Και η τιμή, τιμή δεν έχει…

Από το

motomag

1/5/2021

Ετοιμαστείτε γιατί τα πράγματα δυσκολεύουν και θα δυσκολέψουν περισσότερο για την αγορά της μοτοσυκλέτας καθώς οδηγούμαστε σε μαζικές ανατιμήσεις εξαιτίας μίας σειράς πολλών παραγόντων. Το πρόβλημα άρχισε να φαίνεται με την αύξηση του μεταφορικού κόστους που από τον περασμένο Οκτώβριο μπήκε σε ένα Rally που όμοιό του δεν έχει ξανά γίνει στον συγκεκριμένο τομέα. Από την μία στιγμή στην άλλη ένα τυπικό κοντέινερ 40 ποδιών, που αναλόγως το μοντέλο χωρά από 25 έως 30 μοτοσυκλέτες, σκαρφάλωσε από τα 1.500-2.000 ευρώ, στα 10.000-12.000. Αυτό σημαίνει ένα πρόσθετο κόστος 300-400 ευρώ σε κάθε μοτοσυκλέτα! Ήταν ένα ζήτημα που δεν φάνηκε αμέσως, ιδιαίτερα στην ελληνική αγορά, γιατί οι περισσότερες εταιρείες είχαν δημιουργήσει ένα στοκ και με τα δεδομένα της πανδημίας κατάφερναν να προχωρήσουν την χρονιά ευελπιστώντας πως το ζήτημα αυτό θα ομαλοποιούνταν.

Το κόστος των μεταφορικών ήταν ένα θέμα που επηρέαζε όλο τον κόσμο και όχι μόνο την μοτοσυκλέτα προφανώς και ήρθε στο προσκήνιο από την επάνοδο της παραγωγής στην Κίνα και την έλλειψη κοντέινερ. Με την βίαιη πτώση του εμπορίου τα κοντέιντερ βρέθηκαν να στοιβάζονται σε διάφορα μέρη καθώς δεν υπάρχουν αποθηκευτικοί χώροι για αυτά, από την στιγμή που είναι συνέχεια στην κυκλοφορία. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που συνέβη με τα αεροπλάνα, που επίσης το σύστημα δεν ήταν έτοιμο να τα υποδεχτεί όλα ταυτόχρονα στο έδαφος. Κάπως έτσι τα κοντέινερ βρέθηκαν διάσπαρτα ανά τον κόσμο να χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικός χώρος και να μην επαρκούν για την μεταφορά, την ίδια στιγμή που και τα πλοία είχαν μειωθεί με τις εταιρείες να συγχωνεύουν τα δρομολόγια, συγκεντρώνοντας τα εμπορευματοκιβώτιά τους σε ένα πλοίο, πάλι κάτι σαν κι αυτό που συμβαίνει με τις πτήσεις των συνεργαζόμενων αεροπορικών εταιρειών. Θα περίμενε κανείς πως αυτό ήταν ένα προσωρινό πρόβλημα που γρήγορα θα λυνόταν, αλλά οι ναυτιλιακές έδειξαν πως τα πολύ χαμηλά ναύλα που έμειναν σταθερά για πάνω από μία δεκαετία, είχε έρθει η ώρα να αυξηθούν. Ταυτόχρονα το πρόβλημα άρχισε να φαίνεται στις συνολικές του διαστάσεις, όσο οι κατασκευαστές παρουσίαζαν ελλείψεις στις γραμμές παραγωγής σε όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως χώρας. Διότι κάθε μοτοσυκλέτα είτε φτιάχνεται στην Ιταλία, την Γερμανία και την Αυστρία, έχει κάποιο κινέζικο εξάρτημα που φτάνει σε μεγάλες ποσότητες με καράβι ή βασίζεται σε πρώτες ύλες που επίσης είχαν αρχίσει να έχουν τεράστιες ανατιμήσεις. Ο χάλυβας σχεδόν διπλασιάστηκε, το λίθιο κατάντησε πιο πολύτιμο από ποτέ και στο τέλος το κοστολόγιο κάθε εταιρείας ανεβοκατέβαινε με τρόπο που ήταν αδύνατο για τους κατασκευαστές να προβλέψουν την πορεία του.

Αυτό ήταν το σημείο που άρχισαν όλοι να αντιλαμβάνονται πως όσο και να περιμένουν, καλύτερες τιμές δεν θα δουν να έρχονται. Κι έτσι ο επαναπροσδιορισμός της τιμολογιακής τους πολιτικής, ήταν ο πρώτος τρόπος να συνεχίσουν. Κι όμως, θα υπήρχε και συνέχεια. Στις 19 Μαρτίου μία πυρκαγιά στην Renesas Electronics, τον μεγαλύτερο κατασκευαστή μικροεπεξεργαστών του κόσμου συγκεκριμένα για την αυτοκίνηση, καταστρέφει μια παραγωγή ύψους 156 εκατομμυρίων και ταυτόχρονα τα πρωτότυπα μηχανήματα που συνθέτουν τα ολοκληρωμένα κυκλώματα. Αυτό το δεύτερο είναι πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα γιατί το εργοστάσιο αυτό δεν μπορεί να ξανά στηθεί εύκολα. Η αρχική εκτίμηση μιλά για τέσσερις μήνες καθυστέρηση μέχρι να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο στην Naka αλλά μόλις ένα μηνά μετά, στις 17 Απριλίου, η Renesas επαναφέρει το 10% της παραγωγής και μέχρι τις 23/4 φτάνει στο 30% με ορίζοντα αποκατάστασης τα τέλη Μαΐου. Για να τα καταφέρει τόσο γρήγορα, απευθύνθηκε σε μεγάλους κατασκευαστές που κατασκευάζουν μικροεπεξεργαστές, μνήμες κ.τ.λ. στους τομείς της πληροφορικής και των κινητών τηλεφώνων οι οποίοι έτσι κι αλλιώς έχουν σημαντικά προβλήματα με την πανδημία καθώς αυξήθηκε η ζήτηση για όλα τα ηλεκτρονικά γενικά. Οι μοτοσυκλέτες και τα σκούτερ δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς ECU και οδηγούμαστε σε νέες καθυστερήσεις.

Τα εργοστάσια λοιπόν έχουν μεγαλύτερο κόστος για να βάλουν μπροστά την γραμμή παραγωγής, ελλείψεις όταν η παραγωγή ξεκινήσει και αυξημένο κόστος μεταφοράς μόλις η παραγωγή ολοκληρωθεί. Κράνη, μπουφάν και μπότες δεν ξεφεύγουν φυσικά από τον κανόνα αυτό και μαζί με όλα αυτά ακολουθούν και τα ελαστικά! Θα είναι η πρώτη φορά που θα θέλει ο Έλληνας να αλλάξει ελαστικό και μπορεί να μην βρίσκει διαθεσιμότητα σε οποιαδήποτε εταιρεία. Αυτό δεν έχει ξανά γίνει. Όπως δεν έχει ξανά γίνει να αυξάνεται η τιμή του καουτσούκ τόσο απότομα. Οι καλύτερες πιθανότητες που υπάρχουν για ομαλοποίηση, είναι ο εορτασμός της νέας χρονιάς στην Κίνα δηλαδή σχεδόν σε ένα χρόνο από τώρα. Μέχρι τότε θα παρουσιάζονται καθυστερήσεις και μεγάλες ελλείψεις σε μοτοσυκλέτες, όσο οι κατασκευαστές επαναπροσδιορίζουν τις μεταφορικές τους ανάγκες και αναζητούν εναλλακτικές λύσεις.

Στην χώρα μας που εκτός των άλλων έχει πολύ υψηλό ΦΠΑ κι αυξημένους τελωνειακούς δασμούς και φόρους, οι τιμές των μοτοσυκλετών ήταν έτσι και αλλιώς, δυστυχώς, από τις υψηλότερες στην Ε.Ε. Έτσι όπως διαμορφώνεται η νέα πραγματικότητα η ψαλίδα αυτή θα ανοίξει ακόμη περισσότερο.

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.