Aprilia RSV Mille R Factory (2004 - 2009)

Από το

Μαύρο Σκύλο

20/8/2010

Κατάφερε στο πέρασμά της όχι μόνο να εισβάλλει στην κυριαρχία των Ιαπώνων στα superbike, αλλά και να γίνει αγαπητή στον κόσμο. Δεν έχει υπερεπιδόσεις και υπερβολικό γκάζι, αλλά είναι ένα απόλυτα ισορροπημένο σύνολο με εξωτικά περιφερειακά που τα καταφέρνει περίφημα παντού
[blockquote]Ναι...
Γιατί είναι ένα ολοκληρωμένο superbike
Όχι...
Γιατί είναι από τα πιο βαριά superbikes...
Γιατί...
Ο συνδυασμός του συγκεκριμένου πλαισίου και του συγκεκριμένου κινητήρα, είναι πραγματικά ένα "ποίημα" για τον δρόμο και την πίστα
Tι πρέπει να προσέξετε
Αυτό ο δικύλινδρος έχει αποδειχθεί “τέρας" αξιοπιστίας, οπότε δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος τομέας που "πονάει" μηχανολογικά. Βεβαιωθείτε ότι η συντήρηση έχει τηρηθεί, όπως προτείνει η Aprilia, και ψάξτε για τυχόν σημάδια που θα μαρτυρούν σκληρή χρήση σε πίστα ή και πτώση (όπως για παράδειγμα ισιωμένο υποπλαίσιο κ.λπ.)[/blockquote]
Έκανε τα πρώτα της βήματα στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, όταν οι Γιαπωνέζοι μάχονταν σώμα με σώμα με τα τετρακύλινδρα 1000 και 900 της εποχής και έδειξε αμέσως άκρως ανταγωνιστική. Το ίδιο ακριβώς συνέχισε να κάνει και στη συνέχεια της καριέρας της, που μετά το 2004 ανανεώθηκε, έχοντας αυτή τη φορά απέναντί της τους ίδιους, αλλά πολύ πιο ισχυρούς τετρακύλινδρους κινητήρες των 1000 κυβικών των Γιαπωνέζων που πλέον είχαν αποκτήσει σχεδόν 150 άλογα στο τροχό. Ο δικύλινδρος κινητήρας της Rotax που έχει στα σπλάχνα του το Mille σίγουρα δεν μπορούσε να έχει τέτοια απόδοση, οπότε οι άνθρωποι της Aprilia συνέχισαν την Ιταλική συνταγή για μια καλή μοτοσυκλέτα. Αυτή δεν ήταν άλλη από την τοποθέτηση ενός πολύ ισχυρού και άκαμπτου αλουμινένιου πλαισίου, αλλά και την προσθήκη αναρτήσεων με την υπογραφή της Ohlins. Τα φρένα είναι της Brembo με δαγκάνες ακτινικά τοποθετημένες τεσσάρων εμβόλων, τα οποία μαζί με το ακριβέστατο πιρούνι συνέθεταν ένα καλορυθμισμένο μπροστινό σύστημα που σε προδιέθετε ανάλογα για το πώς πρέπει να οδηγήσεις αυτή την μοτοσυκλέτα. Το κερασάκι στην τούρτα είναι και οι σφυρήλατες ζάντες της ΟΖ, οι οποίες σημαντικά το αναρτώμενο βάρος της μοτοσυκλέτας.
Ανεβαίνοντας στη σέλα της, αίσθηση προκαλεί η ευρυχωρία που διαθέτει, καθώς από τα κλιπ ον είναι αρκετά μακριά, όπως και τα μαρσπιέ. Βέβαια, αίσθηση προκαλούν και τα παραπανίσια κιλά της που ξεπερνούν τα 215, νούμερο στο άνω άκρο της κατηγορίας, το οποίο ευτυχώς στην οδήγηση δεν γίνεται αντιληπτό. Το “ζύγισμά” της είναι πολύ καλό και γενικά η οικειότητα που αποκτάς μαζί της δεν θυμίζει και πολύ ιταλική μοτοσυκλέτα. Δεν υπάρχουν καθόλου μηχανικοί θόρυβοι και τα πάντα έχουν μια ποιοτική πινελιά που ξεφεύγει αρκετά από την μαζικότητα των γιαπωνέζικων superbike. Εξίσου ξεχωριστή και όμορφη, ακόμα και σήμερα, είναι η εμφάνισή της, με χαρακτηριστικό στοιχείο το μακρόστενο ρεζερβουάρ και την σχετικά φαρδιά σιλουέτα της, παρά τον στενό δικύλινδρο κινητήρα της. Οδηγώντας την και συγκρίνοντας με τα σημερινά δεδομένα, σίγουρα αυτό που δεν σε εκπλήσσει είναι το γκάζι του κινητήρα της. Δεν διαθέτει την ευστροφία και τη δύναμη των σύγχρονων δικύλινδρων (βλέπε Ducati 1198) και στις υψηλές στροφές υστερεί σημαντικά. Αυτό βέβαια δεν την εμποδίζει να σημειώνει αρκετά καλές επιδόσεις, κάτι που οφείλεται στις σωστά κλιμακωμένες σχέσεις του κιβωτίου ταχυτήτων που εκμεταλλεύονται πλήρως την ισχύ του κινητήρα της. Δεν είναι όπλο και ταχεία υπερυψηλών επιδόσεων, αλλά εύκολα το νούμερο 260 θα εμφανιστεί στην ψηφιακή οθόνη των πληρέστατων οργάνων του, και χωρίς πρόβλημα μπορεί να διατηρεί σταθερά ταχύτητες κοντά στα 240 χιλιόμετρα. Σε αυτά τα απαγορευτικά νούμερα ταχυτήτων, το πολύ ισχυρό πλαίσιο και οι ποιοτικές αναρτήσεις κάνουν εξαιρετική δουλειά, προσφέροντας όχι μόνο  ασφάλεια και σταθερότητα, αλλά και πολύ καλή κατευθυντικότητα. Εκτός εθνικής και σε γρήγορες ανοιχτές στροφές το Mille μπορεί και δείχνει τα ακονισμένα δόντια του ακόμα καλύτερα, αφού η ακρίβεια που προσφέρουν οι αναρτήσεις του επιτρέπουν να στρίβει καταπληκτικά, ενώ η ροπή και η δύναμη στις μεσαίες στροφές που έχει ο δικύλινδρος κινητήρας του επιτρέπει δυνατές και απολαυστικές εξόδους από κάθε στροφή.
Όμως όλα αυτά τα απολαμβάνεις καλύτερα μέσα στην πίστα, αφού ουσιαστικά η μοτοσυκλέτα εκεί έχει εξελιχθεί και μπορείς να κινηθείς πραγματικά γρήγορα χάρη στο πολύ καλό “πακέτο” αναρτήσεων και πλαισίου, ενώ στους καλούς χρόνους στην πίστα που μπορεί να πετύχει βοηθάει και ο αδύναμος μεν αλλά πολύ γραμμικός κινητήρας του που σου επιτρέπει να κρατάς σχεδόν παντού το γκάζι ανοιχτό. Μην ξεχνάτε ότι το 2007 κατάφερε και βγήκε πρώτη στο Master bike κόντρα σε όλα τα γιαπωνέζικα και ευρωπαϊκά της εποχής εκείνης.
Σήμερα δεν είναι και πολύ εύκολο να βρεις μεταχειρισμένη μια Aprilia Mille Factory, καθώς οι περισσότεροι ιδιοκτήτες τους δύσκολα την αλλάζουν παρά την έλευση του νέου RSV4. Για αυτό το λόγο κρατά και υψηλή μεταπωλητική αξία που σχεδόν αγγίζει τα 7.500 ευρώ. Είναι μια μοτοσυκλέτα που μπορείς να ταξιδέψεις σχετικά άνετα, να ευχαριστηθείς χωρίς ουρλιαχτά και πολλή προσπάθεια για γρήγορη οδήγηση στο δρόμο, ενώ μπορείς ταυτόχρονα με ένα ζευγάρι racing ελαστικά να γράψεις και πολύ καλούς χρόνους σε μια πίστα. Επίσης, είναι και η τελευταία Aprilia που φέρει το λογότυπο Mille στα πλαστικά της…   



ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος: Τετράχρονος, δικύλινδρος V600, υγρόψυκτος με 2 EEK και τέσσερις βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 97x67,5
Κυβικά (cc): 997,6
Σχέση συμπίεσης: 11,8:1
Ανάφλεξη: Ψηφιακή
Τροφοδοσία: Ψεκασμός Sagem
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα
Σύστημα εξαγωγής: 2 σε 1 σε 2 σε 1


ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Τύπος Συμπλέκτη: Υγρός, πολύδισκος
Σχέσεις ταχυτήτων: 6
Τελική Μετάδοση: Αλυσίδα, γρανάζια / 2,687


ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος: Αλουμινένιο, δύο δοκών
Γωνία κάστερ (o): 25
Ίχνος (mm): 101,7
Μεταξόνιο (mm): 1418
Ύψος σέλας (mm): 810
Βάρος κενή / γεμάτη (kg): 185
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Εμπρός: Ανεστραμμένο Ohlins
Διάμετρος (mm): 43
Διαδρομή (mm): 120
Ρυθμίσεις: Απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς, προφόρτιση
Πίσω: Μονόμπρατσο ψαλίδι, ένα αμορτισέρ Ohlins με μοχλικό
Διαδρομή (mm): 120
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς και συμπίεσης


ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δύο δίσκοι 320 χιλιοστών, δαγκάνες με τέσσερα έμβολα
Πίσω: Δίσκος 255mm, δαγκάνα με δυο έμβολα


ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός
Ελαστικό: 120/70-17
Ζάντα: 3,50x17''
Πίσω
Ελαστικό: 190/55-17
Ζάντα: 6 x17''


ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Tαχύμετρο και στροφόμετρο με αναλογικές ενδείξεις, δύο μερικοί και ένας ολικός χιλιομετρητής, ενδείξεις για ποσότητα καύσιμου, θερμοκρασία περιβάλλοντος / ψυκτικού, ρολόι, ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων / πίεση λαδιού / ψεκασμό / ρεζέρβα / ανοιχτό σταντ / προειδοποίηση service


ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Ισχύς εργοστασίου (HP/rpm): 143/10.000
Ροπή εργοστασίου (kg.m/rpm): 9,8 / 7.250


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΙΠΠΟΔΥΝΑΜΗΣ
Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): 124,5 / 9.700
Ροπή στον τροχό (kg.m/rpm): 9,9 / 7.600


ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)
Μέση: 7,4

Yamaha MT-03 (2006-2014)

Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

2/11/2016

Η μετουσίωση

Πριν από μια δεκαετία σχεδόν, η μόδα των "politically correct" supermoto βρισκόταν στο απόγειό της. Πολλές εταιρείες προσπάθησαν να εφαρμόσουν αυτή την φιλοσοφία σε διάφορες και διαφορετικές μοτοσυκλέτες δρόμου, αλλά ελάχιστες έπιασαν το νόημα. Από τα πολύ λίγα λαμπρά παραδείγματα μιας αποτελεσματικής μετουσίωσης στην πράξη ήταν και το Yamaha MT-03

Το 2004 ήταν μια χρονιά ορόσημο για την Yamaha, καθώς τότε άλλαξε ριζικά και συθέμελα ένα άλλο ορόσημο: Το θρυλικό ΧΤ. Εκείνη την χρονιά έκανε το ντεμπούτο του ο μονοκύλινδρος κινητήρας της Minarelli των 660 κυβικών στα ΧΤ660R/X, ο οποίος βρήκε πρόσφορο έδαφος σε πολλές εναλλακτικές από τότε, κι όχι απαραίτητα μόνο σε ό,τι κοσμούνταν από το έμβλημα των τριών διαπασών. Μια από τις καλύτερες όμως εφαρμογές του ήταν ένα τέκνο του Iwata που είδε το φως της παραγωγής δύο χρόνια μετά τα ανανεωμένα ΧΤ, το MT-03.
Το μονοκύλινδρο roadster της Yamaha, έπεσε ακριβώς πάνω στην εποχή που τα εργοστάσια προσπαθούσαν να παντρέψουν την "τρέλα" των supermoto με τις πρακτικές αξίες των street μοτοσυκλετών, με αποτελέσματα πολλές φορές ετερόκλητα και ανούσια μηχναολογικά. Οι μηχανολόγοι της Yamaha όμως δούλεψαν περισσότερα ορθολογιστικά και πιο ψύχραιμα, μελετώντας πώς ακριβώς θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν καλύτερα τις δυνατότητες του συγκεκριμένου κινητήρα και κατέληξαν σε ένα αποτέλεσμα που αντικειμενικά ταίριαξε πολύ καλύτερα στον χαρακτήρα του σε σχέση με τις δύο εκδόσεις των ΧΤ.
Οι μοναδικές αλλαγές που έγιναν για να προσαρμοστεί πλήρως με την προσωπικότητα της μοτοσυκλέτας, ήταν η διαφορετική χαρτογράφηση της ανάφλεξης (καθώς στα ΧΤ είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα και πολλά παράπονα από τους ιδιοκτήτες τους), ένα διαφορετικό σύστημα εξαγωγής και το ταίριασμα με ένα πιο κοντό γρανάζωμα.

Ο κινητήρας έρχεται αυτούσιος από το ΧΤ, με διαφορετική όμως χαρτογράφηση, άλλη εξάτμιση και πιο κοντό γρανάζωμα


Ο μονοκύλινδρος κινητήρας "παντρεύτηκε" με ένα μοντέρνο και καλοσχεδιασμένο πακέτο, το οποίο αισθητικά ακόμη και σήμερα δεν δείχνει παρωχημένο. Ανέκαθεν η σειρά ΜΤ χαρακτηρίζονταν από έναν ιδιαίτερο σχεδιασμό και στην περίπτωση του ΜΤ-03 δεν λυπήθηκαν τους πόρους. Το φαρδύ τιμόνι, πέρα από ένα λειτουργικό στοιχείο που προσφέρει ένα εξαιρετικό μοχλό, συμβάλλει στην όμορφη όψη της μοτοσυκλέτας από μπροστά, σε συνδυασμό με το φαρδύ πάνω μέρος του ρεζερβουάρ και το μοντέρνο σχήμα του προβολέα που σωστά δεν ακολούθησε τις ρετρό τάσεις των αντίστοιχων στρογγυλών, χρωμιομένων των γυμνών τετρακύλινδρων. Η λεπτή σιλουέτα του χάρη στο μικρό πλάτος του μονοκύλινδρου, το ιδιόμορφο σχήμα του ψαλιδιού, το οριζόντια τοποθετημένο δεξιά αμορτισέρ και οι δύο εξατμίσεις που βγαίνουν ψηλά κάτω από τη σέλα του συνεπιβάτη, συνθέτουν ένα σύνολο το οποίο όχι μόνο ξεχωρίζει, αλλά και είναι αποτελεσματικό σε ό,τι αφορά τον ρόλο που καλείται να υπηρετήσει.
Η κατανομή της δύναμης του μονοκύλινδρου κινητήρα σε ένα πολύ μεγάλο φάσμα στροφών από χαμηλά, κάνει το ΜΤ όχι μόνο ένα πραγματικό εργαλείο για το ασφυκτικό περιβάλλον της κίνησης μέσα στην πόλη, αλλά του δίνει τη δυνατότητα να προσφέρει διασκέδαση ακόμη κι εκεί που οι συνθήκες μοιάζουν απαγορευτικές. Σε συνδυασμό με το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού και το μεγάλο πλάτος του, τα ντριφταρίσματα και οι ελεγχόμενες πλαγιολισθήσεις μπορούν να γίνουν εκεί που οι υπόλοιποι αναβάτες θα παλεύουν με την ισορροπία για να βρουν πέρασμα να χωρέσουν. Μοναδικός περιορισμός μερικές φορές το ύψος του τιμονιού που μπορεί να συναντήσει τους καθρέφτες των ακινητοποιημένων αυτοκινήτων. Το χαμηλό ύψος της σέλα συμβάλλει κι αυτό στην εμπιστοσύνη που εμπνέει η μοτοσυκλέτα αλλά και στο να διατηρηθεί το συνολικό κέντρο βάρους (μαζί με τον αναβάτη) χαμηλά. Το πλαίσιο προσφέρει κι αυτό με τη σειρά του ένα άκαμπτο σύνολο που δείχνει ότι μπορεί να διαχειριστεί πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις, και σε συνδυασμό με την εξαιρετική απόδοση των αναρτήσεων σε προδιαθέτει να παίξεις με τα όρια της πρόσφυσης σε οποιοδήποτε είδος ασφάλτου.

Χωρίς μοχλικό και οριζόντια τοποθετημένο αμορτισέρ, το οποίο όμως αποδίδει άριστα και δένει απόλυτα με το υπόλοιπο σύνολο


Το συνολικό στήσιμο του ΜΤ-03 είναι τόσο καλό, που ακόμη και αν τύχει να βρεθεί στο εθνικό οδικό δίκτυο οι περιορισμοί θα μπουν μόνο από την έλλειψη προστασίας, καθώς σε ταχύτητες μέχρι τα 140km/h επιδεικνύει μια ανέλπιστη σταθερότητα για γυμνή μοτοσυκλέτα. Οι κραδασμοί του μονοκύλινδρου και οι μηχανικοί θόρυβοι του κινητήρα διατηρούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και η όποια υπομονή στην μάχη με τον αέρα θα ανταμειφθεί μόλις βρεθεί σε στροφιλίκι. Το MT φτάνει στα όρια της κλίσης του με απίστευτη ευκολία και με μια σιγουριά αντίστοιχη των σύγχρονων streetfighters, με τις αναρτήσεις να απορροφούν αποτελεσματικά τις τυχόν ανωμαλίες, ακόμη και υπό κλίση, ενώ τα πολύ δυνατά φρένα δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να στο να σταματήσουν όποτε τους ζητηθεί τα 191 (γεμάτα) πραγματικά κιλά της μοτοσυκλέτας.
Η επιτυχία του ΜΤ-03 σχεδιαστικά και κατασκευαστικά, είναι ότι αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την αξία των απλών και σωστά μελετημένων λύσεων. Μπορεί να μην διαθέτει τουριστικές δυνατότητες και αντίστοιχο εξοπλισμό, και η κατανάλωσή του να κυμαίνεται σε ελαφρώς πιο ψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα αντίστοιχου κυβισμού και κυλίνδρων μοτοσυκλετών, αλλά έχει ένα σημαντικό αβαντάζ. Από την αρχή του σχεδιασμού του είχε έναν ξεκάθαρο στόχο και εστίασε μόνο σ' αυτόν: στο να προσφέρει διασκέδαση και πρακτικότητα στην καθημερινή ρουτίνα του ιδιοκτήτη του, κι αυτό είναι κάτι που το πετυχαίνει απόλυτα.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος: Τετράχρονος, υγρόψυκτος μονοκύλινδρος, με 4Β/Κ και 2ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 100 x 84
Κυβικά (cc): 660
Σχέση συμπίεσης: 10,0:1
Ανάφλεξη: Ψηφιακή
Τροφοδοσία: Ψεκασμός
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα
Σύστημα εξαγωγής:  2 σε 1 σε 2
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Τύπος συμπλέκτη: Υγρός πολύδισκος
Σχέσεις ταχυτήτων: Πέντε
Τελική μετάδοση: Αλυσίδα, γρανάζια

ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος: Ατσάλινο, ανοιχτό, χωληνωτό
Γωνία κάστερ (o): 26
Ίχνος (mm): 97
Μεταξόνιο (mm): 1.420
Ύψος σέλας (mm): 805
Βάρος κατασκευαστή κενή (kg): 174
Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 191
Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 15 / 3,4

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Εμπρός: Τηλεσκοπικό, συμβατικό πιρούνι
Διάμετρος (mm): 43
Διαδρομή (mm):  120
Ρυθμίσεις: Καμία
Πίσω: Ένα αμορτισέρSachs χωρίς μοχλικό
Διαδρομή τροχού(mm): 120
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου

ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δύο δίσκοι 298mm με δαγκάνες δύο εμβόλων
Πίσω: Δίσκος 240mm της Brembo με δαγκάνα ενός εμβόλου


ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός
Ελαστικό: 120/70ZR-17
Πίσω
Ελαστικό: 160/60ZR-17

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναλογικό στροφόμετρο και ψηφιακή οθόνη με ταχύμετρο, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές και ενδεικτικές λυχνίες για μεγάλη σκάλα/φλας/ρεζέρβα/πίεση λαδιού


ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 45/6.000
Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm): 5,7/5.250
Επιτάχυνση 0 - 400m (sec, Μέτρηση ΜΟΤΟ): 14,03

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ
Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): 43,4/6.000
Ροπή στον τροχό (kg.m/rpm): 5,6/5.100

Αν αντιστοιχίσετε το διάγραμμα του ΜΤ-03 με το αντίστοιχο του ΧΤ θα διαπιστώσετε ότι είναι ακριβώς ίδιο υπό κλίμακα, με διαφορά που φτάνει ως και τους τρεις ίππους. Αυτό αντισταθμίζεται από το κοντύτερο γρανάζωμα, αλλά στο χαρτί δεν είναι ορατή η διαφορά στην προοδευτικότητα. Εξαιρετική η απόδοση ψηλά που μένει ίδια για σχεδόν 2.5000 στροφές, ενώ και η καμπύλη της ροπής είναι υποδειγματική με πάνω από 5 χιλιογραμμόμετρα σε ένα πολύ μεγάλο εύρος στροφών
DYNO ΑΠΟ ΤΕΥΧΟΣ 368


ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)
Μέση: 6,8
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)
Μέση: 220

 

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 24%, €)

Έμβολο πλήρες: 170

Μπιέλα: 96,68

Τελικό εξάτμισης: 639,52

Εμπρός φτερό: 62,73  

Εμπρός τροχός: 487,13

Προβολέας: 151,60

Μανέτα φρένου: 55,37

Σέλα αναβάτη: 143,60

Πλαίσιο: 1386,85

Οι προαναφερόμενες τιμές ίσχυαν τον Οκτώβριο του 2016