Piaggio Beverly 300 (2010-2015)

Χτίζοντας αξίες
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

5/1/2017

Σημείο αναφοράς σε μια από τις πιο "hot" κατηγορίες της ελληνικής αγοράς. Το Beverly 300 δημιούργησε ένα βαρύ όνομα, σε μια εποχή που αυτό δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου

Το Beverly είναι ένα όνομα που μέχρι και σήμερα αποτελεί ένα από τα "βαριά χαρτιά" της αγοράς, ένα σκούτερ που είναι συνώνυμο με την επιτομή του στιλ και της πρακτικότητας ταυτόχρονα. Οι αλλαγές και οι αναβαθμίσεις του μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια είναι σχετικά λίγες και απόλυτα στοχευμένες. Η νέα γενιά έχει αποκτήσει τα ηλεκτρονικά βοηθήματα (traction control και ABS) που το ωθούν σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, ενώ είναι από τις λίγες εκείνες περιπτώσεις που ακόμη και οι προηγούμενες γενιές ενός μοντέλου εξακολουθούν να "παίζουν" δυνατά όσο και όταν πρωτοπαρουσιάστηκαν.

Χλιδή και άνεση για την αφράτη σέλα του Beverly, τόσο για τον αναβάτη όσο και για τον συνεπιβάτη

 

Αυτό δεν είναι τυχαίο, ούτε οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο επιτυχημένο marketing της ιταλικής φίρμας. Οφείλεται καθαρά και μόνο σ' αυτά που προσφέρει και αντιπροσωπεύει το Beverly.
Κατ' αρχήν από την σχεδίασή του και μόνο, αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι ένα σκούτερ που θέλει να προσφέρει όσα περισσότερα μπορεί. Λεπτομέρειες όπως το ότι το κουμπί για να αλλάζουν οι ενδείξεις στην ψηφιακή οθόνη βρίσκεται στα χειριστήρια ή το κουμπί για να ανοίγει ηλεκτρικά η σέλα (για την οποία υπάρχει και μοχλός μέσα στο ντουλαπάκι), επιβεβαιώνουν ότι η χλιδή είναι μέρος της φιλοσοφίας του Beverly κι όχι απλά μια προσπάθεια εντυπωσιασμού.
Ο κινητήρας του δεν διεκδικεί δάφνες για τις επιδόσεις, ειδικά από τη στιγμή που βρίσκεται πίσω από σχεδόν το σύνολο του ανταγωνισμού, αλλά σίγουρα είναι ένας από τους απολαυστικότερους κινητήρες για κίνηση είτε σε αργούς ρυθμούς είτε σε πιο σβέλτη οδήγηση. Η μετάδοσή του είναι σχετικά μακριά και το πατινάρισμα του φυγοκεντρικού είναι μελετημένο έτσι ώστε ποτέ να μην συμβαίνει τίποτε απότομο στο Beverly.
Αυτή η απόδοση συνδυάζεται και με αξιομνημόνευτη αίσθηση σιγουριάς στις στροφές που προσφέρει το πακέτο του πλαισίου, των αναρτήσεων και του μακριού σχετικά μεταξονίου του ιταλικού σκούτερ, μια αίσθηση που δυσκολεύονται να την φτάσουν ακόμη και σκούτερ με πολύ πιο σπορ προσανατολισμό στο στήσιμό τους. Μόνο σε ταχύτητες κοντά στην τελική του, παρουσιάζει ένα μικρό ποσοστό του φαινομένου πλεύσης, προφανώς λόγω της ενδοτικής λειτουργίας των αναρτήσεων, χωρίς όμως να φτάνει στα όρια του ανησυχητικού.
Το μεγάλο προσόν όμως του Beverly είναι η χρηστικότητα και η άνεση που προσφέρει. Είναι το μοναδικό scooter της γενιάς του (των scooter δηλαδή της προηγούμενης πενταετίας) που διαθέτει έναν τόσο μεγάλο χώρο κάτω από τη σέλα του, ώστε να χωρέσει ένα full face κι ένα jet κράνος, ενώ διαθέτει και συμπληρωματικό αποθηκευτικό χώρο με το ντουλαπάκι κάτω από το τιμόνι. Μπορεί η ποδιά του να μην διαθέτει επίπεδο πάτωμα, όπως για παράδειγμα το ανταγωνιστικό SH της Honda, το οποίο βολεύει στην μεταφορά μικρών σακιδίων και στο να τοποθετηθούν σακούλες, αλλά με την μεγάλη απόσταση μεταξύ τιμονιού και κεντρικού τούνελ αντισταθμίζει σε ύψος τον χώρο που χάνει σε πλάτος.

Από τους μεγαλύτερους αποθηκευτικούς χώρους κάτω από τη σέλα, ο οποίος χωράει άνετα ένα full face κράνος κι ένα μικρό σακίδιο ή ένα δεύτερο jet κράνος

 

Η θέση οδήγησης μεταφέρει κι αυτή μια αίσθηση άνεσης και εργονομικής μελέτης, τοποθετώντας τον αναβάτη σχετικά χαμηλά, ενισχύοντας έτσι και το αίσθημα της ασφάλειας ακόμη και σε μεγάλες κλίσεις με μικρές ταχύτητες. Το μερίδιο της άνεσης είναι αντίστοιχο και για τον συνεπιβάτη, ο οποίος απολαμβάνει μια φαρδιά και ευρύχωρη σέλα με μπόλικο αφρώδες, με καλή στήριξη από τις χειρολαβές, ενώ η ύπαρξή του επηρεάζει ελάχιστα την ισορροπία και την ευελιξία του Beverly, προσθέτοντας πόντους στην οδική του συμπεριφορά.
Σε ό,τι αφορά τα φρένα του, το Beverly δεν διαθέτει το δυνατό αρχικό δάγκωμα και τη δύναμη που πλέον έχει γίνει κοινός τόπος ακόμη και σε αυτή την κατηγορία των scooter, αλλά διαθέτουν πολύ καλή αίσθηση με σωστή πληροφόρηση για το πότε επέρχεται το μπλοκάρισμα.

Το στιλ, η πολυτέλεια και η πρακτικότητα συνδυάζονται εξαιρετικά με την συμπεριφορά και την άνεση

Σίγουρα, το ιταλικό scooter σε σχέση με τον ανταγωνισμό της κατηγορίας δεν βρίσκεται στην κορυφή όλων των επί μέρους χαρακτηριστικών, αλλά παρόλα αυτά έχει καταφέρει να θεωρείται σημείο αναφοράς γιατί τις κορυφές που έχει κατακτήσει, τις έχει κατακτήσει με εντυπωσιακό τρόπο. Το στιλ, η πολυτέλεια και η πρακτικότητα συνδυάζονται εξαιρετικά με την συμπεριφορά και την άνεση, σε ένα πακέτο που ακόμη και σήμερα αποτελεί μια πρώτης τάξεως επιλογή.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4Β/Κ me 1EEK
Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 75 x 63
Κυβικά (cc): 278
Σχέση συμπίεσης: 11:1
Ανάφλεξη: Ψηφιακή
Τροφοδοσία: Ψεκασμός
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα
Σύστημα εξαγωγής:  1 σε 1

ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Τύπος συμπλέκτη: Αυτόματος φυγοκεντρικός
Τελική μετάδοση: Ιμάντας

ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος: Ατσάλινο, διπλό σωληνωτό
Μεταξόνιο (mm): 1.535
Ύψος σέλας (mm): 790
Βάρος κατασκευαστή κενή (kg): 171
Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 179,5
Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 12,5

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Εμπρός: Tηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή (mm):  95
Ρυθμίσεις: Καμία
Πίσω: Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή τροχού(mm): 81
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου σε 4 θέσεις

ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δίσκος 300mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Πίσω: Δίσκος 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων

ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός
Ελαστικό: 110/70-16
Πίσω
Ελαστικό: 140/70-14

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ


Αναλογικές ενδείξεις για ταχύμετρο, στάθμη καυσίμου, θερμοκρασία κινητήρα, οθόνη LCD με ενδείξεις για ολικό και μερικό χιλιομετρητή/ρολόι, λυχνίες για φλας/πίεση λαδιού/μεγάλη σκάλα φώτων, σχάρα, φωτισμός αποθηκευτικού χώρου

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): -
Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm): 2,3/6.000

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)
Μέση: 5,32
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)
Μέση: 235

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 24%, €)
Έμβολο πλήρες: 68,55
Στρόφαλος - Μπιέλα:  252,42
Τελικό εξάτμισης: 378,23
Εμπρός φτερό (βαμμένο):  29,20 (62,22)
Εμπρός τροχός: 67,84
Προβολέας: 62,18
Μανέτα φρένου: 6,77
Σέλα αναβάτη: 111,35
Πλαίσιο: 320,00

Οι προαναφερόμενες τιμές ίσχυαν τον Δεκέμβριο του 2016

Ετικέτες

Honda Crossrunner 800 (2011-2015)

Μεταλλαγμένο VFR
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

16/5/2017

Όταν παρουσιάστηκε αποτέλεσε ένα γενναίο εγχείρημα κι ένα μεγάλο στοίχημα της Honda. Ένα ρίσκο στην αναζήτηση νέων δρόμων και εκφράσεων. Μια μεταλλαγμένη street μοτοσυκλέτα εμπνευσμένη από το Gymkhana!

 

Δεν αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι το Crossrunner είναι μια από τις μοτοσυκλέτες που καταργεί τα στερεότυπα. Αγνοεί επιδεικτικά τις νόρμες των υποτιθέμενων κατηγοριών και προτείνει κάτι που "ακουμπάει" σε πολλά πεδία και πολλούς κόσμους. Ό,τι δηλαδή θα έπρεπε να κάνουν οι μοτοσυκλέτες των εταιρειών που θέλουν να επηρεάσουν την εξέλιξη και το μέλλον της μοτοσυκλέτας γενικότερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε τέτοια προσπάθεια θα είναι και επιτυχία, αλλά χωρίς το ρίσκο και την τόλμη, βήματα μπροστά δεν γίνονται κι αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν πολύ καλά στην Honda, όπως και σε κάθε εταιρεία που θέλει να θεωρείται πρωτοπόρος.

Το στοίχημα του Crossrunner βασίζεται στην πλατφόρμα του προηγούμενου VFR800, παντρεύοντας αισθητικά στοιχεία από τα "τύπου on-off" μέχρι το σύμπαν των scooter. Αυτό το αποτέλεσμα οπτικά καταφέρνει να έχει απήχηση σε ένα πολύ διευρυμένο κοινό, ακόμη και σε ανθρώπους που δεν είναι καν κάτοχοι μοτοσυκλέτας. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα αυτούσιο VFR800 προηγούμενης γενιάς, με όλες τις αλλαγές που είχε δεχθεί το V4 της Honda να υφίστανται και στο Crossrunner, όπως το μεταβλητό πάχος στις δοκούς του πλαισίου για να επιτευχθεί η ελεγχόμενη ακαμψία, ενώ και οι αναρτήσεις παρέμειναν ακριβώς ως είχαν στην sport touring έκδοση. Η μοναδική –αλλά ιδιαίτερα σημαντική- διαφορά ήταν το ψηλότερο τιμόνι, ο μοναδικός παράγοντας που επηρέαζε την θέση οδήγησης, καθώς η σέλα και τα τοποθετημένα σχετικά πίσω μαρσπιέ δεν δέχθηκαν καμία απολύτως επέμβαση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται μια παράξενη θέση οδήγησης, με το σώμα αρκετά μακριά από τον μπροστινό τροχό, αλλά με αρκετό βάρος να φορτίζει τα χέρια (και κατ' επέκταση το μπροστινό), αντισταθμίζοντας κάπως την κατάσταση. Στην πράξη, το Crossrunner αποκτά με τον αναβάτη του μια ισομερή κατανομή του βάρους, που του προσδίδει σταθερότητα στις υψηλές ταχύτητες, αλλά και μια ευπρόσδεκτη ουδέτερη συμπεριφορά στις κλίσεις, παρά το μεγάλο βάρος. Μάλιστα, οι μοίρες που μπορεί να πετύχει το Crossrunner είναι αρκετά μεγάλες, χάρη στην αλλαγή της κλίσης στο σημείο έδρασης του ψαλιδιού (κάτι που επέφερε και λίγο μεγαλύτερη απόσταση από το έδαφος σε σχέση με το VFR) και τις πλάκες του πιρουνιού που είναι τοποθετημένες λίγο πιο χαμηλά, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη που νιώθεις όταν "βάζεις" τον μπροστινό τροχό μέσα στη στροφή. Αντίστοιχα είναι και τα οφέλη στην ευελιξία της μοτοσυκλέτας, ακόμη και όταν κινείται μέσα στο αστικό περιβάλλον, κρύβοντας τα κιλά του επιμελώς και αποτελεσματικά για να ελιχθεί με μια απρόσμενη ευκολία και χάρη.

Το Crossrunner ακόμη και σήμερα αποτελεί μια ελκυστική επιλογή που προσφέρει κάτι ξεχωριστό

Ο κινητήρας μεταφέρθηκε κι αυτός αυτούσιος από το έτερο τετρακύλινδρο V, με το σύστημα V-Tec να προσδίδει μια πολυμορφία στον χαρακτήρα του, χάρη στην μεταβολή της απόδοσής του. Το σημείο της μεταμόρφωσης είναι οι 6.500 στροφές, εκεί όπου ενεργοποιούνται και οι 16 βαλβίδες των τεσσάρων κυλίνδρων, με την ηχητική αλλαγή να είναι και η πιο αντιληπτή. Σε ότι αφορά την δύναμη, η ομαλότητα λειτουργίας του συστήματος έχει μειώσει δραματικά τον απότομο χαρακτήρα του παρελθόντος, λόγω της αύξησης των αυλών εισαγωγής και τον επαναπρογραμματισμό της ECU και το μόνο που περιορίζει το πλήρες ξεδίπλωμα των αρετών του συγκεκριμένου κινητήρα είναι ο κόφτης που επεμβαίνει στα 205km/h, μια άστοχη επιλογή κατά τη γνώμη μας. Παρόλα αυτά, οι μέσες ωριαίες ταχύτητες στο ταξίδι παραμένουν με ευκολία υψηλές, ενώ ακόμη και η στάση του σώματος που αρχικά δεν προδιαθέτει για άνετα ταξίδια αποδεικνύεται εν τέλει ικανή να κρατήσει τον αναβάτη ξεκούραστο για πολλά χιλιόμετρα και πολύωρη παραμονή πάνω στην άνετη σέλα.

Το "μπόλιασμα" που επιχείρησε η Honda στο προηγούμενης γενιάς VFR, ανεξάρτητα με το αν απέφερε τους αναμενόμενους εμπορικούς καρπούς ή όχι, ήταν μια κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση, έστω κι αν υπήρχε χώρος για περισσότερο ρίσκο και πιο προχωρημένες λύσεις καθιστώντας το Crossrunner ακόμη και σήμερα ως μια ελκυστική επιλογή που προσφέρει κάτι ξεχωριστό.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος V 90° με 4Β/Κ και 2ΕΕΚ και σύστημα V-Tec

Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 72 x 48

Κυβικά (cc): 782

Σχέση συμπίεσης: 11,6:1

Ανάφλεξη: Ψηφιακή    

Τροφοδοσία: Ψεκασμός

Σύστημα εκκίνησης:     Μίζα

Σύστημα εξαγωγής:      4 σε 2 σε 1

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη: Υγρός πολύδισκος

Σχέσεις ταχυτήτων: Έξι

Τελική μετάδοση: Αλυσίδα, γρανάζια

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Αλουμινίουδύο δοκών pivotless

Γωνία κάστερ (o): 25,5

Ίχνος (mm): 96

Μεταξόνιο (mm): 1.464

Ύψος σέλας (mm): 816

Βάρος κατασκευαστή γεμάτη (kg): 240,4

Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 235,5

Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 21,5 / 3,5

 

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Tηλεσκοπικό πιρούνι Showa

Διάμετρος (mm): 43

Διαδρομή (mm): 106

Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίων

Πίσω: Ένα αμορτισέρ με μοχλικό

Διαδρομή τροχού(mm): 119

Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

 

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δύο δίσκοι 296mm με δαγκάνες τριών εμβόλων Nissin και C-ABS

Πίσω: Δίσκος 256mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και C-ABS

 

 

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ελαστικό: 120/70ZR-17

Πίσω

Ελαστικό:   180/55ZR-17

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ψηφιακό πολυόργανο με ταχύμετρο, ένδειξη ώρας, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, μπάρες θερμοκρασίας ψυκτικού, ψηφιακό στροφόμετρο και λυχνίες για φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φώτων ρεζέρβα, μπαταρία, λειτουργία ψεκασμού, ABS

 

 

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 94,7/10.000

Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm):   7,3/9.500

Επιτάχυνση 0 - 400m (sec, Μέτρηση ΜΟΤΟ): 12,18

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση: 7,1

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση: 302

 

 

 

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 24%, €)

Έμβολο πλήρες:  150,22

Μπιέλα:              199,88

Eξάτμιση:   1.021,27

Εμπρός φτερό:            94,32

Εμπρός τροχός:   584,49

Προβολέας: 496,65

Μανέτα φρένου:  35,37

Σέλα αναβάτη:    508,71

Πλαίσιο:     2.445

 

Οι προαναφερόμενες τιμές ίσχυαν τον Μάρτιο του 2017