Ελληνική παρουσίαση Neo Sports Café

Πρώτες οδηγικές εντυπώσεις από το νέο CB 300R
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

6/8/2018

Σε ένα όμορφο all day bar στα βόρεια προάστια, ο όμιλος επιχειρήσεων Σαρακάκης, επίσημος αντιπρόσωπος της Honda στην Ελλάδα, αποφάσισε να παρουσιάσει τη νέα οικογένεια των Neo Sports Café. Δυστυχώς ο καιρός δεν ήταν με το μέρος μας με αποτέλεσμα να εμφανίζονται βροχοπτώσεις τις πρώτες ώρες. Η αναλυτική παρουσίαση της σειράς ήταν προετοιμασμένη από τους αντιπρόσωπους της Honda, έχοντας όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες για το κάθε μέλος της σειράς. Η οικογένεια αποτελείται από τη ναυαρχίδα της σειράς, το ανανεωμένο CB 1000R, που έχει επανασχεδιαστεί πλήρως με το σχεδιασμό να ακολουθεί το μότο “επιστροφή στις ρίζες”, έτσι με τις μινιμαλιστικές γραμμές μειώνει το συνολικό του όγκο, αφήνοντας με την απλή σχεδίαση τον κινητήρα σε κοινή θέα να τραβάει τα βλέμματα, με το εξαιρετικό του φινίρισμα. Κατασκευασμένο στην Ιαπωνία όλο το σύνολο εκπέμπει υψηλή ποιότητα κατασκευής, ενώ παράλληλα η Honda εστίασε στην απόλαυση της οδηγικής εμπειρίας (το οποίο μπορείτε να δείτε αναλυτικότερα εδώ).

Την οικογένεια ολοκληρώνουν τα CB 300R και CB 125R που έχουν μεγάλη απόσταση από τη ναυαρχίδα, γεγονός που προμηνύει τον ερχομό ενός νέου μεσαίου κυβισμού μοντέλου στην οικογένεια που θα γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ τους, ολοκληρώνοντας τη σειρά.

Κοινή φιλοσοφία

Τα CB 300R και 125R είναι μάλλον για τους περισσότερους από εμάς πανομοιότυπα στο μάτι, όμως υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές. Συγκεκριμένα η εργονομία της θέσης οδήγησης είναι εντελώς διαφορετική ανάμεσα στις δύο μοτοσυκλέτες. Στο 125R η θέση είναι πιο όρθια, θυμίζοντας περισσότερο τη θέση οδήγησης των MT-09 και κυρίως του Duke 390. Η απόσταση του τιμονιού από το κορμό του αναβάτη είναι σχετικά μικρή, δίνοντας μια όρθια στάση σε αντίθεση με το 300R που είναι πιο κοντά στη κλασσική θέση οδήγησης μιας τυπικής μοτοσυκλέτας δρόμου. Το μεσαίο μοντέλο έχει λίγο μεγαλύτερο μεταξόνιο στα 1352mm κερδίζοντας σταθερότητα, ενώ η  γωνία κάστερ είναι 24ο προσφέροντας περισσότερη ευελιξία. Το 125R έχει μικρότερο μεταξόνιο (1345mm) που προσφέρει ευελιξία, ενώ η λίγο μεγαλύτερη γωνία κάστερ των 24,2ο αντισταθμίζει τα πράγματα επιτυγχάνοντας μια αντίστοιχη ισορροπία στα συνολικά γεωμετρικά χαρακτηριστικά της. Το ρεζερβουάρ είναι και αυτό διαφορετικής σχεδίασης με τις γραμμές να κυριαρχούν περισσότερο στο 125, ενώ είναι εξοπλισμένο με διακοσμητικούς αεραγωγούς. Τέλος η απόσταση από το έδαφος στο 300 είναι μεγαλύτερη κατά 11mm (151mm)  και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εξάτμιση βρίσκεται στο πλάι αντί κάτω από το κινητήρα όπως στο 125. Αποτελεί έτσι μια πιο ευδιάκριτη διαφορά, όπως η καρίνα που έχει το μικρότερο μέλος τη οικογένειας, προσφέροντας ένα πιο συμπαγές σύνολο. Η ποιότητα κατασκευής τους είναι εξαιρετική παρά το γεγονός ότι κατασκευάζονται εκτός Ιαπωνίας.

 

Το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο έχει σχεδιαστεί με γνώμονα τη συγκέντρωση του βάρους της μοτοσυκλέτας χαμηλά κάτω από τον αναβάτη, προσφέροντας ευελιξία και σταθερότητα. Η μπαταρία μεταφέρθηκε πίσω από το λαιμό του πλαισίου στην ίδια θέση που βρίσκεται και στην RC213V-S. Με το χώρο που δημιουργήθηκε κάτω από τη σέλα του αναβάτη τοποθετήθηκε το νέο φιλτροκούτι που είναι παρόμοιο με αυτό των τελευταίων MX CRF, δημιουργώντας έτσι μια ευθύγραμμη πορεία στον εισερχόμενο αέρα και χαρίζει καλύτερη ακουστική στον αναβατή κατά τις επιταχύνσεις όπως κάνει τα τελευταία χρόνια η Kawasaki. Το ατσάλινο ψαλίδι είναι νέου σχεδιασμού, με μεταβλητό πάχος για την επίτευξη χαμηλότερου βάρους, στηρίζοντας το αμορτισέρ αερίου και λαδιού, το οποίο δένει πάνω σε μια ατσάλινη πλάκα ώστε να ελαττωθεί το φορτίο στο κυρίως πλαίσιο και να ενισχύσει το καλύτερο έλεγχο της μοτοσυκλέτας.

 

Η μπροστινή δαγκάνα είναι η ίδια με του Africa Twin και συνδυάζεται με το πλευστό δίσκο 296mm που συμβάλλει στη ευστάθεια της μοτοσυκλέτας κατά το φρενάρισμα. Η μονάδα ABS είναι δικάναλη και οι CB 125R και CB 300R αποτελούν τις πρώτες μοτοσυκλέτες των κατηγοριών τους που έχουν ABS εξοπλισμένο με IMU (μονάδα μέτρησης αδράνειας). Ο ρόλος του IMU που μετρά 100 φορές το δευτερόλεπτο την αδρανειακή κατάσταση της μοτοσυκλέτας, είναι να εξασφαλίζει την επαφή του πίσω τροχού με την άσφαλτο κατά το φρενάρισμα, μέσω της παρέμβασης του στη λειτουργία του ABS μπρος και πίσω, ενισχύοντας έτσι την ευστάθεια της μοτοσυκλέτας κατά την επιβράδυνση. Οι ζάντες είναι αλουμινίου 17 ιντσών και έχουν την ίδια φιλοσοφία σχεδιασμού με το CB 1000R.

Το μικρό μοτοσυκλετάκι κερδίζει τα βλέμματα με τον εξοπλισμό που προσφέρει ο οποίος προέρχεται από μεγαλύτερες μοτοσυκλέτες, με αποτέλεσμα να ξεγελά εύκολα τα βλέμματα, δίνοντας την εντύπωση πως πρόκειται για μια μεγαλύτερη μοτοσυκλέτα. Αυτή η εντύπωση οφείλεται στο ανεστραμμένο μπροστινό πιρούνι των 41mm, στη τεχνολογία LED που βρίσκεται παντού, στο ποιοτικό όργανο καθώς και τη ποιοτική βαφή των πλαστικών του. Τα μόνα στοιχεία που μαρτυρούν ότι πρόκειται για μια μοτοσυκλέτα μικρού κυβισμού είναι τα μικρά λάστιχα, το ένα δισκόφρενο μπροστά καθώς και ο ήχος που παράγει ο κινητήρας όταν δουλεύει. Ο υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος κινητήρας των 124.7cc, είναι διβάλβιδος με έναν επικεφαλή εκκεντροφόρο και παράγει 13,32 άλογα στις 10.000 στροφές και 1,01 κιλό ροπής στρέψης στις 8.000. Το βάρος του CB 125R ανέρχεται στα 126 κιλά με υγρά, έχοντας αναλογία βάρους 51,6% μπροστά και 48,4% πίσω, ενώ η Honda υποστηρίζει ότι είναι το ελαφρύτερο της κατηγορίας.

Το CB 300R μπερδεύει ευκολότερα τα βλέμματα καθώς έχει τα ίδια στοιχεία με το μικρότερο αδερφάκι του, όμως η εξάτμιση του έχει σχεδιαστεί κατ’ εικόνα της ναυαρχίδας, με αποτέλεσμα όταν τη βλέπεις από πίσω να σε ξεγελά προς στιγμήν πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη έκδοση. Ο υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος κινητήρας των 286cc έχει 4Β/Κ και 2ΕΕΚ, παράγοντας έτσι 31,4 άλογα στις 8.500 στροφές και 2,8 κιλά ροπής στρέψης στις 7.500. Το 300R έχει μόλις 17 κιλά παραπάνω από το 125R φτάνοντας τα 143 με υγρά, όντας πιστόβαρο με αναλογία 49,6% μπροστά και 50,4% πίσω, με τη Honda να δηλώνει πως και αυτό κατακτά τη πρώτη θέση στη κατηγόρια του ως το ελαφρύτερο.

Πρώτες εντυπώσεις για το CB 300R

Με τον καιρό να κάνει του κεφαλιού του, αποφασίζοντας να βρέξει με δόσεις τις πρώτες ώρες της παρουσίασης και τον περιορισμένο χρόνο στο πρόγραμμα της παρουσίασης είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε μόνο μια μικρή γεύση του CB 300R. Το μικρό μεταξόνιο του δεν γίνεται αντιληπτό παρατηρώντας το στατικά με αποτέλεσμα μόλις καθίσεις πάνω του να σε εκπλήσσει, κάνοντας σε να πιστεύεις πως μίκρυνε. Η θέση οδήγησης έχει ένα sport άρωμα καθώς σε τοποθετεί λίγο μπροστά με τα χέρια να είναι ελαφρώς κλειστά και τα πόδια σχηματίζουν λίγο κλειστή γωνία, καθιστώντας εύκολη τη φόρτιση του μπροστινού όποτε το επιθυμείς στις στροφές. Ο πολύστροφος μονοκύλινδρος κινητήρας του ανεβάζει στροφές με γρήγορους ρυθμούς μέχρι το κόκκινο στις 11.000, υπογραμμίζοντας τη λέξη Sport από το όνομα της οικογένειας. Το κιβώτιο ταχυτήτων είναι υποδειγματικό στη λειτουργία του όντας αθόρυβο και ο λεβιές ταχυτήτων είναι ακριβείς και έχει βελούδινη αίσθηση όπως η μανέτα του συμπλέκτη, ενώ το μοναδικό πταίσμα που μπορεί να του προσάψει κανείς είναι πως όταν θέλεις να βάλεις πρώτη στο φανάρι πρέπει να κάνεις ελαφρώς μπροστά ή πίσω μέχρι να κουμπώσει. Οι sport καταβολές του γίνονται διακριτές και στο τομέα των αναρτήσεων, με το ανεστραμμένο πιρούνι της Showa να προσφέρει την κατάλληλη σκληρότητα και να παρέχει σιγουριά στον αναβάτη να κλείσει τη γραμμή του άφοβα όταν στρίβει. Τα φρένα αποδίδουν εξαιρετικά με καλό αρχικό δάγκωμα και καλή προοδευτικότητα. Το ζύγισμα του είναι καλά μελετημένο με το συγκέντρωση των μαζών να βρίσκεται όσο το δυνατών χαμηλότερα και κοντά στο κινητήρα με αποτέλεσμα να είναι άκρως ευέλικτη και εύκολη στις απότομες αλλαγές πορείας ή στους ελιγμούς. Το φιλτροκούτι είναι ειδικά μελετημένο για να προσφέρει στον αναβάτη έναν ήχο που εξιτάρει την ακοή, θυμίζοντας κατά την επιτάχυνση τη sport φιλοσοφία του σχεδιασμού του κινητήρα. Τέλος η συνολική συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας απορρέει ένα αίσθημα σταθερότητας και προσφέρει σιγουριά στον αναβάτη με την ποιότητα κύλισης να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Ανυπομονούμε να το δοκιμάσουμε (αυτό και τα υπόλοιπα μοντέλα) ενδελεχώς στο άμεσο μέλλον καθώς πρόκειται για μια ποιοτική μοτοσυκλέτα που συνδυάζει το sport χαρακτήρα με τη ξεχωριστή σχεδίαση που προέρχεται από τις ρίζες του γενεαλογικού δέντρου της σειράς CB που τόσα χρόνια προσφέρει μοτοσυκλέτες καθημερινής μετακίνησης με sport καταβολές.

Δείτε αναλυτικά όλες τις φωτογραφίες της παρουσίασης

Ετικέτες

Νέα Ducati Multistrada V2 /V2S – Η Multistrada 950 του 2022! [VIDEO]

Μία πιο προσιτή Multi και με δεσμοδρομικό σύστημα οδήγησης βαλβίδων
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

30/9/2021

Ανανεώνεται η Multistrada 950 για να συμβαδίσει με τις νέες προδιαγραφές και ταυτόχρονα αλλάζει όνομα, σε αντιδιαστολή με την V4, κρατώντας όμως το δεσμοδρομικό σύστημα οδήγησης των βαλβίδων και με αρκετά αραιά διαστήματα service.

Πρακτικά έχουμε τρεις εκδόσεις για την Multistrada V2, με την V2S και την έκδοση A2 με την ιπποδύναμη στα 35kw, να συμπληρώνουν την βασική έκδοση.

Καρδιά της Multistrada V2 είναι ο Testastretta 11ο που παραμένει στα 937 κυβικά αλλά έχει δεχτεί αρκετές ανανεώσεις με την ιπποδύναμη να είναι στα 113 άλογα και να έχει σχεδόν 10kg.m ροπής. Παραμένει το δεσμοδρομικό σύστημα για τις τέσσερις βαλβίδες ανά κύλινδρο, όπως παραμένει και η ομαλή απόκριση της γκαζιέρας, σύμφωνα με την Ducati καθώς -προφανώς- κανείς δεν την έχει δοκιμάσει ακόμη. Θυμίζουμε πως η Multistrada 950 δεν είχε την καλύτερη απόκριση από τον ψεκασμό, σε σημείο που να αποτελεί και πρόβλημα αν ήθελες να την οδηγήσεις με χαμηλές ταχύτητες και σταθερό γκάζι, κάτι που η Ducati αρκετά γρήγορα διόρθωσε. Τώρα υπόσχεται πως η V2 συνεχίζει στον ίδιο δρόμο και πηγαίνει κι ακόμη παρακάτω.

Τα στοιχεία στα οποία επικεντρώθηκε ο σχεδιασμός της είναι η μείωση βάρους, η βελτίωση της εργονομίας και η πλήρης ανανέωση του κινητήρα. Ταυτόχρονα δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή για να συνεχίσει στον δρόμο της V4 με τα υψηλά διαστήματα service, αν κι εδώ το δεσμοδρομικό σύστημα καθορίζει το ανώτερο όριο. Και πάλι όμως η Ducati ανακοινώνει αλλαγές λαδιών κάθε 15.000 χιλιόμετρα και έλεγχο βαλβίδων κάθε 30.000 χιλιόμετρα.

Ο Testastretta 11ο έχει νέες μπιέλες, αλλαγές υλικών στο κιβώτιο και νέο συμπλέκτη με υδραυλική οδήγηση και 8 δίσκους, με την Ducati να αναφέρεται συγκεκριμένα για το πόσο εύκολο είναι πλέον να βρεις την νεκρά. Φυσικά υπάρχει και quickshifter που αν ακολουθεί τις τελευταίες εξελίξεις μέσα στην εταιρεία και είναι εφάμιλλο με εκείνο του streetfighter, τότε μιλάμε για το καλύτερο τέτοιο σύστημα στην αγορά της μοτοσυκλέτας.

Μπροστά έχουμε ένα τροχό ΄19 ιντσών με την Ducati να μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει την επιλογή της και να την υπερασπιστεί, έχοντας δει τι έχει συμβεί με το V4 που ξαφνικά εμφανίστηκαν ορισμένοι που ήθελαν ΄17 τροχό εμπρός, όταν τόσο καιρό επικρατούσε το αντίθετο, αναφέροντας μάλιστα πως δεν μπορεί μία μοτοσυκλέτα να θεωρείται σπορ με τροχό ΄19 ιντσών. Αν και μεγαλύτερα προβλήματα για την V4 ήταν οι αντιδράσεις για την εξαφάνιση του μονόμπρατσου και του δεσμοδρομικού, που κατά το ήμιση οι V2 αντιμετωπίζει.

Στην έκδοση S η νέα V2 έρχεται εξοπλισμένη με τις αναρτήσεις Skyhook Suspension EVO που προσφέρουν ημι-ενεργητική λειτουργία, όπως επίσης υπόσχονται να έχουν έρθει ενισχυμένες από την εξέλιξη που έχει κάνει η Ducati στην V4, με την οποία κατάφερε να μας δώσει ένα εξαιρετικό σετ αναρτήσεων, με πρωτόγνωρη ημι-ενεργητική λειτουργία.

Πρώτος στόχος για τις αλλαγές εργονομίας να είναι εύχρηστη για περισσότερους αναβάτες με την σέλα να έρχεται στα 830mm ένα νούμερο που δεν δικαιολογεί την παραπάνω πρόθεση για αυτό και η Ducati διευκρινίζει πως το σχήμα της σέλας έχε μελετηθεί ώστε να είναι αρκετά στενό στο εμπρός σημείο ώστε οι πιο κοντοί αναβάτες να βρίσκουν εύκολα το πάτημά τους. Πράγμα βέβαια που αποτελεί και σταθερή δήλωση για όλες τις εταιρίες στην ευρύτερη κατηγορία των Adventure μοτοσυκλετών, σταθερά τα τελευταία δύο χρόνια.

Για του λόγου το αληθές όμως η Ducati δίνει κι ένα ακόμη νούμερο, το μήκος της καμπύλης από το έδαφος, στην κορυφή της σέλας μπροστά-μπροστά μέχρι και πάλι στο έδαφος από την άλλη πλευρά το οποίο είναι 1790mm. Συνολικά το μήκος αυτό έχει μειωθεί κατά 40mm κάτι που δείχνει την μεγάλη επίδραση που έχει το πλάτος στο κέντρο της μοτοσυκλέτας, για το πόσο καλά πατά ο αναβάτης κάτω. Από εκεί και πέρα διάφορες λύσεις στον κατάλογο των αξεσουάρ, βοηθούν να κατέβει το ύψος της σέλας στα 790mm.

Τα μαρσπιέ έρχονται από την Multistrada V4 η τοποθέτησή τους όμως είναι 10mm πιο κάτω κι έτσι μεγαλώνει η απόσταση από την σέλα, πράγμα που αλλάζει την γωνία στα γόνατα και εξυπηρετεί έτσι και τους πιο ψηλούς αναβάτες αλλά και τα ταξίδια με πολύωρη παραμονή στην σέλα.

Συγκριτικά με την Multistrada 950 η νέα V2 είναι πέντε κιλά ελαφρύτερη με τον συμπλέκτη να ευθύνεται για 1,5 κιλά από τα παραπάνω ενώ συνολικά ο κινητήρας είναι πλέον κατά δύο κιλά ελαφρύτερος. Η υπόλοιπη δίαιτα έχει προκύψει από τα αλλαγμένα περιφερειακά όπως τους νέους καθρέφτες και τις ζάντες που έρχονται απευθείας από την V4. Μόνο οι τροχοί είναι 1,7 κιλά ελαφρύτεροι από εκείνους της 950. Υπάρχει βέβαια και η επιλογή για τροχούς με ακτίνες σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης έχει περισσότερες, χωμάτινες ανησυχίες.

Υπερπλούσιο είναι το πακέτο ηλεκτρονικών της V2 ξεκινώντας -φυσικά- από το Cornering ABS και το Ducati Traction Control ενώ παραμένουν τα βασικά γκρουπ ρυθμίσεων με Sport, Touring, Urban και Enduro. Η βασική έκδοση έχει το Hold Control, κάτι εύκολο να προστεθεί ως σύστημα καθώς υπάρχει μονάδα IMU, (φυσικά της BOSCH) που αντιλαμβάνεται την κλίση της μοτοσυκλέτας δηλαδή προς κάθε άξονα, όπως επίσης στον βασικό εξοπλισμό είναι και το Ducati Brake Light που αναβοσβήνει έντονα όταν ο αναβάτης φρενάρει απότομα.

Η έκδοση V2S έχει τις αναρτήσεις Skyhook όπως είπαμε, cruise control, LED παντού όπως και cornering lights που ανάβουν φωτίζοντας το εσωτερικό της στροφής όσο πλαγιάζει η μοτοσυκλέτα, το quickshifter που δουλεύει προς κάθε κατεύθυνση, hands free και φυσικά μία έγχρωμη TFT για να ρυθμίζεις όλα τα παραπάνω καθώς και φωτιζόμενους διακόπτες. Η βασική έκδοση διαθέτει διαφορετική, LCD οθόνη.

Οι διαθέσιμες χρωματικές επιλογές περιλαμβάνουν το κλασικό Ducati RED με μαύρες ζάντες και το Street Grey που μπορεί να έρθει με ζάντες GP RED μόνο στην V2S. Παραμένουν τα γνωστά πακέτα εξοπλισμού της Ducati, Essential και Travel με το δεύτερο να έρχεται με θερμαινόμενα γκριπ, κεντρικό σταντ και πλαϊνές βαλίτσες που μπορεί κανείς να παραγγείλει για την έκδοση S.

Το ρεζερβουάρ είναι είκοσι λίτρων για όλες τις εκδόσεις με την Ducati να υπόσχεται υψηλή αυτονομία μέσα από την χαμηλή κατανάλωση. Ακόμη χαμηλότερη θα είναι η κατανάλωση της Α2 έκδοσης, και είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του ονόματος Multistrada, που υπάρχει έκδοση Α2.

Για την βασική έκδοση έχουμε ανεστραμμένο πιρούνι KYB εμπρός με διάμετρο 48mm και SACHS αμορτισέρ πίσω με διαδρομές 170mm και οι δύο αναρτήσεις. Τα φρένα αναλαμβάνει η Brembo με τις ακτινικές monoblock M4-32 μπροστά και δύο δίσκους 320mm και πίσω έναν δίσκο 265mm με πλευστή δαγκάνα της Brembo.

Η Ducati ανακοινώνει 5,9 λίτρα στα 100km ως μέση κατανάλωση και βάρος γεμάτη στα 222 κιλά για την βασική έκδοση και στα 225 για την V2S με τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις και τον πλουσιότερο εξοπλισμό.

 

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες της νέας Ducati Multistrada V2 / V2S 2022:

Ετικέτες