O Claudio Castiglioni, πρόεδρος της MV Agusta Spa, ένας άνθρωπος που έχει επηρεάσει όσο κανένας άλλος την ιστορία της μοτοσυκλέτας και ειδικά στην Ιταλία τις τέσσερις προηγούμενες δεκαετίες, πέθανε την Τετάρτη 17 Αυγούστου σε νοσοκομείο του Varese, όπου είχε γεννηθεί και ήταν και η έδρα της εταιρείας του.
Ήταν 64 ετών και ο θάνατός του, όπως ανακοίνωσε η εταιρεία, οφείλεται σε μακροχρόνια ασθένεια. Είναι γνωστό ότι έπασχε από καρκίνο και ίσως αυτό να είναι και η αιτία που ήδη από πέρσι είχε παραδώσει τη διεύθυνση της εταιρείας στο γιο του Giovanni. Η αιτία του θανάτου του όμως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα από το παρελθόν του, ένα παρελθόν γεμάτο από το πάθος του για τις μοτοσυκλέτες.
Ο Claudio εμφανίστηκε στο προσκήνιο το 1977 με τη συμμετοχή της Cagiva στο ιταλικό πρωτάθλημα ταχύτητας με αναβάτες τον Bonera και τον Marco Lucchinelli. Η Cagiva ήταν οικογενειακή επιχείρηση που κατασκεύαζε μεταλλικά εξαρτήματα. Τον επόμενο χρόνιο μαζί με τον αδερφό του Gianfranco εξαγόρασαν το εργοστάσιο της AMF Harley Davidson στη Schiranna του Varese που παρήγαγε μοτοσυκλέτες με το λογότυπο της Cagiva και δίχρονους κινητήρες. Από το 1983 άρχισε να χρησιμοποιεί κινητήρες της Ducati, οδηγώντας τις Elefant σε νίκες στο Paris Dakar. Το 1985 εξαγόρασε από το ιταλικό δημόσιο την Ducati, την ίδια χρονιά εξαγόρασε την Moto Morini, ενώ το 1987 ήρθε η σειρά της Husqvarna. Εκείνη την εποχή είχε αναδείξει την Cagiva ως τον πέμπτο σε μέγεθος κατασκευαστή μοτοσυκλετών. Θέλοντας να κατασκευάζει συναρπαστικές μοτοσυκλέτες, τόσο αισθητικά όσο και οδηγικά, συμμετείχε ενεργά στην δημιουργία του υγρόψυκτου κινητήρα της Ducati που σηματοδότησε από το 1988 με τις 851/888 την κυριαρχία της εταιρείας στο παγκόσμιο πρωτάθλημα superbikes. Το 1991 ήρθε η σειρά για την απόκτηση της MV Agusta, η οποία είχε πάψει να παράγει μοτοσυκλέτες. Το 1993 ήταν η χρονιά που η Ducati παρουσίασε το Monster, την εμπνευσμένη σχεδίαση του Miguel Angel Galluzzi που καθορίζει ακόμη τις naked μοτοσυκλέτες σχεδιαστικά. Το 1994 ήρθε και συντάραξε τα νερά η συναρπαστική Ducati 916 που σχεδίασε ο φίλος του Claudio, Massimo Tamburini μαζί με τον Sergio Robbiano. Το 1996 αναγκάστηκε να πουλήσει την Ducati και την Moto Morini στο επενδυτικό fund Texas Pacific Group, λόγω προβλημάτων που είχε η Cagiva στο τμήμα με τις δραστηριότητές της εκτός μοτοσυκλετών. O ικανός Claudio έριξε το βάρος του στην MV Agusta και κατάφερε το 1997 να παρουσιάσει την F4, άλλη μια συναρπαστική μοτοσυκλέτα σχεδιασμένη επίσης από τον Massimo Tamburini.
Παρά τις δυσκολίες που κατά καιρούς έχει αντιμετωπίσει πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να ξαναγυρνάει στην κατασκευή μοτοσυκλετών καταφέρνοντας μάλιστα να ξαναγοράσει την MV Agusta για 1 ευρώ το 2010, την οποία είχε πουλήσει στην Harley Davidson. Ο πάντοτε ατσαλάκωτος Presidente ήταν παρόν στα περίπτερα των εταιρειών του στις μεγάλες εκθέσεις, στις οδηγικές παρουσιάσεις των μοντέλων που έφτιαχναν οι εταιρείες του και φυσικά οδηγούσε μοτοσυκλέτες. Μάλλον ήταν ο τελευταίος πρόεδρος που μιλούσε με τον οποιονδήποτε, αρκεί να μοιραζόντουσαν το ίδιο πάθος για τις μοτοσυκλέτες. Ευχόμαστε να έχει μεταφέρει το πάθος του για την ομορφιά και τις μοτοσυκλέτες στους ανθρώπους που θα συνεχίσουν να τις φτιάχνουν και να είναι πάντοτε συναρπαστικές όπως του άρεσαν.
Ride in peace Claudio.
Royal Enfield Scram 440 - Υπερκυβισμένος κινητήρας, αρκετές ακόμα αλλαγές
Εξωτερικά το Scram 440 δείχνει ολόιδιο με το 410, με τις εξωτερικές αλλαγές να εντοπίζονται κυρίως στον αριθμό που αναγράφεται στο ρεζερβουάρ και αναφέρεται στον κυβισμό του κινητήρα, και στο διαφορετικό όργανο, καθώς το νέο 440 διαθέτει μόνο την κεντρική οθόνη οργάνων από το παλαιότερο, χωρίς τη δεύτερη του tripper, ενώ ΔΕΝ είναι η πλήρως ψηφιακή στρογγυλή οθόνη που είδαμε πρώτα στο Himalayan 450.
Ελαφρώς μπερδεμένη κρίνεται η επιλογή να μη χρησιμοποιηθεί ο υγρόψυκτος Sherpa του Himalayan 450 με τους 40 hp στο νέο SCRAM 440, αλλά μια νέα υπερκυβισμένη έκδοση του 411, με ελάχιστα βελτιωμένη απόδοση σε ελαφρώς χαμηλότερες στροφές. Συγκεκριμένα από τους 23,9 hp / 6.500 rpm και τα 3,26 kgm / 4.250 rpm του Scram 411, ανεβαίνουμε στους 25,4 hp / 6.250 rpm και στα 3,46 kgm / 4.000 rpm στο Scram 450. Νέο είναι το κιβώτιο που από πέντε σχέσεις προηγουμένως, έχει πλέον έξι.
Η δεύτερη αλλαγή αφορά στα όργανα, όπου το παλαιότερο δίδυμο των στρογγυλών οργάνων δίνει τη θέση του σε ένα στρογγυλό όργανο χωρίς το δεύτερο μικρότερο του tripper, ενώ και εδώ περιέργως -για να μείνει χαμηλά η τιμή μάλλον- η Enfield ΔΕΝ χρησιμοποιεί το πλήρως ψηφιακό όργανο του Himalayan 450 με τη συνδεσιμότητα που περιλαμβάνει και πλοήγηση με χάρτες.
Σημειώστε πως όλες οι πληροφορίες μας αυτή τη στιγμή προέρχονται από τον ινδικό τύπο, καθώς η Royal Enfield δεν έχει κάνει αναλυτική παρουσίαση του μοντέλου.
Το πλαίσιο βασίζεται στου Scram 411, είναι όμως ενισχυμένο για μεγαλύτερη αντοχή και αξιοπιστία -και για να μπορείτε να το φορτώσετε άφοβα με top-box-, ενώ οι Ινδοί δημοσιογράφοι αναφέρονται σε ελαφρώς μεγαλύτερα έμβολα στη δαγκάνα της Bybre μπροστά, ενώ το ABS μπορεί και να απενεργοποιηθεί.
Στην ακριβότερη έκδοση νέοι είναι οι τροχοί των 19 και 17 ιντσών με μπράτσα, που πλέον είναι αλουμινένοι και φέρουν tubeless ελαστικά, ενώ οι αγοραστές των εκδόσεων με τις ακτίνες μπορούν αν θέλουν να βάλουν τους χυτούς με τα μπράτσα ως aftermarket αξεσουάρ.
Νέος, και LED είναι ο στρογγυλός προβολέας, με δυνατότερης έντασης λαμπτήρες, ενώ ίδιο παραμένει το ρεζερβουάρ.
Αλλαγές δεν έχουμε ούτε στις αναρτήσεις, με το συμβατικό πιρούνι των 41 mm να παραμένει, όπως παραμένει και μονό αμορτισέρ πίσω.
Η αναλυτική παρουσίαση της μοτοσυκλέτας θα γίνει τον Ιανουάριο του 2025.