Editorial 659 - Ο νέος κύκλος της μοτοσυκλέτας

Από το

motomag

1/10/2024

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, βρίσκομαι καθισμένος στην πρωτεύουσα των μήλων του Νεπάλ, την Μάρφα, για να καταγράψουμε τις διαδρομές που ενέπνευσαν τη Royal Enfield να δημιουργήσει το πρώτο της On-Off, το Himalayan. Η Μάρφα είναι ένα γραφικό χωριό με σοκάκια που συγκεκριμένα σήμερα απαγορεύονται τα δίκυκλα. Οποιαδήποτε άλλη ημέρα περπατάς κολλημένος στον τοίχο να μην σου χωθεί τιμόνι στα πλευρά, τόσο στενά είναι. Γιορτάζουν μία πολύ σημαντική γιορτή τοξοβολίας και το χωριό θέλει χώρο για τους πεζούς. Αν ήμασταν στην Ελλάδα, πόσοι θα έκαναν του κεφαλιού τους, συνεχίζοντας να κυκλοφορούν κανονικότατα στα σοκάκια και μάλιστα ξεκράνωτοι; Αναφέρω το κράνος γιατί το άλλο απίστευτο είναι πως δεν θα δεις ούτε έναν που να μην το φορά. Όχι μόνο στην πόλη, αλλά στη μέση του πουθενά, μόνοι τους, κυκλοφορούν με το κράνος. Και αν σε δει κανένας να μην το φοράς θα κάνει ολόκληρη φασαρία, άγνωστος προς άγνωστο! Μία αρκετά φτωχή χώρα, με αστυνομία που έχει ένα φυλάκιο στην αρχή ενός χωριού χωρίς δυνατότητα καταδίωξης, σε χωματόδρομους που βλέπεις χιλιόμετρα μακριά αν έρχεται κανείς, και φοράνε το κράνος τους! Αυτομάτως τρία από τα πιο βασικά “επιχειρήματα” για την μη χρήση του ακυρώνονται πανηγυρικά από μία χώρα σαν το Νεπάλ.

Ωστόσο δεν είναι στόχος μου να τα ξαναπούμε για το κράνος, τόσο σύντομα από το προηγούμενο τεύχος, απλά δεν γίνεται να παραβλέψει κανείς τη διαφορά στην εικόνα. Κάθε φορά που επισκέπτομαι χώρα της Ασίας και της Λ. Αμερικής ανοίγεται ένα παράθυρο στην ιστορία και της Ευρωπαϊκής μοτοσυκλέτας, καθώς τα δίκυκλα σε αυτές τις χώρες είναι ζήτημα επιβίωσης και κυρίως χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικό του αυτοκινήτου που η απόκτηση και η κατοχή του είναι δυσκολότερη. Μετά τον ΒΠΠ μάθαμε και εμείς το δίκυκλο ως καθημερινό μέσο μετακίνησης και όχι ως κάτι ακριβό και επιτηδευμένο για βόλτες και αγώνες. Τότε ήταν που δημιουργήθηκε η Vespa και η Ducati, ομοίως και η Honda και μαζί και το παπί. Σταδιακά αυξήθηκαν και οι μοτοσυκλετιστές, όμως θα ήμασταν λιγότεροι αν κάποτε δεν υπήρχε μαζική στροφή στο δίκυκλο από ανάγκη. Όταν για τον καθένα ατομικά η ανάγκη εξαφανιζόταν, ξεκινούσε η αναπόφευκτη επιλογή αν θα αποκτήσει μοτοσυκλέτα και θα γίνει πλέον μοτοσυκλετιστής ή θα κάνει τη μετάβαση στο αυτοκίνητο. Η πλειοψηφία επέλεγε το αυτοκίνητο όπως ήταν φυσικό, ωστόσο εμείς δεν χρειαζόμασταν παρά ένα μικρό μόλις ποσοστό για να βλέπουμε τα συνολικά νούμερά μας να αυξάνονται.

Σε αυτές τις χώρες ο μοτοσυκλετισμός είναι καταδικασμένος να θριαμβεύσει, τα πιτσιρίκια οδηγούν, φορώντας κράνος, από μικρή ηλικία σε δύσκολες συνθήκες και φτιάχνουν τη ζωή τους γύρω από τη μοτοσυκλέτα. Μόλις ανέβει το βιωτικό επίπεδο και αρχίζουν να θέλουν μεγαλύτερες σε κυβισμό μοτοσυκλέτες με περισσότερες ταξιδιωτικές δυνατότητες, τότε θα καθορίζουν την αγορά, και τα νέα μοντέλα που θα βγαίνουν θα είναι συνυφασμένα με τις δικές τους ανάγκες απέναντι σε μία Ευρώπη που θα συνεχίσει ακόμη περισσότερο να δυσκολεύει την εισαγωγή. Υψηλόβαθμο στέλεχος της Honda μου είχε πει πως θα σχεδιάζουν πάντα για την Ευρώπη με στόχο να πουλούν σε όλο τον κόσμο, σε ότι αφορά τις μεγάλες μοτοσυκλέτες και αυτό πράγματι παραμένει ως έχει. Αλίμονο όταν η Honda και η Yamaha δώσουν προτεραιότητες στις ασιατικές χώρες, όπως ξεκάθαρα έκανε η Suzuki παραμελώντας το Hayabusa που εξαφάνισε για λίγο από εμάς και συνέχιζε να παράγει για την Ινδία, μέχρι να έρθει η ώρα για νέο μοντέλο που θα ακολουθούσε τις νέες προδιαγραφές.

Πριν από χρόνια είχαμε αρνηθεί να κάνουμε δοκιμή σε ένα κινέζικο On-Off Zongshen 250 κυβικών που είχαν εισάγει στην Ελλάδα, καθώς δεν θέλαμε να ρισκάρουμε να του γίνει αρνητική διαφήμιση, τόσο χάλια ήταν. Για αρχή είχε μία 15άρα ζάντα πίσω που δεν θα μπορούσες να βρεις ελαστικό να της βάλεις, χώρια όλα τα υπόλοιπα. Στην Κίνα τα τελευταία δέκα χρόνια με έμφαση την τελευταία πενταετία, έχει δημιουργηθεί μοτοσυκλετιστική κουλτούρα και πλέον οι μοτοσυκλετιστές εκεί είναι όσοι και στην Ευρώπη. Εδώ και περίπου δύο χρόνια η αγορά των μεγάλων μοτοσυκλετιστών έχει φτάσει τη δική μας σε νούμερα και σε λίγα χρόνια θα την φτάσει και σε αξία. Από εκεί και πέρα θα μας περάσουν, είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο. Για αυτό και οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες θέλουν μερίδιο εκείνης της αγοράς, με αντάλλαγμα ένα μικρό στην τοπική αγορά. Είναι αστείο να νομίζει κανείς πως δεν έχουν τη σύμφωνη γνώμη των εδραιωμένων κατασκευαστών που εκδηλώνεται βαρύγδουπα με σχόλια όπως “καλά να πάθουν οι παραδοσιακοί παίκτες της αγοράς που δεν ρίχνουν τιμές” όταν στην πράξη με μεγάλη χαρά ανταλλάσσουν ποσοστά πωλήσεων, βλέποντας την άνοδο που υπάρχει στην αχανή εκείνη χώρα.

Η μοτοσυκλέτα ήταν καθαρά ευρωπαϊκή υπόθεση στη δημιουργία της, και στο μέλλον θα πρέπει να παλέψουμε για να συνεχίσουμε να έχουμε πολύ ακριβά σε εξέλιξη μοντέλα με μικρούς αριθμούς πωλήσεων. Ή να ευχόμαστε να θέλουν όλοι στην Ινδονησία, Μαλαισία, Κίνα κτλ, ένα χιλιάρι GSXR.

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!