκίνητα εμπρός σου δεν έχουν επαρκή χώρο να αλλάξουν λωρίδα. Αν δίπλα τους υπάρχει χώρος, τότε 99,9% θα το κάνει χωρίς να σε δει ή να νοιαστεί για σένα.

 

 

 

ΕΛΑΣΤΙΚΑ Track-day & Αγωνιστικά

Πώς επιλέγουμε γόμμα
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

30/10/2017

Τα τελευταία χρόνια οι αναβάτες των MotoGP έχουν μεγαλύτερη ελευθερία να μιλάνε μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες και η ίδια η Dorna τους παρέχει ακόμα περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο με τις δημοσιογραφικές συνεντεύξεις που διοργανώνει πριν τον αγώνα, μετά τα χρονομετρημένα δοκιμαστικά και μετά τον αγώνα. Σε αυτές πάντα κυριαρχεί το θέμα επιλογής γόμμας των ελαστικών. Παρ’ όλα αυτά, ο περισσότερος κόσμος δυσκολεύεται ακόμα να κατανοήσει τί ακριβώς καθορίζει την επιλογή σκληρότητας της γόμμας σε έναν αγώνα και γιατί βλέπει αναβάτες με μαλακιά γόμμα να κινούνται ταχύτερα στο τέλος ενός αγώνα, από αναβάτες με σκληρότερη γόμμα. Λογικά θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, σωστά; Όχι! Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να κατανοήσουμε έναν-έναν τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή. Πριν από αυτό όμως θα πρέπει να κατανοήσουμε, ότι όλοι οι αναβάτες είναι υποχρεωμένοι να βάλουν ελαστικά της ίδια εταιρείας.

 

Η πίστα: Παλαιότητα ασφαλτοτάπιτα

Οι πίστες δεν έχουν όλες το ίδιο ποσοστό πρόσφυσης. Πέρα από την κατασκευή και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ασφαλτοτάπητα, η ηλικία της πίστας παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόσφυση που προσφέρει. Μια νεαρής ηλικίας πίστα αποκτά το μέγιστο κράτημά της μετά από ένα ή δύο χρόνια λειτουργίας! Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια ολοκαίνουρια πίστα έχει ακόμα “λιπαρή” επιφάνεια λόγω της φρέσκιας πίσσας. Το κράτημα που προσφέρει είναι “μαλακό”, δηλαδή προκαλεί πρόωρο ντριφτάρισμα των τροχών.

Ένα πολύ μαλακής γόμμας ελαστικό, συνήθως δεν έχει μεγάλο πλεονέκτημα έναντι ενός σκληρότερου, όμως ακριβώς λόγω του “μαλακού” γκριπ της ασφάλτου, η διάρκεια ζωής του αυξάνεται. Οι πίστες με ολοκαίνουρια άσφαλτο έχουν πολύ έντονες διακυμάνσεις στο επίπεδο κρατήματος που προσφέρουν, αναλόγως της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Η ζέστη “λιώνει” την πίσσα και η επιφάνεια γίνεται πολύ λιπαρή, ενώ όταν δεν επικρατούν πολύ υψλές θερμοκρασίες, αυξάνονται κατακόρυφα τα επίπεδα πρόσφυσης, άρα σου επιτρέπει την χρήση σκληρότερης γόμμας. Όμως την ίδια στιγμή, γνωρίζουμε ότι τα μαλακά ελαστικά δεν έχουν αντοχή σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας περιβάλλοντος.  Οπότε η λογική ότι με τα μαλακά ελαστικά θα κάνεις χρόνο και με τα σκληρότερα θα έχεις διάρκεια δεν ισχύει σε μια καινούρια πίστα.

Ούτε όμως σε μια πίστα με γερασμένο ασφαλτοτάπητα. Ακριβώς την ίδια συμπεριφορά με τις καινούριες πίστες, έχουν και οι πιο παλιές. Μόνο που εδώ τα πράγματα γίνονται αρκετά πιο περίπλοκα. Οι παλιές πίστες δεν επηρεάζονται μόνο από την θερμοκρασία, αλλά και από την χρήση που έχει γίνει πριν μερικά λεπτά. Οι παλιές πίστες μπορούν να αλλάζουν το επίπεδο πρόσφυσης μέσα σε διάστημα μικρότερο της μισής ώρας!

Το μέγιστο κράτημά τους το προσφέρουν όταν επικρατεί δροσιά και όταν έχουν μπει αρκετά οχήματα μέσα, καθαρίζοντας την επιφάνειά της. Όμως αυτό μπορεί να αλλάξει μέσα σε μερικά λεπτά, διότι το επίπεδο κρατήματος εξαρτάται από την γόμμα που έχουν αφήσει τα οχήματα πάνω της. Με άλλα λόγια, η επιφάνειά της αποκτά τις ίδιες ιδιότητες που έχουν τα λάστιχα, άρα αποκτά και τις ίδιες ευαισθησίες. Στις παλιές πίστες αρέσουν τα μαλακά ελαστικά περισσότερο και είναι πολύ φιλικές μαζί τους στη διάρκεια ενός αγώνα, όμως η υπερβολική ζέστη μπορεί να μειώσει δραματικά τα πλεονεκτήματά τους

 

Ο κινητήρας καθορίζει την γόμμα

Ένας άλλος παράγοντας που καταρρίπτει τη θεωρία ότι τα σκληρά ελαστικά αντέχουν περισσότερο είναι η δύναμη του κινητήρα. Αν η δύναμη του κινητήρα είναι πολύ μεγάλη και πολύ απότομη, τότε ένα σκληρό πίσω ελαστικό θα ντριφτάρει συνεχώς και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτό με την σειρά του θα προκαλέσει πρόωρη υπερθέρμανση, με αποτέλεσμα πτώση της απόδοσης.

Αντιθέτως ένα μαλακότερο ελαστικό που μπορεί να κατεβάσει την δύναμη του κινητήρα στην άσφαλτο χωρίς να ντριφτάρει συνεχώς, έχει μικρότερη φθορά και μπορεί να κρατήσεις τους χρόνους χαμηλά μέχρι το τέλος του αγώνα!

Όπως βλέπουμε δηλαδή, οι παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή γόμμας είναι πιο σύνθετοι από την απλοποιημένη αντίληψη ότι τα σκληρά αντέχουν και τα μαλακά κρατάνε. Κυρίως όμως, αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι οι βασικότεροι παράγοντες μεταβάλλονται διαρκώς κατά την διάρκεια της ημέρας και ότι αρκεί ένα μικρό σύνεφο να μπει μπροστά από τον ήλιο για μερικά λεπτά και η τέλεια επιλογή ελαστικού που είχες κάνει όλη την ημέρα να πάρει στράφι, ειδικά από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι τα ελαστικά που χρησιμοποιούν φέτος στα MotoGP είναι πάρα πολύ ευαίσθητα ακόμη και στην παραμικρή μεταβολή των συνθηκών, κάτι που παραδέχτηκαν και οι άνθρωποι της Michelin.